…μία ηλιαχτίδα

Από σήμερα θα δούμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας η ιστορία της Αγάπης…

Ελάτε όλοι μαζί να ανιχνεύσουμε τον κόσμο της, όπως εμείς τον ξέρουμε wink, και γιατί όχι να τον ομορφύνουμε…

 

https://eclass.sch.gr/modules/video/file.php?course=9160155144&id=69091

 

Και τώρα … έλα, διάβασε μαζί μου… 

  Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο ευλογημένο και καταπράσινο ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι.

Αγάπη το λέγανε .Μαθήτρια της Δ’ Δημοτικού η Αγάπη ,ζούσε και μεγάλωνε σ’ αυτό το χωριό μαζί με τους γονείς της και τον αδερφό της τον Θάνο, λίγο μικρότερο από ‘κείνη.

         Το χωριό της μικρό, μα τόσο όμορφο. Κουλούρα το λέγανε . Για το όνομα του χωριού ήταν πολύ περήφανη η Αγάπη. Θυμάται πάντα με χαρά τα λόγια της γιαγιάς της εκείνα τα βράδια του χειμώνα που αράδιαζε ιστορίες και ιστορίες , κάποια σαν αυτή ήταν και για το όνομα του χωριού!

(Παιδάκια μου μπορείτε να βρείτε τι λέει η παράδοση για το όνομα του χωριού σας;)

Ανοίξτε το έγγραφο αριστερά και καταγράψτε τα , στη συνέχεια αποθηκεύστε!

…συνεχίζεται…

 

                           

https://www.youtube.com/watch?v=WVdyx6S1wOQ

9/4/2020

Έλα κι εσύ στο μονοπάτι της καρδιάς σου. Πιάσε την κόκκινη κλωστή και …σσσ..σιωπή! Έξω απ’το παράθυρο του ονείρου σιγά-σιγά να ξετυλίξουμε μαζί το παραμύθι, ν’ακουστεί!…

 Και τι δε μάθαινε η Αγάπη από τη γιαγιά της . Την άκουγε σιωπηλά και εκστατικά να διηγείται ιστορίες και παραμύθια. Με δράκους και με μάγισσες , με τόπους μακρινούς , με εποχές αλλοτινές. Μα αυτό που τη συγκινούσε περισσότερο ήταν οι αναμνήσεις της ίδιας της γιαγιάς . Για το που ζούσε πέρα μακριά σε έναν τόπο να δεις πώς τον λέει η γιαγιά… Μικρασία !! Έτσι τον λέει η γιαγιά . Μικρασία !! Kι όταν τον λέει , πάντα ένα δάκρυ κυλά από τα μάτια της.Ίσως το δάκρυ αυτό είναι που κάνει την Αγάπη να συγκινείται τόσο πολύ και ν’ακούει τη γιαγιά και να την ξανακούει λέγοντας τον πόνο και τις ταλαιπωρίες που έζησε για να έρθει ως εδώ.

(Βρείτε πληροφορίες για το διωγμό από τη Μ. Ασία. Ανοίξτε το αντίστοιχο έγγραφο αριστερά)

Μα και ο τόπος αυτός , φαίνεται να αντάμειψε τη γιαγιά.

Αγάπη μου, ζούμε σε μια ροζ θάλασσα τώρα την Άνοιξη, κορίτσι μου.

-Μα γιατί το λες αυτό γιαγιά, ρώτησε γεμάτη απορία η Αγάπη!

Ήξερε καλά τη γιαγιά της . Τι να ήθελε άραγε να πει μ’αυτό;

Ροζ θάλασσα;

Μέσα Μαρτίου κορίτσι μου και δες ένας ολάνθιστος κάμπος .(Της έδειξε από το παράθυρό της πέρα , μακριά τον κάμπο που φάνταζε πραγματικά σαν μια ροζ θάλασσα.) Οι ροδακινιές πιστές στον καθιερωμένο ραντεβού τους , έδωσαν τα πρώτα άνθη και ξαφνικά όλα έγιναν πιο…ροζ.

(Βγάλτε φωτογραφίες από ανθισμένα δέντρα και λουλούδια της περιοχής σας και  στείλτε τες)

                      

…Δες παιδί μου , είπε η γιαγιά . Γύρω μας συμβαίνει ένα θαύμα . (Απ’αυτό το θαύμα νομίζω έπαιρνε αισιοδοξία και δύναμη η γιαγιά.Κι αυτήν τη δύναμη και την αισιοδοξία την απόκτησε και η Αγάπη έτσι απλά κι αληθινά . Όπως η γιαγιά , όπως ο κάμπος , όπως τα άνθη της ροδακινιάς .

-Τι όμορφα που είναι γιαγιά!! Σ’ευχαριστώ, σ’ευχαριστώ πολύ.

-Τι μ’ευχαριστείς κορίτσι μου, η φύση είναι θείο δώρο. Άντε, κατέβα τώρα να παίξεις και…πρόσεχε το χεράκι σου.

-Ναι γιαγιά. Έχω το νου μου.

(Τα δυο χεράκια της Αγάπης, δεν ήταν σαν των άλλων παιδιών. Μια άτυχη στιγμή την ώρα της γέννας και…το χεράκι, το ζερβό όπως έλεγε, έμεινε εκεί, μικροκαμωμένο και ανήμπορο.)

Σαν το χεράκι του ξαδέρφου της, του Μανωλάκη, που μόλις προχτές χρόνισε.

Το αγαπούσε πολύ το ζερβό χεράκι της η Αγάπη κι ας ήταν κοντύτερο απ’τ’άλλο. “Δε θα γέράσει ποτέ” , τούτο το χεράκι μου, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της. Σαν θα μεγαλώσω θα το στολίζω πιο πολύ απ ‘τ’άλλο, το δεξιό , το μεγάλο. Θα το φορώ στολίδια με ασήμι και χρυσό, βραχιόλια με κοχύλια και λουλούδια. Να δεις . Να δεις τι όμορφο που θα’σαι. Πάντα τα μάτια ήταν υγρά σαν το κοιτούσε, πάντα το βλέμμα ήταν θολό, μα η καρδιά της χτυπούσε δυνατά για το χεράκι αυτό. Το ζερβό , το μικροκαμωμένο. Τι να κάνω σήμερα σκέφτηκε.Η μαμά δεν αφήνει να πάω στην Ελενίτσα. Ούτε κι εκείνη να’ρθει εδώ. Κάτι κακό πρέπει να συμβαίνει , σκέφτηκε.

(Εδώ και μέρες η μαμά και ο μπαμπάς είναι σκυθρωποί κι αμίλητοι, κι όλο τηλεόραση κοιτάζουν. Κοιτιούνται και αυτοί μεταξύ τους μ’ένα βλέμμα που δεν το’χω ξαναδεί. Με φοβίζει αυτό το βλέμμα , γιατί ξέρω πως κάτι κακό ακούει ο μπαμπάς και η μαμά. Είναι σου λέει μια αρρώστια πολύ παράξενη και πολύ κακιά. Που κολλάει σε όποιον βγει έξω. Που αρρωσταίνουν πολλοί μαζί και πεθαίνουν. Ναι, αυτό. Αυτό είναι που φοβόταν και η γιαγιά ακόμη. Μου φαίνεται τόσο φοβισμένη σαν και τότε, που ‘φυγε από τη Μικρασία , σαν και τότε που έχασε τους γονείς της και τα αδέρφια της και σαν και τότε που κάψανε το σπίτι της και έφυγε στη θάλασσα για να γλυτώσει. Μόνη κι απροστάτευτη. Μόνη και πληγωμένη, απ’το κακό κι από το θανατικό.

