Οι λόγοι για τη δημόσια παροχή εκπαίδευσης και πιθανοί λόγοι για τη διαφοροποίηση μεταξύ διαφορετικών βαθμίδων στην ελληνική περίπτωση

Οικονομικά για τη διαχείριση του Δημόσιου Τομέα

Οικονομικά της ευημερίας (ΜΡΑ 510)

 Οι λόγοι για τη δημόσια παροχή εκπαίδευσης και πιθανοί λόγοι για τη διαφοροποίηση μεταξύ διαφορετικών βαθμίδων στην ελληνική περίπτωση

 Εκεί που ανοίγει ένα σχολείο, κλείνει μια φυλακή

Βίκτωρ Ουγκώ

The_Greek_Crisis

Εισαγωγή

Η συζήτηση για την παροχή δημόσιας εκπαίδευσης σε όλους του πολίτες από το κράτος εντείνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Οι αναλύσεις και οι προσεγγίσεις γίνονται υπό το πρίσμα των κοινωνικών, αλλά και των οικονομικών χαρακτηριστικών που εμπεριέχει η παροχή αυτή.

Για να αξιολογηθεί με όρους οικονομίας της αγοράς η ανάγκη, το περιεχόμενο και η αποτελεσματικότητα της κρατικής παρέμβασης στον τομέα της εκπαίδευσης στη χώρα μας θα πρέπει να μελετηθούν όλες οι βασικές παράμετροι που προσδιορίζουν την αναγκαιότητά της (Gayer κ.ά, 2009 : 279). Θα πρέπει να αιτιολογηθεί, δηλαδή, για ποιους λόγους ασκεί το κράτος παρεμβατικό ρόλο στο αγαθό αυτό και δεν αφήνει την αγορά να λειτουργήσει και, ενδεχομένως, να το διαχειριστεί με τους δικούς της όρους και κανόνες και από ποια αναγκαιότητα επιβάλλεται η παροχή δημόσιας εκπαίδευσης. Οι παράμετροι που εξετάζονται είναι αν η εκπαίδευση: συνιστά δημόσιο αγαθό, ή/και προκαλεί θετικές “εξωτερικότητες”, αφού σε αυτές τις περιπτώσεις οι αγορές δεν καταφέρνουν να παρέχουν ένα αγαθό (Gayer κ.ά, 2009 : 283).

Η ανάλυση των χαρακτηριστικών αυτών αναδεικνύει το αν υπάρχουν λόγοι παροχής της εκπαίδευσης από το κράτος και σε ποιον βαθμό μπορεί αυτό να επιτυγχάνεται.

Στην παρούσα εργασία, λοιπόν, θα εξεταστούν οι λόγοι παροχής της εκπαίδευσης από το κράτος και αν στην παροχή υπάρχουν ή πρέπει να υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις βαθμίδες της εκπαίδευσης, στο πλαίσιο των προσεγγίσεων των Οικονομικών του Δημόσιου τομέα – των οικονομικών της ευημερίας.

Η εκπαίδευση αποτελεί δημόσιο αγαθό;

Σύμφωνα με τους Gayer κ.ά (2009) η παροχή ενός δημόσιου αγαθού σημαίνει ότι η κατανάλωσή του δεν είναι ανταγωνιστική, με την έννοια ότι η αξιοποίηση του προσφερόμενου αγαθού από επιπλέον άτομα δεν προκαλεί επιπλέον κόστος για τον πάροχό του. Η πρόσθετη επιβάρυνση για τα άτομα από την αύξηση της κατανάλωσης, από τη στιγμή που γίνεται διαθέσιμο σε όλους είναι μηδενική ή σχεδόν μηδενική και παρέχεται στην ίδια ποσότητα και ποιότητα σε όλους, αφού δεν είναι εφικτός ο επιμερισμός του στα άτομα, που το δέχονται ισότιμα. Άλλο χαρακτηριστικό του δημόσιου αγαθού είναι  ότι δεν αποκλείονται άτομα από τη χρήση του, επειδή το κόστος αποκλεισμού κάποιου από την κατανάλωσή του είναι πολύ μεγάλο ή αδύνατο, ενώ παράλληλα όλα τα άτομα έχουν ίδια ποσότητα κατανάλωσης του δημόσιου αγαθού, αν και ποικίλλει το όφελος που προσλαμβάνει καθένα από αυτά. Στη διάθεση, τέλος, του δημόσιου αγαθού δεν είναι δυνατή η είσπραξη τιμής, ενώ η ύπαρξή της δεν αποτελεί  λόγο αποκλεισμού ατόμων (Gayer κ.ά, 2009· Ράπανος κ.ά, 2017· Πεμπετζόγλου, 2011).

Με βάση τα δεδομένα αυτά η εκπαίδευση δεν αποτελεί δημόσιο, αλλά ιδιωτικό αγαθό, που παρέχεται από το κράτος, γιατί δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για μη ανταγωνιστική χρήση και επειδή στη χρήση αυτή μπορεί να επιβληθεί η αρχή του αποκλεισμού (Ράπανος κ.ά, 2017, Gayer κ.ά, 2009 : 283), και ειδικότερα:

Η κατανάλωσή του αγαθού είναι ανταγωνιστική, αφού με δεδομένα τα σταθερά μεγέθη οικονομικής παροχής, η αύξηση των ατόμων που αξιοποιούν τους πόρους προκαλεί κάποιο κόστος στους άλλους καταναλωτές. Η αύξηση π.χ του μαθητικού δυναμικού παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο Δημοτικό Σχολείο, όταν είναι σταθερός ο αριθμός του ειδικευμένου προσωπικού, σηματοδοτεί την υποβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσής τους, επειδή πολλοί μαθητές με διαφορετικές μαθησιακές ανάγκες στερούν τη δυνατότητα ενισχυμένης εξατομικευμένης φροντίδας και προσαρμογής της διδασκαλίας στις ιδιαιτερότητες καθενός μαθητή. Αν σε ένα τμήμα του σχολείου φοιτούν 20 μαθητές κι ένας από αυτούς ανήκει στην κατηγορία των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και χρειάζεται πρόσθετη και εξατομικευμένη υποστήριξη δημιουργεί κάποιες σταθερές επιβάρυνσης στην ομάδα. Αν ο αριθμός αυξηθεί σε δύο μαθητές  με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ακόμη κι αν ο αριθμός παραμείνει ίδιος (είκοσι) θα προκύψει υποβάθμιση της παρεχόμενης ποιότητας εκπαίδευσης και για τους δεκαοχτώ μαθητές, αλλά και για τον άλλο μαθητή της ίδιας κατηγορίας.

Το ίδιο συμβαίνει σε νηπιαγωγείο με μια νηπιαγωγό με την αύξηση του αριθμού των νηπίων που φοιτούν, αφού όσο αυξάνεται ο αριθμός τους, στο προβλεπόμενο, νομοθετημένο, πλαίσιο αναλογίας μαθητών ανά εκπαιδευτικό τόσο υποβαθμίζεται η παρεχόμενη εκπαίδευση και προκαλούνται ουσιαστικά προβλήματα στη διδασκαλία.

Ο αποκλεισμός μαθητών και υποψήφιων φοιτητών από βαθμίδες και αντικείμενα σπουδών είναι εύκολα δυνατός, εξαιτίας των κοινωνικών, οικονομικών, οικογενειακών συνθηκών, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους (αναπηρία) κ.ά. Το στοιχείο αυτό είναι πολύ πιο έντονο όσο  ανεβαίνουμε στις βαθμίδες εκπαίδευσης (Τριτοβάθμια εκπαίδευση).

Από αυτά συνάγεται ότι η εκπαίδευση έχει χαρακτηριστικά ιδιωτικού αγαθού.

Η εκπαίδευση δημιουργεί θετικές εξωτερικότητες;

Η άλλη διάσταση που πρέπει να εξεταστεί για να αποτιμηθεί η αποτελεσματικότητά της είναι αν η εκπαίδευση προκαλεί θετικές εξωτερικότητες. Εξωτερικότητα, σύμφωνα με τους Gayer κ.ά (2009) είναι όταν η επίπτωση της “δραστηριότητας μιας πλευράς επηρεάζει άμεσα την ευημερία κάποιας άλλης κατά τρόπο που δεν μεταβιβάζεται μέσω των τιμών της αγοράς”. Είναι η «εξωτερική επίδραση», η συνέπεια που υπάρχει από τη δραστηριότητα ενός ατόμου σε άλλα πρόσωπα, η επίδραση των πράξεών του στην ευημερία του άλλου ή των άλλων προσώπων (Χατζής, 2006).

Ο Νέλσον Μαντέλα πιστεύει ότι η «εκπαίδευση είναι το πιο ισχυρό όπλο, το οποίο μπορείς να χρησιμοποιήσεις για να αλλάξεις τον κόσμο», ενώ ο Αριστοτέλης ισχυρίσθηκε ότι «αυτοί που μελέτησαν προσεκτικά τον τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων, πρέπει να έχουν πεισθεί  πως η τύχη των εθνών εξαρτάται από την εκπαίδευση των νέων».  Από τις απόψεις αυτές αναδεικνύεται η ισχυρή δυνατότητα της εκπαίδευσης να λειτουργήσει ουσιαστικά στην οικοδόμηση της κοινωνίας και να προκαλέσει εξωτερικότητες ως μια θεσμική δομή, αν και έχει, κυρίως, χαρακτηριστικά ιδιωτικού αγαθού.

Με ανάλογες αντιλήψεις και θέσεις αναδεικνύεται η δύναμη της εκπαίδευσης στη  διαμόρφωση των όρων της κοινωνίας και στην εδραίωση κι ενίσχυση της δημοκρατίας (Gayer κ.ά, 2009). Σύμφωνα δε με τον Dee (2004), όπως αναφέρεται στους Gayer κ.ά (2009: 284) τα επιπλέον χρόνια εκπαίδευσης συνδέονται με μεγαλύτερη συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες, με πιο συστηματική ανάγνωση εφημερίδων και με μεγαλύτερη αποδοχή της ελευθερίας του λόγου.

Η εκπαίδευση συμβάλλει καθοριστικά στην κοινωνικοποίηση των ατόμων, στην ανάπτυξη των δημοκρατικών ιδεωδών, στη διατήρηση και διαφύλαξη της πολιτικής σταθερότητας. Παράλληλα αυξάνει την κοινωνική κινητικότητα, με όρους δικαιοσύνης και ισότητας (Ράπανος κ.ά, 2017). Από πολλές έρευνες προκύπτει παράλληλα ότι η εκπαίδευση συμβάλλει στον εκδημοκρατισμό των χωρών, αν και η άποψη αυτή κατά τους Acemoglou κ. ά (2005), όπως  αναφέρεται στους Gayer κ.ά (2009: 284 – 285) δεν επιβεβαιώνεται από κάποιες άλλες εμπειρικές έρευνες, οι οποίες μελέτησαν την επίδραση των ετών και του επιπέδου της εκπαίδευσης στο βαθμό δημοκρατικότητάς τους και για αυτόν το λόγο τίθενται σε αμφισβήτηση.

Μια βασική θεώρηση για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης αποτελεί η καταλυτική συμβολή της στην κοινωνική προσαρμογή των ατόμων. Η ωφέλεια της εκπαίδευσης στην κατεύθυνση αυτή διαφέρει ανάλογα με τη βαθμίδα εκπαίδευσης. Είναι φυσικό να είναι πολύ πιο αποτελεσματική στην κοινωνικοποίηση των παιδιών στις πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) και λιγότερο στην τριτοβάθμια, όπου με το κριτήριο αυτό η παρέμβαση πρέπει να είναι μικρότερη (Gayer κ.ά, 2009 : 285).

Στη χώρα μας οι δημόσιες δαπάνες για την Τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι πολύ ψηλές και καλύπτουν πλήρως την πανεπιστημιακή χρηματοδότηση, αφού δεν υπάρχουν δίδακτρα ή επιβαρύνσεις για τους φοιτητές, κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα οικονομικών πολιτικών άλλων χωρών, που επιδοτούν τη βαθμίδα αυτή με διάφορους τρόπους.

Υπάρχει προβληματισμός για το αν αν η τριτοβάθμια θα έπρεπε να επιχορηγείται, επειδή αυξάνει την παραγωγικότητα.

Ανάγκη ισότητας και δικαιοσύνης

Η ανάλυση που έγινε με όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας αναδεικνύει ότι η εκπαίδευση δεν είναι δημόσιο αγαθό, προκαλεί, όμως, θετικές εξωτερικότητες, που διαβαθμίζονται ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσης.

Αν, όμως, θέσουμε, ως κριτήριο την ανάγκη, κοινωνικής δικαιοσύνης ή ισότητας αναφύονται βασικά επιχειρήματα υπέρ της δημόσιας εκπαίδευσης και της επιδότησης της ανώτατης εκπαίδευσης (Gayer κ.ά, 2009: 287), γεγονός που καθιστά αναγκαία την αναδιανομή πόρων από άτομα σε άλλα άτομα (Gayer κ.ά, 2009: 122).

Το κράτος για λόγους ισότητας και δικαιοσύνης θα πρέπει να παρέχει το αγαθό της εκπαίδευσης ισότιμα σε όλους, χωρίς διαφοροποιήσεις και διακρίσεις, ώστε να μην υπάρχουν πολίτες με μειωμένη ή καθόλου εκπαίδευση. Η αρχή της ισότητας ως προς την πρόσκτηση των αγαθών επιβάλλει να έχουν όλοι οι πολίτες πρόσβαση ανεξάρτητα από τα σχετικά οφέλη και κόστη, ιδιαίτερα στις χαμηλές βαθμίδες της εκπαίδευσης (Gayer κ.ά, 2009: 287).

Αν και τεκμηριώνεται η  ανάγκη υποστήριξης των δύο πρώτων βαθμίδων στην εκπαίδευση, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση η κατάσταση είναι πολύπλοκη κι αυτό γιατί, όπως προκύπτει από έρευνες και στατιστικά στοιχεία υπάρχουν σαφείς ανισότητες, που έχουν γεωγραφικές και  εκπαιδευτικές αναφορές.

Σύμφωνα με στοιχεία του Κέντρου Ανάπτυξης εκπαιδευτικής πολιτικής της Γ.Σ.Ε.Ε ο βαθμός επιτυχίας και οι πιθανότητες πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση συνδέονται άμεσα με το βαθμό κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης κάποιας περιοχής. Σε περιοχές με χαμηλό δείκτη ανάπτυξης, ψηλή ανεργία, φτωχά λαϊκά στρώματα οι υποψήφιοι έχουν λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας. Η πλειοψηφία των φοιτητών προέρχεται από εύπορες οικογένειες ενώ τα παιδιά των φτωχών οικογενειών έχουν εξαιρετικά μειωμένες επιδόσεις. Αυτή η δυσαναλογία διατηρείται ακόμη και με την αύξηση του αριθμού των φοιτητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που υπάρχει τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας (Gayer κ.ά, 2009: 289).

Έχει γενικά αναπτυχθεί μια συζήτηση για το αν το κράτος θα πρέπει να παρέχει και για ποιους λόγους κάποια αγαθά και σε ποιο ύψος. Άλλοι πιστεύουν ότι παρέχει πολλά και άλλοι λίγα.

Με δεδομένο ότι η εκπαίδευση δημιουργεί θετικές εξωτερικότητες το κράτος θα πρέπει να την επιδοτεί. Η καθιέρωση, όμως, της βασικής εκπαίδευσης ως δωρεάν και υποχρεωτικής υπερβαίνει την έννοια της επιδότησης. Η επιδότηση αυτή δεν γίνεται με όρους αποτελεσματικότητας, γιατί τότε θα επιδοτούνταν μόνο στο βαθμό που παράγει θετικές εξωτερικότητες (Gayer κ.ά, 2009: 288 – 289).

Το σύστημα της δωρεάν και υποχρεωτικής εκπαίδευσης δικαιολογείται στο πλαίσιο της αρχής της ισότητας ως προς τα αγαθά, στο πλαίσιο, δηλαδή, της άποψης ότι όλοι έχουν δικαίωμα να αποκτήσουν ένα συγκεκριμένο μορφωτικό επίπεδο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το απαραίτητο κόστος (Gayer κ.ά, 2009: 289).

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των συστημάτων εκπαίδευσης είναι ότι το κράτος παράγει εκπαιδευτικές υπηρεσίες εκτός του ότι τις χρηματοδοτεί. Σύμφωνα με μια θεωρία είναι απαραίτητο η εκπαίδευση να παράγεται από το δημόσιο τομέα, προκειμένου να δημιουργηθούν στην κοινωνία θετικές εξωτερικότητες. Η εκπαίδευση, τέλος, βελτιώνει την παραγωγικότητα και συμβάλλει στη διαμόρφωση καλύτερα πληροφορημένων και κοινωνικοποιημένων πολιτών (Gayer κ.ά, 2009: 289).

 Η συνταγματική επιταγή

Οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, η ανάγκη διαμόρφωσης όρων δημοκρατικής στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών παγίωσε την αντίληψη παροχής δημόσιας εκπαίδευσης, ως ενός αγαθού που συνδέεται με την ελευθερία και τα δικαιώματά τους. Η άποψη αυτή απέκτησε ειδική νομική υπόσταση και βαρύτητα, αφού συμπεριλήφθηκε (και) στο άρθρο 16 του ισχύοντος  Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο:

Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.

Όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια.

Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν Ν.Π.Δ.Δ με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 16 του συντάγματος «η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».

Η πρόβλεψη αυτή απομακρύνει τη δυνατότητα προσέγγισης του θέματος της παροχής δημόσιας εκπαίδευση με οικονομικούς όρους αγοράς, δημιουργώντας εμπόδια στην απελευθέρωση της παροχής του ιδιωτικού αυτού αγαθού στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, αφού στις πρώτες βαθμίδες υπάρχει πρόβλεψη ελεύθερης παροχής με όρους και προϋποθέσεις που θέτει το ίδιο το κράτος. Ειδικότερα στην παρ. 8 του άρθρου 16 του ισχύοντος  Συντάγματος προβλέπεται ότι «νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά…».

Το Σύνταγμα της χώρας μας έχει θεσμοθετήσει τη δυνατότητα παροχής εκπαίδευσης στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση από ιδιωτικούς φορείς και άτομα, που μπορούν με συνθήκες κανόνων και κριτηρίων της αγοράς και τους περιορισμούς που θέτει το ίδιο το κράτος να παρέχουν το αγαθό της εκπαίδευσης, ως μιας εναλλακτικής δυνατότητας ελεύθερης επιλογής από τους πολίτες.

Συμπεράσματα

Η Ελλάδα διαθέτει το 3% περίπου του Α.Ε.Π της για την εκπαίδευση, η οποία αποτελεί ένα θεμελιώδες δικαίωμα όλων των πολιτών. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα κοινωνικό αγαθό, αλλά και υποχρέωση, που παρέχεται στο πλαίσιο της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης και προστατεύεται από το κράτος στο πλαίσιο τα ισότητας, της δικαιοσύνης και του σεβασμού των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων όλων των ατόμων.

Με βάση τους κανόνες της αγοράς η παιδεία δεν αποτελεί δημόσιο αγαθό, επειδή δεν τηρεί τις σχετικές προϋποθέσεις,  δημιουργεί, όμως, όπως διαπιστώθηκε θετικές εξωτερικότητες. Επιδράσεις, δηλαδή, που σχετίζονται με την ποιότητα και την οργάνωση της κοινωνίας. Από την αφετηρία αυτή γεννιέται, με όρους οικονομικών της ευημερίας η υποχρέωση παροχής της σε όλους τους πολίτες ως αναγκαίας αποστολής του κράτους.

Με βάση τις συνταγματικές προβλέψεις και το αντίστοιχο νομοθετικό πλαίσιο της χώρας μας η εκπαίδευση παρέχεται σε όλες τις βαθμίδες της από το κράτος, ως αναγκαιότητα στην κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, που πρέπει να έχουν δικαίωμα ελεύθερης και δωρεάν πρόσβασης στο αγαθό αυτό.

Η υποτυπώδης ανάλυση των όρων του συντάγματος (άρθρο 16) εμπεριέχει τις υποχρεώσεις του κράτους. Ειδικότερα, στη φράση «όλοι οι Έλληνες» δίνεται η διάσταση της καθολικότητας, της γενικευμένης παροχής σε όλα τα άτομα, δίχως διακρίσεις και αποκλεισμούς, ενώ η επίκληση της «δωρεάν παιδείας» αναφέρεται στην κάλυψη του κόστους παροχής της εκπαίδευσης που διασφαλίζει το ελάχιστο που υποχρεούται να δίνει το κράτος και είναι προφανώς η χορήγηση των βιβλίων, η μη καταβολή διδάκτρων, η μετακίνηση των μαθητών κ.λπ.

Βιβλιογραφία

Gayer, T., Rosen, H., Καπλάνογλου, Γ., Ράπανος, Β. (2009). Δημόσια Οικονομική. Αθήνα. Εκδόσεις Κριτική.

Πεμπετζόγλου, Μ. (2011). Δημόσια οικονομική. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης. Κομοτηνή. Ανακτήθηκε από: https://images.slideplayer.gr/41/11245160/slides/slide_11.jpg (ημερομηνία πρόσβασης 22.10.2018).

Ράπανος, Β. Καπλάνογλου, Γ. (2017). Δημόσια Οικονομική – Διάλεξη 5, Δημόσια αγαθά [Πανεπιστημιακές Σημειώσεις]. Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αθήνα. Ανακτήθηκε από: https://eclass.uoa.gr/modules/document/ (14.10.2018).

Χατζής, Α. (2006). Δίκαιο και οικονομικά – σημειώσεις. Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ανακτήθηκε από: https://www.electricallab.gr/e-yliko/2015-12-05-17-43-02-1/994-dikaio-oikonomika-simeioseis-sel-145/file (ημερομηνία πρόσβασης 22.10.2018).

Διαπολιτισμική εκπαίδευση

Η ανομοιογένεια του μαθητικού πληθυσμού συνιστά ένα σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα, καθώς συνδέεται εσφαλμένα με τα υψηλά  ποσοστά της σχολικής αποτυχίας. Προσπάθειες για την επίλυση αυτού του προβλήματος οδήγησαν στην ανάγκη αλλαγής της κυρίαρχης εθνοκεντρικής εκπαιδευτικής πολιτικής με την υιοθέτηση μιας «πολυπολιτισμικής εκπαίδευσης». Όμως, ούτε η πολιτική αυτή απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα μιας και η εφαρμογή της ανέδειξε μια σειρά ζητημάτων άλλου είδους, που υποχρέωσε τους μελετητές να συσχετίσουν το θέμα της χαμηλής επίδοσης με το ζήτημα των κοινωνικών ανισοτήτων και ιδιαίτερα με την ταξική ανισότητα (Ανδρούσου – Ασκούνη, 2001:38).

Πρόσφατες εκτεταμένες έρευνες και μελέτες καταδεικνύουν ότι το ζήτημα της επίδοσης των μαθητών συνδέεται άμεσα με την κοινωνική προέλευσή τους (Φραγκουδάκη, 2001:96). Προκαταλήψεις, στερεότυπα και επιλογές του τύπου για χωριστή συμφοίτηση για τα παιδιά των μεταναστών ή προσφύγων, στην πραγματικότητα αποπροσανατολίζουν την ουσία του προβλήματος γι’ αυτό που πραγματικά συμβαίνει στη σχολική τάξη. Έτσι η λύση που προτείνουν οι γονείς για χωριστές τάξεις δε θα επέλυε σε καμιά περίπτωση το πρόβλημα της χαμηλής επίδοσης.

Αντίθετα ο προσανατολισμός της εκπαιδευτικής πολιτικής προς την εδραίωση του «διαπολιτισμικού μοντέλου εκπαίδευσης» είναι ικανός να φέρει ένα νέο αέρα στο σύγχρονο σχολείο και να καλύψει τις ανάγκες μιας νέας εποχής, μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Όμως ακόμη και η υιοθέτηση του προτεινόμενου μοντέλου της διαπολιτισμικής αντίληψης για την εκπαίδευση δεν πρέπει να εισαχθεί με άκριτο τρόπο, αφού όπως προκύπτει από τη σχετική βιβλιογραφία διακρίνουμε διαφορετικές παραλλαγές του (Χατζησωτηρίου, 2014:14 (Νικολάου Γ., http://repository.edulll.gr /edulll/ retrieve/1417/260.pdf). Απαιτείται, κυρίως, η ουσιαστική μεταρρύθμιση του σχολείου, δηλαδή το σχολείο να διαδραματίσει  ένα νέο ρόλο, που θα διασφαλίζει τα δικαιώματα όλων των μαθητών «διαφορετικών» και όχι αυτών της πλειονότητας. Όμως, κάτι τέτοιο επιβάλλει ιδεολογικές κατευθύνσεις πέρα από τις καθιερωμένες και βέβαια την ανάλογη πολιτική βούληση για το σκοπό αυτό.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να αξιοποιηθούν όλοι οι μηχανισμοί αντισταθμιστικής αγωγής στα πλαίσια του εκπαιδευτικού συστήματος, για την ενίσχυση των αλλοδαπών μαθητών και τη δυνατότητα ενσωμάτωσής τους στο σχολείο και στην κοινωνία. Ειδικότερα θα πρέπει να αξιοποιηθούν δυνατότητες που αφορούν στις δομές της ειδικής αγωγής (παράλληλη στήριξη και τμήματα ένταξης, όταν υπάρχουν διαπιστωμένα μαθησιακά προβλήματα), της υποστήριξης και ενσωμάτωσης αλλοδαπών και παλιννοστούντων μαθητών (τάξεις υποδοχής, φροντιστηριακά τμήματα), αλλά και η ανάπτυξη δράσεων στα πλαίσια των καινοτόμων θεσμών που να οικοδομούν σχέσεις συνεργασίας και αλληλοσεβασμού μεταξύ των μαθητών, στις οποίες μπορούν να είναι συμμέτοχοι οι γονείς και άλλα μέλη της σχολικής κοινότητας.

Η βελτίωση της ποιότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο σχολείο αποτελεί κίνητρο για τους εκπαιδευτικούς για να αντιληφθούν και να αναγνωρίσουν τη συνθετότητα και την ποικιλομορφία των χαρακτηριστικών των μαθητών τους.  Ο ρόλος των εκπαιδευτικών είναι σημαντικός για την ενίσχυση των μορφωτικών αγαθών των παιδιών και πρέπει να δρουν χωρίς αποκλεισμούς και κατηγοριοποιήσεις και να διδάσκουν τις ανθρώπινες αξίες: αλληλεγγύη, σεβασμό και αποδοχή του άλλου, όποιος κι αν είναι με βασικό στόχο κανένα παιδί να μην μείνει εκτός σχολείου (Λαγουδάκος, 2013).