Μπλέκεται στην ομιλία μας δεκάδες φορές την ημέρα, παρά το γεγονός ότι έχει πολύ μικρή σημασία. Ο λόγος για το «ΟΚ» που αποτελεί τη λέξη που χρησιμοποιείται συχνότερα από οποιαδήποτε άλλη και είναι μία από τις πιο αναγνωρίσιμες λέξεις στον κόσμο.
Το ΟΚ είναι μία από τις πιο αλλόκοτες εκφράσεις που έχουν επινοηθεί. Αυτή, όμως, ακριβώς η ιδιομορφία έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στην δημοφιλία της.
Μοιάζει παράξενο, γιατί η λέξη μοιάζει και ακούγεται σαν ακρωνύμιο. Την προφέρουμε ΟΚ – η προφορά «οκέι» είναι σχετικά πρόσφατη και σχετικά σπάνια- και δεν την εκφράζουμε σαν «οκ», δηλαδή σαν να προφέρουμε ξεχωριστά τα δύο γράμματα «Ο» και «Κ». Οπτικά, το κυκλικό «Ο» ταιριάζει απόλυτα με τις ευθείες γραμμές του «Κ».
Συνεπώς, και στην ομιλία, αλλά και στην γραφή είναι ξεκάθαρο, εύκολο να διαχωριστεί από άλλες λέξεις και χρησιμοποιεί τόσο απλούς φθόγγους που είναι οικείοι σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Σχεδόν όλες οι γλώσσες έχουν ένα Ο, ένα Κ και ένα Α. Ετσι το ΟΚ, είναι ένας εξαιρετικά ευδιάκριτος συνδυασμός πολύ οικείων στοιχείων. Και αυτός είναι ένας λόγος για την μεγάλη του επιτυχία.
Κανονικά, μία παράξενη λέξη, τόσο ευδικάκριτη σε σχέση με άλλες, δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται σε μία γλώσα να αρχίζει με αυτήν. Σαν γενικός κανόνας, μία γλώσσα επιτρέπει νέες λέξεις μόνο όταν έχει κοινά γνωρίσματα με τις γνωστές.
Οι έξυπνες επινοήσεις λέξεων μπορεί να είναι ευχάριστες, ωστόσο σπάνια υιοθετήθηκαν από τους χρήστες της γλώσσας. Παρ’όλα αυτά, στην δεκαετία του 1830, στην Μασαχουσέτη, οι εκδότες μίας εφημερίδας επινόησε ευφάνταστες συντομογραφίες, όπως «WOOOFC» για τις λέξεις «with one of our first citizens» (για έναν από τους τέσσερις κατοίκους μας).
Περιττό να αναφερθεί το γεγονός ότι καμία από αυτές τις επινοήσεις δεν βρήκαν μόνιμη θέση στη γλώσσα, ωστόσο προώθησαν έναν ασυνήθιστο γενικότερο πλαίσιο που βοήθησε στην δημιουργία του ΟΚ.
Ηταν 23 Μαρτίου 1839, όταν το ΟΚ εισήχθη στον κόσμο στην δεύτερη σελίδα της «Boston Morning Post» στην μέση μιας μεγάλης παραγράφου, ως «o.k.» (all correct = όλα σωστά).
Το πώς αυτό ξεκίνησε ως αστείο και τελικά επιβίωσε είναι ένα γενονός μιας τυχαίας σύμπτωσης στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 1840.
Έναν περίπου χρόνο μετά το δημοσίευμα της «Morning Post», οι ΗΠΑ ετοιμάζονταν για την εκλογή του 8ου αμερικανού προέδρου. Απόλυτο φαβορί ήταν ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Martin Van Buren ο οποιος καταγόταν από την περιοχή Old Kinderhook της Νέας Υόρκης. Καταγόμενος από την περιοχή αυτη ο Martin Van Buren συχνά χρησιμοποιούσε το παρατσούκλι «Old Kinderhook» για να υποδηλώσει την διαφορά του από τους υπόλοιπους πολιτικούς.
Ετσι όταν 1840 οι επικοινωνιολόγοι του αναζήτησαν ένα κεντρικό σύνθημα για την προεκλογική του εκστρατεία αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν αυτό ακριβώς: «Ψηφίστε Old Kinderhook! Ψηφίστε τον O.K». Η επιλογή τους δικαιώθηκε και ο Van Buren εξελέγη ως ο 8ος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Μέσα σε μία δεκαετία, οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να σημειώνουν το ΟΚ σε έγγραφα και να το χρησιμοποιούν στα τηλεγραφήματα για να δίνουν το σήμα ότι όλα είναι καλά. Συνεπώς, το ΟΚ είχε βρει την θέση του, όντας εύκολο να λεχθεί ή να γραφτεί και να γίνει ξεκάθαρο.
