Η Θρησκευτική διάσταση στη διαπολιτισμική εκπαίδευση

Micheline Milot 

Εισαγωγή

H παγκοσμιοποίηση απαιτεί από την εκπαίδευση να αρθεί στο ύψος των προκλήσεων που συνοδεύουν την ανάπτυξη της πολιτιστικής και θρησκευτικής ετερότητας, ούτως ώστε να διαμορφώσει πολίτες ικανούς να συμβιώσουν ειρηνικά. Η προσοχή που απαιτείται να δοθεί στη θρησκευτική διάσταση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην ειρήνη, την ανοιχτωσύνη προς άλλους πολιτισμούς, την ανεκτικότητα και το σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ευρώπη. Οι θρησκευτικές διαφορές όλο και πιο συχνά εξακολουθούν να αποτελούν πηγή έντασης, διαμάχης και διακρίσεων. 

Τι εννοούμε με τον όρο «θρησκευτική διάσταση» στη διαπολιτισμική εκπαίδευση; Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα ξεκαθαρίσουμε κάποιους θεμελιώδεις παράγοντες που σχετίζονται με τη θρησκευτική διάσταση και θα προσδιορίσουμε κάποιες βασικές έννοιες. Κατ’ αρχάς θα υπογραμμίσουμε μερικά από τα κύρια γνωρίσματα που έχει η θρησκεία ως πολιτιστικό φαινόμενο στο σύγχρονο κόσμο μας. Στη συνέχεια θα αναζητήσουμε τη μορφή που έχουν οι ηθικές και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις όπως εκφράζονται στη δημόσια σφαίρα και στο σχολείο, και τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να εξετάσουμε τη θρησκευτική διάσταση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, ώστε να βοηθήσουμε στην ανάπτυξη πληροφορημένων και φιλειρηνικών πολιτών που να είναι ανοιχτοί στον διαπολιτισμικό διάλογο. Τέλος, θα εξετάσουμε κατά πόσον, το να δώσουμε την απαιτούμενη προσοχή στη θρησκευτική διάσταση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, είναι συμβατό με το κοσμικό μοντέλο στις σύγχρονες κοινωνίες (σε μερικές από τις οποίες η εκκοσμίκευση αναπτύσσεται συνεχώς). 

Η ετερότητα που έχουν τα πιστεύω, οι αξίες και οι πεποιθήσεις  που σχετίζονται με την ταυτότητα και έχουν τη βάση τους σε θρησκευτικές καταβολές, καθώς επίσης και η ολοένα και πιο ευαίσθητη φύση της ελευθερίας συνείδησης και θρησκείας, αφορούν όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες που ενδιαφέρονται να διαμορφώσουν πολίτες ικανούς να εκφράζουν τις απόψεις τους και να μετέχουν στη δημοκρατία.  Η βασική ιδέα είναι να προσεγγίσουμε τη θρησκεία -ένα κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό φαινόμενο- ως μέσον για να ενισχύσουμε τη δημοκρατική συμμετοχικότητα.

1. Η θρησκεία ως πολιτισμικό φαινόμενο 

Οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν περάσει από μια μεγάλη διαδικασία εκκοσμίκευσης στην οποία η κοινωνική και πολιτική βαρύτητα των Χριστιανικών εκκλησιών έχει μειωθεί δραστικά. Το υπερφυσικό, δεν υπαγορεύει πια στις κοινωνίες την πολιτική ιεράρχηση, εν τούτοις, σε πολλές ομάδες και έθνη, μπορεί κάποιος να βρει ποικίλες θρησκευτικές αναγωγές. Με άλλα λόγια, ενώ οι μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις δεν αντιπροσωπεύουν πλέον μια δύναμη που να περικλείει όλα τα ζητήματα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, δεν υπάρχει δημόσιος χώρος απαλλαγμένος από τη θρησκεία. Γι’ αυτό το λόγο μπορούμε να θεωρήσουμε τη θρησκεία ως «πολιτισμικό φαινόμενο». Τελευταία, κάποιοι αμφισβητούν ότι η εκκοσμίκευση είναι μη αναστρέψιμο στοιχείο των κοινωνιών μας  και πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν έχει αφαιρέσει όλα τα σημάδια της θρησκευτικής εμπειρίας και των θρησκευτικών αναφορών από την κοινωνία. Τέτοια σημάδια και αναφορές υπάρχουν με ετερόκλητους και νέους τρόπους. Σήμερα, τα σύμβολα και οι αξίες που σχετίζονται με τις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις είναι ακόμη μέρος της συλλογικής μνήμης. Μια μεγάλη πλειονότητα ανθρώπων σε πολλές χώρες, ακόμη δηλώνουν ότι ανήκουν σε μια συγκεκριμένη θρησκεία (παρ’ ότι όλο και συχνότερα αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι ενεργά της μέλη). Η εκκοσμίκευση έχει πέρα από κάθε αμφισβήτηση οδηγήσει στη μείωση της κοινωνικής επιρροής των παραδοσιακών θρησκειών. Όμως, ταυτόχρονα, έχουν αναδυθεί πολλές νέες θρησκευτικές και πνευματικές ομάδες. Τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, που έχουν προκαλέσει επιπτώσεις στις περισσότερες κοινωνίες, έχουν αναδείξει πιο ξεκάθαρα  απ’ ότι στο παρελθόν την ετερότητα που υπάρχει στους τρόπους αντίληψης της ζωής και του κόσμου, βασισμένους σε διαφορετικά συστήματα πίστης. Πολλές μεμονωμένες ή ενδημικές συγκρούσεις στον κόσμο, εμπλέκουν ομάδες ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται με συγκεκριμένες θρησκευτικές ετικέττες. 

Δύο διαδικασίες εξελίσσονται παράλληλα: από τη μια μεριά, οι άνθρωποι αισθάνονται την ελευθερία να διαπλάσουν μια ατομική πνευματικότητα και να προσυπογράψουν θρησκευτικά δόγματα ή να συμμετάσχουν σε τελετουργικές πρακτικές, χωρίς να αισθάνονται ότι ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ομάδα πίστης’ από την άλλη, νέα θρησκευτικά κινήματα προσελκύουν έναν αριθμό ανθρώπων που αναζητούν νόημα ή συντροφικότητα έξω από τις παραδοσιακές μορφές θρησκείας. Κατά συνέπεια, αυτό που ορίζεται ως «θρησκευτική αναγέννηση» είναι μια συνεχή διαδικασία υιοθέτησης και πολιτισμικής ενσωμάτωσης των τρόπων με τους οποίους η ανθρώπινη εμπειρία διαποτίζεται με τη διάσταση του Θείου. Κατά συνέπεια, ο καθ’ αυτόν ορισμός της θρησκείας υπερβαίνει κατά πολύ μια αντίληψη βασισμένη στις μεγάλες θρησκευτικές πίστεις. 

Στην πράξη, η θρησκευτική διάσταση εκφράζεται μέσα από κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα, όπου οι θρησκευτικές καταβολές των ανθρώπων παίζουν πρωταρχικό ρόλο: αντιλήψεις που βασίζονται στην ταυτότητα, δημόσια παρουσία με σαφή τα χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης θρησκείας, τοποθετήσεις που υιοθετούνται απέναντι σε θέματα πολιτικά και ηθικά στις κοινωνίες μας, συγκρούσεις για πρότυπα για τα οποία συγκρούονται η ελευθερία συνείδησης και θρησκείας με συγκεκριμένες δημοκρατικές αξίες, όπως για παράδειγμα η ισότητα των φύλων. Μια ακόμη διάσταση του νέου πολυπρόσωπου χώρου της θρησκευτικής διάστασης είναι ότι περικλείει μια μεγάλη ποικιλία από πεποιθήσεις, αξίες και τρόπους θέασης του κόσμου που είναι κατά περίπτωσιν αντιθετικές και σε κατά καιρούς γίνονται πηγή έντασης και διακρίσεων μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων. 

Ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο η θρησκευτική διάσταση της ζωής αντικατοπτρίζεται στον κοινωνικό χώρο, πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι η φθορά του πολιτικού ρόλου των θρησκειών, δε σημαίνει και το τέλος της προσωπικής και κοινωνικής έκφρασης των θρησκευτικών πιστεύω. Αν και δεν καθορίζουν πλέον τον τρόπο λειτουργίας των κρατών, αναμφίβολα εξακολουθούν να παίζουν αποφασιστικό ρόλο, που δεν περιορίζεται στην ιδιωτική σφαίρα. 

2. Ηθικές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις έξω από τη ιδιωτική σφαίρα. 

Δύο παράγοντες που έχουν τροφοδοτήσει τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης τις τελευταίες δεκαετίες είναι η φθορά της πολιτικής δύναμης των παραδοσιακών θρησκειών και η μείωση της απήχησης της θρησκείας στα δημόσια πράγματα. Η θρησκεία έχει ασφαλώς επιβιώσει, αλλά τείνει να αποσυρθεί στην ιδιωτική σφαίρα. Κάποιες θεωρητικές προσεγγίσεις της εκκοσμίκευσης έχουν οδηγήσει σε απλουστευτικές ερμηνείες για τη θέση της θρησκείας στις σύγχρονες κοινωνίες, καθώς εξισώνουν τη μείωση των παραδοσιακών θεσμών με το «τέλος της θρησκείας». Παρά ταύτα, η νεωτερική πρόταση -που προέρχεται από τον Διαφωτισμό- περί του ασύμβατου της υπέρλογης φύσης των θρησκειών και της επιστημονικής λογικής, που  υποτιθέμενα κυβερνά τις σύγχρονες κοινωνίες, πρέπει να επαναξιολογηθεί, ώστε να ληφθούν υπόψη οι πολλοί τύποι θρησκευτικής πρακτικής που εξακολουθούν να λειτουργούν στην κοινωνία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η θρησκεία γίνεται όχημα κριτικής του σύγχρονου τρόπου ζωής, και ιδιαίτερα στα σημεία που ο τρόπος αυτός υστερεί: υπέρμετρος ατομικισμός με επιπτώσεις στην αίσθηση της κοινότητας, έλλειψη νοήματος, πολιτισμικός αποχρωματισμός που συνοδεύει την παγκοσμιοποίηση, φθορά στα ηθικά θεμέλια των κοινωνιών μας.

Όσο η θρησκεία τείνει να γίνει στοιχείο της ατομικής συνείδησης,  τα κοινωνικά στοιχεία στη ζωή μας γίνονται ολοένα και περισσότερο εξατομικευμένα. Αυτό όμως, δεν υποδηλώνει πως η θρησκεία περιορίζεται αποκλειστικά στην ατομική σφαίρα και παύει να σχετίζεται με την δημόσια δραστηριότητα. Στη βάση των κινήτρων και στη φύση των κοινωνικών δραστηριοτήτων υποκρύπτονται ηθικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Είναι απλά εκτός πραγματικότητος η άποψη ότι βαθιά βιωμένες πεποιθήσεις σχετίζονται αποκλειστικά με την ιδιωτική ζωή κάποιου, ενώ η δημόσια σφαίρα γίνεται πεδίο ανταλλαγών που βασίζονται σε κοινές αξίες και αρχές. Τα άτομα δρουν, αλληλογνωρίζονται κοινωνικά και υιοθετούν πολιτικές θέσεις που προσιδιάζουν στις αξίες και τα πιστεύω τους, είτε είναι θρησκευτικά, είτε φιλοσοφικά. Εξ άλλου, οι ηθικές και θρησκευτικές διαφορές έρχονται στο προσκήνιο τότε ακριβώς, όταν συγκρούονται με τις αξίες των άλλων, στην πολιτική σφαίρα.

Η εμπειρία δείχνει πως η κοινωνική συνοχή έχει ελάχιστες πιθανότητες να αναπτυχθεί, αν οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις αφεθούν στην αυτόβουλη εξουσία των δυναμικών σχέσεων ή εάν υποτεθεί ότι τα άτομα γνωρίζουν αυτόματα τον τρόπο να συνυπάρχουν ειρηνικά με εκείνους που έχουν διαφορετικές πεποιθήσεις. Η ανεκτικότητα και η κατανόηση είναι ιδιότητες που πρέπει να διδαχθούν. Γι’ αυτό οι χώρες ενδιαφέρονται να μορφώσουν τους νέους -οι περισσότεροι από τους οποίους πρόκειται να συμβιώσουν σε ένα δεδομένο πολιτικό περιβάλλον- με (ή παρά) τις διαφορετικές τους θρησκευτικές ή ηθικές απόψεις. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει ληφθεί υπόψη η θρησκευτική διάσταση στη διαπολιτισμική εκπαίδευση. 

