Όταν η κατανόηση μιας "θρησκευτικής" αλήθειας γίνεται εμπόδιο για την ουσιαστική μετοχή μας σε αυτή

του Γιώργου Π.

Ένα ξεκαθάρισμα: Άλλο κατανοώ κάτι και άλλο μετέχω σ’ αυτό. Και ενώ το ένα δεν αποκλείει το άλλο πολλές φορές παρεξηγούμε καταστάσεις. Παράδειγμα απτό μπορεί να δώσει στον καθένα μας η σχέση μας με τα δόγματα της Εκκλησίας. Τι μπορεί να σημαίνει δηλαδή για εμάς το δόγμα της Αγίας Τριάδος; Το ότι ο Θεός αμερίστως και αμειώτως υπάρχει σε τρεις Υποστάσεις, αυτό τι σχέση μπορεί να έχει με μένα;

Κατά – τη – νόηση του ο καθένας μας λοιπόν «κατανοεί», δηλαδή συνδυάζει εικόνες από την προσλαμβάνουσα πραγματικότητα, και τις επεξεργάζεται ανάλογα με τη μόρφωση που έχει, τις επιδράσεις που δέχεται από το περιβάλλον και τους ανθρώπους, την παράδοση και την «πνευματική» κληρονομιά του τόπου του.

Μία εμπεριστατωμένη κατανόηση «δουλεύει» πάντα με ορισμένους κανόνες:

  • Πρέπει να υπάρχει λογική διάρθρωση και τα συμπεράσματα να εξάγονται με αδιάψευστα επιχειρήματα.
  • Πρέπει να εξετάζονται όλα τα ενδεχόμενα και να λαμβάνονται υπόψη όλες οι παράμετροι.
  • Πρέπει τα παραγόμενα αποτελέσματα να «φτιάχνουν» κανόνες – θεωρήματα πάνω στα οποία θα βασίζονται επιπλέον έρευνες.

Αφήνω χωρίς ανάλυση και άλλου είδους «κατανοήσεις» που έχουν να κάνουν με αυτόματες, ενστικτώδεις, αυθαίρετες «βάσεις» πάνω στις οποίες οικοδομεί ο καθένας μας και προαισθήσεις, διαισθήσεις, προκαταλήψεις, τυχόν τραυματικές εμπειρίες που μπαίνουν εμπόδια στο αίτημα της αντικειμενικότητας. Αυτά περιληπτικά σε ό,τι αφορά τη φυσική πραγματικότητα. Όταν όμως πρόκειται για το «χώρο» του Ακτίστου ισχύουν οι ίδιες αρχές; Μπορεί το αισθητό να αξιολογήσει το νοητό; Το νοητό το νοερό; Εν τέλει το κτιστό να καθορίσει τον τρόπο του Ακτίστου;

Οι πατέρες της Εκκλησίας μας αντέστρεψαν το αρχαιοελληνικό «Θεό νοήσαι αδύνατο, φράσαι δε αδυνατότερο» σε «Θεό φράσαι αδύνατο, νοήσαι δε αδυνατότερο», αφήνοντας απ’ έξω ενδεχόμενες ατομοκεντρικές μυστικιστικές τάσεις, «στοχαστικές» κοινωνίες Θεού και ανθρώπων, οι οποίες όμως μένουν ακοινώνητες από το πλήρωμα της Εκκλησίας.

Αν μία «εκκλησιαστική αλήθεια» δεν απευθύνεται σε όλους για να την επαληθεύσουν εμπειρικά τότε: ή δεν είναι αλήθεια ή δεν είναι εκκλησιαστική. Το εκκλησιαστικό πνεύμα ποτέ δεν εννόησε τη σωτηρία του ανθρώπου «ατομοκεντρικά». Γι’ αυτό ακριβώς άλλωστε υιοθέτησε έννοιες όπως σωτηρία – κοινωνία που δηλώνουν μαζί με το αποτέλεσμα και την προϋπόθεση του γι’ αυτό. Ο χριστιανός «σώζεται» μόνον ως μέρος του «όλου», του «σώου», του «ολόκληρου». Ο χριστιανός «κοινωνεί» τη σωτηρία του με τους άλλους αδελφούς του μέχρι σημείου να αναφωνεί εκ βάθους καρδίας: «Αν δε σωθούν αυτοί δε σώζομαι ούτε εγώ».

Όμως το αίτημα της αντικειμενικότητας, δηλαδή της υποχρεωτικής αναγνώρισής μας απ’ τους άλλους, καθώς και μια έμφυτη ανασφάλεια η οποία δεν αποτολμά το ρίσκο της διακινδύνευσης της σχέσης – αντίθετα αρέσκεται στο σίγουρο, το εύκολο, το προφανές – δημιουργεί προβλήματα.

Όταν μία αλήθεια, ένα δόγμα – εν προκειμένω το Τριαδολογικό – γίνεται αντιληπτό με τις παραπάνω προϋποθέσεις τότε τα πράγματα πραγματικά μπερδεύονται! Τότε ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα γίνονται τρεις ατομικές οντότητες που κατέχουν τη θεότητα (πολυθεΐα) ή τρεις διαφορετικές εμφανίσεις του ίδιου θεού (Σαββελιανισμός) ή αξιολογούνται ιεραρχικά ως ανώτατος πατέρας, λίγο κατώτερος υιός και ακόμη κατώτερο ή και ανύπαρκτο πνεύμα – όταν αυτό ορίζεται ως το πνεύμα αγάπης μεταξύ πατρός και υιού. Τα διαστρεβλωμένα ενδεχόμενα αυτού του τρόπου σκέψης είναι τόσα όσες και οι «αιρέσεις» που ταλάνισαν την Εκκλησία απ’ την ιστορική της ίδρυση ακόμη.

Οι Πατέρες της εκκλησίας μας ήξεραν ότι αν «εξαντλήσουμε» ορθολογιστικά, δηλαδή κατοχυρώσουμε ως αδιάψευστη αλήθεια ένα δόγμα το αποιεροποιούμε. Του αφαιρούμε όλο το δυναμικό χαρακτήρα της μετοχής μας σ’ αυτό. Μάλιστα κράτησε σοφή στάση όταν ακόμα και άγιοί της προσπάθησαν να εξηγήσουν το μυστηριακό χαρακτήρα αυτών (των δογμάτων) διατυπώνοντας αποφθεγματικά: «Μη δέχου και μη απόρριπτε».

Αν κάτι είναι υποχρεωτικά αληθινό τότε χάνει από το χαρακτήρα του την ελεύθερη, αυτόβουλη πίστη μας για την ύπαρξή του. Τότε μένει εξουσιαστικά να κυριαρχεί πάνω απ’ τα κεφάλια μας και τότε γίνεται μία αντικειμενική πραγματικότητα. Και το άθλημα της σχέσης; Η διακινδύνευση, το ρίσκο της αστοχίας;

Η ανεξάντλητη έκπληξη αυτής της δυναμικής σχέσης μπορεί να αναδυθεί μόνο μέσα από την τόλμη της δοκιμής. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος». Πλήρωμα και τέλος αυτής της απόλυτης ουσιαστικής κοινωνίας είναι το Τριαδικό Πρότυπο. Ο Πατέρας, ο Υιός, το Άγιο Πνεύμα δεν μοιράζονται «κομμουνιστικά» κάποια υπερβατική θεία ουσία, αλλά «αχρόνως και αγαπητικώς» υπάρχουν έτσι ώστε να μην έχουν την ανάγκη της υποχρεωτικής κατοχύρωσης του εαυτού Τους, της υποχρεωτικής Τους αλήθειας. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης είναι ο Θεός: «Ο Θεός Αγάπη εστί». Εικόνα του Θεϊκού τρόπου ύπαρξης πλάστηκε ο άνθρωπος. Να μπορεί να μετέχει όχι εξ’ αρχής, από τη φύση του, αλλά κατά χάριν από αγάπη Θεού, «δι’ υπερβολήν ερωτικής αγαθότητος» στη Θεία ζωή. Αυτό προϋποθέτει όμως το ασκητικό, μαρτυρικό και ομολογιακό εκκλησιαστικό πνεύμα. Αυτό «ενέχει» και κινδύνους. Το ενδεχόμενο της αποτυχίας. Την εκδοχή της άρνησης.

Ο συνειδητός ή ασυνείδητος διανοητικός εγκλωβισμός της μετοχής μας στο μυστήριο της κοινωνίας μας με το Θεό τοποθετείται σ’ αυτούς τους κινδύνους. Άραγε υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε από αυτόν; Ή θα πουν και για εμάς οι Πατέρες «εξέλιπαν εξερευνώντας εξερευνήσεις»;

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/index.php/Κατηγορίες/Θεολογία-Θρησκειολογία/Άρθρα/1508-Όταν-η-κατανόηση-μιας-θρησκευτικής-αλήθειας-γίνειαι-εμπόδιο-για-την-ουσιαστική-μετοχή-μας-σε-αυτή

[polldaddy rating=”785325″]

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση