Το φιλολογικό μου ιστολόγιο

Ένας οδηγός για τηΓλώσσα και τη Λογοτεχνία

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ


ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ

Μάι 202415

Σχήματα λόγου

Αλληγορία:

Η αλληγορία είναι ένας μεταφορικός εκφραστικός τρόπος, ο οποίος κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φανερώνουν οι χρησιμοποιούμενες συγκεκριμένες λέξεις. Με την τεχνική αυτή, επομένως, επιδιώκεται και επιτυγχάνεται η απόκρυψη του πραγματικού νοήματος. Συνεπώς, οπουδήποτε λειτουργεί η έννοια της αλληγορίας, χρειάζεται και απαιτείται μια ειδική ανάγνωση για την αποκωδικοποίηση και την κατανόηση του πραγματικού νοήματος. Αυτή η ειδική ανάγνωση προϋποθέτει την ικανότητα να διαβάζουμε ένα αλληγορικό κείμενο «κάτω από τις λέξεις», για να αποκαλύψουμε τα κρυμμένα ή, έστω, τα δυσδιάκριτα νοήματα. Στο χώρο της λογοτεχνίας η αλληγορία είναι μια ιδιαίτερα συχνή τεχνική. Συγκεκριμένα, ο πεζογράφος ή ο ποιητής, για να προσδώσει στα νοήματά του μεγαλύτερη υποβλητικότητα και για να καταστήσει περισσότερο αισθητά και, επομένως, ζωντανά, καταφεύγει συχνά στην τεχνική και στους τρόπους της αλληγορίας.

Αναδίπλωση:

Υπάρχουν δύο τρόποι για να προσδιορίσουμε την έννοια της αναδίπλωσης. Ο ένας ο στενός και καθιερωμένος και ο άλλος είναι ο ευρύτερος και ουσιαστικότερος. Σύμφωνα με τον πρώτο τρόπο, η αναδίπλωση είναι ένα σχήμα λόγου (ή ένας εκφραστικός τρόπος), σύμφωνα με το οποίο μια λέξη (ή και μια φράση) τίθεται στο λόγο μια φορά και αμέσως μετά επαναλαμβάνεται. Έτσι, η ίδια λέξη ακούγεται στο λόγο δύο φορές, χωρίς όμως ανάμεσά τους να μεσολαβεί κάτι άλλο. π.χ. Απρίλη, Απρίλη δροσερέ και Μάη με τα λουλούδια.
Η αναδίπλωση αυτής της μορφής, από άποψη αισθητικής και νοηματικής λειτουργίας, αποσκοπεί στο να προβάλει με ιδιαίτερη ένταση και έμφαση την επαναλαμβανόμενη έννοια. Στα ποιητικά, όμως, κείμενα, η έννοια της αναδίπλωσης λειτουργεί και με έναν ευρύτερο, πιο ελεύθερο και πολύ πιο ουσιαστικό τρόπο. Για παράδειγμα στο ποίημα του Σεφέρη «Ελένη», διαβάζουμε τα εξής:
Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών,
αν είναι αλήθεια πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια…
Σε αυτό το απόσπασμα ο εκφραστικός τρόπος της αναδίπλωσης χρησιμοποιείται και αξιοποιείται με έναν πολύ πιο ελεύθερο τρόπο. Συγκεκριμένα ο ποιητής χρησιμοποιεί και επαναλαμβάνει τρεις φορές την ίδια έκφραση (αν είναι αλήθεια) στην αρχή ισάριθμων στίχων. Με την τριπλή αυτή αναδίπλωση ο ποιητής θέτει εμφατικά, δηλαδή με ιδιαίτερη ένταση, το γεγονός ότι και στο μέλλον ο άνθρωπος θα ξαναζήσει την ίδια περιπέτεια ενός μάταιου πολέμου σαν ένας άλλος Τεύκρος.

Ανακόλουθο:

Στο σχήμα αυτό παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια μιας πρότασης λόγω ταχύτητας του λόγου, ψυχικής ταραχής ή και σκοπιμότητας του ομιλητή ή συγγραφέα. π.χ. «Ο Διάκος (αντί του Διάκου) σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη».

Αναστροφή:

Η σκόπιμη αλλαγή της φυσικής σειράς των λέξεων μιας φράσης. π.χ. του προδομένου ο πόνος της καρδιάς αντί: ο πόνος της καρδιάς του προδομένου.

Αναφώνηση (ή επιφώνηση):

Μια λέξη ή φράση επιφωνηματική (επίκληση σε κάποιο πρόσωπο) που φανερώνει τη συναισθηματική κατάσταση εκείνου που μιλάει. π.χ. Και η φωνή του, Θεέ μου! Τι φωνή!

Αντίθεση:

Σχήμα λόγου κατά το οποίο αντίθετες λέξεις ή έννοιες παρατίθενται για να δημιουργήσουν εντύπωση. π.χ. τις Εστιάδες τις σεμνές μα κολασμένες. Η αντίθεση ενδέχεται να εκφράζεται μόνο με δύο λέξεις αλλά και με δύο φράσεις ακόμα και με δύο μεγάλα τμήματα λόγου.

Αντίφραση:

Αντί να χρησιμοποιηθεί κανονικά μια λέξη ή φράση, χρησιμοποιείται στη θέση της μια άλλη, με παρόμοια ή αντίθετη σημασία. Είδη της αντίφρασης είναι η ειρωνεία, ο ευφημισμός και η λιτότητα.

Αντονομασία:

Λεκτικός τρόπος ή σχήμα αντικατάστασης κύριου ή προσηγορικού ονόματος από άλλη συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη ή φράση. π.χ. Ο Γέρος του Μοριά αντί για Κολοκοτρώνης.

Από κοινού:

Μια λέξη (ή περισσότερες) ή μια πρόταση, που παραλείπεται, εννοείται από τα προηγούμενα όπως ακριβώς είναι εκεί, αμετάβλητη. π.χ. Σε τραγουδά, όπως το πουλί τον ήλιο που ανατέλλει (ενν. όπως τραγουδά). Το σχήμα από κοινού είναι είδος βραχυλογίας, η οποία με τη σειρά της είναι μορφή έλλειψης.

Αποσιώπηση:

Διακόπτεται ο λόγος και παραλείπονται όσα θα ακολουθούσαν, ενώ στη θέση τους σημειώνονται τρεις τελείες (αποσιωπητικά), μιας και ο αφηγητής δε θέλει να μας πει περισσότερα λόγω συναισθηματικής φόρτισης ή για να υπαινιχθεί κάτι.

Αποστροφή:

Το σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ομιλητής διακόπτει τη ροή του λόγου του και στρέφεται προς συγκεκριμένο πρόσωπο, σε προσωποποιημένο αντικείμενο ή σε αφηρημένη ιδέα.

Άρση και θέση:

Πρώτα λέγεται τι δεν είναι κάτι (ή τι δε συμβαίνει) και αμέσως μετά τι είναι (ή τι συμβαίνει) – πρώτα αίρεται κάτι και στη συνέχεια τίθεται.

Ασύνδετο:

Η παράθεση ομοειδών συντακτικών όρων, που δε συνδέονται μεταξύ τους με συνδετικά στοιχεία. «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων»

Βραχυλογία:

Το σχήμα λόγου που συνίσταται στην παράλειψη των ευκόλως εννοούμενων όρων μιας πρότασης χάριν συντομίας. Είδη της βραχυλογίας είναι τα σχήματα από κοινού, εξ αναλόγου και ζεύγμα.

Ειρωνεία:

Η ειρωνεία στην ποιητική έκφρασή επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους και δεν είναι εύκολο να δοθεί ένας απλώς ορισμός αυτού του πολυδύναμου εκφραστικού μέσου. Η αίσθηση της ειρωνείας δημιουργείται με την αντίθεση που εμφανίζεται ανάμεσα στα λεγόμενα ή στα σχέδια των προσώπων και στην τελική έκβαση των γεγονότων. Υπάρχει επίσης η τραγική ειρωνεία, στην οποία οι αναγνώστες γνωρίζουν την εξέλιξη που θα έχουν τα πρόσωπα του λογοτεχνικού έργου και κατανοούν πότε οι ήρωες κινούνται προς την καταστροφή. Παράλληλα, οι λογοτέχνες καταφεύγουν συχνά και στη λεκτική ειρωνεία, όπως την αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινή μας ομιλία, σχολιάζοντας εμπαικτικά πράξεις ή σκέψεις των προσώπων που παρουσιάζονται στα έργα τους.

Έλλειψη:

Παραλείπονται λεκτικά στοιχεία που εννοούνται εύκολα από την κοινή πείρα, από τη σειρά του λόγου και από τα συμφραζόμενα.

Έλξη:

Ένας όρος πρότασης δε συμφωνεί συντακτικώς με τον όρο με τον οποίο απαιτεί το νόημα και η σειρά του λόγου, αλλά έλκεται (επηρεάζεται) από κάποιον άλλο, ισχυρότερο, και συμφωνεί με αυτόν.

Έμφαση:

Ένα στοιχείο του λόγου τονίζεται με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε να εστιαστεί σε αυτό η προσοχή του αναγνώστη.

Ένα με δύο (εν διά δυοίν):

Μια έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται με το και, ενώ σύμφωνα με το νόημα η μία από αυτές έπρεπε να είναι προσδιορισμός της άλλης. π.χ. Γυναίκες που είν’ οι άντροι σας και οι καπεταναραίοι. αντί για: οι άντροι σας, οι καπεταναραίοι.

Εξ αναλόγου:

Μια λέξη (ή μια πρόταση) που παραλείπεται, εννοείται από τα προηγούμενα, όχι ακριβώς όπως χρησιμοποιήθηκε την πρώτη φορά αλλά μερικώς αλλαγμένη για να ταιριάζει στα νέα εκφραστικά πλαίσια.

Επανάληψη:

Μια έννοια ή ένα νόημα εκφράζεται δύο φορές στη σειρά με την ίδια λέξη ή φράση (αυτούσια ή ελαφρώς αλλαγμένη).

Επαναστροφή:

Μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται για δεύτερη φορά αμέσως μετά την πρώτη, καθώς ο λόγος συνεχίζεται παρατακτικά.

Επαναφορά ή επάνοδος:

Μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται (επανέρχεται) στην αρχή δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων. Δύο ή περισσότερες διαδοχικές προτάσεις, δηλαδή, αρχίζουν με την ίδια λέξη ή φράση.

Επιδιόρθωση:

Αμέσως μετά από μια λέξη ή φράση ακολουθεί μια άλλη σχετική έκφραση, που αποτελεί τροποποίηση και ακριβέστερη διατύπωση της πρώτης (τη διορθώνει).

Επιφορά ή αντιστροφή:

Μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται στο τέλος δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων. Δύο ή περισσότερες διαδοχικές προτάσεις, δηλαδή, τελειώνουν με την ίδια λέξη ή φράση.

Ευφημισμός:

Χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις με καλή σημασία για την ονομασία κακού ή δυσάρεστου πράγματος.

Ζεύγμα:

Δύο ομοειδής προσδιορισμοί (συνήθως αντικείμενα) αποδίδονται σε ένα ρήμα, όμως ο δεύτερος από αυτούς δε ταιριάζει σε αυτό αλλά σε άλλο ρήμα.

Καθολικό και μερικό:

Το ουσιαστικό που δηλώνει διαιρεμένο σύνολο δεν εκφράζεται με γενική διαιρετική ή με τη φράση από + γενική, αλλά ομοιόπτωτα με τον όρο που δηλώνει το μέρος του συνόλου.

Κατά το νοούμενο:

Η σύνταξη (ως προς το γένος και τον αριθμό) ακολουθεί το νόημα (αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα) και όχι το γραμματικό τύπο.

Κατεξοχήν:

Η σημασία μιας λέξης στενεύει και ενώ αυτή φανέρωνε αρχικά σύνολο ομοειδών όντων, καταλήγει να φανερώνει ένα μόνο από αυτά, ξεχωρίζοντάς το εξαιρετικά. Η Πόλη = Η Κωνσταντινούπολη.

Κλιμακωτό:

Αυξάνει βαθμιαία (κλιμακωτά) η ένταση στην παρουσίαση μιας σειράς από ενέργειες ή καταστάσεις (παρουσιάζεται μια σειρά από καταστάσεις ή ενέργειες, από τις οποίες η καθεμιά είναι πιο έντονη από την προηγούμενή της.

Κύκλος:

Μια πρόταση ή μια περίοδος, ένα ποίημα ή ένα διήγημα τελειώνει με την ίδια λέξη ή εικόνα με την οποία αρχίζει.

Λιτότητα:

Αντί για κάποια λέξη χρησιμοποιείται η αντίθετή της με άρνηση.

Μεταφορά:

Η ιδιότητα ενός προσώπου (ζώου, πράγματος, αφηρημένης έννοιας) μεταφέρεται σε άλλο πρόσωπο (ζώο, πράγμα, αφηρημένη έννοια) το οποίο την έχει σε μεγαλύτερο βαθμό και πιο εντυπωσιακή. π.χ. Έχει καρδιά πέτρινη.

Μετωνυμία:

Οι λέξεις δε χρησιμοποιούνται με την αρχική τους σημασία, αλλά με διαφορετική, που έχει βέβαια κάποια σχέση με την αρχική. Για παράδειγμα, χρησιμοποιείται το όνομα του δημιουργού αντί για τη λέξη που δηλώνει το δημιούργημά του. Το όνομα του εφευρέτη αντί για τη λέξη που δηλώνει την εφεύρεση. Η λέξη που δηλώνει αυτό που περιέχει κάτι αντί για τη λέξη που δηλώνει το περιεχόμενο και αντίστροφα.