3. Εκφράσεις της θρησκευτικής ετερότητας στο σχολείο 

Το σχολείο είναι αναμφίβολα ένα από τα πρώτα μέρη όπου τα παιδιά βρίσκονται σε καθημερινή επαφή με αξίες και κοσμοαντιλήψεις που διαμορφώνουν ατομικές ταυτότητες. Ανεξάρτητα από το αν τα σχολεία είναι κοσμικά, ομολογιακά ή θρησκευτικά, έχουν κοινά χαρακτηριστικά: κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει πραγματικά ομοιογενής ομάδα μαθητών, ακόμα και μέσα στην ίδια θρησκευτική παράδοση, αφού οι θρησκευτικές πρακτικές και τα πιστεύω, διαφέρουν από οικογένεια σε οικογένεια, και από άτομο σε άτομο’ κατά δεύτερον, στη σύγχρονη εποχή, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι αντίληψης των στοιχείων που συγκροτούν μια «καλή» ζωή, και οι πεποιθήσεις αυτές απορρέουν από διάφορες θρησκευτικές και μη αντιλήψεις’ και κατά τρίτον, τα παιδιά δεν αφήνουν τις αξίες και τις βαθιά βιωμένες πεποιθήσεις τους έξω από την τάξη. Ούτε από τα παιδιά, ούτε από τους ενήλικους θα μπορούσε να ζητήσει κάποιος να εγκαταλείψουν ένα μεγάλο μέρος της ταυτότητάς τους, με σκοπό να δημιουργήσουν μια σχέση με άλλους. 

Αναπόφευκτα, λοιπόν, η θρησκευτική διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας σχετίζεται με τη διαπολιτισμική εκπαίδευση, καθώς η διάσταση αυτή, αποτελεί θεμελιώδες τμήμα του πολιτισμού και της ταυτότητας ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων. Φυσικά, οι αξίες στις οποίες εδράζει η ταυτότητα και οι ηθικές επιλογές, μπορεί να προκύπτουν από φιλοσοφικές, ανθρωπιστικές ή αγνωστικιστικές πεποιθήσεις. Κατά συνέπεια, ο όρος «θρησκευτική διάσταση» της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης δε χρησιμοποιείται αναφορικά με κάποιον τύπο θρησκευτικής εκπαίδευσης, αλλά στοχεύει κατά κύριο λόγο να ενισχύσει την συναντίληψη, το σεβασμό και τη γνώση της συμβίωσης, ώστε να προάγει την κοινωνική συνοχή και τη συμμετοχική αντίληψη όλων, σε ένα δημοκρατικό περιβάλλον, στο οποίο κάθε πρόσωπο αισθάνεται ισότιμα αποδεκτό, ως προς τα δικαιώματα και την αξιοπρέπειά του. 

Σε κάθε σχολείο, ανεξάρτητα από τον τύπο του, υπάρχουν εκδηλώσεις θρησκευτικής ετερότητας. Αρκεί κάποιος να αναλογισθεί τους μαθητές που φορούν χαρακτηριστικά θρησκευτικά σύμβολα ή που έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις (διατροφικές ή άλλες) εξ αιτίας του τυπικού κάποιων θρησκευτικών ομάδων. Όμως, η θρησκευτική διάσταση υπερβαίνει τα εμφανή αυτά σημεία, και προχωρεί στην καρδιά των πεποιθήσεων και των αξιών που προσδιορίζουν τις ατομικές και ομαδικές ταυτότητες. 

Ο συνυπολογισμός της θρησκευτικής διάστασης στη διαπολιτισμική εκπαίδευση μπορεί να παρουσιαστεί περιληπτικά ως εξής: η διαπολιτισμική εκπαίδευση θα πρέπει να διασφαλίσει ότι διαπλάθει τους νέους με την ικανότητα να κατανοούν φαινόμενα πίστης αλλά και της έλλειψής της, όπως επίσης με την ικανότητα να εκφράζουν την άποψή τους για τις διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις που υπάρχουν στις πλουραλιστικές κοινωνίες. Σχετίζεται με τα βασικά ενδιαφέροντα των παιδιών. Τα ενδιαφέροντα αυτά, δεν καλύπτουν μόνο ζητήματα που αφορούν γενικές γνωστικές δεξιότητες, αλλά επιπρόσθετα, το δικαίωμα κάθε παιδιού να προετοιμαστεί κατάλληλα για τη ζωή, να γίνει συμμετοχικός πολίτης , πλήρες μέλος της δημοκρατίας. Μια τέτοια εκπαίδευση απαιτείται να αναπτύξει την ατομική αυτονομία και το κριτικό πνεύμα, την ανεκτικότητα, ανοιχτωσύνη στην ετερότητα και την αίσθηση του «ανήκειν» στην κοινωνία ως σύνολο. Θα πρέπει επίσης να αναπτύξει μια αίσθηση εμπιστοσύνης, που να συνέχει τα μέλη της κοινωνίας, παρά τις ηθικές και θρησκευτικές τους διαφορές και διαφωνίες. Αυτή η προσέγγιση της εκπαίδευσης, είναι δυνατόν να ξενίσει κάποιους γονείς και εκπαιδευτικούς. Για παράδειγμα, η ανεξαρτησία και το κριτικό πνεύμα είναι δυνατόν να προσβάλει τις ευαισθησίες εκείνων των πιστών που δεν ενθαρρύνουν τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, ή εκπαιδευτικών που δυσκολεύονται να λαμβάνουν υπόψη τους τα πιστεύω των άλλων, αφού τα θεωρούν καθαρά ατομικό ζήτημα. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύουμε ότι οι αρχές και οι προσεγγίσεις του παρόντος Οδηγού, θα βοηθήσουν στην υπέρβαση τέτοιων δυσκολιών και θα ενισχύσουν έναν καρποφόρο διάλογο ανάμεσα στους διαφορετικούς εταίρους που εμπλέκονται στην εκπαίδευση των νέων.

