Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ
ΚΑΙ
Η ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΙΣΜΟ
Ο Αριστοτέλης κληροδότησε στον Μεσαίωνα, μια ολοκληρωμένη εικόνα της δομής του κόσμου, ένα συνεκτικό μοντέλο που γινόταν εύκολα κατανοητό και που δεν ερχόταν σε αντίθεση με την απλή παρατήρηση. Η εικόνα αυτή παρέμεινε ισχυρή μέχρι τον 16ο αιώνα , μεταξύ άλλων και επειδή στα περισσότερα σημεία της ήταν συμβατή με την Χριστιανική Θεολογία.
Ο Αριστοτέλης θεώρησε, ότι το σύμπαν είναι αιώνιο, χωρίς κάποια αρχή, είναι σφαιρικό και χωρισμένο , σε δυο διακριτές περιοχές. Πάνω από την Σελήνη βρίσκεται η ουράνια περιοχή και κάτω από την Σελήνη η γήινη ή υποσελήνια περιοχή. Στην ουράνια περιοχή δεν συμβαίνουν μεταβολές , ενώ αντίθετα η γήινη περιοχή χαρακτηρίζεται από ποικίλες μεταβολές , καθώς και από την ύπαρξη της γένεσης της φθοράς και της αστάθειας. Εφόσον στους ουρανούς δεν υπάρχει μεταβολή, θα πρέπει ν αποτελούνται από κάποιο στοιχείο διαφορετικό από αυτό της γης, τον αιθέρα. Ο αιθέρας καλύπτει πλήρως την ουράνια περιοχή , μην αφήνοντας κενό και διαιρείται σε ομόκεντρους κύκλους πάνω στους οποίους βρίσκονται οι πλανήτες. Η γη αντίθετα αποτελείται από τα τέσσερα στοιχεία (γη, νερό, φωτιά, αέρας ) , για τα οποία είχαν ήδη μιλήσει ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτωνας.
Τα γήινα στοιχεία , μπορούν να αναχθούν σε κάτι πιο θεμελιώδες που δεν είναι κάποιο άλλο στοιχείο, αλλά ιδιότητες, διατεταγμένες σε ζεύγη (θερμό-ψυχρό, υγρό-ξηρό). Από κάθε ζεύγος ιδιοτήτων προκύπτει και ένα από τα στοιχεία, επειδή όμως οποιαδήποτε ιδιότητα μπορεί να αντικατασταθεί από την αντίθετη της , κάτω από την επίδραση κάποιου παράγοντα , εύκολα μεταλλάσσεται μια ουσία, σε κάποια άλλη. Για παράδειγμα καθώς το νερό θερμαίνεται , το ψυχρό του νερού μεταβάλλεται σε θερμό και κατά συνέπεια το νερό μεταβάλλεται σε αέρα.
Κάθε στοιχείο επίσης είναι βαρύ (γη, νερό) ή ελαφρύ (αέρας, φωτιά).Τα βαριά ακολουθώντας την φύση τους κατεβαίνουν προς το κέντρο του σύμπαντος ενώ τα ελαφριά πηγαίνουν προς την σελήνη. Εάν τα διάφορα σώματα δεν ήταν ανάμεικτα τότε θα σχημάτιζαν ένα σύνολο ομόκεντρων σφαιρών (γη-νερό-αέρας φωτιά). Σημαντική παράμετρος της Αριστοτελικής κοσμολογίας είναι ανυπαρξία κενού. Τα υλικά σώματα είναι συνεχείς ολότητες και όχι σχηματισμοί μικροσωματιδίων. Η Αριστοτελική κοσμολογία συμπληρώνεται με την θεωρία της κίνησης. Δεν υπάρχει κίνηση χωρίς κινούν αίτιο είτε το αίτιο αυτό είναι η φύση του σώματος είτε κάποια εξωτερική δύναμη. Εντούτοις κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει στην υποσελήνια περιοχή , δεν μπορεί όμως να ισχύει για τους ουρανούς. Οι ουρανοί αποτελούμενοι από τον αιθέρα που δεν επιδέχεται μεταβολή θα έπρεπε να είναι ακίνητοι, πράγμα όμως που διαψεύδεται από την απλή παρατήρηση του ουρανού. Εφόσον τα ουράνια σώματα κινούνται ,φαίνεται να εκτελούν μία συνεχή ομαλή κυκλική κίνηση. Το κινούν αίτιο των ουρανίων σωμάτων θα πρέπει το ίδιο να είναι ακίνητο γιατί διαφορετικά προκύπτει το ερώτημα ποιος κινεί το αίτιο και δημιουργείται μια αλυσίδα χωρίς τέλος.
Αυτό το Πρώτο Κινούν, είναι για τον Αριστοτέλη ένας έμψυχος θεός , δεν καταλαμβάνει κάποιο τόπο και αποτελεί πρότυπο για τα ουράνια σώματα που εκτελούν τις ομαλές κυκλικές κινήσεις για να τον μιμηθούν.
Σημαντική συνέπεια του κοσμολογικού μοντέλου του Αριστοτέλη είναι ότι ο χώρος δεν είναι ένα ουδέτερο , ομογενές πλαίσιο μέσα στο οποίο συμβαίνουν τα διάφορα γεγονότα, αλλά έχει ο ίδιος ιδιότητες. Ο κόσμος του Αριστοτέλη είναι ένα κόσμος τόπου και όχι χώρου.
Η μεθοδολογία του Αριστοτέλη βασίζεται στην παρατήρηση , μια παρατήρηση όμως αποσπασματική και διαποτισμένη από την τελολογική του αντίληψη ότι κάθε πράγμα υπηρετεί ένα βαθύτερο σκοπό και ότι ενεργεί και συμπεριφέρεται με τρόπο που υπαγορεύεται από την φύση του .Παράλληλα χρησιμοποιεί μια αυστηρή λογική για την εξαγωγή συμπερασμάτων και την διατύπωση θεωριών οι οποίες εντούτοις βασίζονται σε ένα περιορισμένο εμπειρικό υπόβαθρο. Η Γνωσιολογία του δεν αμφισβητεί τα δεδομένα που προσκομίζουν οι αισθήσεις, εντούτοις η εμπειρία δεν αποκαλύπτει την βαθύτερη ουσία των όντων, η οποία προσεγγίζεται ενορατικά. Ο Αριστοτέλης υποτάσσει την παρατήρηση σε ένα συγκροτημένο εκ των προτέρων θεωρητικό σχήμα που καθορίζει τα συμπεράσματα του και διευθετεί δραστικά τα δεδομένα των αισθήσεων.
Aπό τις αρχές του 13ου αιώνα, όλα σχεδόν τα έργα του Αριστοτέλη , ήταν γνωστά στην Ευρώπη από Αραβικές κυρίως και ελληνικές μεταφράσεις. Hταν η πρώτη φορά που η Ευρώπη διέθετε συγκεντρωμένο, ένα συνεκτικό σύνολο κοσμικής γνώσης. Η σημασία της καινούργιας αυτής γνώσης έγινε γρήγορα αντιληπτή, τόσο από τους λογίους και τους σπουδαστές , όσο και από τους φορείς της πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Δάσκαλοι και φοιτητές, αποκτούν παράλληλα και συνείδηση της σημασίας της διάδοσης αυτής της γνώσης μέσα από την συστηματική και οργανωμένη διδασκαλία. Αρχίζουν , να αντιλαμβάνονται, επίσης τους εαυτούς τους και την λειτουργία τους, ως διακριτή κοινωνική ομάδα με συγκεκριμένα συμφέροντα και επιδιώξεις, που οφείλει να προασπίζεται.
Γεννάται , λοιπόν , ένας νέος θεσμός, μέσα από τις παλαιότερες επισκοπικές σχολές , το Πανεπιστήμιο ,ως ένας θεσμός διαχείρισης και διάδοσης της καινούργιας, σημαντικής σε όγκο και αξία γνώσης. Το Πανεπιστήμιο αποτελεί ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη επιχειρεί να οργανώσει, να αφομοιώνει και να επεκτείνει αυτή τη γνώση. Όμως και η καινούργια γνώση ,η <> Φιλοσοφία , που ονομάζεται έτσι επειδή αναπτύσσεται και καλλιεργείται στις πανεπιστημιακές σχολές, διαμορφώνει με την σειρά της ,τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πανεπιστημίου και υπαγορεύει την οργάνωση του σε διακριτές και ιεραρχημένες σχολές. Δημιουργεί ,επίσης, ένα εκτεταμένο πρόγραμμα σπουδών ,και μια νέα μέθοδο διδασκαλίας την <>.
Τα πανεπιστήμια ιδρύονται σαν σωματειακές ενώσεις καθηγητών ή φοιτητών , όπως και οι άλλες μεσαιωνικές συντεχνίες επαγγελματιών. Σκοπός τους είναι, το μονοπώλιο της γνώσης , ο έλεγχος της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η ανεξαρτησία τους από εξωτερικές παρεμβάσεις (πολιτική εξουσία , εκκλησιαστικές αρχές), το δικαίωμα να καθορίζουν το περιεχόμενο των σπουδών και η απονομή πτυχίων. Εκπονούν γι’ αυτό εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας και παίρνουν μέτρα για την εξασφάλιση της πειθαρχίας. Σταδιακά, καθώς οι <>, οι διανοούμενοι των πανεπιστημίων , κερδίζουν την αναγνώριση των Αρχών και την καταξίωση στη συνείδηση των συγχρόνων τους ,αποκτούν κύρος και τα πανεπιστήμια γίνονται και αυτά φορείς εξουσίας .
Η μεθοδολογία του σχολαστικισμού περιορίζεται στον <> των κειμένων , κυρίως του Αριστοτέλη . Στα πλαίσια αυτά διατυπώνονται ερωτήματα τα οποία προκύπτουν από την ενδελεχή ανάγνωση των κειμένων και που υποβάλλονται κατόπιν σε εξαντλητικό έλεγχο . Μέσα από την διαλογική αντιπαράθεση απόψεων και την λεπτολόγο επιχειρηματολογία απορρίπτονται οι μη αποδεκτές από τον διδάσκοντα απόψεις. Με αυτό τον τρόπο οικοδομείται εν τέλει ένα ακραιφνώς θεωρητικό οικοδόμημα που βασίζεται σε περίπλοκες γλωσσικές διατυπώσεις και επιδείξεις λογικοφανών αντιλήψεων , αποκομμένων σε μεγάλο βαθμό από την φυσική πραγματικότητα.
Παρ’ όλα αυτά, οι πνευματικές έριδες, οι διαρκείς και με ζέση συζητήσεις ,τα επιχειρήματα και τα αντεπιχειρήματα ,δίνουν εξαιρετική ώθηση στην φιλοσοφική παραγωγή του πανεπιστημίου . Τα πανεπιστήμια αυξάνονται διαρκώς σε αριθμό και μέγεθος, ώστε να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη κοινωνική ζήτηση. Η θεσμική , μάλιστα , οργάνωση τους είναι τέτοια που πολλά στοιχεία της διατηρούνται ενεργά μέχρι σήμερα.
Ο Αριστοτέλης , λοιπόν, παρέδωσε στον Μεσαίωνα μια κοσμολογία ελκυστική, χρήσιμη, συνεκτική και λογική. Το κύρος του , η μέθοδος του , η διδασκαλία της Λογικής του, η μεγάλη διάδοση των έργων του, που αποτελούσαν το θεμέλιο λίθο της Πανεπιστημιακής παιδείας , εξάλλου , δεν επέτρεπαν ούτε να αγνοηθεί αλλά ούτε και να απορριφθεί. Επιπρόσθετα οι θεολόγοι είχαν αντιληφθεί την χρησιμότητα του Αριστοτέλη για την επίλυση θεολογικών ζητημάτων που σχετίζονταν με την διανοητική επεξεργασία των δογμάτων και με την υπεράσπιση της Χριστιανικής πίστης .
Εντούτοις , η κοσμολογία του ερχόταν σε αρκετά σημεία σε αντίθεση με την Χριστιανική διδασκαλία. Η αιωνιότητα του κόσμου, η ανυπαρξία κενού, η αιτιοκρατία , το Πρώτο Κινούν , έθεταν σε αμφισβήτηση την παντοδυναμία του θεού και την μέριμνα του για τον κόσμο. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί τρόπος να εναρμονισθεί το σύμπαν του Αριστοτέλη με το Χριστιανικό δόγμα, ώστε να συνεχίσει ο Αριστοτέλης να ενισχύει την θεολογική σκέψη. Παράλληλα αναδύονταν και άλλα ζητήματα όπως τα όρια της αυτονομίας της φιλοσοφίας , η σχέση της με την θεολογία (θεραπαινίδα ή ανταγωνίστρια), το κύρος και η ισχύς της Εκκλησίας. Το ζητούμενο ήταν εντέλει ,να εξομαλυνθούν τα σημεία τριβής και να μπουν όρια , για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί η Αριστοτελική φιλοσοφία από την θεολογία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Θεολογική Γνωσιολογία θεωρεί αποκλειστική πηγή έγκυρης γνώσης την Θεία Γραφή . Ο φιλόσοφος έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τις λογικές ικανότητες του για να διερευνά την φύση, εφόσον και η ανθρώπινη λογική εκπορεύεται από τον θεό, όμως οι αναζητήσεις του διαθέτουν αποκλειστικά λογικό κύρος και δεν περιγράφουν την οντολογική ύπαρξη του κόσμου. Στη περίπτωση που οι θεωρήσεις αυτές αντιβαίνουν στην Γραφή , εξυπακούεται πως η αλήθεια βρίσκεται στην πίστη.
Στα πλαίσια αυτά, ο Αγγλος R.Grosseteste (1168-1253),προσπαθεί να διορθώσει την κοσμολογία του Αριστοτέλη και την κάνει πιο συμβατή με την πίστη , εισάγοντας νεοπλατωνικές απόψεις , όπως ότι το σύμπαν <> από τον θεό. Ο επίσης Αγγλος Ροβήρος Βάκων , θεωρεί, ότι η επιστημονική γνώση συμβάλλει στην ερμηνεία της Γραφής και ότι τα σημεία τριβής , οφείλονται σε παρερμηνείες ή λανθασμένες μεταφράσεις, εντούτοις μια μόνο αλήθεια υπάρχει , αυτή της Γραφής. Είναι σημαντικό ότι και οι δύο δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην παρατήρηση και στο πείραμα για την θεμελίωση της γνώσης δεν καταφέρνουν όμως να απαλλαγούν από την Αριστοτελική αυθεντία. Ο Ιταλός Bonaventura , αντίθετα , απέρριπτε τα σημεία της Αριστοτελικής κοσμολογίας που δεν συμφωνούσαν με την Χριστιανική θεολογία , χωρίς όμως να αρνείται συνολικά τον υπηρετικό ρόλο της φιλοσοφίας προς όφελος της θεολογίας. Ο Αλβέρτος πιστεύει ότι η φιλοσοφία είναι αναγκαία προπαρασκευή για την θεολογία. Για την αιωνιότητα του κόσμου , σημείο αντιλεγόμενο της εποχής , πιστεύει ότι η φιλοσοφία δεν μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα οριστικά και γι αυτό πρέπει να ακολουθείται η Γραφή.
Ο Θωμάς ο Ακινάτης , μαθητής του Αλβέρτου , ήταν αυτός που προσπάθησε μεθοδικά και αποτελεσματικά , να συγκεράσει την Πίστη με τον Λόγο, να καθορίσει την ορθή σχέση Φιλοσοφίας και Θεολογίας. Πρεσβεύει ότι σύγκρουση μεταξύ τους δεν υπάρχει γιατί και η Αποκάλυψη και η λογική μας προέρχονται από τον θεό. Όταν διαπιστώνεται κάποια σύγκρουση, αυτή είναι φαινομενική και πρέπει να επανεξετασθεί το φιλοσοφικό ή θεολογικό επιχείρημα, ώστε να επιλυθεί. Εξάλλου , ο φιλόσοφος μελετά την φύση των δημιουργημάτων , ενώ ο θεολόγος όλα εκείνα τα γνωρίσματα τους που τα συνδέουν με τον θεό. Γι’ αυτό το λόγο η Θεολογία δεν επιμένει σε λεπτομερείς καταγραφές των ιδιοτήτων των πραγμάτων ,μια που αυτό αποτελεί αντικείμενο της Φιλοσοφίας. Από την άλλη, εφόσον τα δημιουργήματα έχουν ομοιότητα με τον Δημιουργό η μελέτη τους μπορεί, από αυτή την άποψη, να ανήκει και στην θεολογία. Παράδειγμα του συγκερασμού πίστης και λόγου , που επιχείρησε ο Θωμάς, αποτελεί η εναρμόνιση της άποψης του Αριστοτέλη για την αιωνιότητα του κόσμου ,με την πίστη στη δημιουργία του κόσμου εκ του μηδενός. Κατά τον Ακινάτη ο Θεός, ως παντοδύναμος, μπορεί να δημιουργήσει όντα άνευ χρονικής αρχής.
Ενώ ο Αλβέρτος και ο Θωμάς , εναρμόνιζαν την φιλοσοφία με την θεολογία , μια ομάδα καθηγητών στην σχολή των τεχνών στο Παρίσι , με πιο ονομαστούς τον Siger και τον Βοήθιο της Δακίας ,δίδασκαν τον Αριστοτέλη αδιαφορώντας για τις θεολογικές συνέπειες. Στα 1277 ο επίσκοπος του Παρισιού Tempier , απαγόρευσε επί ποινή αφορισμού, την διδασκαλία 219 προτάσεων που έκδηλα υπονόμευαν την Χριστιανική πίστη, ανάμεσα τους και κάποιες θέσεις του Θωμά.
Ο Pierre Duhem , ερμηνεύοντας τις καταδίκες πιστεύει ότι αποτέλεσαν την αρχή της νεότερης επιστήμης. Οι καταδίκες, κατά αυτόν ,ώθησαν τους λόγιους να ερευνήσουν την φύση, απελευθερωμένοι πλέον από την αυθεντία του Αριστοτέλη.
Πραγματικά μετά τις καταδίκες , πολλές θέσεις του Αριστοτέλη, διασαφηνίστηκαν, απορρίφθηκαν ή τροποποιήθηκαν και συνολικά η στάση απέναντι στον Αριστοτέλη έγινε πιο κριτική. Τέθηκαν νέα ερωτήματα που απαιτούσαν νέες απαντήσεις, το ερευνητικό πνεύμα τονώθηκε, και οι επιστημονικές ανακαλύψεις πολλαπλασιάστηκαν. Όμως, αποτελεί ερμηνευτική υπερβολή ,το να απομονώνεται ένα γεγονός από τις συνθήκες που το προκάλεσαν και κυρίως από τα ιστορικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία δημιουργήθηκε. Από αυτή την έννοια οι καταδίκες αποτελούν μια νίκη της συντηρητικής θεολογίας και όχι της Επιστήμης. Παράλληλα αποτελούν και μια ήττα των συμβιβαστικών προσπαθειών του Θωμά. Κυρίως όμως αμφισβητούν την αυτονομία της φιλοσοφικής σκέψης και στρέφονται κατά του ορθολογισμού. Εξάλλου οι καταδίκες είχαν τοπικό χαρακτήρα, στην Οξφόρδη ο Αριστοτέλης συνέχισε να διδάσκεται κανονικά.
Σημαντική συνέπεια ήταν επίσης , η δημιουργία ενός διανοητικού κλίματος στο οποίο οι βεβαιότητες υποχώρησαν και αναπτύχθηκε ένας σκεπτικισμός γύρω από την δυνατότητα της φιλοσοφίας να αντιμετωπίζει επιτυχώς τα διάφορα ζητήματα και να προσεγγίζει την αληθινή γνώση. Αυτό όμως το κλίμα του σκεπτικισμού, που τόνιζε πιο πολύ την πιθανότητα και την δυνατότητα για έγκυρη γνώση , παρά την βεβαιότητα , υπονόμευε ουσιαστικά την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στις διανοητικές του δυνάμεις , εμπιστοσύνη απαραίτητη για την ανάπτυξη της επιστήμης. Συμπερασματικά , λοιπόν, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τις καταδίκες γενεσιουργό αίτιο της νεώτερης επιστήμης, αναμφίβολα όμως τόνωσαν την κριτική ματιά των λογίων της εποχής και τους ώθησαν στην αμφισβήτηση της αυθεντία του Αριστοτέλη , ανοίγοντας νέους διανοητικούς δρόμους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ALESSIO FRANCO, Ιστορία της Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας, εκδ. Τραυλός Αθήνα 2007.
ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Μ.-ΤΣΙΑΝΤΟΥΛΗΣ Α., Οι επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου τ. Α, εκδ. Ε.Α.Π. Πάτρα 2008.
ΓΚΟΦ Λ. ΖΑΚ, Οι διανοούμενοι στον Μεσαίωνα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2002.
GRANT EDWARD, Οι φυσικές επιστήμες τον Μεσαίωνα εκδ. Παν.Εκδ..Κρήτης , Ηράκλειο 2008.
CROMBIE A. Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, τ. Α, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα 1994.
LINDBERG DAVID, Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, εκδ. Ε. Μ. Π. , Αθήνα 1997.