Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα δάσος σε μια μυστηριώδη χώρα πολύ μακριά από δω. Εκεί βαθιά στο δάσος υπήρχε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι που ζούσε μια οικογένεια. Δεν είχαν πολλά χρήματα για ν’ αγοράσουν φαγητό, έτσι βρίσκανε φαγητό στο δάσος. Όταν έψαχναν για φαγητό, συναντούσαν το φίλο τους τον ξυλοκόπο που ζούσε κι αυτός στο δάσος. Μια μέρα αποφάσισαν να πάνε στην πόλη. Σκέφτηκαν να πάρουν και τον φίλο τους τον ξυλοκόπο μαζί τους. Πέρασαν απο την ξύλινη καλύβα του αλλά δεν τον βρήκαν εκεί και συνέχισαν μόνοι τους για την πόλη. Εκεί έκαναν μια μεγάλη βόλτα και χάζεψαν τα μεγάλα κτίρια και τα όμορφα πάρκα. Κάποια στιγμή πέρασαν μπροστά απο τη βιτρίνα ενός μαγαζιού που πουλούσε ζώα. Εκεί είδαν ένα όμορφο σκυλάκι που ήθελαν πολύ να το πάρουν αλλά δεν είχαν χρήματα κι έτσι στεναχωρήθηκαν πολύ. Φεύγοντας από εκεί είδαν σ’ ένα στενό δρομάκι έναν μεγαλόσωμο άντρα να φωνάζει και να χτυπάει ένα μικρό σκυλάκι. Θύμωσαν πάρα πολύ και του φώναξαν να σταματήσει. Αυτός όχι μόνο δεν σταμάτησε αλλά γύρισε προς το μέρος τους και τους κοίταξε με τα άγρια και γουρλωμένα του μάτια. Σήκωσε το χέρι του και τους έδειξε ένα μεγάλο και χοντρό ξύλο που κρατούσε στα χέρια του και με μια άγρια και τρομακτική φωνή τους είπε ότι αν δε φύγουν θα ήταν αυτοί οι επόμενοι που θα χτυπούσε. Όλη η οικογένεια έμεινε μαρμαρωμένη και δεν μπορούσε κανείς τους ούτε να μιλήσει ούτε να κουνηθεί. Τα πόδια τους έτρεμαν και από το μέτωπό τους έτρεχε ιδρώτας καθώς έβλεπαν τον αγριάνθρωπο να τους φωνάζει. Για καλή τους τύχη, εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο ξυλοκόπος, που ήταν πιο ψηλός και πιο δυνατός από τον κακό άντρα, και τους έσωσε. Ο αγριάνθρωπος έφυγε τρέχοντας και όλη η οικογένεια αγκάλιασε και ευχαρίστησε τον καλό ξυλοκόπο. Ήρεμοι και ανακουφισμένοι πια αποφάσισαν να πάνε στο σπίτι τους στο δάσος, αλλά όχι μόνοι τους μα με τον φίλο τους, το σκυλάκι, που το μάζεψαν από το στενό δρομάκι. Το σκυλάκι το ονόμασαν Σπούγκι , το κράτησαν και το βοήθησαν να γίνει καλά. Ήταν ευχαριστημένοι που είχαν ένα σκυλάκι στο σπίτι τους. Κουφοπούλου Ελευθερία, Ε2, 2013-2014 |
Συγγραφέας: Παντελής Τσολάκος | Κατηγορία ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ | , στις 19-12-2013
Συγγραφέας: Παντελής Τσολάκος | Κατηγορία ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ | , στις 19-12-2013
Θα σας διηγηθώ μία ιστορία για έναν πλούσιο, που ήθελε να καταστρέψει το δάσος, αλλά τον εμπόδισαν τα ζώα. Μια μέρα, σ’ ένα δάσος με παραμυθένια βλάστηση, πήγε ένας πλούσιος κινέζος γαιοκτήμονας, για να φτιάξει ένα ξενοδοχείο . Ο κινέζος ανέθεσε αυτή τη δουλειά στον πιο πιστό του υπάλληλο . Γι’ αυτό του έδωσε ένα σπίτι στο δάσος, για να είναι κοντά στην οικοδομή και να λέει στους εργάτες τι να κάνουν . Μια μέρα, κάνοντας ο υπάλληλος μία βόλτα με το αμάξι του, συνάντησε ένα ρακούν που είχε θυμώσει πάρα πολύ, γιατί είχε δει τις εργασίες για το ξενοδοχείο και είχε αποφασίσει να τις σταματήσει, με τη βοήθεια και των άλλων ζώων του δάσους . Όταν το πλησίασε το αμάξι λοιπόν, έκανε ένα σινιάλο κι έριξαν έναν ογκόλιθο. Αυτός, έπεσε πάνω στο αμάξι και παραλίγο να πέσει στον γκρεμό. Μετά από αυτό το περιστατικό, τα ζώα, με αρχηγό το ρακούν, συνέχισαν να του κάνουν διάφορα κόλπα για να τον τρελάνουν. Του βρώμισαν το αμάξι, του πέταξαν τα ρούχα στα σκουπίδια και κάθε βράδυ, ένα κοράκι πήγαινε δίπλα στο παράθυρό του και δεν τον άφηνε να κοιμηθεί . Ένα βράδυ, ξετρελάθηκε από τη χαρά του, γιατί νόμιζε πως μια από τις παγίδες του έπιασε το ρακούν. Βγήκε έξω για να το δει και αφού πλησίασε, είδε πως ήταν ένα λούτρινο αρκουδάκι. Κοιτάζοντας γύρω του, είδε μέσα στους θάμνους δύο λαμπερά μάτια να τον κοιτάζουν και όρμησε, νομίζοντας ότι είναι εκείνο. Τελικά, ήταν μία αρκούδα και μόλις την είδε τρόμαξε τόσο πολύ, που μπήκε μέσα σε μία υπαίθρια τουαλέτα . Τότε, η αρκούδα την ανέβασε πάνω σ’ ένα δέντρο και ο υπάλληλος από την τρομάρα του δεν τόλμησε να βγει όλο το βράδυ. Τελικά, τον βρήκαν οι εργάτες το επόμενο πρωί και τον κατέβασαν . Μόλις συνήλθε από το σοκ, κοιτάζοντας γύρω του, είδε πάλι το ρακούν. Τότε εξαγριωμένος, πήρε το όπλο του με τα υπνωτικά βελάκια κι ετοιμάστηκε να του ρίξει. Βλέποντας όμως να τον κοιτάζει με τα ματάκια του, του το λυπήθηκε και το μετάνιωσε. Το ρακούν όμως το εκμεταλλεύτηκε και του επιτέθηκε . Στο μεταξύ, είχε εμφανιστεί κι ένας δασοφύλακας, που είχε δει όλη τη σκηνή κι έριξε τελικά εκείνος τα υπνωτικά βελάκια . Έτσι, το πονηρό ρακούν και οι φίλοι του βρέθηκαν φυλακισμένα στο κλουβί και απογοητευμένα που δεν κατάφεραν να σταματήσουν τις εργασίες . Ο υπάλληλος, από τη μέρα που έπιασαν τα ζώα, κοιμόταν ήσυχα και χοροπηδούσε από τη χαρά του . Κάποια μέρα, βλέποντας τα παιδιά του ρακούν κατάλαβε το κακό που πήγαιναν να κάνουν στο δάσος και αποφάσισε ν’ αφήσει τα ζώα ελεύθερα . Μετά κάλεσε την αστυνομία, μίλησε για τις παρανομίες του γαιοκτήμονα και τον συνέλαβαν. Έτσι, ο υπάλληλος, το ρακούν και τα υπόλοιπα ζώα συμφιλιώθηκαν κι έζησαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι, αφού μπορούσαν πια να χαρούν τ’ αγαθά του δάσους. Σταματάκης Γιάννης, Ε2, 2013-2014 |
Συγγραφέας: Παντελής Τσολάκος | Κατηγορία ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ | , στις 18-12-2013
