Ερίκ Καντονά, Ποιο είναι το νόημα της ζωής;

Το ποδόσφαιρο δίνει νόημα στη ζωή σου. Πραγματικά, το πιστεύω. Αλλά και η ζωή σου, η ιστορία σου, η ουσία σου, δίνει επίσης νόημα στο ποδόσφαιρό σου.

Θα μιλήσω για κάποια πράγματα που δεν συζητώ σχεδόν ποτέ. Πρέπει να σου πω μια ιστορία που με διαμόρφωσε σε όλα όσα είμαι. Συνέβη πριν καν γεννηθώ.

Robert Capa © International Center of Photography SPAIN. Teruel. Dec.1937. Refugees on the road fleeing

Teruel. Dec.1937. Refugees on the road fleeing
Robert Capa © International Center of Photography

Πρέπει να επιστρέψουμε στο 1939, στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας μου ήταν από τη Βαρκελώνη και πολέμησε εναντίον του δικτάτορα Φράνκο μέχρι το πικρό τέλος. Στη λήξη του πολέμου, ήταν καταζητούμενος και του έμεναν μόνο λίγα λεπτά για να ξεφύγει πριν οι Εθνικιστές στρατιώτες καταλάβουν την πόλη. Έπρεπε να περάσει τα Πυρηναία με τα πόδια για να φτάσει στη Γαλλία, και δεν είχε χρόνο για κανονικούς αποχαιρετισμούς. Ήταν το τέλος. Ζωή ή θάνατος.

Έτσι, πριν φύγει, πήγε να βρει την κοπέλα του και την ρώτησε: Είσαι έτοιμη να με ακολουθήσεις;

Εκείνος ήταν 28 ετών, κι εκείνη 18. Έπρεπε να αφήσει πίσω της την οικογένειά της, τους φίλους της, τα πάντα.

Αλλά είπε «ναι, φυσικά».

Η κοπέλα αυτή ήταν η γιαγιά μου.

Κατέφυγαν στα στρατόπεδα προσφύγων στο Αργλέ-σιρ-μερ (Argelès-sur-Mer), στις ακτές της Γαλλίας. Περισσότεροι από 100.000 Ισπανοί πρόσφυγες φιλοξενήθηκαν εκεί. Μπορείς να φανταστείς να τους είχαν γυρίσει πίσω οι Γάλλοι; Αντίθετα, έδειξαν συμπόνια, όπως πάντα πρέπει να δείχνει συμπόνια η ανθρωπότητα σε όσους υποφέρουν. Ο παππούς κι η γιαγιά μου είχαν φτάσει δίχως τίποτα. Έπρεπε να ξεκινήσουν τη ζωή τους από την αρχή. Όμως μετά από λίγο καιρό δόθηκε στους πρόσφυγες η δυνατότητα να πάνε να δουλέψουν στο χτίσιμο ενός φράγματος στο Σεντ Ετιέν Κανταλέ (Saint-Étienne Cantalès). Αυτή είναι η ζωή των μεταναστών. Πηγαίνεις όπου πρέπει να πας. Κάνεις ό,τι πρέπει να κάνεις. Κι έτσι ο παππούς κι η γιαγιά μου πήγαν κι αυτοί. Έφτιαξαν τη δική τους ζωή.

Η μητέρα μου γεννήθηκε εκεί μερικά χρόνια αργότερα, και τελικά η οικογένεια μετακόμισε στη Μασσαλία.

Τούτη η ιστορία είναι στο αίμα μου. Με διαμόρφωσε ως ανθρώπινη ύπαρξη. Αλλά παρέμενε στο μυαλό μου μονάχα σαν όνειρο. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες του αγώνα τους, μόνο ιστορίες. Δεν υπήρχε τίποτα από την εποχή εκείνη, να αγγίξεις, να δεις. Όμως, το 2007, σε ένα σπίτι στην Πόλη του Μεξικού, βρέθηκε η διάσημη «Μεξικάνικη βαλίτσα» του φωτογράφου Robert Capa. Μέσα σ’ εκείνα τα παλιά κιβώτια, υπήρχαν 4.500 αρνητικά από τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο που είχαν χαθεί για περισσότερα από 60 χρόνια. Πώς είχαν φτάσει στο Μεξικό, κανείς δεν ήξερε.

Με έτρωγε η περιέργεια, έτσι όταν είχαν μια έκθεση των φωτογραφιών στη Νέα Υόρκη, πήγα με τη γυναίκα μου.

Οι πιο πολλές φωτογραφίες ήταν απλώς μικροσκοπικά αρνητικά· χιλιάδες. Για να τα δεις χρειαζόσουν μεγεθυντικό φακό. Αλλά μερικές από τις φωτογραφίες στο κέντρο της έκθεσης ήταν τεράστιες. Σχεδόν 3 μέτρα ύψος. Οι άνθρωποι στις φωτογραφίες ήταν σε φυσικό μέγεθος. Ένιωθες σαν να μπορούσες να φτάσεις να τους αγγίξεις.

Και τότε ήταν που είδα τον παππού μου.

Αδύνατον, ε;

Κι όμως ήταν εκεί, νεαρός άνδρας. Ήμουν πεισμένος ότι ήταν αυτός, αλλά δεν μπορούσα να είμαι απολύτως σίγουρος, καθώς δεν τον είχα δει ποτέ όταν ήταν τόσο νέος. Έτσι, όταν η έκθεση μεταφέρθηκε στη Γαλλία λίγους μήνες αργότερα, πήρα τη μητέρα μου να την δει.

Κι ήταν και πάλι εκεί, νεαρός άνδρας.

Είπα, είναι πραγματικά αυτός;

Και η μητέρα είπε, ναι, αυτός είναι. Είναι από τη στιγμή που δραπετεύουν στα βουνά.

Ήταν απίστευτο.

Φαντάσου αν ο παππούς μου δεν τα είχε καταφέρει. Φαντάσου αν η γιαγιά μου δεν τον είχε ακολουθήσει. Ίσως τότε η μητέρα μου δεν θα υπήρχε. Ίσως τότε εγώ δεν θα υπήρχα. Ωστόσο, αυτή είναι η μισή μονάχα ιστορία μας. Υπάρχει άλλη μια φωτογραφία που διαμορφώνει τη ζωή μου.

Οι προπάπποι μου από τη μεριά του πατέρα μου ήταν επίσης μετανάστες. Ήρθαν στη Γαλλία από τη Σαρδηνία για να ξεφύγουν από τη φτώχεια το 1911. Τρία χρόνια μετά την άφιξή τους, ο προπάππος μου κλήθηκε να υπηρετήσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπαθε τόσο μεγάλη ζημιά από τα χημικά αέρια, που πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του καπνίζοντας ευκάλυπτο για να είναι σε θέση να αναπνέει καλύτερα.

Μνημείο αφιερωμένο στους πρόσφυγες του στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Αρζελές-συρ-Μερ

Μνημείο αφιερωμένο στους πρόσφυγες του
στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Αρζελές-συρ-Μερ.
Κοινό Κτήμα (φωτογραφία χωρίς Δικαιώματα Χρήσης)

Ο γιος του, ο παππούς μου, πολέμησε με τους Γάλλους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά έγινε οικοδόμος. Κατάφερε εντέλει να μαζέψει αρκετά λεφτά και να αγοράσει το δικό του κομμάτι γης στους λόφους της Μασσαλίας, όταν ο πατέρας μου ήταν έφηβος. Το οικόπεδο είχε μια μικρή σπηλιά. Καθώς έπρεπε κάπου να μένουν όσο διαρκούσε το χτίσιμο του σπιτιού, τι να έκαναν; Είναι απλό. Ζούσαν μέσα στη σπηλιά για δύο χρόνια. Για να τη ζεστάνουν είχαν μόνο μια σόμπα μαγειρέματος. Μπορεί να ακούγεται σαν παραμύθι, από αυτά που λέει η οικογένεια για τα «χρόνια τα παλιά», όμως υπάρχει πράγματι μια φωτογραφία από το χειμώνα του 1956 των παππούδων μου και του πατέρα μου στη σπηλιά, τυλιγμένων με κουβέρτες για ζεστασιά.

Ο παππούς μου ξεκινώντας από αυτή τη σπηλιά, έχτιζε για χρόνια και χρόνια. Πρώτα μια κάμαρα, μετά μια μικρή βεράντα, και μετά, από πάνω, έχτισε ένα σπίτι για τους γονείς μου. Σ’ εκείνο το σπίτι μεγάλωσα. Αυτό κληρονόμησα. Αυτό είναι το αίμα μου. Μια από τις πρώτες μου αναμνήσεις είναι να κουβαλάω δέκα τσουβάλια άμμο πάνω στο λόφο, στο σπίτι που χτίζαμε. Μόνο μετά από τη δουλειά επιτρεπόταν να παίζω ποδόσφαιρο. Την ημέρα ο πατέρας μου δούλευε στο σπίτι και το βράδυ δούλευε ως νοσοκόμος σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο. Ακόμα και αυτό το κομμάτι της ιστορίας μου έχει ιδιαίτερη σημασία.

Υπήρχε λόγος που ο πατέρας μου έγινε νοσοκόμος και δούλευε στο συγκεκριμένο νοσοκομείο. Ήταν επειδή ο νονός του ήταν ασθενής εκεί. Το όνομά του ήταν Σοβέρ (Sauveur), κι ήταν ο αδελφός του παππού μου. Είχε κάνει αιχμάλωτος πολέμου για πέντε χρόνια στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και η τραυματική αυτή εμπειρία τον οδήγησε τελικά στο νοσοκομείο Εντουάρ Τουλούζ (Edouard Toulouse). Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τον Σοβέρ, κι αυτό τον ώθησε να γίνει νοσοκόμος ψυχιατρείου. Κατέληξε στον ίδιο θάλαμο με τον νονό του, και τον φρόντιζε κάθε βράδυ.

Αυτή είναι η οικογένειά μου. Αυτή είναι η ιστορία μου. Αυτή είναι η ψυχή μου. Έχω ζήσει σ’ όλον τον κόσμο. Μάλιστα, πέρυσι, μόλις, αγόρασα γη στη Σαρδηνία για να επανασυνδεθώ και με αυτό το κομμάτι ιστορίας της οικογένειάς μου. Ωστόσο, θα αγαπώ πάντα τη Μασσαλία με όλη μου την καρδιά, εξαιτίας αυτών των αναμνήσεων που με έχουν διαμορφώσει. Θα είναι πάντα η πόλη μου.

Όταν με ρωτούν γιατί έπαιξα ποδόσφαιρο με τον τρόπο που το έκανα, η απάντηση είναι αυτή. Το ποδόσφαιρο δίνει νόημα στη ζωή, ναι. Αλλά και η ζωή δίνει νόημα στο ποδόσφαιρο. Σχεδόν ποτέ δεν συζητώ αυτές τις προσωπικές ιστορίες, ειδικά για τον νονό του πατέρα μου. Μου είναι πολύ δύσκολο. Όταν μιλάω γι’ αυτό, είναι σαν να μιλούν οι άγγελοι για μένα. Ωστόσο, τώρα μοιράζομαι ένα κομμάτι της ιστορία μου για έναν σημαντικό λόγο.

Ζούμε σε περιόδους εκτεταμένης φτώχειας, πολέμων και μετανάστευσης. Υπάρχουν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο που δεν μπορούν καν να αγοράσουν μια μπάλα, απ’ όσους μπορούν να πληρώσουν 200 ευρώ για να παρακολουθήσουν έναν αγώνα της Πρέμιερ Λιγκ, ή 400 ευρώ το χρόνο για να το βλέπουν στην τηλεόραση. Το ποδόσφαιρο είναι ένας από τους σπουδαίους δασκάλους της ζωής. Είναι μια από τις μεγάλες εμπνεύσεις της ζωής. Αλλά το σημερινό επιχειρηματικό μοντέλο του ποδοσφαίρου παραβλέπει ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του κόσμου!

Οι φτωχογειτονιές χρειάζονται το ποδόσφαιρο τόσο πολύ όσο και το ποδόσφαιρο χρειάζεται τις φτωχογειτονιές. Χρειάζεται να υποστηρίξουμε ένα πιο βιώσιμο, θετικό, και χωρίς αποκλεισμούς ποδόσφαιρο και θα κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω σ’ αυτό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συμμετέχω στο κίνημα του Κοινού Στόχου (Common Goal) ως ο πρώτος μέντοράς του. Αποστολή του Κοινού Στόχου είναι να μεταφέρει το 1% του συνόλου των εσόδων της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας σε αγαθοεργίες στη βάση [στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο και τις αλάνες]· περισσότεροι από 60 ποδοσφαιριστές προσφέρουν ήδη το 1% των μισθών τους. Είναι ωραίο ότι πρόκειται για παίκτες από μεγάλες ομάδες, παίκτες από μικρές, άντρες και γυναίκες, από πρωταθλήματα απ’ όλον τον κόσμο.

