Η ελληνοτουρκική προσέγγιση (1930)

Η σύµβασις της 10ης Ιουνίου 1930 υπέστη δριµύτατην κριτικήν εκ µέρους της αντιπολιτεύσεως. Οι Τσαλδάρης και Καφαντάρης έψεξαν τον Βενιζέλον, ότι προέβη εις παραχωρήσεις, χωρίς να λάβη πολιτικά ανταλλάγµατα. Ο Βενιζέλος ηµφεσβήτησεν ότι η Ελλάς υπέστη θυσίας διά της συµφωνίας. Ηµφεσβήτησεν ότι η αξία των εγκαταλειφθεισών περιουσιών υπό των Ελλήνων εις Τουρκίαν ήτο µεγαλυτέρα από την αξίαν των εγκαταλειφθεισών υπό των Τούρκων. Υπεστήριξεν ότι και εξωγκωµένα ενεφανίζοντο υπό των δικαιούχων τα ενεργητικά, ότι η αξία των εγκαταλειφθεισών περιουσιών εξέπεσε µετά την αναχώρησιν του ελληνικού στοιχείου, ότι αι ελληνικαί περιουσίαι εν Τουρκία απετελούντο από κινητάς αξίας, κατά το πλείστον, αι οποίαι δενεπροστατεύοντο από την Συνθήκην της Λωζάννης, ενώ, αντιθέτως, αι εν Ελλάδι τουρκικαί ήσαν αποκλειστικώς ακίνητοι. Τέλος, και αυτό ήτο το σοβαρώτερον επιχείρηµα, ετόνισεν ότι, ως προέκυψεν από την πείρα επτά ετών, η εκτίµησις των εκατέρωθεν περιουσιών θα απήτει πολλάς δεκαετίας, χωρίς και να είναι βέβαιον ότι το αποτέλεσµα της εκτιµήσεως θα ήτο ευνοϊκόν δια την Ελλάδα. Εις την επίκρισιν του Τσαλδάρη, ότι δεν ελήφθη πρόνοια προστασίας των ελληνικών µειονοτήτων εν Τουρκία, απήντησεν ότι «οι Έλληνες της Τουρκίας, είτε ραγιάδες, είτε πολίται Έλληνες, θα τύχουν υποστηρίξεως εκ µέρους της τουρκικής κυβερνήσεως, αναλόγως προς την ανάπτυξιν των φιλικών και στενών σχέσεων µεταξύ των δύο κρατών».

Ως προς το πολιτικόν αντάλλαγµα, υπεσχέθη ότι τούτο δεν θα εβράδυνε να δοθή. Ο Βενιζέλος, εξ άλλου, ηρνήθη να δεχθή την αξίωσιν που διετύπωσαν ωρισµένοι προσφυγικοί κύκλοι, όπως το ελληνικόν κράτος υποκατασταθή εις όλας τας υποχρεώσεις τας οποίας η Τουρκία υπείχεν εκ της συµβάσεως περί ανταλλαγής ως προς την ανταλλάξιµον περιουσίαν. Εις την συνεδρίασιν της Βουλής της 25ης Ιουνίου 1930, κατά την οποίαν εξέθεσεν εν όλη του τη εκτάσει το προσφυγικόν ζήτηµα, απέδειξεν ότι οι πρόσφυγες είχον λάβει κατά µέσον όρον τα 15% της εν Τουρκία περιουσίας των, ότι τοις εξησφαλίσθη η απόκτησις στέγης και ότι δια την αποκατάστασιν και περίθαλψίν των το κράτος είχε δαπανήσει 30.290 εκατοµµύρια δραχµών, δηλαδή περί τα 80 εκατοµµύρια χρυσών λιρών. Ο Βενιζέλος, κατά την συνεδρίασιν ταύτην, υπεστήριξεν ότι η Ελλάς ανέλαβε δια της συνθήκης περί ανταλλαγής την υποχρέωσιν να χρησιµοποιήση την εις το έδαφός της ανταλλάξιµον περιουσίαν δια την αποζηµίωσιν των προσφύγων και ότι την υποχρέωσίν της ταύτην την εξεπλήρωσεν.

Αλλ’ οσονδήποτε και αν ήτο επαχθής δια την Ελλάδα η σύµβασις της 10ης Ιουνίου, τίποτε το καλύτερον δεν ηµπορούσε να πραγµατοποιηθή. Η Τουρκία εζήτει, ευθύς εξ αρχής, τον πλήρη συµψηφισµόν. Η Ελλάς αντεπρότεινεν όπως τα ουδέτερα µέλη της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής αναλάβουν την εφαρµογήν συνοπτικού και συνολικού συστήµατος εκτιµήσεως. Η τουρκική κυβέρνησις απεδέχθη, τελικώς, την ελληνικήν πρότασιν, τα ουδέτερα δε µέλη υπέδειξαν τον γενικό συµψηφισµόν. Να ηρνείτο η Ελλάς την υπόδειξιν ταύτην;

Η τουρκική κυβέρνησις δεν είχε κανένα λόγο να βιάζεται. Αντιθέτως, η εκκρεµότης της έδιδε την ευκαιρίαν να δυσχεραίνη ακόµη περισσότερον την θέσιν των 110.000 Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι θα εξηναγκάζοντο να καταφύγουν εις την Ελλάδα. Θα ηµπορούσαµεν να υποστώµεν το νέον αυτό προσφυγικόν κύµα; Και ήτο συµφέρον να κενωθή η Κωνσταντινούπολις από τους Έλληνας, έναντι της αβέβαιας προοπτικής που παρείχεν η παράτασις της εκκρεµότητος επί του ζητήµατος των εκτιµήσεων; Ο Ελ. Βενιζέλος δεν ανήκεν εις την κατηγορίαν των ανθρώπων που εδίσταζον να αναλάβουν ευθύνας. Άλλωστε, όταν η Ελλάς είχε βαστάσει το βάρος της Μικρασιατικής καταστροφής, όταν είχεν υποστή τόσας θυσίας εις άψυχον και έµψυχον υλικόν, ποίαν αξίαν ηµπορούσαν να έχουν µερικαί εκατοντάδες χιλιάδων λιρών, όταν δια της θυσίας αυτής επετυγχάνετο ένας ευρύτερος διακανονισµός των ελληνοτουρκικών σχέσεων, εγεφυρούτο το από αιώνων χάσµα µεταξύ των δύο λαών και το Αιγαίον πέλαγος µετετρέπετο από χωριστικόν όριον εις συνδέουσαν γέφυραν;

Εάν ο Βενιζέλος δεν ανελάµβανε την ευθύνην της οριστικής εκκαθαρίσεως του κυκεώνος των οικονοµικών διαµφισβητήσεων µεταξύ των δύο χωρών, εάν άφηνε τα πράγµατα να κυλούν όπως προέβλεπον αι µέχρι τότε συµβάσεις, αι ελληνοτουρκικαί σχέσεις καθηµερινώς θα εδηλητηριάζοντο, η καχυποψία αµοιβαίως θα εγένετο εντονωτέρα, η προσφυγή εις τους εξοπλισµούς θα καθίστατο αναπόφευκτος, µε αποτέλεσµα την επιβάρυνσιν της Ελλάδος δια ποσών θετικώς µεγαλύτερων από την αρνητικήν ζηµίαν που υπέστη δια της παραιτήσεως από µιας αξιώσεως αµφιβόλου βασιµότητος. Το θέµα ήτο:

Εσύµφερεν ή όχι την Ελλάδα να λησµονήση το παρελθόν και να επιδιώξη ειλικρινώς την αποκατάστασιν φιλικών σχέσεων µε την Τουρκίαν; Εσύµφερεν ή όχι να µεταβληθή ο προαιώνιος εχθρός εις φίλον; Εφ’ όσον η απάντησις εις το ερώτηµα τούτο θα ήτο καταφατική, η συµφωνία της 10ης Ιουνίου παρουσιάζετο ως το καλύτερον δυνατόν πρώτον βήµα δια την συµφιλίωσιν µε την Τουρκίαν. Οι επικριταί, άλλωστε, του Βενιζέλου, όπως απέδειξεν η µετά ταύτα πολιτική των, επίστευον ότι η συµφωνία εκείνη ήτο κατά βάσιν ορθή.

Το επιστέγασµα της επελθούσης συνεννοήσεως ήτο το ταξίδιον του Έλληνος πρωθυπουργού εις Άγκυραν, κατόπιν προσκλήσεως της τουρκικής κυβερνήσεως, και η υπογραφή του συµφώνου φιλίας, ουδετερότητος και διατησίας.

Γρ. Δαφνή, Η Ελλάς µεταξύ δύο πολέµων (1923-1940),

τόµ. Β΄, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1997, σσ. 66-68

Άνοιγμα μενού
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση