Βαριετέ

ΛηδαΛένα Λεβέντη

ph1Έβγαλε τα παπούτσια της πριν καν μπει στο σπίτι. Οι μουσικές και οι φωνές, ο ήχος από τα κέρματα, τα γέλια και τα κουνιστά κορμιά κουδούνιζαν ακόμα στο κεφάλι της.
«Ντιγκι ντιγκι ντου ντιγκι ντου ντου» σιγομουρμούριζε μεθυσμένη, ενώ έχωνε το κλειδί στην πόρτα. Ήταν το κομμάτι που έπαιζε η μπάντα στο σόλο της. Πρώτη φορά το παρουσίαζε δημόσια αυτό το σόλο. Οι πατούσες της τρεμόπαιζαν ακόμα πάνω στο σκοινί και η μπάλα πήγε να της πέσει από το χέρι. Τελικά, όλα έβησαν καλώς. Το καπέλο γέμισε και οι πατούσες της ήταν για άλλη μια φορά μαύρες και κουρασμένες.

Μπήκε στο σπίτι. «Ντιγκι ντιγκι ντου ντιγκι ντου ντου». Πέταξε τα κλειδιά στο τραπέζι και άρχισε να λικνίζεται. «Ντιγκι ντιγκι ντου ντιγκι ντου ντου». Πάτησε τον διακόπτη για το φως που παραδόξως άναψε. Η λάμπα τρεμόπαιζε κάνοντας αυτό το ενοχλητικό τζζζ, τζζ που κάνουν οι μέλισσες. «Ντιγκι ντιγκι ντου ντιγκι ντου ντου». Ξέσπασε σ’ένα γέλιο τόσο υστερικό και δυνατό που έκανε την αδύναμη λάμπα του διαμερίσματος να σβήσει. Πριν προλάβει να καταλάβει τι έγινε, ο Έλβις όρμηξε πεινασμένος από το παράθυρο. Μόλις άκουγε φασαρία, ο Έλβις εμφανιζόταν για το γεύμα του, έτσι για να δώσει ένα σημείο ζωής και ξανάφευγε με στιλ να συναντήσει την υπόλοιπη γατοπαρέα, που παρέμενε πιστή στο μίσος της για τους ανθρώπους. Έλβις δε Κινγκ. Μαύρος με μάτι πράσινο και κάτι μουστάκια μακριά όσο η όλο νεύρο ουρά του. Τρίφτηκε λιγάκι στην κυρά του να την καλοπιάσει και έσπευσε να βρει το μπολάκι του. Ξάφνου, η λάμπα ξανάναψε με την ίδια αυθαιρεσία με την οποία είχε σβήσει λίγο νωρίτερα. «Ντιγκι ντιγκι ντου ντιγκι ντου ντου». Το μικρό υπόγειο αποκαλύφθηκε. Η πόρτα έβγαζε κατευθείαν στην κουζίνα. Μικρή και στενή. Με σκόρπια πιάτα στο νεροχύτη, φυλλάδια και αφίσες από συναυλίες. Το ψυγείο γεμάτο εξωτικά αυτοκόλλητα και οι κουρτίνες του παραθύρου ξεχαρβαλωμένες από τη μια μεριά. Στα δεξιά της πόρτας ένα κρεμαστάρι, έτοιμο να πέσει, μιας που εκτελούσε χρέη ντουλάπας και κουβαλούσε όλη την καρταρόμπα της. Κάλτσες, καλσόν, καπέλα, κορμάκια, τιράντες και χρωματιστά φορέματα. Πιο πέρα ήταν ο καναπές μ’ένα τραπέζι μπρoστά του. Πάνω του τρίχες του Έλβις, κάλτσες, μια κουβέρτα και ένα άχαρο κάψιμο από γόπα τσιγάρου στο ένα μαξιλάρι. Στο τραπέζια σκόρπια περιοδικά, ψεύτικες βλεφαρίδες και ένα βάζο με μια περούκα μέσα, σουπλά και ένας αναπτήρας. Έπειτα μια σκάλα οδηγούσε σ’αυτό που εκείνη αποκαλούσε ντιβάνι. Ένα κρεβάτι ψηλό, που, αν σήκωνε το χέρι της όταν ξάπλωνε, έφτανε το ταβάνι. Στους τοίχους αφίσες, κρεμαστά και ζωγραφισμένοι ένα ζευγάρι νέγροι που φαίνονταν να χορεύουν σάμπα.

Έβαλε στο γάτο φαγητό και πλησίασε τον καθρέφτη. Το πρόσωπο της την τρόμαξε. Τόσο βαμμένο και ταλαιπωρημένο, γεμάτο ρυτίδες και γκριμάτσες όλων των ειδών. Έβγαλε τις ψεύτικες βλεφαρίδες και άρχισε να ξεβάφεται. Πρώτα τα μωβ βλέφαρα κι’έπειτα τα μάγουλα της σε χρώμα ροδακινί και τα κοκκινωπά της χείλη. Άρχισε να ξεδένει τα κοτσίδια της και τις κάλτσες με μια απόλαυση που δεν έχανε τη μοναδικότητά της κι ας την επαναλάμβανε κάθε βράδυ. Έτριψε της φτέρνες της με ανακούφιση και πέταξε τις ριγέ κάλτσες στον καναπέ. «Ντιγκι ντιγκι ντου ντιγκι ντου ντου».

-Με ξύπνησες.

Η μικρή ξεπήδησε μέσα από τα σεντόνια του ντιβανιού με το ανακατωμένο της σγουρό κεφάλι.

-Σε είχα ξεχάσει μικρή. Ξανακοιμήσου.

Η μικρή έτριψε νυσταγμένη τα μάτια της και κατέβηκε να πάρει τον Έλβις στο κρεβάτι.

Τον βούτηξε στην αγκαλιά της άτσαλα, αλλά ο γάτος δεν παραπονέθηκε. Ανέβηκε προσεκτικά τα σκαλιά και τον βόλεψε στο κρεβάτι. Αφού τον φάσκιωσε σα νεογέννητο με τα σεντόνια, ξάπλωσε κι’εκείνη.

-Καληνύχτα.

-Καλόν ύπνο μικρή.

Ήταν η μικρή. Όνομα δεν είχε. Ήταν η μικρή της κολλητής της. Η κολλητή πέθανε απότομα. Μια μέρα, αθόρυβα, πέθανε και τη βρήκε η μικρή. Δεν έψαξαν να βρουν το γιατί, αν και οι περισσότεροι το υποψιάζονταν. Την έθαψαν σε μια γρήγορη και μουντή τελετή ένα πρωί του Ιανουαρίου, εκείνη, ο υπόλοιπους θίασος και δυο σκόρπιοι φίλοι, των οποίων η εμφάνιση τους ξάφνιασε όλους. Πατέρας δε βρέθηκε κι’έτσι η μικρή απέμεινε σ’εκείνη.

Κάθε πρωί που πήγαινε για πρόβα, έφευγε και την άφηνε μόνη. Έπειτα, την έβλεπε ξανά μόνο το βράδυ όταν γυρνούσε από τη δουλειά. Δεν μπορούσε όμως να κάνει αλλιώς. Οι χαρακωμένες τις πατούσες και το έντονο ρουζ πλήρωναν το ρεύμα, κι ας τρεμόπαιζε κάθε μέρα η λάμπα.

Αυτό ήταν. Δε γινόταν άλλο να κοιμάται μόνη η μικρή. Το επόμενο πρωί θα την έπαιρνε για πρόβα. Θα άρχιζε με το ζέσταμα και όταν τέλειωνε θα ήξερε να κάνει σπαγκάτ.

Αυτή η εργασία έχει άδεια χρήσης Creative Commons -Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή4.0.

Κατηγορίες: μαθητικές δημιουργίες. Ετικέτες: , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.