4. Παιδεία δημοκρατίας, ανθρώπινα δικαιώματα και θρησκευτική ετερότητα 

Κάθε δημοκρατικό κράτος, ακόμα και σε κοινωνίες με υψηλό βαθμό εκκοσμίκευσης, είναι υποχρεωμένο να παίρνει θέση έναντι της θρησκευτικής ετερότητας. Είναι υποχρεωμένο να διαχειριστεί τις σχέσεις του με τις κοινότητες της κυρίαρχης θρησκείας, που έχουν διαμορφώσει διαμέσου των αιώνων κοινωνική, ηθική ή και πολιτική ζωή. Πρέπει στη συνέχεια να δώσει προσοχή στις μειονοτικές ομάδες που άγχονται να συντηρήσουν τις παραδόσεις τους. Πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει κατάλληλα την ετερότητα των πολλών και ποικίλλων ομάδων ή τις ατομικές απαιτήσεις που σχετίζονται με τη δημόσια έκφραση της ελευθερίας συνείδησης και θρησκείας.

Την ίδια ώρα, σε όλες τις κοινωνίες, παρατηρείται μια αισθητή αύξηση στη συνειδητοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι διεθνείς οργανισμοί ασκούν ολοένα και μεγαλύτερη πίεση στα κράτη, ώστε να διασφαλίσουν την υποστήριξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επιπρόσθετα, οι άνθρωποι δεν ευτυχούν όταν τα δικαιώματά τους υπάρχουν μόνο στα χαρτιά’’ θέλουν τα δικαιώματά τους να γίνουν πράξη. Η έγνοια για τα θεμελιώδη δικαιώματα (ελευθερία συνείδησης και θρησκείας, ελευθερία έκφρασης, ισότητα όλων, κ.λπ) συνδέεται στενά με την έννοια της κοινωνικής συνείδησης που απαιτεί από τα κράτη να κάνουν τα απαραίτητα βήματα, ώστε να εξασφαλίσουν ότι κάθε πολίτης αισθάνεται πως η αξιοπρέπειά του είναι σεβαστή και πως προωθείται η κοινωνική ενσωμάτωση και η συμμετοχικότητα.

Απαιτείται από τα δημοκρατικά κράτη να εγγυώνται το ύψιστο εκπαιδευτικό συμφέρον των νέων, το οποίο έχουμε ήδη περιληπτικά παρουσιάσει. Το δικαίωμα του παιδιού να είναι πλήρως προετοιμασμένο να ζήσει ως πολίτης σε μια δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία, αποτελεί νευραλγική διάσταση της εκπαίδευσης. Οι πολίτες, εξάλλου, πρέπει να «συμβιώσουν» παρά τις ηθικές και θρησκευτικές τους διαφορές. Η εκπαίδευση θα πρέπει να εστιάσει στο να αναπτύξει ικανότητες και στάσεις οι οποίες, κατά κάποιον τρόπο αποτελούν τα εργαλεία ώστε να γίνει κάποιος ενεργός πολίτης. Τα κράτη χρειάζεται να ενθαρρύνουν ακόμη περισσότερο την διαπολιτισμική αλληλοκατανόηση και την ανεκτικότητα. Πώς μπορεί να συνεισφέρει η διαπολιτισμική εκπαίδευση σ’ αυτόν τον στόχο; 

5. Οι στόχοι της θρησκευτικής διάστασης της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. 

Έχοντας κατά νουν τη φύση των βαθιά βιωμένων πεποιθήσεων που προσδιορίζουν τις ατομικές αξίες και την ταυτότητα, με ποιο τρόπο μπορεί η διαπολιτισμική εκπαίδευση να εμπεριέχει τη θρησκευτική διάσταση, ώστε να ενισχύσει την κατανόηση, τη συμβίωση, την ένταξη και τη συμμετοχικότητα; Κατά την άποψή μας, υπάρχουν τρεις βασικοί στόχοι της θρησκευτικής διάστασης της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Οι στόχοι αυτοί αφορούν τις αρχές της ανεκτικότητας, της αμοιβαιότητας και της ενεργού συμμετοχής στα κοινά, και στηρίζονται σε μια μεγάλη ποικιλία εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και μαθησιακών προσεγγίσεων. 

5.1. Ανεκτικότητα    

Έχουν γραφεί πολλά για την ανεκτικότητα. Περιληπτικά, η ανεκτικότητα θεωρείται «ήπια» ή «ισχυρή». Στην ήπιά της έννοια, εξομοιώνεται απλά με την υπομονετικότητα, την ανοχή από απόσταση, του γεγονότος ότι οι άλλοι είναι δυνατόν να ζήσουν όπως επιθυμούν, αν και μπορεί να μη μοιράζονται τις αξίες μας ή, ακόμη, να μη μετέχουν στην ίδια πολιτισμική ή θρησκευτική ομάδα. Υπ’ αυτή την έννοια, η ανεκτικότητα επιτρέπει μια (τρόπος του λέγειν) παθητική ειρηνοποιό κοινωνική διαδικασία, αλλά όχι απαραίτητα και τον σεβασμό στη διαφορά και την ικανότητα να συνομιλεί κάποιος με όσους διαφέρουν απ’ αυτόν στη δημόσια ζωή. Μπορούμε να ζήσουμε πλάι-πλάι, και να έχουμε επαφή με άλλους, χωρίς όμως να μοιραζόμαστε κάτι με αυτούς. Ο λόγος για τον οποίο, γενικά, οι άνθρωποι ενδέχεται να μην παρεμποδίζουν την ελευθερία όποιων υιοθετούν διαφορετικές αξίες και τρόπους ζωής από τις δικές τους, είναι, ότι το κράτος «επιβάλλει» την ανεκτικότητα αυτής της μορφής με νομικούς φραγμούς.

Στην ισχυρή της έννοια, η ανεκτικότητα προχωρεί πέρα από την παθητική παραδοχή ότι οι άλλοι δικαιούνται την ίδια ελευθερία που απολαμβάνουμε όπως μας έχει εκχωρηθεί από την κρατική αρχή.  Υποστηρίζει πως μπορεί να θεωρούμε ότι οι πεποιθήσεις μας είναι αληθινές, καλές και έγκυρες για μας, όμως και οι αντίστοιχες των άλλων είναι εξίσου καλές και έγκυρες στα μάτια τους και πως δεν είναι δουλειά μας να κρίνουμε τις δικές τους πεποιθήσεις για το τι συνιστά μια «καλή ζωή». Πρόκειται για μια μακρά και σταδιακή διαδικασία μάθησης, ιδιαίτερα όταν αφορά σε θρησκευτικές πεποιθήσεις που βασίζονται σε απολυτότητες και όχι σε κάποια κοινωνική συναίνεση που είναι πάντοτε ανοιχτή σε αναθεωρήσεις και επαναξιολόγηση. Τα παιδιά δεν μπορούν να μάθουν την ανεκτικότητα στην ισχυρή της έννοια, αν δεν εκτεθούν σε απόψεις που είναι διαφορετικές από εκείνες που έμαθαν στην την οικογένεια ή τη θρησκευτική ομάδα που ανήκουν.

Ο σκοπός αυτός υποδιαιρείται σε δύο αντικειμενικούς στόχους. Ο πρώτος αφορά στη συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν διάφορες εναλλακτικές δυνατότητες ζωής, όχι μόνο για να βελτιώσουν τον γενικό πολιτισμό κάποιου, αλλά επίσης για να τον μεταδώσουν τον σεβασμό προς τους άλλους. Η ηθική και θρησκευτική ετερότητα αποτελεί αναντίρρητα μια κοινωνιολογική μεταβλητή, και άρα είναι απαραίτητο να γνωστοποιούνται τα συστατικά στοιχεία του κοινωνικού τοπίου, που δεν είναι πια ομοιογενή (αν και στην πράξη ποτέ δεν υπήρξαν εντελώς ομοιογενή). Όμως, για να ενισχυθεί η διαπολιτισμική αντίληψη, δεν αρκεί να διδάσκονται τα παιδιά την πολλαπλότητα των πιστεύω και των θρησκευτικών που υπάρχουν. Η συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν και άλλα πιστεύω, δεν οδηγεί απαραίτητα στην ανεκτικότητα. Αν μάλιστα, η προσοχή εστιαστεί στη μεγάλη ποικιλότητα των διαφορετικών ηθικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, ελλοχεύει ο κίνδυνος να οξυνθεί ο διχασμός,. Η συναίσθηση, λοιπόν, ότι υπάρχουν διαφορετικές ηθικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, αν και είναι απαραίτητη, πρέπει να τεθεί στην υπηρεσία ενός δεύτερου στόχου: να υπάρχει σεβασμός προς τους άλλους, ως έχοντες ισότιμη αξιοπρέπεια. Με όρους διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα των άλλων προχωρεί πολύ πέρα από μια απλή συνειδητοποίηση. Αποτελεί απαραίτητα στοιχείο ανάπτυξης, στάση σεβασμού για τους άλλους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αισθάνονται αποδεκτοί, όπως κι αν είναι. Προϋποθέτει επίσης το να μάθει κάποιος να ζει, χωρίς να αισθάνεται ότι κινδυνεύει επειδή ο άλλος είναι διαφορετικός. Ο στόχος είναι να προωθήσουμε την ικανότητα να κατανοεί κάποιος τις απόψεις των ανθρώπων που έχουν διαφορετικές θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις. 

Η αναβαθμισμένη επίγνωση της θρησκευτικής διάστασης θα πρέπει να έχει ως στόχο να εξασφαλίσει ότι κάθε παιδί, σε όποιο βαθμό κι αν ταυτίζεται με μια συγκεκριμένη θρησκευτική ομάδα, είναι ικανό να αποκτήσει μια θετική αίσθηση ταυτότητας, χωρίς τον φόβο ότι θα κριθεί από τους άλλους. Όσο περισσότερο μια ομάδα αισθάνεται ότι βρίσκεται στο κοινωνικό περιθώριο, λόγω των πεποιθήσεων της ή του τρόπου που εκφράζονται οι πεποιθήσεις της δημόσια, τόσο συχνότερα καταφεύγει σε επιθετικές ή εσωστρεφείς αμυντικές στρατηγικές, εις βάρος της συμμετοχής στα κοινά. Το ίδιο ισχύει για εκείνους που ανήκουν στην πλειοψηφική ομάδα της κοινότητας: μαθαίνοντας να παραδέχονται τους άλλους, δεν αναπτύσσουν τα «ανακλαστικά της πλειοψηφίας», στα οποία είναι εύκολο να ενδώσουν, με αποτέλεσμα ο φόβος της διαφοράς να δημιουργήσει σημαντικές διακρίσεις. 

5.2. Αμοιβαιότητα 

Η ικανότητα να σκέπτεται κάποιος με όρους αμοιβαιότητας, είναι κοινωνική ικανότητα, που περιέχει την ετοιμότητα να αναγνωρίσει ή να παραδεχθεί κάποιος στους άλλους  όσα θα ήθελε να αναγνωρίζουν και να παραδέχονται γι’ αυτόν και να μην προσβάλλει τους άλλους για θέματα που δεν θα ήθελε να τον προσβάλλουν (η ίδια αρχή ισχύει για κάποιο παιδί που δεν πιστεύει έναντι κάποιου που είναι αφοσιωμένος πιστός). Η αρχή αυτή οδηγεί στην ηθική των κοινωνικών σχέσεων. Η εκπαίδευση θα πρέπει να βοηθά τους νέους να αναπτύξουν την ικανότητα να διακρίνουν ανάμεσα στην νομιμότητα των πεποιθήσεών τους περί καλού και τη στάση τους προς εκείνους που δεν έχουν την ίδια οπτική. Οι νέοι θα πρέπει να έχουν την ικανότητα να προσδιορίζουν τι μπορούν να περιμένουν από άλλους με τους οποίους δεν μοιράζονται τις ίδιες αξίες και πεποιθήσεις. Εν τέλει, αυτό θα πρέπει να ενθαρρύνει τους πολίτες να αισθάνονται ικανοί να μετέχουν στον δημόσιο διάλογο στηριγμένοι στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και μια τέτοια παρουσία να έγκριτη κρίνεται ως έγκυρη στα μάτια των άλλων. Καθώς η αμοιβαιότητα δεν είναι δυνατόν να ορισθεί με νόμους ή κανονισμούς, προϋποθέτει μια εκπαιδευτική διαδικασία. 

Εφόσον τα παιδιά είναι σπάνιο να λάβουν μέρος σε έναν δημόσιο διάλογο, η ετοιμότητά τους για κάτι τέτοιο αποκτάται μέσω μιας αργής διαδικασίας εκπαίδευσης και κοινωνικοποίησης. Πράγματι, η διαδικασία αυτή αρχίζει σε πολύ μικρή ηλικία στον χώρο του σχολείου, αφού, εκτός από το σπίτι, το σχολείο είναι ένα από τα πρώτα περιβάλλοντα όπου χρειάζεται να ενεργοποιηθεί η αποδοχή του διαφορετικού και ο σεβασμός για τους άλλους, και όπου η παραμικρή παράκαμψη από το «νορμάλ» μπορεί εύκολα να περιθωριοποιήσει ένα παιδί ως προς τους συμμαθητές του. 

5.3. Κοινωνική συνυπευθυνότητα 

Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του χαρακτήρα, που δίνουν τη δυνατότητα να εκδηλώσει κάποιος σεβασμό για τους άλλους και να αντιληφθεί τις κοινωνικές του σχέσεις με όρους αμοιβαιότητας, αντικατοπτρίζονται στη δημόσια παρουσία με μια ικανότητα που θα μπορούσε να ορισθεί ως αίσθηση κοινωνικής συνυπευθυνότητας. Η πρώτη σημασία της αντίληψης αυτής, σχετίζεται με μία στάση του πολίτη στη δημόσια ζωή. Δεν αναφέρεται σε κάποιο κανονιστικό ιδεώδες, αλλά σε έναν τρόπο συνύπαρξης που προκαλεί σεβασμό αμοιβαιότητα. Και τα δύο προϋποθέτουν την ικανότητα να εκφράζει κάποιος δημόσια τις πεποιθήσεις του με μετριοπάθεια. Με την κυριολεκτική της σημασία, αυτή των λεξικών, η ικανότητα του έκφρασης των πεποιθήσεων σημαίνει την ικανότητα να εστιάζει κάποιος τη σκέψη του στην ίδια τη σκέψη. Προϋποθέτει την ικανότητα να αποστασιοποιείται από τις πεποιθήσεις και τα πιστεύω του. Πολλές συγκρούσεις προκαλούνται από την τυφλή προσκόλληση σε απόλυτες πεποιθήσεις. Σε σχέση με τη θρησκευτική διάσταση, ποια ακριβώς είναι η αίσθηση της κοινωνικής συνυπευθυνότητας; Ποια κριτήρια θα μας οδηγούσαν στον ορισμό που δώσαμε; Καθώς η αναγνώριση της ελευθερίας συνείδησης, θρησκείας και έκφρασης συνοδεύεται πάντοτε από συγκεκριμένα όρια, η απόλυτη φύση των θρησκευτικών διακηρύξεων μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στον σεβασμό προς τους άλλους και να οδηγήσει στην άνιση μεταχείριση όσων δεν μοιράζονται την ίδια πίστη. 

α. Η ικανότητα της υποχώρησης 

Η ικανότητα της υποχώρησης, όσον αφορά στις ηθικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, δε σημαίνει την άρνησή τους, ούτε εξομοιώνεται με συγκρητιστική στάση. Ούτε, επίσης σχετίζεται με την απαίτηση τα παιδιά να κρίνουν τα πιστεύω που προσυπογράφουν οι οικογένειές τους. Η ικανότητα της έκφρασης γνώμης δεν θα πρέπει να συγχέεται με μια ριζική κριτική των παραδοσιακών θεσμών, ούτε με μια ανεπιφύλακτη επιθυμία κατεδάφισης των θεμελίων στις οποίες στηρίζεται η ταυτότητα. Το ξερίζωμα πολιτισμών, ασφαλώς και δεν αποτελεί επιθυμητό στόχο. Αφού η επιδεξιότητα της έκφρασης γνώμης απαιτεί να είναι κάποιος ικανός να αποστασιοποιείται από τις αξίες και τα πιστεύω του, ο αντικειμενικός της στόχος δεν είναι η πολιτιστική αποδυνάμωση, αλλά μάλλον η ανάπτυξη μιας γνωστικής δεξιότητας -που συνάδει με τους στόχους της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης- με άλλα λόγια τη ικανότητα μιας ανοιχτωσύνης προς τους άλλους που να προϋποθέτει την αξιοπρέπειά τους.

Είναι φυσικό, τα παιδιά να μυούνται στα παραδοσιακά πιστεύω της ομάδας στην οποία ανήκουν, στην οικογένεια, ή για παράδειγμα όταν πηγαίνουν στην εκκλησία, στο τζαμί ή σε κάθε άλλο τόπο λατρείας. Στο σχολείο, όμως, δεν είναι παράλογο να προσδοκούμε ότι τα παιδιά θα αναπτύξουν μια δεξιότητα αποστασιοποίησης, απλά με το να συνειδητοποιήσουν ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητάς τους έχει νόημα για αυτά τα ίδια και για τα παιδιά που έχουν τις ίδιες απόψεις ενώ άλλα παιδιά, νομιμοποιούνται να έχουν άλλα πιστεύω η να πιστεύουν με άλλο τρόπο. Χωρίς τη δεξιότητα της αποστασιοποίησης, ούτε τα παιδιά, ούτε οι ενήλικοι, μπορούν να καταλάβουν, πώς γίνεται, διαφορετικές απόλυτες δηλώσεις, να είναι εξίσου νόμιμες. Η δεξιότητα της αποστασιοποίησης, εισάγει ξεκάθαρα κάποια σχετικότητα όσον αφορά τις ηθικές και θρησκευτικές επιλογές, όμως, αυτή η σχετικότητα δεν θα πρέπει να συγχέεται με συγκρητισμό. Καθώς ο συγκρητισμός τείνει να μειώσει τις ηθικές προτιμήσεις στο ίδιο επίπεδο, θεωρώντας ότι έχουν ίση αξία, η αίσθηση της σχετικότητας απλώς παρακινεί κάποιον να παραδεχθεί ότι οι πεποιθήσεις είναι πάντοτε έγκυρες, για κάποια συγκεκριμένη σκοπιά, στην περίπτωσή μας την σκοπιά της κοινότητας που τις δέχεται. 

Πρόκειται για μια σταδιακή διαδικασία μάθησης, που είναι αναμφίβολα ευκολότερη σε παιδιά παρά σε ενήλικες. Για μια ακόμη φορά, είναι ανάγκη να δοθεί στο σχολείο ένας ρόλος που διαφέρει, και παράλληλα συμπληρώνει, από τον ρόλο της οικογένειας και των θρησκευτικών οργανισμών. Έτι περισσότερο, η αποστασιοποίηση από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, δεν είναι, σε γενικές γραμμές, προσβλητική για τα παιδιά και τους γονείς, αφού δεν είναι, για να ακριβολογούμε, κριτική από τη φύση της, αλλά μάλλον πρωταρχικά γνωστική. 

β. Μετριοπάθεια στη δημόσια έκφραση της ταυτότητας 

Η δεύτερη πολιτική ικανότητα, της μετριοπάθειας, σχετίζεται με τη δημόσια παραδοχή της ταυτότητας και των πεποιθήσεων. Το να είναι κάποιος μετριοπαθής δε σημαίνει ότι περιορίζει ή αποκρύπτει τη θρησκευτική του ταυτότητα, αλλά μάλλον ότι να την εκφράζει με τρόπο που δεν εμποδίζει τον αμοιβαίο σεβασμό και τον συμμερισμό των άλλων. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, η μετριοπάθεια υπερβαίνει την αφετηρία της ανεκτικότητας στην «ασθενή μορφή». 

Κάποιες ισχυρές και «αποκλειστικές» μορφές διακηρύξεων μπορεί να έχουν θέση μέσα στην οικογένεια, τον κύκλο ή την ομάδα στην οποία ανήκει κάποιος, αλλά στο βαθμό που μπορεί να προκαλέσουν διακρίσεις και άδικη μεταχείριση των άλλων, μετριοπάθεια είναι το να υιοθετήσει κάποιος έναν τρόπον τινά εσωτερικό «κώδικα δημόσιου βίου» ώστε να μπορέσει να θεμελιώσει σχέσεις πλήρεις σεβασμού και συνεργατικότητας. Η δεξιότητα αυτή, δεν αφορά μόνο εκείνους που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες οπότε οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τους καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική τους ταυτότητα και παίζουν μείζονα ρόλο στις ηθικές τους επιλογές. Αφορά επίσης στις πλειοψηφούσες ομάδες, οι οποίες, ακόμα και σε ένα εκκοσμικευμένο κράτος, συχνά αναπτύσσουν συγκεκριμένες προσδοκίες για τους συμπολιτες τους που έχουν διαφορετικό προφίλ. Οι προσδοκίες αυτές έχουν την τάση να θέλουν να εξασφαλίσουν ότι η συμπεριφορά των «διαφορετικών» στο δημόσιο βίο είναι σύμφωνη με τους γενικούς και συχνά αυτονόητους κανόνες της πλειοψηφίας. 

Και πάλι, η μετριοπάθεια δεν αναπτύσσεται αυθόρμητα στη φάση της ενηλικίωσης. Πρέπει να διδαχθεί ως ζωτικό μέρος των στόχων της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Τα σχολεία πρέπει να αναζητήσουν τρόπους ώστε να εξάψουν στους νέους τον αλληλοσεβασμό, ούτως ώστε όλοι να μπορούν να ζήσουν βάσει των πεποιθήσεών τους, και την ίδια στιγμή να συνειδητοποιούν ότι πρέπει να θέσουν συγκεκριμένα όρια στην έκφραση των πεποιθήσεών τους όταν σχετίζονται με τους άλλους. Για να γίνει αυτό δυνατόν πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή τα κριτήρια που αναφέρθηκαν παραπάνω: μόλις τα παιδιά αποκτήσουν εμπιστοσύνη ότι οι ιδιαίτερες ταυτότητές τους αναγνωρίζονται ως νόμιμες στο χώρο του σχολείου και όταν έχουν πρόσβαση, μέσω της διαδικασίας της μάθησης, στα εργαλεία που χρειάζονται ώστε να αναπτύξουν δεξιοτεχνίες στη σκέψη τους, τότε η μετριοπάθεια δεν θα θεωρηθεί αυτοαναίρεση, αλλά τρόπος σχέσης με τους άλλους που δεν μοιράζονται τις ίδιες πεποιθήσεις. 

6. Η θρησκευτική διάσταση της εκκοσμικευμένης κοινωνίας 

Είναι η μελέτη της θρησκευτικής διάστασης της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης συμβατή με την εκκοσμικευμένη φύση πολλών δημόσιων ιδρυμάτων, με την πολιτική ουδετερότητα ή ακόμα με τον γενικά υψηλό βαθμό εκκοσμίκευσης της εκπαίδευσης;

Κατ’ αρχάς, οι δημοκρατίες -σε ποικίλο βαθμό και με διαφορετικό τρόπο- είναι κατά κύριο λόγο εκκοσμικευμένες κοινωνίες. Μια τέτοια παραδοχή, όμως, πρέπει να επεξηγηθεί. Για παράδειγμα, ο Γαλλικός τύπος εκκοσμίκευσης (laïcité) αντιπροσωπεύει έναν τρόπο διαχείρισης των σχέσεων εκκλησίας και κράτους, αλλά η υποδομή των σχετικών πολιτικών και νομικών αρχών, βρίσκονται σε άλλα δημοκρατικά πλαίσια. Δεν υπάρχει «καθαρή εκκοσμίκευση» ούτε θα ήταν επιθυμητή μια καθαρά εκκοσμικευμένη κοινωνία. Με δεδομένη την πολυπλοκότητα των σημερινών κοινωνιών και των μοντέλων που ισχύουν στις σχέσεις εκκλησίας – κράτους, όπως έχουν διαμορφωθεί από τις εθνικές παραδόσεις, οι πολιτικοί και νομικοί οργανισμοί χρειάζεται να υιοθετήσουν μια προοδευτική στάση έναντι της θρησκείας, που επίσης εξελίσσεται. Ένας τέτοια προσαρμογή του πλουραλισμού, προϋποθέτει, από πλευράς των δημοκρατιών, την ικανότητα να συνδυάζουν την ιδέα του πολιτισμικού, ιστορικά ξεχωριστού έθνους με την ιδέα του κοινωνικού, πολυεθνικού έθνους. Πολιτική ουδετερότητα δεν σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να αγνοήσει ότι οι πολίτες προσαρμόζουν τις κοινωνικές και πολιτικές τους πράξεις στα πιστεύω τους. Σημαίνει όμως, ότι το κράτος θα πρέπει να περιφρουρεί με σχολαστικότητα την ελευθερία συνείδησης και θρησκείας στους πολίτες του και να διασφαλίζει ότι δεν αντιμετωπίζει κάποια θρησκευτική μειονεκτικά η πλεονεκτικά. 

Η εκκοσμίκευση είναι μια διαδικασία που πρέπει να κάνει χώρο σε μια ευρεία σειρά ζητημάτων που έχει προκαλέσει η πολιτισμική και θρησκευτική ετερότητα. Η εκκοσμίκευση δεν αποτελεί κίνδυνο για τη θρησκεία και η θρησκεία δεν είναι πλέον κίνδυνος για την εκκοσμίκευση. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η θρησκευτική διάσταση στη διαπολιτισμικη εκπαίδευση να προσβάλει τις ευαισθησίες πιστών και μη πιστών: των μεν πρώτων, επειδή φοβούνται ότι οι πεποιθήσεις τους θα ευτελιστούν και θα σχετικοποιηθούν, και των δεύτερων, επειδή φοβούνται ότι θα δεχθούν συγκαλυμμένο προσηλυτισμό ή ότι θα δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ανθρώπινη ευπιστία. Εξάλλου, σε κάποιες χώρες, η θρησκευτικότητα θεωρείται, ιστορικά, ότι ανήκει αποκλειστικά στην ατομική σφαίρα (π.χ. την οικογένεια, την εκκλησιαστική κοινότητα ή τη θρησκευτική διδασκαλία στα ομολογιακά σχολεία). 

Όποια μορφή κι αν παίρνει το εκκοσμικευμένο σύστημα ή ο κανόνας δικαίου, σε όποιο εθνικό περιβάλλον, η πολιτική ουδετερότητα είναι υποχρεωμένη να βρει τρόπους να ενσωματώσει την ετερότητα, τον σεβασμό προς τις πολιτισμικές παραδόσεις καθώς και τον διάλογο μεταξύ ανθρώπων, με τον προσήκοντα σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα. Αυτό αφορά στην ικανότητά μας να συμβιώσουμε. Οι κοσμικές και εκκοσμικευμένες κοινωνίες θα πρέπει να προσφέρουν ένα πλαίσιο που να επιτρέπει την αναγνώριση της ετερότητας σε μια κοινωνία με ισότιμους πολίτες, ελεύθερους από κάθε διάκριση σχετική με τις προσωπικές τους επιλογές σε θέματα πίστης. Αυτή η αναγνώριση αποτελεί αναγκαιότητα και προϋπόθεση ώστε να  ορισθούν κοινά πρότυπα σε πλουραλιστικό πλαίσιο. Τα κοινά πλαίσια δεν είναι δυνατόν να ορισθούν άπαξ δια παντός, αλλά πρέπει να είναι  καρπός αλληλεπίδρασης και διαλόγου σε πολυπολιτισμικό πλαίσιο. Η εκπαίδευση οφείλει να έχει βασικό ρόλο, ώστε να εξασφαλίσει ότι η διαπολιτισμική αλληλοκατανόηση μπορεί να ενισχύσει την αρμονική συνύπαρξη και την ανεκτικότητα. 

Βασικά σημεία της θρησκευτικής διάστασης της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης 

  • Στις εκκοσμικευμένες κοινωνίες, η θρησκεία πρέπει να εκληφθεί ως κοινωνικό, πολιτισμικό και πολιτικό φαινόμενο
  • Η θρησκεία δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην ιδιωτική σφαίρα, σε απόσταση από τη δημόσια ζωή. Τα κίνητρα και η φύση της κοινωνικής δραστηριότητας υπόκεινται στις ηθικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις.
  • Είναι απαραίτητο τα κράτη να περιφρουρούν την ελευθερία θρησκείας και συνείδησης των πολιτών τους.
  • Η έκφραση της θρησκευτικής ετερότητας στα σχολεία συμπεριλαμβάνει ορατά σύμβολα και απαιτήσεις, αλλά και αόρατες πεποιθήσεις και αξίες.
  • Η διαπολιτισμική εκπαίδευση στις πλουραλιστικές κοινωνίες θα πρέπει να εξασφαλίζει την κατανόηση των διαφορετικών κοσμοαντιλήψεων.
  • Η διαπολιτισμική εκπαίδευση πρέπει να αναπτύξει την προσωπική αυτονομίας, το κριτικό πνεύματος, την ανοιχτωσύνη στην ετερότητα και το αίσθημα του «ανήκειν» στην κοινωνία ως συνόλου. Χρειάζεται καθώς επίσης να διαπλάσει τους νέους με αίσθημα εμπιστοσύνης, και να ενώσει τους πολίτες πέρα από ηθικές και θρησκευτικές διαφορές, ώστε να συμμετέχουν ενεργά και ολοκληρωτικά στη δημοκρατία.
  • Η θρησκευτική διάσταση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στοχεύει να προωθήσει:
  • Την ανεκτικότητα: τη συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν ποικίλες δυνατότητες ζωής και τον σεβασμό προς τους άλλους
  • Την αμοιβαιότητα: την ετοιμότητα να αναγνωρίσει ή να αποδεχθεί κάποιος στους άλλους τα ίδια πράγματα που θα ήθελε να αναγνωρίσουν και να αποδεχθούν οι άλλοι για εκείνον, να μην προσβάλλει τους άλλους σε θέματα στα οποία δεν θα ήθελε να τον προσβάλλουν.
  • Την κοινωνική συλλογικότητα: την ικανότητα να υποχωρεί κανείς ώστε να ασκεί τις δεξιότητες επεξεργασίας και την μετριοπάθεια στη δημόσια έκφραση της ταυτότητας, με αλληλοσεβασμό και πνεύμα συνεργασίας.

Θρησκευτική ετερότητα και διαπολιτισμική εκπαίδευση: ένα βοήθημα για τα σχολεία σελ.19-31, Συμβούλιο της Ευρώπης

Πηγή: http://pi-schools.gr/content/index.php?lesson_id=2&ep=36

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση