Μαθησιακές δυσκολίες διπλής όψεως (ως γονέα και ως εκπαιδευτικού)

Άρθρο στο περιοδικό  Γονέων «Παιδόπολις», τεύχος 1, Δεκ. 2005 – Ιαν. 2006

Σάββας Παυλίδης,

Εκπαιδευτικός

Ας δείξουμε στα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες τα μονοπάτια που πρέπει να βαδίσουν, για να κατακτήσουν τη γνώση.

Το κεφάλαιο Μαθησιακές Δυσκολίες φαίνεται ότι ανοίγει σιγά – σιγά στην ελληνική εκπαίδευση και κοινωνία. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ευαισθησία πάνω στο θέμα, τόσο από την πλευρά της πολιτείας όσο και της εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι χρειάζεται να διανυθεί πολύς δρόμος ακόμη. Η ωρίμανση της κατανόησης του προβλήματος δεν έχει επιτευχθεί στην εκπαιδευτική κοινότητα καθώς επίσης και στο οικογενειακό περιβάλλον των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες.

 Επισήμανση: Η πολιτεία αναγνωρίζει ως μαθησιακή δυσκολία μόνο τη δυσλεξία και όχι τους άλλους τύπους μαθησιακών δυσκολιών, παρέχοντας (σχετικά) διευκόλυνση στο σχολικό περιβάλλον σε όσους μαθητές αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο πρόβλημα.

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω, λόγω της άμεσης και καθημερινής σχέσης μου με αυτό ως εκπαιδευτικός και ταυτόχρονα ως γονέας, να ανιχνεύσω το πρόβλημα όχι στην ουσία του, αυτό είναι έργο των ειδικών, αλλά στα δευτερογενή χαρακτηριστικά του, που έχουν άμεση σχέση με τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, όσον αφορά στην προσπάθεια που χρειάζεται να καταβάλουν για ουσιαστική βοήθεια προς τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες.

 ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

 Ιδιαίτερα αγχωτική κατάσταση για τους γονείς: Δυσκολία ή και άρνηση των γονιών να αναγνωρίσουν ότι το παιδί τους έχει κάποια δυσχέρεια. Νοιώθουν ενοχές, αναρωτιούνται μήπως  αυτοί ευθύνονται (κληρονομικότητα, εγκυμοσύνη) για την κατάσταση του παιδιού τους. Η προσπάθεια που κάνουν, για να βοηθήσουν το παιδί τους, τους κάνει υπερπροστατευτικούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται το παιδί όλο και πιο εξαρτημένο από αυτούς. Όσον αφορά τις σχέσεις με τα άλλα αδέλφια η κατάσταση μπορεί να δημιουργήσει και εκεί προβλήματα. Η ιδιαίτερη μεταχείριση και η δυσκολία επικοινωνίας προκαλεί εντάσεις και παράπονα.

Προβλήματα στη σχέση του ζευγαριού: Ο βαθμός αποδοχής του προβλήματος από τους δύο συζύγους είναι διαφορετικός. Η ένταση αφορά το αν πραγματικά το παιδί έχει πρόβλημα ή όχι, αν χρειάζεται βοήθεια ή αν είναι καθ’ όλα φυσιολογικό. Μία άλλη παράμετρος είναι το οικονομικό κόστος, που προκύπτει από μια τέτοια κατάσταση. Η αδυναμία του παιδιού να ακολουθήσει την πορεία διδασκαλίας όπως γίνεται μέσα στην τάξη, οδηγεί στην ανάγκη παρακολούθησης ιδιαιτέρων μαθημάτων και τη χρήση βοηθημάτων. Επιπλέον τα δευτερογενή ψυχολογικά προβλήματα του παιδιού, οδηγούν στην ψυχολογική στήριξή του από παιδοψυχίατρο. Τέλος καταβάλλεται συνεχώς μεγάλη προσπάθεια για την αντιστροφή της αρνητικής εικόνας που έχει το παιδί για τον εαυτό του.

Η προβληματική αντιμετώπιση από το εξωοικογενειακό περιβάλλον δημιουργεί πρόσθετα ψυχολογικά προβλήματα. Η σκληρή συμπεριφορά των παιδιών της παιδικής και εφηβικής ηλικίας οδηγεί είτε προς την απομόνωση είτε, λόγω της ανάγκης για επικοινωνία, στην  προσπάθεια να γίνει το κέντρο της προσοχής με κάθε τρόπο.

 Σχέση γονέα – εκπαιδευτικού: Μόνιμο παράπονο των γονιών είναι ότι οι εκπαιδευτικοί δεν δείχνουν κατανόηση. Η υπερευαισθησία των γονέων για την επίδοση – συμπεριφορά του παιδιού τους στο σχολείο, τους  οδηγεί να δικαιολογούν κάθε πράξη του παιδιού.

ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ

 Το σύνολο των εκπαιδευτικών, δυστυχώς, και όχι από δική τους υπαιτιότητα έχει άγνοια του προβλήματος. Η έλλειψη παιδαγωγικής εκπαίδευσης καθώς και η σχεδόν πλήρης άγνοια του προβλήματος των μαθησιακών δυσκολιών «αναγκάζει» τους εκπαιδευτικούς να αντιμετωπίσουν το παιδί ως αδιάφορο και χαμηλής επίδοσης. Το άγχος ολοκλήρωσης της ύλης, ιδιαίτερα στο Λύκειο, οδηγεί τους εκπαιδευτικούς να παραβλέψουν οποιεσδήποτε δυσκολίες παρουσιάζουν τα παιδιά. Η έλλειψη εποπτικών μέσων διδασκαλίας θεωρείται από πολλούς εκπαιδευτικούς  το Α και το Ω στη διαδικασία της μάθησης, γιατί βοηθά σημαντικά τους μαθητές, πόσο μάλλον τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες.

Η μαθησιακή δυσκολία ενός παιδιού είναι κατ΄ αρχήν μια πρόκληση στον εγωισμό του γονιού. Η πρώτη αντίδραση του γονέα στο πρόβλημα είναι: «γιατί το δικό μου παιδί;». Από εδώ ξεκινάει και η άρνηση της ύπαρξης του προβλήματος από πολλούς γονείς. Το ψυχολογικό κόστος είναι μεγάλο.

 Από τη στιγμή που ο γονιός κατανοήσει το πρόβλημα χρειάζεται:

α. να οπλιστεί με υπομονή. Είναι μια χρονοβόρα διαδικασία.

β. να κατανοήσει ότι το παιδί του με κατάλληλη βοήθεια μπορεί να ανταποκριθεί σε κάθε σχολική απαίτηση. Η κατάσταση δεν είναι μη αναστρέψιμη.

γ. να συνεργαστεί με τον εκπαιδευτικό, δίνοντάς του σαφή εικόνα του προβλήματος που αντιμετωπίζει το παιδί.

Η πολιτεία από την πλευρά της πρέπει να ενημερώσει τους εκπαιδευτικούς μέσω της επιμόρφωσης για τις μαθησιακές δυσκολίες, να καθορίσει με σαφήνεια τις μεθόδους διδασκαλίας και τον τρόπο εξέτασης αυτών των μαθητών – σήμερα υπάρχουν οδηγίες, που όμως είναι αρκετά ασαφείς και δεν βοηθούν ουσιαστικά τον εκπαιδευτικό να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.

Οι ειδικοί προτείνουν ότι, για να υπάρχει ουσιαστική βοήθεια, χρειάζεται κατάλληλο υλικό, που θα χρησιμοποιεί το παιδί όπως: ειδικά σχολικά βιβλία με μικρότερη ποσότητα ύλης, Η/Υ, κατάλληλο λογισμικό, χρήση μαγνητοφώνου μέσα στην τάξη για την καταγραφή της παράδοσης του μαθήματος, χρήση αριθμομηχανής στα μαθηματικά εξαιτίας της δυσκολίας αυτών των παιδιών στην τέλεση μαθηματικών πράξεων.

Κλείνοντας θα λέγαμε ότι οι μαθησιακές δυσκολίες είναι μια κατάσταση που υπάρχει σε ένα ποσοστό 5%-10% των μαθητών. Τα παιδιά αυτά είναι φυσιολογικής ή και ανώτερης ευφυΐας. Χρειάζεται να τους δείξουμε μόνο τα μονοπάτια που πρέπει να βαδίσουν, για να κατακτήσουν τη γνώση. Η χαρά του παιδιού από αυτή την ανακάλυψη, ότι δεν είναι «βλαμμένο», όπως χαρακτηρίζει τον εαυτό του, είναι η μεγαλύτερη ηθική –ψυχολογική αμοιβή για τον γονιό και τον εκπαιδευτικό.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση