ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

 

 

Όταν τον Αύγουστο του 1920 ο Ελ. Βενιζέλος υπέγραφε, μαζί με άλλους ηγέτες,  τη συνθήκη των Σεβρών  με όρους ιδιαίτερα ευνοϊκούς για την Ελλάδα, πολλοί λίγοι φαντάζονταν τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν. Επιστρέφοντας, σχεδόν θριαμβευτής, πίσω στη χώρα προκήρυξε εκλογές που, όπως όλα έδειχναν, πίστευε ότι θα τις κερδίσει. Τα γεγονότα, όμως, δεν επιβεβαίωσαν αυτή του την πίστη. Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου το κόμμα του Βενιζέλου αν και πήρε πάνω από το 40% των ψήφων, εξαιτίας του εκλογικού συστήματος, απέσπασε μόνο το 32% των εδρών.[1]

Η εκλογική ήττα των φιλελευθέρων σήμανε την επάνοδο του Κωνσταντίνου στον θρόνο της Ελλάδας, την επέκταση του μετώπου στη Μικρά Ασία, τη διάσπασή αυτού από τον Κεμάλ και τα στρατεύματά του, την πυρπόληση της Σμύρνης και, τελικά, το διωγμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης.

Η, κατά κύματα, επιστροφή από το μέτωπο των κουρασμένων και απελπισμένων στρατιωτών και ο ερχομός των προσφύγων στην Ελλάδα σηματοδότησαν την αλλαγή των εθνικών επιδιώξεων[2] δημιουργώντας, ταυτόχρονα, ευκαιρίες για μεταρρυθμίσεις και μετασχηματισμούς, αλλά και προβλήματα που απαιτούσαν άμεσες λύσεις. Στην πολιτική σκηνή, η, στην ουσία, στρατιωτική δικτατορία,[3] των Πλαστήρα – Γονατά και Φωκά απαίτησε και πέτυχε την εκ νέου απομάκρυνση του Κωνσταντίνου, την εκτέλεση, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, έξι από τους φερόμενους ως πρωταίτιους της καταστροφής (μεταξύ αυτών και του Πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη), και τελικά, μετά από διεργασίες, την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας.[4]

Η ελληνική δημοκρατία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε περιστάσεις αρκετά δυσμενείς. Η πολιτική αστάθεια – τρεις κυβερνήσεις  μέσα σ’ ένα μόλις χρόνο, οδήγησε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1925 τον «δημοκρατικό στρατηγό» Θεόδωρο Πάγκαλο να διαλύσει την Δ΄ Εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε στην Αθήνα, αφού πρώτα εκείνη του παρείχε ψήφο εμπιστοσύνης και νομοθετική εξουσιοδότηση και  να επιβάλλει στρατιωτική δικτατορία.[5]  Το οξύμωρο σχήμα είχε τελειώσει όπως ακριβώς είχε αρχίσει: η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση τις πρώτες συνεδριάσεις της, τις αφιέρωνε σε ευχαριστίες και ύμνους προς την «επανάστασιν» του Πλαστήρα, ενώ στην τελευταία συνεδρίασή της έδινε ψήφο εμπιστοσύνης στον Πάγκαλο. Εξυμνούσε μια δικτατορία και αποδεχόταν μια άλλη.[6] Πάντως, και τη δικτατορία του Πάγκαλου έμελλε να την καταστείλει ένα άλλο πραξικόπημα οργανωμένο αυτή την φορά από το στρατηγό Κονδύλη τον Αύγουστο του 1926.

Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου έγιναν εκλογές με τα αστικά κόμματα να συνεργάζονται μεταξύ τους∙ η συνεργασία αυτή συνεχίστηκε και μετά τις εκλογές και κατέληξε στην οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη. Όμως, η πολιτική αστάθεια εξακολούθησε και μετά την οικουμενική κυβέρνηση έως το 1928, όταν ο Βενιζέλος απέκτησε ισχυρή πλειοψηφία και σχημάτισε κυβέρνηση που διήρκησε μέχρι το 1932. Η εξέλιξη της πολιτικής ζωής έως το 1932 εξέφραζε την έλλειψη κοινωνικής και πολιτικής ισορροπίας. Οι δημοκρατικές δυνάμεις, ασθενικές και δειλές, δεν κατόρθωσαν να προωθήσουν τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και ν’ απαλλαγούν τελείως από το φιλελευθερισμό του Βενιζέλου,[7] παρόλο που το 1927 είχε μεσολαβήσει η ψήφιση του Συντάγματος της αβασίλευτης δημοκρατίας, με δική τους πρωτοβουλία.

Κατά την τετραετία της διακυβέρνησης Βενιζέλου, η οποία στην αρχή της θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία περίοδος σταθερότητας, στη συνέχεια τόσο οι πιέσεις πολιτικών και οικονομικών κύκλων εκτός της κυβέρνησης όσο και επιλογές της ίδιας αποσταθεροποίησαν πλήρως το πολιτικό σύστημα και αποκαθήλωσαν το δημοκρατικό πολίτευμα στη συνείδηση μεγάλου μέρους του λαού.[8]

Στην αποκαθήλωσή του βέβαια βασικό ρόλο έπαιξε και η οικονομική κρίση που ξέσπασε στις Η.Π.Α. το 1929 και η οποία με γοργούς ρυθμούς μεταδόθηκε αρχικά στην Ευρώπη και έπειτα στην Ελλάδα. Ήδη, στα μέσα του 1931 η χώρα αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και τον Απρίλιο του 1932 ο πρωθυπουργός της χώρας Βενιζέλος κήρυξε την Ελλάδα σε πτώχευση. Το εθνικό εισόδημα από 640 εκατομμύρια το 1929 μειώθηκε στα 330 εκατομμύρια δολάρια ενώ, ταυτόχρονα,  αυξανόταν  το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου.[9]

Η κατάσταση αυτή οδήγησε το κόμμα των Φιλελευθέρων σε εκλογική ήττα στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου του 1932. Ακολούθησαν βραχύβιες, θνησιγενείς κυβερνήσεις των Παναγή Τσαλδάρη και Ελ. Βενιζέλου. Στις νέες εκλογές της 5ης Μαρτίου του 1933 τα δύο μεγάλα κόμματα των Φιλελευθέρων και των Λαϊκών προσπάθησαν να μεγαλώσουν τα εκλογικά ποσοστά τους. Αν και οι δύο παρατάξεις αναδείχθηκαν ουσιαστικά ισοδύναμες, το εκλογικό σύστημα ευνόησε την αντιβενιζελική παράταξη που κέρδισε μία άνετη, σχετικά, πλειοψηφία. Την επόμενη των εκλογών, έγινε απόπειρα πραξικοπήματος από τον στρατηγό  Πλαστήρα ο οποίος δεν δίστασε να δηλώσει ότι το κοινοβουλευτικό πολίτευμα «αιχμάλωτον της δημαγωγίας επέφερεν όχι μόνον αδυναμίαν αναδείξεως ισχυράς κυβερνήσεως αλλά και ενίσχυσιν του κομμουνισμού».[10] Ο φόβος για τη ενίσχυση του κομμουνισμού δεν είχε, βέβαια, προταθεί τυχαία από τον βενιζελικό στρατηγό. Ο ίδιος ο Βενιζέλος και το κόμμα του το 1929 είχαν ψηφίσει το νόμο 4229, που έμεινε γνωστός ως «Ιδιώνυμο»,[11]  και που είχε ως στόχο την ποινικοποίηση «ανατρεπτικών» ιδεών καθώς και τη δίωξη των κομμουνιστών και την καταστολή των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων.

Παρόλο που το πραξικόπημα κατεστάλη, η χώρα είχε εισέλθει σε μία νέα περίοδο διχασμού. Οι διώξεις, το πελατειακό σύστημα, οι φυλακίσεις, η βία, οι απόπειρες κατά της ζωής ακόμα και επιφανών πολιτικών, ο περιορισμός της ελευθεροτυπίας, όλα μαρτυρούσαν ότι η πολιτική ζωή του τόπου κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν. Σχεδόν, δύο χρόνια μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 1933, τον Μάρτιο του 1935, βενιζελικοί αξιωματικοί και πάλι με την ενθάρρυνση του ηγέτη τους, σχεδίασαν και επιχείρησαν ένα νέο πραξικόπημα, (αν και το όλο κίνημα δεν είχε πολιτική ομοιογένεια, ούτε σαφή ιδεολογική ταυτότητα), με την πρόφαση ότι προστατεύουν το δημοκρατικό πολίτευμα που κινδύνευε από την κυβέρνηση του Τσαλδάρη. Τα  εγχειρήματα αυτά εντάσσονταν σε ένα γενικότερο πλαίσιο όπου η συζήτηση για εναλλακτικές λύσεις στον κοινοβουλευτισμό έπαιρνε πανευρωπαϊκή διάσταση. [12]

Η κυβέρνηση Τσαλδάρη βρήκε το πρόσχημα προκειμένου να αντιμετωπίσει τους πραξικοπηματίες ώστε όχι μόνο να χρησιμοποιήσει  βία εναντίον τους αλλά και να προχωρήσει στη λήψη μέτρων που θα οδηγούσαν στη διαρραγή των συνταγματικών θεσμών, ανοίγοντας το δρόμο για την κατάλυση του Συντάγματος και την μοναρχική παλινόρθωση.  Οι νέες εκλογές του Ιουνίου του 1935 ανέδειξαν νικητή τα συνασπισμένα φιλοκυβερνητικά κόμματα, δεδομένου ότι τα βενιζελογενή κόμματα απείχαν των εκλογών.

Τον Ιούλιο του 1935 η «Ε΄ Εθνική Συνέλευσις των Ελλήνων», όπως ονομάστηκε, αποφάσισε τη διενέργεια δημοψηφίσματος τον Νοέμβριο του 1935, σχετικά με τη διατήρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος ή την παλινόρθωση της μοναρχίας∙ στο μεσοδιάστημα, τον Οκτώβριο του 1935, ένας από τους ισχυρούς παράγοντες της κυβέρνησης Τσαλδάρη, ο στρατηγός Κονδύλης, είχε ανατρέψει τον πρωθυπουργό με πραξικόπημα. Το δημοψήφισμα και εκ των αποτελεσμάτων του εξελίχθηκε σε παρωδία. Το 97,87% του ελληνικού λαού είχε ψηφίσει υπέρ της «βασιλευομένης δημοκρατίας».

Ο Γεώργιος προβαίνοντας σε μία σειρά από αντισυνταγματικές ενέργειες, με κορυφαία τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης,  προκήρυξε εκλογές για τον Ιανουάριο του 1936. Αυτές έμελλε να ήταν και οι τελευταίες εκλογές πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα αποτελέσματα των εκλογών ανέδειξαν σχεδόν ισοδύναμες την βενιζελική και την αντιβενιζελική παράταξη, αλλά, ταυτόχρονα,   αποκάλυψαν και την αδυναμία τους να κατανοήσουν τους νέους ιστορικο –  πολιτικούς συσχετισμούς που είχαν διαμορφωθεί μετά τον ερχομό του βασιλιά. Η αδυναμία αυτή και το σχετικά υψηλό εκλογικό ποσοστό που είχαν πετύχει οι Κομμουνιστές, δημιουργούσε της προϋποθέσεις της κατάλυσης του κοινοβουλευτισμού και της εγκαθίδρυσης δικτατορίας. Έτσι δικαιολογείται και το γεγονός ότι η Βουλή χορήγησε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση του Ι. Μεταξά  (τον Απρίλιο του 1936) με ψήφους 241 υπέρ, 16 κατά και 4 αποχές. «Ήσαν 241 υπογραφαί κάτωθι της τρομεράς διαπιστώσεως ότι εχρεωκοπήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως Συνέλευσις (…) και εχάσαμεν τον ψυχικόν σύνδεσμον προς τον Λαόν. Διότι τί είδους ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθή όταν ο μεν λαός φωνάζει, δεν θέλω να με κυβερνήση ο Μεταξάς, ημείς δε αδιαφορούντες προς την κραυγήν ταύτην, απαντώμεν: Και όμως θα σε κυβερνήση ο Μεταξάς», δήλωνε με αυτοκριτική διάθεση βουλευτής του Λαϊκού κόμματος την επόμενη της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς τον Μεταξά.[13]

Η παθητικότητα της Βουλής μπροστά στις πολιτικές εξελίξεις ήταν, στο επίπεδο της λειτουργίας των θεσμών, ένας από τους σημαντικότερους λόγους που οδήγησαν στην εκτροπή. Η στάση αυτή της παθητικότητας κορυφώθηκε με την υιοθέτηση του Γ΄ ψηφίσματος «περί νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως» στις 30 Απριλίου 1936, με το οποίο, η Βουλή διέκοπτε τις εργασίες της ως τις 30 Σεπτεμβρίου 1936, και παρείχε εξουσιοδότηση στην εκτελεστική εξουσία να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα με ισχύ νόμου σε όλα τα θέματα, με σύμφωνη γνώμη μιας 40μελούς κοινοβουλευτικής επιτροπής που δεν έμελλε να λειτουργήσει.[14] Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Μεταξάς, με τη βοήθεια του βασιλιά, αναστέλλοντας την ισχύ του συντάγματος εγκαθίδρυσε απροκάλυπτα δικτατορία. Ο άνθρωπος που είχε προειδοποιήσει το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα για τα αντικοινοβουλευτικά του αισθήματα, στηρίχτηκε σ’ αυτό για να το καταλύσει. Έτσι, ο κοινοβουλευτισμός και στην Ελλάδα είχε αποδειχτεί αυτόχειρας και μάλιστα ιδανικός.

Η πτώση του κοινοβουλευτισμού στον ελληνικό χώρο δεν ήταν βέβαια ανεξάρτητη από τις διεθνείς συγκυρίες, δηλαδή τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη, όπου από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σημειώθηκε η άνοδος αυταρχικών συστημάτων∙ ο κοινοβουλευτισμός δοκιμαζόταν ακόμη και σε χώρες με μακροχρόνια φιλελεύθερη παράδοση.[15]  Αν και συνδεόταν και εξαρτιόταν στενά από αυτές τις συγκυρίες, παράλληλα, ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός είχε τις δικές του οικονομικές – κοινωνικές ιδιαιτερότητες και δυσχέρειες που έπρεπε να αντιμετωπίσει.

[1] Θανάσης Μποχώτης, Εσωτερική πολιτική, στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τομ. Α2, Αθήνα 2003, σελ. 98.

[2] Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, τομ. Β΄, Αθήνα 2008, σελ. 1005.

[3] Θανάσης Μποχώτης, ό.π., σελ. 103.

[4] Γιώργος Αναστασιάδης, Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδας 1821-1941, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 168- 182.

[5] Χρήστος Χατζηιωσήφ, Κοινοβούλιο και δικτατορία, στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τομ. Β2, Αθήνα 2003, σελ. 75.

[6]Σεραφείμ Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή δικτατορία, Αθήνα 1975, σελ. 46.

[7] Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας,  Αθήνα 1999, σελ. 128-129.

[8] Χρήστος Χατζηιωσήφ, ό.π., σελ. 95.

[9] Άγγελος Γ. Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, Κ.Κ.Ε. και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, Αθήνα 1974, σελ. 153.

[10] Αναφέρεται στο Γιώργος Αναστασιάδης, Πολιτική και συνταγματική ιστορία της Ελλάδας, 1821-1941, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2001, σελ., 209.

[11] Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974, Αθήνα 1995, σελ. 350-361.

[12] Χρήστος Χατζηιωσήφ, ό.π., σελ. 108-110.

[13] Πρόκειται για τον βουλευτή Ηλείας του Λαϊκού κόμματος Β. Στεφανόπουλο. Αναφέρεται  στο Γιώργος Αναστασιάδης, ό.π., σελ. 234.

[14] Νίκος Αλιβιζάτος, Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία, Αθήνα – Κομοτηνή 1981, σελ. 162-163.

[15] Θάνος Βερέμης, Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική 1916-1936, Αθήνα 1977, σελ. 165.

Σχετικά με rodis

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 2ου ΛΥΚΕΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ


Περισσότερες πληροφορίες
Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *