Διαφοροποιημένη διδασκαλία στο νηπιαγωγείο

Διαφοροποιημένη διδασκαλία είναι

η διδακτική εκείνη προσέγγιση κατά την
οποία ο εκπαιδευτικός λαμβάνοντας υπόψη τη μαθησιακή ετοιμότητα, τα
ενδιαφέροντα και το μαθησιακό προφίλ των μαθητών του σχεδιάζει προγράμματα,
επιλέγει διδακτικές μεθόδους, τεχνικές και διδακτικά μέσα και οργανώνει μαθησιακές
δραστηριότητες που ανταποκρίνονται στις διαφορετικές ανάγκες των παιδιών
(Μπιρμπίλη, 2011˙ Κουτσελίνη, 2011). Τα παιδιά μιας σχολικής ομάδας, όπως η
ομάδα του νηπιαγωγείου μπορούν να διαφέρουν μεταξύ τους με βάση το :

  • οικονομικό,
  • κοινωνικό
  • πολιτισμικό υπόβαθρο της οικογένεια
  • τη σωματική
  •  νοητική
  • κοινωνικοσυναισθηματική τους ανάπτυξη
  • τις σχολικές ικανότητές τους
    (Jarolimek,Foster & Kellough, 2005 Σφυρόερα, 2007). Οι παραπάνω διαφορές έχουν ως
    αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφορών στις ανάγκες, στα ενδιαφέροντα, στην
    ετοιμότητα μάθησης, στους τρόπους και σ τους ρυθμούς μάθησης τ ων παιδιών
    (Κουτσελίνη, 2011). Επομένως, ο εκπαιδευτικός οφείλει να επιλέγει και να
    διαμορφώνει κατάλληλα το σχολικό περιβάλλον, τα διδακτικά μέσα, τις διδακτικές
    μορφές και πρακτικές και να προσαρμόζει το πρόγραμμα στις παραπάνω διαφορές
    και ιδιαιτερότητες των μαθητών του, διατηρώντας στον ίδιο βαθμό τις προσδοκίες
    του για όλους παρά τη διαφορά του έργου που αναλαμβάνουν οι μαθητές και των
    αποτελεσμάτων που επιτυγχάνουν (Tomlinson, 2004). Έτσι, ο ρόλος του
    εκπαιδευτικού στη διαφοροποιημένη διδασκαλία είναι να υποστηρίζει, να συντονίζει,
    να διαμεσολαβεί μεταξύ των ποικίλων ειδών γνώσης και των μαθητών του, τους
    οποίους οφείλει να γνωρίζει πολύ καλά (Σφυρόερα, 2007).
    Ουσιαστικά, «η διαφοροποιημένη διδασκαλία έχει ως στόχο τη μεγιστοποίηση
    της μάθησης για όλους τ ους μαθητές τ όσο ως προς τ ους γνωστικούς όσο και
    διαδικαστικούς μαθησιακούς στόχους» (Θεοφιλίδης, 2008), έτσι, όμως, ώστε όλοι οι
    μαθητές να επιτυγχάνουν τουλάχιστον τις ελάχιστες απαιτήσεις του αναλυτικού
    προγράμματος που είναι απαραίτητες για τη συνέχιση της σχολικής πορείας τους και
    τη ζωή σ την κοινωνία (Marzano, 2003). Διαφοροποιημένη διδασκαλία, δηλαδή, δεν
    είναι η κατάσταση κατά την οποία κάποια παιδιά ασχολούνται με ό,τι θέλουν σε μια
    γωνιά (π.χ. ζωγραφίζουν), ενώ τα υπόλοιπα παιδιά είτε συνολικά, είτε κατά ομάδες,
    είτε μεμονωμένα ασχολούνται με συγκεκριμένες, οργανωμένες και στοχευμένες
    δραστηριότητες μάθησης. Στη διαφοροποιημένη διδασκαλία εφαρμόζονται
    διαφορετικοί τρόποι ενασχόλησης διαφορετικών παιδιών (μεμονωμένων ή σε ομάδες)
    με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, οι οποίοι προσαρμόζονται στα
    «μέτρα» των παιδιών. Η διαφοροποίηση της διδασκαλίας σχεδιάζεται με βάση τη
    μαθησιακή ετοιμότητα (γνωσιακή ικανότητα, δεξιότητες, αδυναμίες), τα
    ενδιαφέροντα (θέματα που απασχολούν και κινητοποιούν τον μαθητή να εξερευνήσει και να μάθει) και το μαθησιακό προφίλ του μαθητή (πώς μαθαίνει, προτιμήσεις για
    τρόπο εργασίας) (Μπιρμπίλη, 2011). Με βάση τη μαθησιακή ετοιμότητα, τα
    ενδιαφέροντα και το μαθησιακό προφίλ των μαθητών η διαφοροποίηση της
    διδασκαλίας σε μια τάξη αφορά το περιεχόμενο, τη διαδικασία και τα αποτελέσματα
    της μάθησης. Είναι προφανές τα τρία αυτά στοιχεία διαφοροποιούνται είτε μεταξύ
    μεμονωμένων μαθητών είτε μεταξύ διαφορετικών ανομοιογενών ομάδων μαθητών με
    βάση τη μαθησιακή ετοιμότητα, τα ενδιαφέροντα και το μαθησιακό προφίλ των
    μαθητών. Η διαφοροποιημένη αποτελεί ένα μοντέλο διδασκαλίας κατά το οποίο ο
    εκπαιδευτικός μπορεί άλλοτε να εργάζεται με όλη την τάξη, άλλοτε με ομάδες και
    άλλοτε με μεμονωμένους μαθητές (Tomlinson, 2011).
    Δ