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα δάσος που κάθε χρόνο γινόταν μια κατασκήνωση. Ήταν πολύ όμορφα. Τα πρωινά το ποτάμι κελάρυζε, τα πουλιά κελαηδούσαν, και μετά το πρωινό οι κατασκηνωτές πήγαιναν να εξερευνήσουν το δάσος. Το δάσος έπιασε φωτιά. Δυστυχώς το μπάρμπεκιου το έκαναν τη νύχτα. Τότε ξέσπασε φωτιά στο δάσος. Κάλεσαν την πυροσβεστική. Και οι ίδιοι οι κατασκηνωτές προσπάθησαν να σβήσουν τη φωτιά, έκαναν αλυσίδα , έδινε ο ένας στον άλλον νερό με έναν κουβά κι ο τελευταίος το έριχνε στη φωτιά. Επίσης της πέταγαν χώμα και τη χτυπούσαν με κλαδιά. Το δάσος κάηκε. Ο άνεμος φυσούσε τόσο δυνατά και η πυροσβεστική άργησε να έρθει. Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Αρχικά ένιωθαν θυμό, λύπη, στενοχώρια, υπεύθυνοι γιατί προκάλεσαν όλη αυτή τη καταστροφή. Μετά ένιωθαν φόβο γιατί κινδύνευε η ίδια τους η ζωή. Έκλαιγαν και φώναζαν για βοήθεια, βρισκόταν σε απόγνωση. Συνεννοήθηκαν ότι θα έπαιρναν αποφάσεις μετά το σβήσιμο της φωτιάς. Μετά από 4 ώρες οι πυροσβέστες έφυγαν και οι κατασκηνωτές αποφάσισαν να φωνάξουν τους κηπουρούς για την αναδάσωση του δάσους. Το δάσος σώθηκε. Οι κηπουροί έβαλαν τα δέντρα σε επιλεγμένες θέσεις. Επίσης κάλεσαν μια ομάδα εθελοντών και αποφάσισαν να τα ποτίζουν κάθε Σαββατοκύριακο μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά. Η ιστορία τελείωσε. Η κατασκήνωση συνεχίστηκε για το υπόλοιπο καλοκαίρι. Μετά τη φωτιά πήραν το μάθημα τους και φρουρούσαν το δάσος κάθε 2 ώρες κι έτσι αυτή πράσινη όαση έμεινε έτσι για πάντα Τόγιας Γιώργος,Ε2, 2013-2014 |
Συγγραφέας: Παντελής Τσολάκος | Κατηγορία ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ | , στις 18-12-2013
Στην Αθήνα υπάρχει ένα τεράστιο, πυκνό δάσος που το επισκέπτονται πολλοί άνθρωποι. Όμως μία μέρα τέσσερις παράνομοι ξυλοκόποι πήγαν να κόψουν τα δέντρα. Μόλις το έμαθε αυτό ο θείος μου που δουλεύει στα ΕΚΑΜ ,πήρε πέντε αστυνομικούς και πήγε να συλλάβει τους παράνομους ξυλοκόπους. Μόλις έφτασαν εκεί άρχισαν να αvταλλάσσουν με μίσος πυροβολισμούς. Μετά από δύο λεπτά οι τρείς ξυλοκόποι έπεσαν κάτω τραυματισμένοι. Μόνο ένας δεν τραυματίστηκε και φοβισμένος άρχισε να τρέχει. Τότε ο θείος μου με όλο το θάρρος του, άρχισε να τον κυνηγάει και να του φωνάζει να παραδοθεί, αλλά δεν παραδίδονταν. Ένα λεπτό μετά ο ξυλοκόπος κουρασμένος σταμάτησε και άρχισε να πυροβολεί τον θείος μου. Τότε ο θείος έπεσε κάτω επειδή είχε τραυματιστεί σοβαρά στο στήθος. Ευτυχώς όμως που εκείνη ακριβώς στιγμή ήρθαν πέντε άντρες των ΕΚΑΜ με ένα ασθενοφόρο για να πάνε τον θείο μου στο νοσοκομείο και για να συλλάβουν τους παράνομους ξυλοκόπους. Ο θείος μου έμεινε έντεκα μέρες εκτός υπηρεσίας. Ελπίζω όταν θα ξαναρχίσει τη δουλειά του να είναι πιο προσεκτικός. Κωνσταντίνος Ματσούκας, Ε2, 2013-2014 |
Μια βόλτα στο όμορφο δάσος |
Αποφάσισα να βγω μια βόλτα με τους γονείς μου και την αδερφή μου. Πήγαμε σε ένα δάσος κοντά στο Πεταλίδι. Κάπου πολύ όμορφα. Προχωρήσαμε μέσα στα δέντρα και ακολουθήσαμε το δρομάκι. Τότε φτάσαμε σε ένα άλλο δρομάκι και ακολουθήσαμε και αυτό. Λίγο πιο κάτω είδαμε έναν κύριο να βαράει ένα παιδί. Αλλά το παιδί δεν έκλαιγε. Αυτός ο άνθρωπος με κοίταζε και γέλαγε πονηρά. Επίσης πήρε το παιδί στην αγκαλιά του και άρχισε να τρέχει. Εγώ είπα από μέσα μου αυτό που κάνει δεν είναι σωστό. Έτσι αποφάσισα να βοηθήσω το παιδί. Κάλεσα βοήθεια, για να πιάσουμε τον κλέφτη. Αλλά το έπαιζε δύσκολος. Μου είχε στήσει παγίδα. Μόλις έφτασα στο δρομάκι όπου ήταν η παγίδα, που ήταν ότι κρεμιόταν ένα σκοινί από ένα δέντρο στο άλλο ώστε να πέσω, έστριψα σε άλλο δρόμο. Μέσα σε μισή ώρα κατάφερα να περικυκλώσω τον κλέφτη και να προστατεύσω το παιδί, ώστε να μην το βαρέσει και να μην πέσει μαζί του στην παγίδα, όταν εγώ κατάφερα να τον παρασύρω σε αυτήν. Μόλις κάλεσα τους αστυνομικούς ο δράστης μούγκρισε. Έκανε διάφορες γκριμάτσες, επειδή είχε νευριάσει και δεν ήθελε να πάει στη φυλακή, αλλά πήγε. Η αδδερφή μου με φίλησε και με ξαναφίλησε και μου είπε πως προσπάθησα πολύ. Το παιδί μου είπε ευχαριστώ. Έφτασε όμως η ώρα να φύγουμε. Ελπίζω μια άλλη φορά να συνεχίσω την όμορφη βόλτα μου! Μουστάκα Δωροθέα, Ε2, 2013-2014 |
–
Συγγραφέας: Παντελής Τσολάκος | Κατηγορία ΙΣΤΟΡΙΑ | , στις 18-12-2013
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας έγινε το 480π.Χ ανάμεσα στους Πέρσες και τους Έλληνες. Η μάχη αυτή ήταν πολύ σημαντική γιατί από εκεί ξεκίνησε το τέλος της εισβολής των Περσών στην Ελλάδα.Στην αρχή οι Έλληνες προσπάθησαν να σταματήσουν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο. Στη μάχη των Θερμοπυλών ο Εφιάλτης πρόδωσε τους Έλληνες και οι Πέρσες τους εξόντωσαν. Στο Αρτεμίσιο, ο συμμαχικός στόλος έχασε τα μισά πλοία του και αφού οι σύμμαχοι έμαθαν και για τη μάχη στις Θερμοπύλες αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Έτσι οι Πέρσες κατέλαβαν τη Βοιωτία και την Αττική.Στη συνέχεια οι Πελοποννήσιοι θέλησαν να τους σταματήσουν στον Ισθμό της Κορίνθου. Ο Θεμιστοκλής, Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός, έπεισε τους Έλληνες να πολεμήσουν στο στενό πέρασμα της Σαλαμίνας ελπίζοντας έτσι ότι οι Πέρσες δεν θα καταφέρουν να μπουν στην Πελοπόννησο. Έτσι οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες, αφού κατάφεραν να καταστρέψουν 300 περίπου πλοία, μια και τα ελληνικά πλοία ήταν μικρά ενώ τα περσικά μεγάλα και δυσκίνητα.Μετά από την ήττα των Περσών, ο Ξέρξης μαζί μ’ ένα μεγάλο μέρος του στρατού του επέστρεψε στην Ασία, ενώ πίσω του άφησε τον Μαρδόνιο, για να συνεχίσει τις μάχες. Το 479π.Χ. οι Πέρσες ηττήθηκαν στις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης και αυτό τους ανάγκασε να σταματήσουν την πορεία τους .
Σταματάκης Γιάννης, Ε2, 2013-2014
|