Ομοιοτέλευτο ή ομοιοκατάληκτο:

Στο τέλος διαδοχικών προτάσεων ή περιόδων υπάρχουν λέξεις με καταλήξεις όμοιες ηχητικά.

Οξύμωρο:

Συνδέονται δύο έννοιες που φαινομενικά αποκλείουν η μία την άλλη (είναι αντιφατικές μεταξύ τους), ωστόσο στο βάθος εκφράζουν ένα λογικό νόημα.

Παραλληλία ή παραλληλισμός:

Μια έννοια ή ένα νόημα εκφράζεται ταυτόχρονα και καταφατικά και αρνητικά με δύο ισοδύναμες αντίθετες εκφράσεις.

Παρήχηση:

Ένας συγκεκριμένος φθόγγος (συνήθως σύμφωνο) συναντιέται (και ηχεί) πολλές φορές σε κάποια φράση (κυρίως σε συνεχόμενες συλλαβές ή λέξεις.

Παρομοίωση:

Συσχετίζεται η ιδιότητα ενός προσώπου (ζώου, πράγματος, αφηρημένης έννοιας) με την ιδιότητα κάποιου άλλου προσώπου, η οποία υπάρχει σε αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό και είναι πιο εντυπωσιακή. Η παρομοίωση αρχίζει με τις λέξεις σαν, καθώς, όπως και με το σαν να, όταν έχουμε υποθετική παρομοίωση (με αναφορική παρομοιαστική πρόταση.

Παρονομασία ή παρήχηση ή ετυμολογικό σχήμα:

Λέξεις που μοιάζουν ηχητικά (ομόηχες) συνήθως συγγενικές ετυμολογικά, βρίσκονται η μία κοντά στην άλλη.

Περίφραση:

Μια έννοια εκφράζεται με δύο ή περισσότερες λέξεις, ενώ μπορούσε να εκφραστεί με μία.

Πλεονασμός:

Για να εκφραστεί ένα νόημα, χρησιμοποιούνται περισσότερες λέξεις από όσες χρειάζονται κανονικά.

Πολυσύνδετο: Τρεις ή περισσότεροι όμοιοι όροι ή όμοιες προτάσεις συνδέονται με συμπλεκτικούς ή διαχωριστικούς συνδέσμους.

Προδιόρθωση ή προθεραπεία:

Πριν ανακοινωθεί κάτι δυσάρεστο ή απροσδόκητο, προτάσσεται κάποια φράση, που προετοιμάζει ψυχικά τον αναγνώστη (για να μετριαστεί η δυσάρεστη εντύπωση ή για να προληφθεί ενδεχόμενη αντίδρασή του. Έτσι διορθώνεται μια κατάσταση εκ των προτέρων).

Πρόληψη:

Το υποκείμενο του ρήματος μιας εξαρτημένης πρότασης μπαίνει προληπτικά ως αντικείμενο στο ρήμα της κύριας πρότασης.

Προσωποποίηση:

Αποδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες σε μη ανθρώπινα: σε ζώα, σε φυτά, σε πράγματα και σε αφηρημένες έννοιες.

Πρωθύστερο:

Από δύο σχετικές ενέργειες ή έννοιες τοποθετείται στη σειρά του λόγου πρώτη εκείνη που είναι χρονικά και λογικά δεύτερη.

Σύμφυρση:

Αναμειγνύονται δύο συντάξεις.

Συνεκδοχή:

Οι λέξεις δε χρησιμοποιούνται με την αρχική τους σημασία, αλλά με διαφορετική, που έχει βέβαια κάποια σχέση με την αρχική. Έτσι δηλώνεται: το ένα αντί για τα πολλά ομοειδή, το μέρος ενός συνόλου αντί για το σύνολο, η ύλη αντί για εκείνο που είναι κατασκευασμένο από αυτή, το όργανο αντί για την ενέργεια που παράγεται ή γίνεται με αυτό.

Υπαλλαγή:

Ο επιθετικός προσδιορισμός μια γενικής (συνήθως κτητικής) αντί να συμφωνεί με αυτή συντακτικώς (στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση), συμφωνεί με το ουσιαστικό που προσδιορίζει η γενική (έτσι γίνεται επιθετικός προσδιορισμός αυτού του ουσιαστικού).

Υπερβατό:

Ανάμεσα σε δύο όρους μιας πρότασης, οι οποίοι έχουν μεταξύ τους στενή λογική και συντακτική σχέση και θα έπρεπε να βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο, παρεμβάλλεται μια λέξη ή φράση και τους αποχωρίζει.

Υπερβολή:

Παρουσιάζεται μια ενέργεια, μια ιδιότητα, μια κατάσταση κτλ. μεγαλοποιημένη σε βαθμό που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα και τα φυσικά όρια.

Υποφορά και ανθυποφορά:

Σε αυτό το σχήμα υπάρχει η ακόλουθη διαδικασία: α) διατυπώνεται μια ερώτηση, β) ύστερα δίνεται πάλι με ερώτηση κάποια πιθανή εξήγηση στην απορία, γ) στη συνέχεια απορρίπτεται η εξήγηση αυτή, δ) και τέλος ακολουθεί η απάντηση για το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Χιαστό:

Στο σχήμα αυτό δύο προτάσεις παρουσιάζουν την ίδια συντακτική και σημασιολογική δομή, αλλά οι όροι της μιας πρότασης είναι σε αντίστροφη θέση από αυτούς της άλλης.

κάτω από: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | με ετικέτα  |  | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ

ΑΦΗΓΗΣΗ- ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Μάι 20243

ΑΦΗΓΗΣΗ                                                                                          

1.Ορισμός:

Αφήγηση είναι μια πράξη επικοινωνίας με την οποία παρουσιάζεται προφορικά, ή γραπτά μια σειρά πραγματικών ή πλασματικών γεγονότων. Επομένως ως πράξη επικοινωνίας προϋποθέτει τουλάχιστον, δύο πρόσωπα: ένα πομπό -τον αφηγητή- και κάποιον στον οποίο απευθύνεται ο αφηγητής -τον αποδέκτη- της αφήγησης. Ο αφηγητής φροντίζει να δώσει στον αποδέκτη τις απαραίτητες πληροφορίες για τον τόπο, το χρόνο, τα πρόσωπα και τα πιθανά αίτια ενός συμβάντος. (τι, πού, πότε, ποιος, γιατί, πώς) (άσκηση: επινοήστε μια σύντομη αφήγηση)

2.Αφηγηματικό περιεχόμενο-αφηγηματική πράξη:

  • Τα γεγονότα και οι πράξεις των προσώπων που συνιστούν μια ιστορία αποτελούν το αφηγηματικό περιεχόμενο.
  • Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται τα γεγονότα μιας ιστορίας αποτελεί την αφηγηματική πράξη.

Έτσι μπορούμε να έχουμε δύο αφηγήσεις με κοινό αφηγηματικό περιεχόμενο, στις οποίες όμως τα γεγονότα παρουσιάζονται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Φυσικά κάθε αφήγηση χρησιμοποιεί και γλωσσική ποικιλία ανάλογη με τον αφηγητή και το κοινό (δέκτη / δέκτες) στο οποίο απευθύνεται. (άσκηση: αναφέρετε παραδείγματα)

 

3.Περιγραφή και αφήγηση

 α) Διάκριση της περιγραφής από την αφήγηση

Είδαμε ότι η περιγραφή απεικονίζει με τον λόγο τα βασικό γνωρίσματα ενός αντικειμένου. Το αντικείμενο αυτό παρουσιάζεται στατικό μέσα στο χώρο ενώ ο χρόνος φαίνεται να έχει «παγώσει». Αυτό συμβαίνει ακόμη και στην περίπτωση ενός κινούμενου αντικειμένου, οπότε η περιγραφή απεικονίζει το αντικείμενο που κινείται και όχι την ενέργεια της κίνησης με τα αίτια και τις συνέπειές της. Αντίθετα στην αφήγηση ένα πρόσωπο / πράγμα / ομάδα / θεσμός / ιδέα παρουσιάζεται δυναμικό, καθώς ενεργεί, κινείται ή μεταβάλλεται μέσα στο χρόνο. Επομένως η αφήγηση σχετίζεται με την εξέλιξη των γεγονότων και αναφέρεται στις αιτίες και τα αποτελέσματα τους. Συμπερασματικό, μπορούμε να πούμε ότι η περιγραφή ανήκει στα στατικό στοιχεία ενός κειμένου, ενώ η αφήγηση στα δυναμικό, αφού η πρώτη μας δίνει πληροφορίες σχετικά με το «είναι» και η δεύτερη με το «γίγνεσθαι» των πραγμάτων.

β) Η περιγραφή μέσα στην αφήγηση

Η αφήγηση και η περιγραφή συνδέονται στενά. Μπορούν να συνυπάρχουν στο ίδιο κείμενο ή ακόμα και στην ίδια περίοδο, π.χ. «Χίμηξε μέσα στην κοιλάδα (αφήγηση)/ «ασυγκράτητο τέρας οργισμένο από… σύγκορμο» (περιγραφή).