Το ποδόσφαιρο πρέπει να είναι για τους ανθρώπους. Δεν πρόκειται για ουτοπία. Δεν υπάρχει τίποτα σήμερα που να εμποδίζει τους μεγάλους παράγοντες του ποδοσφαίρου να συμπλεύσουν και να υποστηρίξουν την κοινωνική πλευρά του παιχνιδιού. Όλοι μας, πλούσιοι και φτωχοί, μετανάστες, ή πολίτες 10ης γενιάς, απολαμβάνουμε την ίδια απλή χαρά στο ποδόσφαιρο. Μιλάμε την ίδια γλώσσα. Αισθανόμαστε τα ίδια συναισθήματα.

Συνεχώς, μου κάνουν τις ίδιες ερωτήσεις για την καριέρα μου.

«Πώς ήταν να παίζεις για τις δύο Γιουνάιτεντ [στην Αγγλία]; Πώς τα κατάφερνες τόσο καλά;»

Οι άνθρωποι περιμένουν κάποια πολύπλοκη απάντηση. Περιμένουν κάποιο μυστικό, νομίζω. Αλλά η απάντηση είναι πολύ απλή. Ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον (Sir Alex Ferguson) ήταν ο ειδικός σε ένα πράγμα: Κάθε φορά που βγαίναμε στο χορτάρι για έναν αγώνα, μετά από ώρες και ώρες δουλειάς, μας άφηνε να είμαστε ελεύθεροι. Αισθανόμασταν πλήρη ελευθερία να κινηθούμε όπου θέλαμε, να παίζουμε όπως θέλαμε.

Δεν θα μπορούσα να ανεχτώ το ποδόσφαιρο με άλλο τρόπο.

Τι είναι το ποδόσφαιρο, αν δεν πρόκειται για ελευθερία;

Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να κάνω την ίδια απλή ερώτηση σε όσους κυβερνούν το ποδόσφαιρο παγκόσμια -ποδοσφαιριστές, ατζέντηδες, χορηγούς και επιτροπές…

Τι είναι το ποδόσφαιρο, αν δεν πρόκειται για ελευθερία;

Τι είναι η ζωή, αν δεν πρόκειται για ελευθερία;

Ποια είναι η έννοια της ζωής;

Νομίζω ότι όλοι μπορούμε να συμφωνήσουμε πως μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για την ανθρωπότητα.

Τώρα γνωρίζετε την ιστορία μου. Προέρχομαι από μια οικογένεια μεταναστών, και ανταρτών, και στρατιωτών, και εργατών. Δεν είχαμε πολλά όταν ήμουν παιδί, αλλά για μένα, η αλήθεια της ζωής είναι ότι βρίσκουμε την έκσταση στις μικρές στιγμές.

Ίσως σε ένα απλό πικνίκ με την οικογένειά μας. Τρία ζευγάρια κάλτσες τυλιγμένα σε μια μπάλα και δεμένα με κορδόνια. Παίζουμε ποδόσφαιρο στον ήλιο. Μετά ξαπλώνουμε στο γρασίδι. Θαυμάζουμε τα πάντα και τίποτα.

Όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο στα 30 μου, ξέρεις τι έκανα; Ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο για μένα. Πήγα να ζήσω στην πόλη που οι παππούδες μου έπρεπε να εγκαταλείψουν το 1939.

Πήγα να ζήσω στη Βαρκελώνη.

Μετάφραση του πρωτότυπου άρθρου What Is the Meaning of Life? | By Eric Cantona

Προσθήκη:

Στις 30 Αυγούστου 2019, στην Αργρέ εγκαινιάστηκε το Στάδιο Ερίκ Καντονά, με όλη την οικογένεια παρούσα (από το 5:46)

Αυτή η εργασία έχει άδεια χρήσης Creative Commons -Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή4.0.

Κατηγορίες: Αναδημοσίευση, ειδήσεις, Ηλεκτρονική έκδοση. Ετικέτες: , , , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.