Και τώρα τι; Σα να ζούμε σε πόλεμο, έλεγε το πρωί η μητέρα . Έπλενε και ξανάπλενε τον Θάνο, τον αδερφό της που πήγε μια βόλτα να δει τον ξάδερφό της . Ποτέ δεν έχει δει τη μητέρα της έτσι. Ποτέ !

-Τι να κάνω; ρωτούσε και ξαναρωτούσε και απάντηση καμιά. Ο δρόμος που περνούσε μπροστά από το σπίτι της άδειος. Η απέναντι αυλή που ήταν γεμάτη με παιδιά , έμεινε ορφανή. Περίεργη κατάσταση. Πού να παίξω και με ποιον; Περπάτησε στο σπίτι ώρα πολλή, ώσπου σκέφτηκε να πάει στη μικρή αποθηκούλα της αυλής . Προχτές τη συγύρισε η γιαγιά της . Την έπλυνε , τη σκούπισε , έκανε μια πάστρα φοβερή. Μπορώ να πάω εκεί, είπε και κατέβηκε τη σκάλα δειλά , χωρίς να ξέρει αν εκεί θα μπορούσε να βρει κάτι έστω να παίξει , να διαβάσει , να τρέξει. Τι να κάνω κι εκεί; Συλλογιζόταν, αλλά όλο εκεί κατάληγε μιας και για παρέα ούτε λόγος.

Ανασκουμπώθηκε, πήρε δύο βιβλία και παιχνίδια και κατέβηκε . Άνοιξε την πόρτα .Εκείνη έτριξε , όπως τρίζουν στα παραμύθια όλες οι πόρτες οι παλιές. Μπήκε μέσα . Κάθισε . Τίποτα ενδιαφέρον δεν είχε για να παίξει. Άνοιξε τα βιβλία της. Τίποτα ..Δεν της άρεσε τίποτα… Σηκώθηκε, περπάτησε κι αυτό ήταν όλο.Ήταν κι αυτό το περιστατικό που έγινε στο σχολείο . Ήταν απελπισμένη. Ήταν μόνη…Το ήξερε ..

Από μακριά ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς της ,της κυρίας Σμαραγδής.

-Αγάπη κορίτσι μου ,πού είσαι και σε ψάχνω τόσην ώρα;

Αγάπηη (φώναξε ανήσυχη).

Τι ωραία η φωνή της γιαγιάς μου !! σκέφτηκε και σαν να ηρέμησε λίγο. Ποτέ δεν την είχε ακούσει τόσο γλυκιά. Και τώρα γιατί ;Ποιος ξέρει;Η τόση ησυχία; Αυτό που έγινε χτες; Η τόση μοναξιά; Αλλά όχι. πραγματικά ηχούσε όμορφα στ’αυτιά της η φωνή της γιαγιάς Σμαραγδής. Όλα τα είχε ωραία αυτή η γιαγιά . Νοικοκυρά, όμορφη, με φωνή γλυκιά, μα παν απ’όλα ήταν το χάδι. Το χάδι της γιαγιάς Σμαραγδής δεν ήταν σαν κανένα άλλο. Μόνο η κυρία Σμαραγδή ήξερε πώς να χαϊδεύει το χεράκι το μικρό, το ζερβό. Μόνο η κυρία Σμαραγδή το φρόντιζε , το άλειφε κάθε βράδυ με κρεμούλα, το έτριβε με λαδάκι μαλακά, έκοβε τα νυχάκια, και το ψαλίδι δεν υπήρχε πια ,γίνονταν βαμβάκι, μαλακό και αφράτο, γι’αυτό το χέρι. Μόνο η κυρία Σμαραγδή το έπαιρνε και χάιδευε το μάγουλό της και μετρούσε τραγουδιστά τα δαχτυλάκια του και του’ ραβε μανικάκια ειδικά ,με φραμπαλά , περίτεχνα, που όλα τα κοριτσάκια ζήλευαν.

-Εδώ είμαι γιαγιά μου !!

Έρχομαι. Είμαι στην κάμαρα. Έτσι έλεγαν στην οικογένεια την αποθηκούλα που άλλοτε φιλοξενούσε στάχυα , κουτιά και κάθε λογής υλικό χρειαζούμενο και όχι για το σπίτι.

-Μα που χάθηκες τζιέρι μου. Έλα , σου μαγείρεψα το αγαπημένο σου κοτόπουλο με κομμένο μακαρονάκι. (Την κοίταξε και τα μεγάλα της μάτια έλαμψαν)

( Ποιο είναι το αγαπημένο σας φαγητό; Γράψτε τη συνταγή στο έγγραφο αριστερά στην γκρίζα περιοχή.)

-Κοφτό γιαγιά – είπε φανερά στεναχωρημένη

-Εντάξει κοφτό τζιέρι μ’ έλα τώρα ψύχρανε. Θα μου κρυώσεις κι έκρυψε τη θλίψη της κάτω από ένα φαρδύ χαμόγελο.

συνεχίζεται…

Φιλία , αγάπη , δικαιοσύνη, είναι αυτές οι 3 λέξεις που η Αγάπη έψαχνε πεισματικάνα βρει το περιεχόμενό τους. Τι έγινε; Τα κατάφερε; Συνέχισε και…θα καταλάβεις!…συνέχισε….

Με πιάνει από το χέρι ,το ήξερα. Πάντα από το ζερβό μ’έπιανε η γιαγιά. Σα να ήθελε να ξεγελάσει τον κόσμο, που κορόιδευε που μ’έβλεπε έτσι.

Σα μ’έβλεπε , άπλωνε το χέρι , το έκανε φτερούγα για να κλείσει εκεί μέσα το πρόβλημα , να μην το δει ο κόσμος . Ο κόσμος , οι φίλοι , οι συμμαθητές, όλοι. Όλοι τους κοιτούσαν περίεργα. Οι πιο πολλοί γελούσαν σα μ’έβλεπαν να μην μπορώ να κρατήσω την τσάντα μου. Τι κι αν η κυρία μας, η Κα Μαρία τους μάλωνε… αυτοί εκεί.Ήρθε το ζερβό, ήρθε το ζερβό έλεγαν ..και να σου οι χειρονομίες .. και να τα γελάκια.. και να τα σπρωξίματα. Σήκω ζερβό, σήκω μου φώναζαν καθώς έπεσα χτες στην αυλή του σχολείου. Μου πήρε ώρα να σηκωθώ.

Η ψυχή της Αγάπης δε συμφωνούσε με την αρμονία της φύσης .Ήταν διαφορετική από τα άλλα παιδιά .Το ήξερε. Ήταν ένα παιδί με αναπηρία . Ναι.Είχε το’να χέρι κοντύτερο απ’τ’άλλο. Μα δε διέφερε από τ΄’αλλα παιδιά. Είχε ακριβώς τα ίδια όνειρα. Αναπηρία ήταν όλ’ αυτά που δεν άντεχε, ήταν όλ’ αυτά που δεν ήθελε να βλάψει. Είχε τις ίδιες ανάγκες με όλους.

Κι εκείνη τη δίψα για ζωή. Τη ζωή όμως που τώρα άρχιζε να αλλάζει. Να αλλάζει πολύ. Γιατί άραγε;

Διάβασε και το παρακάτω ποίημα θα σ’αρέσει , θα δεις!

“Έκανα να φύγω, αλλά στην πάροδο

είδα το μουγκό παιδί.

Είχε ακουμπήσει στον τοίχο κι έκλαιγε

και τώρα

πάνω στον τοίχο ήταν ένα μικροφωτισμένο παρεκκλήσι”

Τ. Λειβαδίτης

Στο σχολείο σας παρατηρείτε φαινόμενα ρατσισμού και εκφοβισμού; (bullying);

Πάτε στις εργασίες επιλέξτε το αντίστοιχο αρχείο , γράψτε τις προτάσεις σας , αποθηκεύστε και  κάντε υποβολή.

Η τσάντα μου άνοιξε και τα τετράδιά μου έπεσαν μέσα στα νερά που άφησε η χθεσινή μπόρα. Τίποτα δε μ’έσωζε . Και η γιαγιά δεν ήταν εδώ για να με πιάσει από το χέρι. Έμεινα κάτω . Δεν σήκωσα το κεφάλι μου. Ντρεπόμουν τόσο πολύ . Μήπως είχαν δίκιο; Μήπως έχω πρόβλημα ;Μήπως είμαι άχρηστη;Αφού δεν είμαι. Κάνω ό,τι κάνουν όλοι.

Μα τώρα δα, δεν μπορώ να σηκωθώ. Κι αυτό το αναθεματισμένο χέρι δε βοηθά. Τι ντροπή Θεέ μου !!Μαζεύτηκαν όλοι γύρω μου. Χλευάζουν. Ούτε να κρύψω τα αυτιά μου δεν μπορώ. Αναθεματισμένο χέρι. Γιατί; Γιατί; Αναρωτιέμαι. Δεν υπάρχει απάντηση καμία . Σήκω επάνω. Μάζεψε τα τετράδιά σου ,σήκω αμέσως.Αυτό θα μου έλεγε η γιαγιά, αν ήταν εδώ. Κι αυτό έκανα.Πήρα τα πράγματά μου όπως όπως, τίναξα τη λάσπη από τα ρούχα και σηκώθηκα. Στο σχολείο όμως δεν έφτασα ποτέ. Γύρισα στο σπίτι μου. Δεν υπήρχε χώρος στο σχολείο για μένα. Αυτό ήταν.Το πήρα απόφαση.Δεν ξαναπάω εκεί. Τέλος !! 

Έτρεξα στο σπίτι . Κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Άδικα φώναζαν από έξω η μαμά , η γιαγιά, ακόμα και ο Θάνος. Τίποτα. Δεν ήθελα να ακούσω και να δω κανέναν. Τι κι αν φώναζαν , τι κι αν χτυπούσαν την πόρτα. Τίποτα. Φοβόταν βλέπεις μην κάνω κακό στον εαυτό μου.Και το σκέφτηκα , αλλά ήμουν τόσο δειλή πέρα από όλα τα άλλα τα κακά που είχα. Ναι , ήμουν και δειλή .Δεν τα κατάφερα. Άνοιξα την πόρτα . Ήθελα μόνο τη γιαγιά. Χώθηκα στη ζεστή αγκαλιά της κι έκλαιγα, χωρίς σταματημό. Μα πού τη βρήκα τόση δύναμη, εγώ; Η ζερβή; Μόνο γι’αυτό ήμουν δυνατή για τα κλάματα και για τίποτα άλλο. Μήπως και να πέθαινα ;Ποιος θα νοιαζόταν εκτός από τους δικούς μου; Κανείς! Σε ποιον θα έλειπα ; Σε κανέναν! Τα δάκρυα πια στέρεψαν μέσα στην αγκαλιά της γιαγιάς. Κι αυτή εκεί. Επίμονη κι αγέρωχη να με κρατά ζεστά , να μου φιλεί τα χέρια . Και τα δυο .. και κυρίως το ζερβό.

-Σκούπισε τα μάτια σου και μην κλαις. Για μένα είσαι η βασίλισσά μου, είσαι η ζωή μου , το καμάρι μου. Τι κι αν προσπαθούσε , είχα πάρει την απόφασή μου . Το σχολείο τελείωσε για μένα. Η γιαγιά δεν ξαναμίλησε , κι εγώ χώθηκα πιο βαθειά.

…στην αγκαλιά της στριφογύριζα ώρα εκεί και το σώμα μου ένιωθε τον κόμπο στο λαιμό της γιαγάς μου.Δεν είπαμε τίποτα. Με πήρε εκεί ο ύπνος .Εκεί….Ένιωθα τόσο ασφαλής και συνάμα τόσο αδύναμη. Πότε θα ξημερώσει;

Το ξημέρωμα με βρήκε πιο αδύναμη και πιο πεισμωμένη . Δεν άκουγα κανέναν. Ούτε τη μαμά , ούτε τον μπαμπά , τίποτα..

Σαν απομηχανής Θεός πέρασε η γειτόνισσά μας η Κα Σταματία και μας είπε.

  • Δεν τα μάθατε;

  • Τι κυρία Σταματία ;

  • Τα σχολεία κλείσαν για 14 μέρες λόγω του κορωνοϊού ;

  • Τι ;Έκανε η μητέρα (χαρές εγώ..είπα: τέλος το μαρτύριό μου! Σ΄ευχαριστώ θεέ μου!!)

  • Είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα; (συνέχισε)

  • Μάλλον είναι ,για να κλείσουν και τα σχολεία ,(απάντησε αυτή).

  • Άντε γειά σας !!Τα λέμε αύριο ..

    Κι έφυγε..

    Έμενε λίγο πιο κάτω από μας . Καλή κυρία . Νοικοκυρά κι αυτή, απ’ τις λίγες που έλεγε και η μαμά. Όμως έμεινε μόνη της η καημένη . Βλέπεις τα παιδιά της ,έμαθαν γράμματα.

    “Είναι γραμματιζούμενα !!.. ”λέει και καμαρώνει.

    “Κι ας είναι μακριά . Δεν πειράζει. Έχουν τις οικογένειές τους. Τι με θέλουν εμένα μέσ’τα πόδια τους;”

    Καλή κυρία. Ευγενική και λιγομίλητη. Λες επειδή δεν έχει κανέναν να μιλά μέσ’στο σπίτι της. Δεν ξέρω . Μπορεί γι’αυτό.

    Ήρθε πρωί- πρωί η γιαγιά σήμερα με μια σακούλα.

  • Άνοιξέ τη μου λέει .

    Την ανοίγω χωρίς καμία όρεξη..

  • Τι μου έφερες;

  • Άνοιξε΄την !! Ξαναλέει

Είχε μέσα ένα μεγάλο κι ακριβό ( φαινόταν απ’το υλικό του) ένα ακριβό μπλοκ ζωγραφικής κι ένα κουτί ξυλομπογιές , από κείνες τις καλές , που τις ξύνεις όσο θέλεις χωρίς να σπάει η μύτη τους. Δεν έδωσα σημασία στο δώρο . Αυτό μου έλειπε τώρα η ζωγραφική. Τέλος πάντων.Η μέρα το απαιτούσε. Έπρεπε να πάω στην κάμαρα. Πόσο μου άρεσε η ιδέα της σήμερα! Βάλσαμο για μένα η κάμαρα. Πήρα δυο στάχυα κι άλλα δυο και λίγο βαμβάκι που περίσσεψε απ’τα μαζεμένα . Έφτιαξα μια κούκλα . Όμορφη ήταν. Έπαιξα μαζί της.. ώρες . Δεν ήξερα ότι τις επόμενες θα ήταν η καλύτερή μου φίλη. Η φίλη που ποτέ δεν είχα. Στα βιβλία και στα παιχνίδια μου δεν έδωσα καμία σημασία . Τώρα πια έπλαθα την καινούρια μου φίλη , από στάχυα ..ναι, κι από βαμβάκι ..γιατί όχι; Οι άνθρωποι πληγώνουν, πληγώνουν πολύ.

(Έχετε κατασκευάσει ποτέ κούκλα , με απλά υλικά που σας βρίσκονται στο σπίτι; Τώρα είναι μια καλή ευκαιρία να το προσπαθήσετε!)

    Η κούκλα της Βασιλικής Η κούκλα του Άγγελου  Η κούκλα της Βικτώριας  Η κούκλα της κυρίας Σοφίας Παυλίδου       

συνεχίζεται…

      Είναι κάτι παιδιά , ακόμα και στα παραμύθια, που… οι δακρυσμένες προσευχές τους δε φτάνουν στον ουρανό, και πηγαινοέρχονται μέσα στο όνειρο , για να συμπληρώσουν το αληθινό τους νόημα.

      Τι συνέβαινε στη ζωή της Αγάπης;

Ζούσε το όνειρό της, όπως δικαιούται κάθε παιδί.

      Συνέχισε …μη σταματάς…συνέχισε

Εξάλλου αξίζει πολύ να αναζητάς μιαν ηλιαχτίδα!!!

…Έτσι περνούσε η Αγάπη τις μέρες που το σχολειό ήταν κλειστό. Με την κούκλα της . Δικό της δημιούργημα που το κρυφοκοίταζε και καμάρωνε. Δεν μπορούσε να καμαρώσει βλέπεις φανερά.Δεν είχε το δικαίωμα.

Ένα πρωί , σαν τ’άλλα πρωινά της Άνοιξης , κατέβηκε  πάλι στην κάμαρα, Αυτή τη φορά όμως πήρε μαζί της το μπλοκ και τις ξυλομπογιές της γιαγιάς της. Δεν ήξερε το γιατί .Ήθελε απλώς να το ξεφυλλίσει.. κι ας ήταν άδειο. Το άνοιξε . Το ξεφύλλισε και μια και δυο κάτι σαν ηλιαχτίδα άγγιξε το χεράκι της κι άρχισε να πιάνει τις μπογιές.Κι άρχισε να ρίχνει χρώματα και σχήματα παντού και δω και κει..παντού. Δεν είχε σταματημό , οι ζωγραφιές που έκανε δυνάμωναν και το χέρι το ζερβό , το μικροκαμωμένο ,γιατί κι αυτό συμμετείχε, κι αυτό κινούνταν , κι αυτό ήταν δουλευτάρικο σαν τ’άλλο . Δεν είχε καμιά διαφορά . Είχε βρει τον τρόπο της. Είχε βρει το λόγο να ξυπνά χαρούμενη για να δημιουργεί. Δικά της έργα. Εντελώς δικά της . Χωρίς τη βοήθεια κανενός . Αυτή …και …τα χέρια της. Κανείς άλλος .

Είχε τόσα κέφια που βάφτισε την κούκλα της.

(Τι όνομα θα προτείνατε για την κούκλα της;)( βρείτε την άσκηση πολλαπλών επιλογών. Θα τη βρείτε στο χώρο των ασκήσεων, έπειτα ζωγραφίστε την με το ποντίκι σας , στο χώρο των εργασιών “Γράψτε και ζωγραφίστε το όνομα της κούκλας σας”)

Άγγελος

Βασιλική

Θάνος

Δέσποινα

Θάνος

Αλέξανδρος

Ελένη

Φάικ

Βικτώρια

Δημήτρης & Ελένη

Ελεάννα

-Τι όνομα να σου δώσω; Σκέφτηκε.Μόνο μαζί σου μιλώ, μόνο εσύ μ’ακούς . Πρέπει κάπως να σε φωνάζω. Πρέπει κάπως να σ’αποκαλώ.Και…ξαφνικά , μια ιδέα ήρθε στο μυαλό της . Σαν κι αυτή που ήρθε τις προάλλες με τις ξυλομπογιές και το μπλοκ της γιαγιάς που κόντευε τώρα να το τελειώσει.

Ελένη

Απ’την χαραμάδα της πόρτας μια μικρή ηλιαχτίδα έμπαινε τα πρωινά στην κάμαρά της. Η Αγάπη την είχε προσέξει . Δεν της είχε ξεφύγει. Τέτοια ηλιαχτίδα. Πώς ήταν δυνατόν; Έπαιζε μαζί της τα πρωινά , την ώρα που έκανε διάλειμματα απ’τα σκίτσα της . Την γοήτευε αυτή η  ηλιαχτίδα, πώς κατάφερνε και περνούσε απ’την χαραμάδα . Πώς κατάφερνε και διαχέονταν σ’όλη την κάμαρα, και πώς τη φώτιζε και πώς την ομόρφαινε; Της άρεσαν τα χρώματα που χύνονταν τριγύρω , λογής-λογής χρώματα…πράσινα, κόκκινα, χρυσαφί σαν το ηλιοβασίλεμα στη ροζ θάλασσα του κάμπου.                                             

 

Βασιλική

Ελένη

Ναι ,της θύμιζε τη ροζ θάλασσα κι αυτό την έκανε ευτυχισμένη, χαρούμενη σηκώνονταν και χόρευε ανάμεσά της , προσπαθούσε (με το’να χέρι το δεξιό) να την πιάσει , να τη χώσει στη χούφτα της και να μείνει εκεί , να μη φύγει ποτέ , μα ‘κείνη ήταν τόσο όμορφη για να σκλαβωθεί σε μια χούφτα , ήταν τόσο χρυσαφιά και τόσο πολύχρωμη που δεν χωρούσε πουθενά.

συνεχίζεται…

Ηλιαχτίδα , ηλιαχτίδα θα ονομάσω την κούκλα μου, σκέφτηκε.Κι αμέσως μετά ικανοποιημένη απ’τ’άκουσμα αυτό ξεχύθηκε η ψυχή μέσα στις ζωγραφιές της.

Ζωγράφισε την ηλιαχτίδα , τη χαραμάδα , τη ροζ θάλασσα, έκανε τόπους μακρινούς και άγνωρους μα τους έκανε σα να τους γνώριζε καλά.. σπιθαμή προς σπιθαμή. Έκανε τοπία μαγευτικά , λιμάνια με πλοία και σημαιούλες γιορτινές , χωράφια με στάχυα και δέντρα και πουλιά . Και τι δεν έκανε;Μα έκανε όμως και πρόσωπα χλωμά , λυπημένα και θολά. Όλα εξάλλου ήταν θολά τούτες τις μέρες. Και κάθε μέρα και περισσότερο.Δεν έβλεπε παιδιά στους δρόμους . Έβλεπε μόνο τη μύτη τους που ακουμπούσαν στα απέναντι παράθυρα. Ώσπου ήρθε και η μέρα που δε θα μπορούσε πια να βλέπει ούτε τη γιαγιά της. Αυτό της στοίχισε πολύ. Δεν μπορούσε να το καταλάβει. Τα σκίτσα γίναν γκρι και μουντά. Δεν είχαν χρώμα οι ζωγραφιές . Γκρι. Mαύρο. Αυτό..

Μπορείτε να μπείτε στη θέση της Αγάπης παιδάκια…;

Πάρτε τα χαρτιά σας , ξυλομπογιές , μαρκαδόρους, μολύβια, τέμπερες ή ό,τι άλλο χρειαστείτε ,βάλτε την τέχνη και τη φαντασία σας, βάλτε έναν  τίτλο  και…ανυπομονούμε να μας στείλετε τις ζωγραφιές σας!!

  Ελένη

  “Η πανταχού ηλιαχτίδα” Ελένη

 Το θλιμμένο πρόσωπο

” Το δάκρυ” Αλέξανδρος

“Η ελπίδα γύρω μας” Βασιλική

συνεχίζεται…

Η πραγματικότητα επισκέφτηκε την Αγάπη από την πίσω πόρτα . Παράδοξη γαλήνη και ακινησία είχαν κατακτήσει το χώρο. Η μοναξιά της είχε τις δικές της φωνές , τις δικές της εικόνες.Τις μέρες της τις μάζευε μα δεν έβρισκε πουθενά το χέρι της γιαγιάς για να πιαστεί. Σιωπή και προσευχή… και πάλι σιωπή…

Μια μέρα η μητέρα της , της είπε:

-Αγάπη κορίτσι μου, για λίγες μέρες πρέπει η γιαγιά να μείνει στο σπίτι της .Δεν πρέπει να δει κανέναν

-Μα γιατί;  Είναι άρρωστη; Ρώτησε με σπασμένη τη φωνή της.

-Όχι κορίτσι μου . Ελάτε εδώ με τον Θάνο να σας εξηγήσω. Σε πολλά μέρη του κόσμου γίνεται αυτό που συμβαίνει και στη χώρα μας.

-Δηλαδή;Την πρόλαβε ο Θάνος ; Δεν παν κι εκεί τα παιδιά στο σχολείο;

-Ακριβώς ! Είπε η μητέρα της . Κι όχι μόνο. Μένουν όλοι κλεισμένοι στα σπίτια τους . Βγαίνουν μόνο για ειδικούς λόγους.

-Και οι γιαγιάδες δε βγαίνουν καθόλου ;Ξαναρώτησε ο Θάνος, λες και καταλάβαινε και προλάβαινε να ρωτήσει πρώτος.

-Ναι, παιδιά μου καθόλου.

  • Μα γιατί ; Γιατί μαμά ; ρώτησε η Αγάπη.

  • Κοιτάξτε να δείτε . Εδώ και μέρες έχετε καταλάβει πως η καθημερινότητά μας άλλαξε . Και άλλαξε γιατί στην ατμόσφαιρα υπάρχει ένας ιός που μεταδίδεται πολύ εύκολα από άνθρωπο σε άνθρωπο. Πρέπει να μπαίνουμε μέσα και να είμαστε πολύ καθαροί, όπως βέβαια πρέπει πάντα να είμαστε.

  • Είναι επικίνδυνος μαμά ο ιός ; Είναι ο κορωνοϊός που ακούμε συνεχώς από τα δελτία ειδήσεων;

  • Ναι, αυτός είναι και μπορεί να αποτελέσει μεγάλο κίνδυνο στις γιαγιάδες και τους παππούδες μας. Γι’αυτό και τους προσέχουμε. Η γιαγιά θα μπει στην απόλυτη απομόνωση.

Δε ακούστηκε καλό αυτό στ ‘αυτιά της Αγάπης . Δεν της άρεσαν καθόλου αυτές οι δύο λέξεις . Απόλυτη- Απομόνωση.Της φάνηκαν σκληρές και ηχούσαν πολύ παράξενα.

-Είναι μια αρρώστια διαφορετική ψιθύρισε η μητέρα και κοίταξε προς το δωμάτιο της γιαγιάς , στο ισόγειο του σπιτιού.

-Και τώρα; Πώς θα’μαι χωρίς τη γιαγιά να με φιλάει στο μέτωπο για να δει αν έχω πυρετό; σκέφτηκε η Αγάπη.Ποιος θα μου φτιάχνει τσάι με μέλι για τον βήχα , κομπρέσες στο μέτωπο και χάδι σ’εκείνο το χέρι το ζερβό;

Ποιος θα μου ξαναπεί ότι: “..δεν πρόσεχες και δεν έβαλες ζακέτα Αγάπη”, ”Σου το’χα πει , να φοράς κάλτσες”. Δεν ένιωθε καλά . Ο κόμπος στο λαιμό πήγαινε να την πνίξει. Αγκάλιασε με πείσμα την Ηλιαχτίδα της και έτρεξε προς την κάμαρά της.

Το μυαλό της έτρεχε κι απ’την άλλη σταματούσε απορημένο.

Τι αρρώστα ήταν αυτή; Ολ’ αυτά που έμαθε γίνονταν αλλιώς πια. Δεν είχε σημασία αν έκανε λάθος η γιαγιά που τη μάλωνε.Αλλά θα ήταν από αγάπη . Και η αγάπη δεν είναι ποτέ λάθος. Όλα! Όλα άλλαξαν!

Στον πυρετό , δεν τρέχεις στη γιαγιά. Την αποφεύγεις . Στο παιχνίδι , δεν τρέχεις στην Ελενίτσα, έτσι κι αλλιώς καμία δεν την ήθελε στην παρέα της , εκτός μόνο από την Ελενίτσα. Κι αυτή λίγες φορές . Μετρημένη στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αλλά κι αυτές πάλι κόπηκαν , σταμάτησαν. Της φάνηκε πως άλλαξε ο κόσμος με μιας. Κολλάς από την αγάπη και την ανθρώπινη επαφή και πεθαίνεις μόνος . Αυτό ένιωσε κι αυτό ήταν . Μένουμε σπίτι. Απόλυτη απομόνωση. Ο κορωνοϊός δε σκοτώνει μόνο κόσμο , σκοτώνει την αγάπη , την επαφή, την οικειότητα.

(Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον παιδιά μου ,να πάρετε το μολύβι και τις μπογιές σας , τα πινέλα και τα χρώματά σας και να κάνετε εικόνα- να ζωγραφίσετε την παραπάνω γκρι φράση)

“Η μοναξιά” Άγγελος

“Ο αναγκαστικός χωρισμός” Άγγελος

“Το θλιμμένο κορίτσι” Θάνος

“Το μουντό πρόσωπο” , Ελεάννα

 “Το γκρι ηλιοβασίλεμα” Ελένη

“Το όμορφο δέντρο της μοναξιάς” Βασιλική

“Ο ιός που μας χωρίζει ή μας ενώνει τελικά” Βασιλική

“Μισή αγάπη” Ελένη

“Ο γκρίζος παράδεισος” Ελένη

-Θεέ μου κράτα γερή τη γιαγιά μου!! παρακαλούσε κάθε τόσο.

Όμως η προσευχή της δεν έφτασε τόσο ψηλά ή εμποδίστηκε από χιλιάδες , χιλιάδες προσευχές. Ποια να φτάσει πιο ψηλά ;Ίσως η δική της ξέμεινε λίγο παραπίσω και η γιαγιά αρρώστησε βαριά. Τώρα ήταν που δε θα την έβλεπε καθόλου. Ούτε από το τζαμάκι του παραθύρου, που την κοίταζε με τις ώρες η γιαγιά, για να δει έστω κι από κει αν είναι καλά.

Την ίδια μέρα ένα ασθενοφόρο και δύο άνθρωποι, παράξενα ντυμένοι, σαν αστροναύτες, πήραν τη γιαγιά από το σπίτι για το νοσοκομείο.

-Καλή ανάρρωση μητέρα , φώναξε η μαμά απ’το μπαλκόνι.

-Να’ ρθεις γρήγορα κοντά μας , την ξεπροβόδισε η φίλη της η κυρία Σταματία

Μόνο η Αγάπη δεν έβγαλε ούτε μιλιά. Δεν είχε φωνή για να μιλήσει. Αρρώστησε κι αυτή με τη γιαγιά της , της κόπηκε η φωνή… και τα μάτια…Αχ , αυτά τα μάτια πρόδιδαν κάθε της σκέψη. Δεν μπορούσε να τα σταματήσει. Το προσπάθησε για να μην τα δει η γιαγιά και στεναχωρεθεί, αλλά μάταια. Δεν άκουγαν κανέναν. Βρύσες που άνοιγαν κι έτρεχαν στα μάγουλά της αδιάκοπα.

Τώρα;

Το πρόσωπό της χλώμιασε και το χέρι θαρρείς και ‘κείνο δάκρυσε και χύθηκε μέσα βαθιά στην τσέπη της να μην το δει κανείς.

-Τώρα , τι θα κάνω;

Η μητέρα της την ένιωσε. Της χάιδεψε τα μαλλιά, όπως και του Θάνου, τους έκλεισε στην αγκαλιά της και πήγαν μέσα. Όλοι σιωπηλοί και ωχροί και δακρυσμένοι .

Οι μέρες περνούσαν και η αγωνία μεγάλωνε.

Δεν χρειάζεται να φοβάστε, αλλά να προσέχετε. Έλεγε και ξανάλεγε η μητέρα. Θα τον νικήσουμε τον ιό αρκεί να κάνουμε αυτό που πρέπει. Απομόνωση και σχολαστική καθαριότητα των χεριών. Δεν πιάνουμε το πρόσωπό μας. Κάθε μέρα τα έλεγε αυτά η μητέρα. Η Αγάπη και ο Θάνος το κατάλαβαν. Έπλεναν με σχολαστικότητα τα χεράκια τους και έπαιζαν μόνοι τους στην αυλή του σπιτιού τους.

Αυτό όμως το “μένουμε στο σπίτι”σαν να τάραζε λίγο το μυαλό της Αγάπης.

Ο κορωνοϊός αν και τόοοοοσο μικροσκοπικός είναι αδιαμφισβήτητα ο πρωταγωνιστής των ημερών. Σίγουρα θα έχετε φανταστεί τη μορφή του. Θέλετε να μας τη δείξετε; Εμείς θέλουμε πολύ!!

Βασιλική

Θάνος

Φάικ

                                                                            Ελένη

Βικτώρια

Άγγελος

Ελεάννα

Ελεάννα

Βικτώρια- Ρόελς

Φάικ

συνεχίζεται…

“Μένουμε στο σπίτι” έλεγε …και..οι άστεγοι; Τι γίνεται μ’αυτούς;…

Σπίτι του ο δρόμος, στέγη και φως του ο ουρανός

τα πεζοδρόμια, πάρκα, παγκάκια κάθε σταθμός

για συντροφιά του έχει συχνά τα περιστέρια

ίσως τον σκύλο πιστό του φίλο κάτω απ’ τα αστέρια.

 

Ήταν στη μοίρα του να γκρεμιστεί κάθε του όνειρο

και να τον πάρουν κακές νεράιδες δικό τους όμηρο

στη μοναξιά του τη χαραυγή παρέα η θλίψη

και η αγάπη στα άδεια βράδια κι αυτή θα λείψει

Ελένη Θ.Π.Λουκά

Η Αγάπη βλέπουμε ότι είναι παιδί ευαίσθητο με ανήσυχη σκέψη και ενσυναίσθηση για τον συνάνθρωπο , που βρίσκεται στη θέση αυτή τη δύσκολη.

Έχετε σκεφτεί πώς μπορούν να προφυλαχτούν οι άστεγοι αυτήν την εποχή; Πώς μπορούν να τηρήσουν το : “Μένουμε στο σπίτι”; Θέλουμε τη γνώμη σας; Θα βρείτε σχετικό έγγραφο στις εργασίες . Περιμένω να το υποβάλετε στο χώρο των εργασιών.

“Το σπίτι της φροντίδας” Βασιλική

Της έτρωγε το μυαλό αυτή η σκέψη. Το ‘ριξε στη ζωγραφική για να ξεχαστεί μα τίποτα. Ήξερε βλέπεις και τον κυρ-Αποστόλη που χρόνια τώρα έμενε μόνος του στο παγκάκι έξω από την εκκλησία.

-Ναι! Θα πάω(αυτό ήταν) η σκέψη έγινε ποτάμι ορμητικό και την έπνιξε.

-Θα πάω από μακριά. Δε θα τον πλησιάσω. Δύο μέτρα απόσταση μου είπε η μητέρα. Και μια και δυο έφτασε τρέχοντας στην εκκλησία .

Ο κυρ Αποστόλης, ο κακομοίρης ήταν εκεί μόνος κι ανήμπορος.

-Κυρ -Αποστόλη ,έσκισε το μολυσμένο αέρα μια καθαρή φωνούλα.

-Κυρ-Αποστόλη , μένουμε σπίτι όλοι.Έλα εδώ!

-Εδώ είναι το σπίτι μου κορίτσι μου. Πώς έφτασες μέχρι εδώ;Οι γονείς σου το ξέρουν;

-Έλα κυρ- Αποστόλη , μην αργούμε , Μπροστά θα πάω εγώ και στα δυο μέτρα εσύ μ’ακολουθείς !

-Έλα στα συγκαλά σου κόρη μου. Φύγε γρήγορα. Είναι πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνεις ..φύγε!!

  • Αν δεν έρθεις κι εσύ, δεν πάω πουθενά. Θα μείνω εδώ. Θα κοιμηθώ στο απέναντι παγκάκι σαν και του λόγου σου.

(Από δω τον είχε , από ‘κει τον είχε, τον έπεισε τον κυρ-Αποστόλη η Αγάπη)

-Μα τω Θεώ , τι πεισματάρικο ζουλάπι είσαι εσύ;

-Εντάξει . Προχώρα . Δύο μέτρα απόσταση είπαμε ..καλά;

-Καλά , αλλά θα πισωγυρίζω για να βλέπω αν ακολουθείς του είπε .Εκείνος χαμογέλασε και την ακολούθησε.

-Και πού θα με πάει η αφεντιά σου ; Τη ρώτησε

-Έννοια σου , κι έχω μια κάμαρα γεμάτη ηλιαχτίδες .Έλα θα μείνεις εκεί. Θα σου αφήνω από έξω φαγητό και νερό μέχρι να τελειώσει όλο αυτό. Έχω κανονίσει, σου λέω , μη νοιάζεσαι.

Όταν έφτασαν οι γονείς της την περίμεναν στο δρόμο έτοιμοι για καυγά, για μεγάλο καυγά.

Καθώς πλησίασε και είδαν τον Κυρ Αποστόλη κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί. Ξέραν καλά την κόρη τους.Ίδια η γιαγιά Σμαραγδή. Ίδια μάτια, ίδια καρδιά.Αυτό θα’κανε και ‘κείνη. Το ‘ξέραν καλά κι οι δύο. Δεν την μάλωσαν , της είπαν μόνο πως θα μπορούσε να το ζητήσει από τους γονείς της κι αυτοί θα το κανόνιζαν. Έδειχναν πολύ στεναχωρημένοι, αλλά κατά βάθος καμάρωναν για το παιδί τους, την Αγάπη τους. Όνομα και πράμα. Και τι δεν έκανε η Αγάπη τις μέρες αυτές , καθώς περίμενε τη γιαγιά να επιστρέψει γερή από το νοσοκομείο.

Θαρρείς και ήταν μια υπόσχεση μέσα σ’αυτήν και στον ουρανό πως θα κάνει το καλύτερο για να δει και πάλι γερή τη γιαγιά της πίσω στο σπίτι.

Φρόντιζε, αλλά από μακριά, τον Κυρ-Αποστόλη , έπλενε σχολαστικά κάθε μέρα τα χεράκια του αδερφού της , του Θάνου και μετά τού διάβαζε βιβλία με ταξίδια, με ήρωες, με μάγους και με μάγισσες. Τού ‘λεγε λογιών -λογιών ιστορίες, ώσπου τον έπαιρνε ο ύπνος και ησύχαζε λίγο το σπίτι.”Δεν είχε σταματημό αυτό το παιδί “πάντα αυτό έλεγε η μαμά της.

Τώρα βρήκε τον τρόπο η Αγάπη και τον κουμαντάρει μια χαρά. Και για τα χέρια φροντίζει να ‘ναι καθαρά ο Θάνος. και στοίβες με βιβλία για διάβασμα τόσες που να μην χορταίνει ο Θάνος, και ούτε κουβέντα για τον Βασίλη και τον Θωμά και τον Κωνσταντίνο που αλώνιζαν τη γειτονιά και ξεσήκωναν όλο τον τόπο.Όλα πήγαιναν καλά . Η γιαγιά όμως;

Πέρασαν δεκαπέντε μέρες από τη μέρα που έφυγε …

ΝΤΡΙΝ…ΝΤΡΙΝ…

συνεχίζεται…

-Το τηλέφωνο μαμά, το τηλέφωνο σήκωσέ το

ΝΤΡΙΝ..ΝΤΡΙΝ…

-Μα μαμά πού είσαι ;

-Τώρα παιδί μου.

-Ναι, ναι εγώ. Αααα! Τι λέτε !Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ.

-Τι γίνεται μαμά ;Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;

-Απ’το νοσοκομείο παιδί μου…Η γιαγιά σου έγινε καλά. Επιστρέφει αύριο!

-Αύριο;

-Ναι ! Αλλά πάλι θα μείνει μόνη της , μέχρι να μας πουν οι ειδικοί πότε θα μπορέσουμε να τη δουμε από κοντά.Για το καλό της . Έτσι κορίτσι μου;

-Ναι , ναι μητέρα . Μήπως και άκουγε τώρα η Αγάπη;Το μυαλό και η καρδιά της εκεί…στο τζάμι απ’το μικρό παράθυρο που κοίταζε η κυρία Σμαραγδή απομονωμένη όλο αυτό το διάστημα.

Το’πλενε και το ξανάπλενε η Αγάπη και δώστου με οινόπνευμα και δώστου με χλωρίνη, να φύγει ο ιός , να ψοφήσει, που κόντεψε να πεθάνει τη γιαγιάκα της. Κόντεψε να το φάει το τζάμι η Αγάπη.Βρέχει σήμερα, μα η Αγάπη είναι στα καλύτερά της, τόσο πολύ που δεν μπόρεσε να κάτσει στο σπίτι.Βγήκε από την πίσω πόρτα, παρακάλεσε τον Θάνο να της ανοίξει την ομπρέλα της και πήγε προς την κυρία Σταματία. Μέρες είχε να τη δει . Έπρεπε να της πει τα καλά νέα .

Η κυρία Σταματία ήταν όμως χλωμή, κίτρινη σαν το στάχυ της Ηλιαχτίδας.

-Τι έχεις , τη ρώτησε η Αγάπη, πάντα από μακριά.

-Πεινάω παιδί μου. Έχω μέρες να φάω κάτι. Ποιος να βγει να ψωνίσει κορίτσι μου. Το πόδι μου, το πόδι μου, δε με βαστά..

-(Εεε ! Αυτό ήταν) Μια και δυο τρέχει η Αγάπη. Βάζει το χέρι στην τσέπη της , είχε κάτι ψηλά μέσα . Ήταν το χαρτζιλίκι της γιαγιάς για τα θελήματα που της έκανε.

Η βροχή συνεχιζόταν με αμείωτο ρυθμό και η μπόρα γέμισε τον δρόμο με νερά.Τα παιδιά απ’τα απέναντι σπίτια έβλεπαν απ’τα παράθυρά τους τον αγώνα της Αγάπης για τα ψώνια της κυρίας Σταματίας.Την είδαν να περπατά βιαστικά στο δρόμο, είδαν τα παπούτσια της που γέμισαν λασπόνερα, είδαν κι εκείνη την ομπρελίτσα που το χέρι της το ζερβό δεν μπόρεσε να καλοκρατήσει.Να φεύγει προς το δρόμο και να δίνει μια και δυο στροφές ,σαν να’θελε να χορέψει στο ρυθμό της βροχής, η άμοιρη, σα να ‘θελε να πιτσιλά τις ακτίνες της το νερό της βροχής και να την καθαρίζει από τη σκόνη της γωνίας.

Έφτασε η Αγάπη με τα ψώνια στη κυρία Σταματία, της τα άφησε έξω από το μπαλκόνι και της έκανε νόημα να τα πάρει.

Τελείωσε και η αγωνία των παιδιών από απέναντι που θαύμασαν την Αγάπη.Πόσο μετανιωμένοι ήταν;Πόσο ήθελαν να την αγκαλιάσουν και να τη φιλήσουν!Πόσο ήθελαν να την πιάσουν από το χέρι και να τρέξουν μαζί ως το σχολείο..

Η Αγάπη εξήγησε στους γονείς της τι έκανε. Όμως αυτή τη φορά , υποσχέθηκε πως θα τους ενημερώνει από δω και μπρος για το τι κάνει. Και τώρα θα το έκανε. Τα χαρμόσυνα νέα όμως, που πήρε για την επιστροφή της γιαγιάς της , δεν της άφησαν περιθώριο. Δεν ήθελε να χάσει χρόνο. Η κυρία Σταματία πεινούσε και πεινούσε πολύ.

συνεχίζεται…

Τέχνη είναι η αδυναμία που γίνεται δύναμη .Είναι ο δρόμος που πάει απ’το πηγάδι ,στον ουρανό.Είναι τότε που τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο όνειρό σου . Αυτό δεν είναι τέχνη;

Την άλλη μέρα η βροχή σταμάτησε και τη θέση της πήρε ένας ήλιος λαμπερός.images?q=tbn%3AANd9GcTrQw6V2g3yzs1SzX24TEy7Uh4MNDF7_RxESXl0gv0Vr4ei_Xy2&usqp=CAU

Η γιαγιά γύρισε.Η αρρώστια πέρασε . Ο ιός πέθανε. Τα σχολεία άνοιξαν. Η φύση στα καλύτερά της.

       

Βασιλική

 

Ο Διευθυντής καλωσόρισε γονείς και μαθητές λες και τα σχολεία άνοιγαν μήνα Σεπτέμβριο. Τους καλοδέχτηκε όλους, μα κυρίως το βλέμμα του στάθηκε σε μια μαθήτρια του σχολείου του.

-Έλα επάνω εσύ παιδί μου , φώναξε στη Αγάπη. Εκείνη απόρησε, αλλά έκανε ότι της πρόσταξε ο Διευθυντής.

Εκείνος πήρε σοβαρός σοβαρός το λόγο κι άρχισε:

-Πρέπει όλοι μας να πάρουμε παράδειγμα απ’αυτό το παιδί είπε. Άρχισαν όλοι να χειροκροτούν. Εκείνη δεν πολυκαταλάβαινε το γιατί, αλλά για να το λέει ένας Διευθυντής κάτι παραπάνω θα ξέρει.

Μίλησε για τον Κυρ-Αποστόλη , για την κυρία Σταματία μα…κυρίως μίλησε για το μπλοκ και τις ξυλομπογιές της…

-Οι ζωγραφιές της, αγαπημένοι μου μαθητές , Κυρίες και Κύριοι , θα κοσμούν από τώρα και στο εξής το διάδρομο του σχολείου. Τα σκίτσα της μαθήτριας που βλέπετε της Αγάπης μας , τα προώθησα σ’έναν μαθητικό διαγωνισμό όπου έλαβαν την Πρώτη Θέση.Καθημερινά συνάδελφοί μου με συγχαίρουν για την πρωτιά αυτή. Το σχολείο μας …χάρη στην Αγάπη, έγινε γνωστό παντού και είμαστε αληθινά πολύ υπερήφανοι, που μια δικιά μας μαθήτρια έφτασε το σχολείο μας τόσο ψηλά και μάλιστα χωρίς καμία βοήθεια, παρά μόνον τα χέρια της.

-Αγαπημένοι μου μαθητές χειροκροτήστε με μεγάλη υπερηφάνεια αυτά τα χέρια που δόξασαν το χωριό και το σχολειό μας.

-Αγάπη σ’ευχαριστούμε πολύ!

Τα μάτια της Αγάπης συνάντησαν απέναντί τους κάποια υγρά και γνώριμα μάτια που κοιτάχτηκαν βαθιά κι ακούμπησαν όλη τη στοργή και την αγάπη που έκρυβαν μέσα τους.

Την άλλη μέρα όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους τραγουδώντας.

(Ζωγραφίστε την παραπάνω εικόνα)

“Η ελπίδα” Ελεάννα

“Η ελπίδα” Ελένη

Η Αγάπη άνοιξε την πόρτα της χαραμάδας και ξεχύθηκαν όλες οι ηλιαχτίδες του κόσμου μαζεμένες . Φωτεινές , Πολύχρωμες!!Πήρε την ηλιαχτίδα της αγκαλιά και σκέφτηκε πως τώρα να.. ήρθε η ώρα που κερδίσαμε ξανά την αγάπη των δικών μας .

-Τ’ακούς ηλιαχτίδα μου;          

                                                  Βασιλική

Κερδίσαμε τελικά ,τους τσακωμούς με τους φίλους , το χάδι της γιαγιάς , το φιλί στο μέτωπο για τον πυρετό. Το μέλι για τον βήχα. Το Πάσχα με γεμάτες τις εκκλησιές . Τα ταξίδια σε άγνωστα μέρη. Τη ζωή μας , όπως την ξέραμε

-Αγάπη ,έλα τζιέρι μ, έχω μακαρονάκι κομμένο με κοτόπουλο , πού είσαι;

– Έρχομαι γιαγιάκα…

Τέλος!

 

Έτσι λοιπόν τελειώνει η ιστορία της Αγάπης ,σύμφωνα πάντα με τη συγγραφέα , την αγαπητή μας κυρία Σοφία Παυλίδου. Εσείς μικρά μου παιδιά , ποιο τέλος θα σκεφτόσασταν για την ιστορία αυτή ; Αν δραματοποιούσατε ή εικονογραφούσατε μία εικόνα της ποια θα ήταν αυτή; Τι δε σας ικανοποίησε στην ιστορία και θα θέλατε να αλλάξει; (Υπάρχει εργασία να τα γράψετε όλα αυτά και να τα κάνετε υποβολή, αριστερά στις εργασίες )

Ανυπομονώ να μας την παρουσιάσετε.Δε σας κρύβω ότι η αγωνία της κυρίας Σοφίας σε όλο αυτό το ταξίδι της ηλιαχτίδας ήταν μεγαλύτερη …όμως σσσ είναι μυστικό δεν πρέπει να μας ακούσει wink!!

Ημερολόγιο

Κυριακή
Δευτέρα
Τρίτη
Τετάρτη
Πέμπτη
Παρασκευή
Σάββατο
29
30
31
1
2

3
4

5

6

7

8

9
10
11
12

13
14
15

16

17

18

19

20

21

22

23

24
25

26
27
28

29

30
1
2

Ανακοινώσεις

  • – Δεν υπάρχουν ανακοινώσεις –

                                                                   

…μία ηλιαχτίδα……