Ομως, υπήρχαν ακόμη περιορισμοί στην χρήση του. Η ανορθογραφία της συντομογραφίας αυτής μπορούσε να έχει δημιουργήσει υπόνοιες για αναλφαβητισμό και για τον λόγο αυτό απεύφευγαν γενικότερα την χρησιμοποίησή του, αλλά σε ένα επιχειρηματικό γλωσσικό περιβάλλον ή σε έναν πλασματικό διάλογο με χαρακτήρες θεωρήθηκε ότι ήταν χωριάτικο ή αγράμματο. Πράγματι, από μεγάλη μερίδα Αμερικανών συγγραφέων ή μυθιστοριογράφων αποφεύχθηκε η χρήση του ΟΚ, ακόμη και από τον Μαρκ Τουέν, ο οποίος χρησιμοποιούσε ελεύθερα γλώσσα της πιάτσας.
Τον 20ό αιώνα το ΟΚ πέρασε από το περιθώριο στην γενική τάση, καθώς έγινε βασική λέξη στην καθημερινή συζήτηση, χωρίς πλέον να φαντάζει κανείς αγράμματος και «λαϊκός». Η αληθινή προέλευσή του ξεχάστηκε και το ΟΚ χρησιμοποιείται σαν τόσο οικείος ήχος ομιλητών κάθε γλώσσας, ακούγοντάς το μπορεί να ξαναθυμηθεί κανείς αν είναι έκφραση ή σύντμηση της δικής τους γλώσσας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο συμπεριελήφθη στην γλώσσα της ιθαγενούς φυλής των Τσόκτου, των οποίων η έκφραση «Okeh» σήμαινε κάτι του τύπου «έτσι είναι». Ο πρόεδρος της Αμερικής Γούντροου Ουίλσον, στις αρχές του 20ού αιώνα προσέδιδε γόητρο στα έγγραφα που επικύρωνε σημειώνοντας πάνω τους την λέξη «okeh».
Καθώς το ΟΚ, βρήκε την θέση του σε πολλές γλώσσες γεννήθηκε το ερώτημα για το τί κάνει το ΟΚ τόσο χρήσιμο και υπάρχει σε τόσο πολλές συζητήσεις.
Δεν ήταν η λέξη που χρειαζόταν να «καλύψει κάποιο κενό» σε οποιαδήποτε γλώσσα. Πριν το 1839, οι Βρετανοί συνομιλητές χρησιμοποιούσαν τις λέξεις «ναι», «καλώς», «εξαιρετικά», «όλα εντάξει» και άλλες.
Αυτό που αντιπροσωπεύει το ΟΚ είναι ότι είναι ένας τρόπος να συμφωνήσει ή να επιβεβαιώσει κάτι κανείς χωρίς να εκφράσει γνώμη. Πχ: -Ας συναντηθούμε το απόγευμα. -Οκ! Το ΟΚ επιτρέπει να σχολιάσουμε μία κατάσταση με απλά λόγια, είναι ΟΚ ή δεν είναι. Οταν κάποιος πέφτει, η ερώτηση δεν είναι πλέον «πώς αισθάνεσαι;», αλλά «είσαι ΟΚ;»
Και κάθε στιγματισμός πλέον από την χρήση του ΟΚ αποτελεί παρελθόν. Σήμερα εκφράζεται και σε ομιλίες προέδρων των ΗΠΑ, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα. Χαρακτηριστική ήταν η ομιλία του σε μαθητές το 2009, όταν είπε: «Είναι ΟΚ. Μερικοί από τους πιο επιτυχημένους ανθρώπους στον κόσμο είναι αυτοί που είχαν τις περισσότερες αποτυχίες». Η λέξη ΟΚ έχει ξεγλιστρίσει επίσης και από το στόμα του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον.
Ωστόσο, υπάρχουν μερικές εκφάνσεις της γλώσσας όπου το ΟΚ θα είναι τρομακτικό αν χρησιμοποιηθεί. Δεν θα εντοπίσει κανείς την λέξη ΟΚ σε επίσημους λόγους και αναφορές. Οι σύγχρονες μεταφράσεις τις Βίβλου είναι επίσης χωρίς ΟΚ, όπως επίσης και ένα δημοσιευμένο βιβλίο δεν χρησιμοποιεί μεμονωμένα την λέξη.
Στον προφορικό λόγο, όμως, παραμένει κυρίαρχο.