-
Τοπική Ιστορία_ Μακεδονικός Αγώνας
Σύλλογος “Ορφέας”
Ποια ήταν η δράση του συλλόγου κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα;
Σιλουανή, Όμιλος ΟΡΦΕΑΣ Σερρών
Ποια ήταν η δράση των πολιτικών προσώπων, του προξενείου στον Μακεδονικό Αγώνα;
Δήμητρα, Παρουσίαση χωρίς τίτλο
Η μάχη της Καμενίκιας
Καπετάν Μητρούσης
Γιώργος KAΠΕΤΑΝ ΜΗΤΡΟΥΣΗΣ 310324
Σερραίες Δασκάλες
Νέστωρ, Δημήτης Β. , Δημήτρης Μ., ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΔΑΣΚΑΛΕΣ ΣΤΟ ΜΑΚΕΔΕΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ
- Αυτόχθονες λαοί
Αβορίγινες εργασία από τη Σιλουανή Κ.
Λάπωνες εργασία από τον Δημήτρη Β.
Μάγιας,εργασία από τον Μιχαήλ Κ.
- Συνέντευξη από τον πατέρα μου, απόγονο προσφύγων Μικρασίας, από την Εβίτα Κ.
– Ποιος ήταν ο τόπος προέλευσής τους;
Από το χωριό Σκοπός της Ανατολικής Θράκης (σημερινή Τουρκία), το οποίο ήταν 12 χλμ. ΝΑ των Σαράντα Εκκλησιών και 87 χλμ. από την Κωνσταντινούπολη. Το χωριό αυτό δημιουργήθηκε γύρω στο 1300 μ.Χ. από τη συνένωση 4-5 γειτονικών χωριών, όπως το Καστράκι, Ηράκλεια κ.α. Ονομάστηκε “Σκοπός”, διότι το χωριό αποτελείται από 4 λόφους και πριν να οργανωθεί σε οικισμό, υπήρχε ένας σκοπός στο πρώτο ύψωμα και ένας σκοπός στο τελευταίο. Τα εμπορικά και άλλα καραβάνια διέσχιζαν το πέρασμα ανάμεσα στα υψώματα και οι σκοποί παρατηρούσαν να μη χτυπηθεί το καραβάνι από ληστές. Επειδή ήταν εύκολη η οχύρωσή τους στους λόφους, γι’ αυτό τον λόγο επιλέχθηκε να μετοικίσουν εκεί κάτοικοι από τα προαναφερόμενα χωριά, καθώς περί το 1300 υπήρχαν πάρα πολλές ένοπλες ληστρικές ομάδες Τούρκων που δρούσαν ανενόχλητοι στην περιοχή.
– Τι γνωρίζεις για τις συνθήκες διαβίωσης εκεί πριν τη Μικρασιατική καταστροφή;
Οι κάτοικοι του χωριού εκτός από τον διωγμό του 1922 υπέστησαν έναν ακόμα διωγμό το 1915, ο οποίος τους κράτησε από το χωριό τους για περίπου 3 χρόνια. Το χωριό ήταν Δήμος και είχε 4 προέδρους (μουχτάρηδες) σε κάθε λόφο (Αλεμώνι, Σακισλί, Παλατίνι, Κυριακό). Πριν το 1915 το χωριό αριθμούσε περί τους 12.000 κατοίκους. Ήταν αμιγώς ελληνικό και υπήρχαν μόνο 2-3 οικογένειες Τούρκων εργατών, οι οποίοι ζούσαν ειρηνικά και σε πλήρη αρμονία με τον χριστιανικό πληθυσμό. Το χωριό είχε μια μεγάλη εκκλησία, που πήγαινε όλος ο κόσμος κάθε Κυριακή. Επίσης, είχε μια μεγάλη σάλα (αίθουσα εκδηλώσεων) που γίνονταν χοροεσπερίδες κυρίως τα Σαββατόβραδα με ζωντανή μουσική και χορό. Εκεί είχαν την ευκαιρία οι νέοι και οι νέες της περιοχής να έρθουν σε επαφή και να γνωριστούν. Ήδη από το 1870 λειτουργούσε πολιτιστικός σύλλογος “Ορφεύς”, ο οποίος είχε αναγνωστική βιβλιοθήκη, εκμάθηση παραδοσιακών χορών, οργάνωνε χοροεσπερίδες και λειτουργούσε ως πολιτιστικό- πνευματικό κέντρο. Υπήρχε Παρθεναγωγείο (σχολείο για κορίτσια), στο οποίο όποια κοπέλα τελείωνε και τις 2 τελευταίες τάξεις, μπορούσε να διδάξει ως δασκάλα σε σχολείο. Μετά τον διωγμό του 1915, τα σπίτια και τα κτίρια του χωριού λεηλατήθηκαν. Το 191 με το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και αφού η Τουρκία συγκαταλεγόταν στους ηττημένους, αναγκάστηκε να δεχτεί την επιστροφή των εξορίστων για 3 χρόνια. ΟΙ κάτοικοι με την επιστροφή τους στο χωριό είδαν τα σπίτια τους διαλυμένα. Με δάνειο 100 δραχμών από το ελληνικό κράτος, έκαστος οικογενειάρχης αγόραζε μισή αγελάδα ή μισό βόδι. Άρα 2 οικογένειες μαζί αγόραζαν ένα βόδι προκειμένου να οργώσουν τα χωράφια τους, που είχαν εγκαταληφθεί. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι αγρότες είχαν αμπέλια, από τα οποία παρήγαγαν κρασί. Είχαν σιτάρια και ζώα. Επίσης, είχαν αποστακτήρια και έβγαζαν τσίπουρο. Από το γάλα το βουβαλίσιο έκανα βούτυρο και από το αγελαδινό τυρί και γιαούρτι. Κάθε εβδομάδα έψηναν ψωμί. Η κάθε οικογένεια είχε φούρνο στην αυλή. Τα Χριστούγεννα έσφαζαν ένα γουρούνι, πάστωναν λαρδί (λίπος γουρουνιού με αλάτι), έκοβαν μπριζόλες και τις άλειφαν με κόκκινο πιπέρι. Οι γυναίκες μαζεύονταν σε ομάδες στα σπίτια και έκαναν τον σκοπιανό παραδοσιακό κουραμπιέ. Μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει και δεν παράγεται πουθενά εκτός από τον Νέο Σκοπό. Ακόμα έκαναν λουκάνικα τα οποία ξέραιναν στον αέρα. Με αυτόν τον τρόπο όλα τα φαγητά διατηρούνταν για πολλούς μήνες. Εκτός από κοτόπουλα, γουρούνια και αγελάδες είχαν και οικόσιτα κουνέλια. Κάθε πρωί περνούσε ο αγελαδάρης, έπαιρνε από κάθε σπίτι την αγελάδα ή τη βουβάλα και την πήγαινε στην αγέλη να βοσκήσει. Το απόγευμα τα γύριζε πίσω, ώστε να τα αρμέξουν. Στο κέντρο της αυλής πάντα υπήρχε ένα μαγκανοπήγαδο. Οι αυλές των σπιτιών περιβάλλονταν από ψηλούς μαντρότοιχους, σαν φρούρια. Μόλις έπεφτε ο ήλιος, η κεντρική πύλη της αυλής, δίφυλλη χοντρή ξύλινη πόρτα, αμπάρωνε και ασφαλιζόταν και σπάνια άνοιγε ξανά μέχρι το ξημέρωμα. Την εποχή εκείνη η ασφάλεια του καθενός ήταν δική υπόθεση. Δεν υπήρχε σπίτι χωρίς πεντάσφαιρο πιστόλι ή και ένα μακρίκανο τουφέκι.
- Μπορείς να μου περιγράψεις το χρονικό της καταστροφής και της εγκατάλειψης της πατρίδας τους;
Αφού γύρισαν από τον πρώτο διωγμό το 1918 στο χωριό τους, ξαναέφτιαξαν το σπίτι τους, τα αμπέλια τους και δούλεψαν σκληρά για 4 χρόνια. Αφού ξανάγιναν άρχοντες με τα ζώα τους και τα κρασιά τους (πολλά σπίτια είχαν βαρέλι χωρητικότητας 4.000 λίτρων), τον Οκτώβριο του 1922 έρχεται η είδηση της μικρασιατικής καταστροφής. Μέσα στο κλίμα όλης της εποχής η κάθε οικογένεια ετοιμάζεται ξανά να ξεσπιτωθεί, όμως αυτή τη φορά οργανωμένα με τα δικά τους κάρα και ό,τι περιουσιακό στοιχείο μπορούν να κουβαλήσουν πάνω στη βοϊδάμαξα. Η αναχώρηση γίνεται στις 22 Οκτωβρίου 1922. Οι αυλές και οι δρόμοι του χωριού βάφονται κατακόκκινοι από το κρασί. Οι κάτοικοι πήραν όσο μπορούσαν να κουβαλήσουν και έσπασαν με τσεκούρι τα βαρέλια για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ξεκίνησαν σιγά σιγά προς τα βορειοανατολικά και έφτασαν στον προορισμό τους στον Νέο Σκοπό, σε 100 μέρες περίπου. Αυτές τις 100 μέρες κοιμόντουσαν οι οικογένειες κάτω από το κάρο, μέσα στο κρύο σκεπασμένοι με μουσαμάδες. Αφού σώθηκαν τα τρόφιμα και τα ζωντανά τους, όσοι είχαν μαζεμένες κάποιες χρυσές λίρες, τις χαλούσαν στον δρόμο και τις αντάλλασσαν με τρόφιμα. Για να μην κινδυνεύουν με κατάσχεση ή κλοπή από στρατιώτες ή ληστές, οι λίρες ήταν κρυμμένες μέσα σε πήλινη κανάτα νερού με λιωμένο κερί από πάνω, έτσι ώστε να δημιουργηθεί 2ος πάτος και να μην κουνιούνται ούτε και να κουδουνίζουν. Όταν υπήρχε ανάγκη , η γιαγιά που κρατούσε την κανάτα, έξυνε λίγο στην άκρη του πάτου, έβγαζε μια λίρα και εφοδίαζε την οικογένεια με τρόφιμα για 10 ημέρες. Όταν μετά από 100 ημέρες ταξίδι είδαν το ύψωμα του Νέου Σκοπού με το ποτάμι του Αϊ Γιάννη δίπλα, τους θύμισε το χωριό τους και αποφάσισαν να εγκατασταθούν. Τα πρώτα χρόνια πίστευαν ότι θα μείνουν για λίγο καιρό στη νέα πατρίδα και πολύ γρήγορα θα γυρνούσαν πίσω στο σπίτι τους, στα χωράφια τους και στο αγαπημένο τους χωριό.