Όταν ο συγγραφέας παρεμβάλλει μια περιγραφή σε ένα αφηγηματικό κείμενο επιδιώκει ορισμένους από τους παρακάτω στόχους:

Να σκιαγραφήσει τα πρόσωπα, να στήσει το σκηνικό της δράσης και γενικά να φωτίσει την αφήγηση με διάφορες άμεσες ή έμμεσες πληροφορίες.

Να πετύχει τη μετάβαση από το ένα αφηγηματικό μέρος στο άλλο.

Να προκαλέσει αγωνία και αναμονή στον αναγνώστη με την επιβράδυνση της δράσης, αφού με την περιγραφή φαίνεται ότι σταματάει ο αφηγηματικός χρόνος.

Να προσφέρει αισθητική απόλαυση στον αναγνώστη.

κάτω από: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | με ετικέτα ,  |  | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΑΦΗΓΗΣΗ- ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ- Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ- ΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Μάι 20243

ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ

1.ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ (Σε κείμενα που προσεγγίζουν τη λογοτεχνία)

  • α´ενικό πρόσωπο:

χρησιμοποιείται προκειμένου ο πομπός να μιλήσει για γεγονότα που βίωσε οπότε εμπεριέχει το στοιχείο της προσωπικής μαρτυρίας. Η εστίαση είναι εσωτερική και λειτουργεί το προσωπικό φίλτρο του πομπού. ´Ετσι το κείμενο αποκτά ύφος κουβεντιαστό, εξομολογητικό τόνο. Προκαλεί συγκινησιακή φόρτιση στο δέκτη,  καθώς  παρακολουθεί και βιώνει προσωπικά βιώματα του πομπού. Προσδίδει στον λόγο ζωντάνια, αμεσότητα, οικειότητα.

  • α´πληθυντικό πρόσωπο:

ο πομπός εντάσσει τον εαυτό του μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο ατόμων. Με αυτό τον τρόπο η άποψή του αποκτά καθολικότητα/ συλλογικότητα και δημιουργείται η εντύπωση ότι συγγραφέας και αναγνώστης έχουν κοινή οπτική γωνία. Έτσι, οι δέκτες ταυτίζονται ευκολότερα με τις απόψεις του πομπού. Με τη χρήση α´πληθ. προσώπου γίνεται προσπάθεια συναισθηματικού επηρεασμού του δέκτη (αίσθημα ευθύνης-συνευθύνης). Ο λόγος του αποκτά ευρύτερη διάσταση, καθολικότητα, μεγαλύτερη αποδοχή. Σε κάθε περίπτωση προσδίδει στο ύφος οικειότητα, αμεσότητα.

  • β´ενικό πρόσωπο:

προσδίδει διαλογικό χαρακτήρα στο λόγο. Η επικοινωνία αποκτά τα χαρακτηριστικά της συνομιλίας -´Αλλοτε λειτουργεί ως εσωτερικός μονόλογος -Άλλες φορές λειτουργεί ως προτροπή (Προτρεπτική υποτακτική ή προστακτική) οπότε το κείμενο προσλαμβάνει διδακτικό χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση προσδίδει στο ύφος αμεσότητα, οικειότητα, ζωντάνια, προσελκύει το ενδιαφέρον του δέκτη.

  • Το τρίτο ενικό και πληθυντικό:

προσδίδει αντικειμενικότητα, αμεροληψία, ουδετερότητα αφού ο πομπός προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τα πράγματα και να τα προσεγγίσει στις πραγματικές τους διαστάσεις μέσα από μια εξωτερική οπτική γωνία, από μια μηδενική εστίαση. Χρησιμοποιείται για γενικεύσεις σκεπτικών, προκειμένου να προκύψουν συμπεράσματα με ευρύτερη ισχύ και αποδοχή.

  • Εναλλαγή ρηματικών προσώπων: προσδίδει στο ύφος ποικιλία, το κείμενο γίνεται ελκυστικό

2.ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ

  1. Εξωκειμενικός χρόνος

Χρόνος πομπού= Χρονική στιγμή κατά την οποία ο πομπός (ομιλητής /συγγραφέας) στέλνει το μήνυμά του (αφηγηματικό περιεχόμενο).

Χρόνος δέκτη= Χρονική στιγμή κατά την οποία ο δέκτης (ακροατής /αναγνώστης) δέχεται το μήνυμα του πομπού.

Χρόνος γεγονότων= Χρονική στιγμή κατά την οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα της αφήγησης.

Παράδειγμα εξωκειμενικού χρόνου, όσον αφορά τα ομηρικά έπη:

Χρόνος πομπού 8ος αιώνας π.Χ. Χρόνος γεγονότων 12ος αιώνας π.Χ. Χρόνος δέκτη κάθε εποχή

 

  1. Εσωκειμενικός χρόνος

 Χρόνος ιστορίας – «αφηγημένος»: Χρονικά όρια μέσα στα οποία εκτυλίσσονται τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορία (story) της αφήγησης. Πραγματικός χρόνος,πρόκειται για τη φυσική διαδοχή, τη χρονική ακολουθία με την οποίαέγιναν τα γεγονότα.

 

  • Χρόνος αφήγησης – «αφηγηματικός»

 

Χρονική σειρά με την οποία παρουσιάζονται και διαρθρώνονται τα γεγονότα κατά την πορεία της αφήγησης. Υπάρχει συνήθως διαφορά ως προς τη χρονική σειρά, διάρκεια και συχνότητα των γεγονότων. Μια ιστορία μπορεί να παρουσιάζεται σε ένα κείμενο από την αρχή της ή από τη μέση ή από το τέλος. Όταν η αρχή της αφήγησης συμπίπτει με την αρχή της ιστορίας, τότε χρησιμοποιούμε τον όρο ab ovo. Όταν η αφήγηση αρχίζει από τη μέση της ιστορίας, χρησιμοποιούμε τον όρο in medias res.

 

ΧΡΟΝΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ (ΧΑ) – ΧΡΟΝΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ (ΧΙ)

  1. Ως προς τη σειρά /τάξη {η σχέση ανάμεσα στη χρονική διαδοχή των γεγονότων στην ιστορία και τη διάταξή τους στο κείμενο}

 Ευθύγραμμη σειρά – χρονική ακολουθία.

 Αναχρονία – παραβίαση χρονικής σειράς, ασυμφωνία ΧΙ και ΧΑ:

Ανάληψη (flashback): αναδρομική αφήγηση γεγονότων που είναπρογενέστερα από το σημείο της ιστορίας όπου βρισκόμαστε./

Πρόληψη (flashforward): πρόδρομη αφήγηση που ανακαλεί εκ τωνπροτέρων γεγονότα, τα οποία στην ιστορία θα διαδραματιστούν αργότερα (προοικονομία).

 

  1. Ως προς τη διάρκεια {η σχέση ανάμεσα στη διάρκεια των γεγονότων τηςιστορίας (ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια) και στην ψευδο-διάρκεια της εκφώνησής τους στην αφήγηση, την έκταση δηλαδή του κειμένου}

Επιτάχυνση (ΧΑ < ΧΙ)

Έλλειψη: παράλειψη τμήματος της ιστορίας.

 Περίληψη: πύκνωση, σύνοψη, σύντομη απόδοση τμήματος της ιστορίας (π.χ. ο ομηρικός Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων αφηγείται μέσα σε λίγες ώρες το μεγαλύτερο μέρος των περιπετειών του). Η πιο συνοπτική αφήγηση

είναι η ρήση του Καίσαρα “veni, vidi, vici”.

 

Επιβράδυνση (ΧΑ > ΧΙ)

Παύση: σταματά η εξέλιξη της ιστορίας (περίπτωση περιγραφής /σχολίου).

Επιμήκυνση: εκτεταμένη, διεξοδική αφήγηση – κάποτε και σε πολλές σελίδες- γεγονότων που διαρκούν ελάχιστες στιγμές (π.χ. στο έργο του Κ. Θεοτόκη «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» παρουσιάζεται σε εκτενή κεφάλαια μίαδεξίωση).

«Σκηνή» (ΧΑ = ΧΙ)

Διάλογος /μονόλογος: ίδια διάρκεια όπως και στην περίπτωση που θα εκφωνούνταν πραγματικά από τα πρόσωπα.

 

iii. Ως προς τη συχνότητα {η σχέση ανάμεσα στις φορές που ένα γεγονός εμφανίζεται στην ιστορία και τις φορές που αυτό αναφέρεται στο κείμενο}

 Μοναδική αφήγηση: αφήγηση μία φορά αυτού που έγινε στην ιστορία μία φορά.

 Επαναληπτική αφήγηση: αφήγηση περισσότερες από μία φορές αυτού πουσυνέβη στην ιστορία μια φορά. ‘Οχι πανομοιότυπη επανάληψη αφήγησης, αλλάυφολογικές διαφορές και παραλλαγές ως προς την εστίαση

 Θαμιστική αφήγηση: αφήγηση μία φορά αυτού που έγινε χ φορές

 

  1. ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ

 

 Επιλογή ρηματικών χρόνων

Οι ρηματικοί χρόνοι φανερώνουν τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον), καθώς και τον τρόπο ενέργειας (εξακολουθητικό, συνοπτικό, συντελεσμένο). Συγκεκριμένα:

α) Ο ενεστώτας

χρησιμοποιείται για να δηλώσει:

– κάτι που γίνεται στο παρόν εξακολουθητικά (π.χ. Εργάζεται ακατάπαυστα για να ανταποκριθεί στα δάνειά του).

– κάτι που συμβαίνει διαχρονικά. Είναι ο γνωμικός ενεστώτας (π.χ. Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται).

– κάτι που αναμφισβήτητα θα συμβεί. Τίθεται αντί του μέλλοντα (π.χ. Αύριο είμαι ελεύθερος).

– ζωντάνια στην αφήγηση. Είναι ο ιστορικός ενεστώτας αντί του αορίστου (π.χ. Τρώει ο κακός λύκος τη γιαγιά, φοράει τα ρούχα της και ξαπλώνει στο κρεβάτι της. Αντί: έφαγε, φόρεσε και ξάπλωσε)

– παρασταστικότητα. Τίθεται αντί του παρατατικού (π.χ. Ξάπλωσε, λοιπόν, ο λύκος στο κρεβάτι της γιαγιάς και νάτος που περιμένει την κοκινοσκουφίτσα. Αντί: περίμενε).

β) Ο παρατατικός

φανερώνει ότι κάτι γινόταν στο παρελθόν εξακολουθητικά, με διακοπή ή χωρίς (π.χ. Εργαζόταν σε μια καπνοβιομηχανία, όταν ζούσε στην Κομοτηνή).

γ) Ο στιγμιαίος μέλλοντας

δηλώνει ότι κάτι θα γίνει στο μέλλον, χωρίς συνέχεια ή επανάληψη(π.χ. Αν προσπαθήσεις, θα ανταμειφθούν οι κόποι σου).

δ) Ο εξακολουθητικός μέλλοντας

γνωστοποιεί ότι κάτι θα γίνεται στο μέλλον με αδιάκοπη συνέχεια ή με επανάληψη (π.χ. Διασκέδασε τώρα, γιατί μια ζωή θα δουλεύεις).

ε) Ο συντελεσμένος μέλλοντας

διευκρινίζει ότι κάτι θα έχει τελειώσει / ολοκληρωθεί στο μέλλον, πριν από κάτι άλλο (π.χ. Μέχρι να γυρίσεις στο σπίτι, θα έχω μαγειρέψει)

στ) Ο αόριστος

χρησιμοποιείται για να δηλώσει:

– κάτι που έγινε στο παρελθόν και παρουσιάζεται συνοπτικά, ανεξάρτητα με το αν διήρκησε πολύ ή λίγο (π.χ. Έζησε μια ζωή γεμάτη στερήσεις).

– κάτι που συμβαίνει συνήθως (γνωμικός αόριστος).

– κάτι τόσο βέβαιο, ώστε ο πομπός θεωρεί ότι έχει ήδη συμβεί. Τίθεται αντί για μέλλοντα (π.χ. Κάνε μπάνιο κι εγώ ετοιμάστηκα. Αντί θα ετοιμαστώ).

ζ) Ο παρακείμενος

δηλώνει ότι κάτι έχει γίνει στο παρελθόν και παραμένει συντελεσμένο τη στιγμή που μιλάμε (π.χ. Έχει ανάψει μεγάλη φωτιά. Δηλαδή, η φωτιά άναψε κατά το παρελθόν, εξακολουθεί και τώρα να καίει).

η) Ο υπερσυντέλικος

καταδεικνύει ότι κάτι έγινε στο παρελθόν και τελείωσε, πριν γίνει κάτι άλλο (π.χ. Είχε ήδη δύο παιδιά, όταν απέκτησε το πτυχίο της).

  1. Επιλογή ρηματικών εγκλίσεων

Οριστική

= φανερώνει το πραγματικό, το βέβαιο, καθώς και το δυνατό, το πιθανό, ευχή,παράκληση.

Υποτακτική

= συνοδεύεται από τα μόρια:ας, να και τους συνδέσμους:αν, όταν, πριν, μόλις, να μη, μήπωςκαι φανερώνει κάτι ενδεχόμενο ή επιθυμητό, καθώς και προτροπή, παραχώρηση, ευχή, το δυνατό, το πιθανό, απορία, προσταγή ή απαγόρευση.

Προστακτική

= φανερώνει την επιθυμία ως προσταγή, αλλά μπορεί να διατυπωθεί και ως προτροπή, απαγόρευση, παράκληση, ευχή.

 

κάτω από: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | με ετικέτα ,  |  | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ- Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ- ΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ


Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων