Ένας πολίτης ελεεινής μορφής

Βράδιαζε. Τα πρώτα σκότη κατέβαιναν αναπότρεπτα απ’ τον ουρανό. Αισθάνθηκε σα να τον πίεζαν στο στήθος. Χώθηκε μέσα στα πλήθη, έψαχνε. Απ’ τις ομιλίες δίπλα του, απ’ τις κραυγές, απ’ τα μεγάφωνα, καταλάβαινε διάχυτη μιαν αόριστη ανησυχία παντού, μες στις καρδιές, πάνω απ’ τα κεφάλια, πάνω απ’ τις στέγες, έξω απ’ τα κάγκελα, σ’ όλη την πολιτεία.

Ω, ναι, όλη η πολιτεία· πρέπει τώρα νά ’νιωθε να τη διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη της αυτό το ανατρίχιασμα της φρίκης για κάτι σκοτεινό κι ανεξιχνίαστο, που τό ’φερναν μυστηριακά στα φτερά τους οι στιγμές, καθώς έρχονταν μια-μια απ’ το βάθος του χρόνου. Βιάστηκε.

Έπρεπε να βρεθεί το γρηγορότερο κοντά στα παιδιά. Έσπρωξε, τον έσπρωξαν, τρύπωσε, παρακάλεσε. Οι γιοι του, πουθενά. Έφτασε κοντά στην κεντρική πύλη.

— Πατέρα!

Σκίρτησε, ανοιγόκλεισε τα μάτια, γύρισε αριστερά, δεξιά. Τέλος τους είδε ανεβασμένους απάνω στα σιδερένια κάγκελα της πύλης, στην κορφή, ωραίους, με τα πρόσωπα όλο φως, με τα νεανικά κορμιά τεντωμένα, έτοιμα να σπάσουν θαρρείς απ’ την έξαρση των τρυφερών χυμών.

— Ανέβα κι εσύ!

Η καρδιά του τινάχτηκε από μέσα του. «Κι εγώ!…». Πήδησε. Τ’ άλλα σκαρφαλωμένα παιδιά τού ’καναν τόπο. Ανέβηκε. Γραπώθηκε απ’ τα σίδερα. Αγκάλιασε τ’ αγόρια του. Άρχισε να κραυγάζει κι αυτός μαζί τους, να τραγουδά, να χειρονομεί. Ελευθερία! Ελευθερία! Τι πυρετός! Θάλασσα ο λαός απ’ έξω. Πήχτρα οι δρόμοι. «Θα μας επιτεθούν; Ποιοι; Από πού;»

Ανάστα ο Κύριος! Να η δόξα του ανθρώπου!

Ξαφνικά…

Ναι, ήταν τόσο ξαφνικά, που δεν καλοκατάλαβε αμέσως κανείς. Όμως ήταν γεγονός ότι για μια στιγμή η θάλασσα του λαού απ’ έξω, στις λεωφόρους και τους δρόμους, συνταράχτηκε, σα να πέρασε από πάνω της αόρατο δρολάπι. Άξαφνη απορία άστραψε στα μάτια. Ύστερα η απορία έγινε ζωντανά ερωτηματικά, που πήδησαν από χείλια σε χείλια, χωρίς ωστόσο να τους απαντήσει κανείς. Οι άνθρωποι κοιτάχτηκαν. Και πριν προλάβουν να συνεννοηθούν έσκασε η πρώτη δακρυγόνα βόμβα ανάμεσά τους. Τρόμαξαν. Ο κρότος, η σύγχυση, ο καπνός, έφεραν τα πρώτα σημάδια ενός απρόσμενου πανικού. Οι μάζες ανασάλεψαν, κινήθηκαν βίαια. Οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν βροχή. Οι καπνοί έπνιξαν τον κόσμο. Οι κραυγές και τα ουρλιαχτά ανέβαιναν ώς τον ουρανό. Δάκρυα, δάκρυα παντού. Πόνοι στα μάτια. Ύπουλη παραφροσύνη. Αλαλαγμοί. Παρ’ όλα αυτά, στα κάγκελα τα παιδιά τραγουδούσαν ολοένα και πιο δυνατά, ολοένα και πιο αγέρωχα. Νύχτωσε για καλά. Οι καπνοί έπνιγαν το λαιμό. Τα μεγάφωνα έδιναν οδηγίες για όσους είχαν προσβληθεί. Μες στις αυλές άναψαν δυνατές φωτιές. Οι φωτιές διώχνουν τα δηλητήρια. Πάνω στις κολόνες, πάνω στις σκεπές, πάνω στα δέντρα, πάνω στα κάγκελα, τα τραγούδια της λευτεριάς γίνονται πιο αποφασιστικά. Ο λαός απ’ έξω οπισθοχωρεί,  τραβιέται στις παρόδους. Μα σε λίγο ξαναβγαίνει, έρχεται κοντά, τραγουδεί κι αυτός μαζί με τα παιδιά. Καινούριες βόμβες. Καινούριοι καπνοί. Πιο δυνατές φωτιές. Πιο δυνατές φωνές. Μες στις αυλές λιποθυμούν πολλοί. Τους μεταφέρουν στα γρήγορα άλλοι στους κοντινούς θαλάμους. Ανάμεσά τους βρίσκονται πληγωμένοι άγνωστο από τι. Τα μεγάφωνα κάνουν έκκληση για γιατρούς, για φάρμακα. Η οργισμένη απελπισιά γίνεται ένα ζωντανό κύμα, τρέχει μέσα απ’ τις καρδιές, τις λαμπαδιάζει, γίνονται οι καρδιές φλόγες που πηδούν ως τον ουρανό, κάνουν την απεραντοσύνη να φεγγοβολά.

Οι ώρες περνούν. Η μάχη, με τις φωνές και τα τραγούδια απ’ τη μια, με τις βόμβες, το μίσος και τη λύσσα απ’ την άλλη, συνεχίζεται.

Η πόλη ολάκερη αγκομαχεί, βράζει. Οι δρόμοι της, τα σπίτια της, τα κτήριά της, ο αέρας της, ο ουρανός της, βογκούν, γυρεύουν το δίκιο τους. Ώσπου ακούγεται από μακριά βαρύς ρόχθος μηχανών. Ο λαός σωπαίνει, αφουγκράζεται. Τα παιδιά σταματούν τα τραγούδια, αφουγκράζονται.

— Τι είναι;

Μια ανώνυμη φωνή φωνάζει:

— Τα τανκς!

Έρχονται λοιπόν τα τανκς να περικυκλώσουν το κάστρο, να πολιορκήσουν τα τραγούδια και τις φωνές! Ας έρθουν να μετρηθούμε!

Ατσαλώνουν οι καρδιές. Γίνονται βουητό οι κραυγές. Οι κραυγές γίνονται γλώσσες από φλόγες. Και τα τραγούδια γίνονται τώρα μια στήλη από φως, που απλώνεται και χύνεται πάνω απ’ τον κόσμο, και διαλύει τους καπνούς, και σκορπίζει τον πανικό, και θεμελιώνει μιαν απόφαση παρμένη μέσα στην καρδιά τούτης της φυλής πριν από αμέτρητους αιώνες.

«Θα μας επιτεθούν».

«Κι εμείς;»

«Θα πολεμήσουμε ως το τέλος!»

Ένα τεράστιο τανκς, σαν κολασμένο τέρας, φορτωμένο κανόνια και θανατική φωτιά, έρχεται και σταματά ακριβώς απέναντι στην κεντρική πύλη του κάστρου. Όλα σωπαίνουν μεμιάς. Η πολιτεία κρατά την αναπνοή της. Οι άνθρωποι κρατούν για μια στιγμή τους χτύπους της αναστατωμένης τους καρδιάς. Ακούγεται μια δυνατή φωνή από τηλεβόα:

— Παραδοθείτε!

Καμιά απόκριση, από πουθενά. Ξανά ο τηλεβόας:

— Παραδοθείτε! Αλλιώς θα χυθεί αίμα άδικα!

Τότε υψώθηκε απ’ τα κάγκελα μια νεανική, παιδική σχεδόν φωνή:

— Είσαστε αδέρφια μας! Είμαστε όλοι αδέρφια! Δεν μπορείτε να μας χτυπήσετε. Το αίμα μας είναι αίμα δικό σας!

Την ίδια στιγμή μια φωνή άλλη, μια μεστή γυναικεία φωνή, απ’ το πλήθος, πετάχτηκε μπροστά. Δεν πρόλαβε κανείς να την εμποδίσει. Όρμησε πάνω στο τανκς, το χτύπησε άγρια με τις γροθιές της, φώναξε:

— Ξυπνήστε! Είμαστε όλοι της ίδιας μάνας παιδιά! Κάνετε πίσω! Πίσω!

Η μηχανή μούγκρισε. Ποιος θα λογάριαζε τώρα μια πόρνη ενός ανώνυμου, μακρινού, συνοικιακού ισόγειου; Οι ερπύστριες σάλεψαν. Τα κανόνια υψώθηκαν. Το κάστρο συνταράχτηκε. Μα δε λύγισε. Πρώτη η γυναίκα άνοιξε το στόμα. Την ακολούθησαν αμέσως όλες οι καρδιές. Σ’ όλα τα χείλια φούντωσε μεμιάς ο Ύμνος της πατρίδας, που τίποτα δεν τη λύγισε ποτέ, από καταβολής κόσμου. Με το χέρι στο στήθος αυτός ο λαός, ακόμα κι αν πέρασαν από πάνω του λαίλαπες και καταιγίδες, κι αν καταξέσκισαν το κορμί του τσακάλια κι όρνια και θηρία κάθε λογής, αυτός ορκιζόταν: «Ελευθερία ή Θάνατος!…» Κι ο όρκος τούτος δεν ήταν λόγια μοναχά. Ήταν η ίδια η ψυχή του λαού, καμωμένη τραγούδι, βγαλμένη μέσ’ απ’ τα ιερά του κόκαλα.

Ωστόσο οι μηχανές μήτε από ιστορία ξέρουν, μήτε από καρδιά. Οι ερπύστριες γύρισαν. Το άγριο τέρας, αναποδογύρισε τη γυναίκα, μάτσισε την άσφαλτο, σκαρφάλωσε στο πεζοδρόμιο. Τα παιδιά, αλύγιστα, τραγουδούσαν ασταμάτητα μπροστά του, σκαρφαλωμένα σαν άγγελοι Θεού απάνω στα κάγκελα της πύλης. Μαζί τους πάντα κι εκείνος κι οι δυο του γιοι.

Το τέρας μούγκρισε, πήρε φόρα, όρμησε. Η πύλη γκρεμίστηκε στο λεφτό, έγινε άμορφος σωρός, τσιμέντα, χώματα, σίδερα. Ο όλεθρος κι ο θάνατος πέρασαν από πάνω αδάκρυτοι, αλέθοντας πέτρες, τραγούδια και σάρκες.

Με την αύριο, όταν οι δυνάμεις της «εξουσίας» καθάριζαν τον τόπο της σφαγής απ’ τα αίματα και τις άλλες ακαθαρσίες, βρήκαν μες στο σωρό ένα κομμάτι ξεσκισμένο σακακιού, με μιαν ανοιχτή τσέπη να χάσκει μπροστά στα βαριεστημένα τους μάτια. Μέσ’ απ’ αυτήν την τσέπη ξεμύτιζε ένα βρώμικο χαρτί. Το τράβηξαν, το εξέτασαν. Διάβασαν τούτα τα γράμματα, με μολύβι:

Καταγγέλλω

Καταγγέλλω τον εαυτό μου, που δεν ξύπνησα πιο μπροστά, που δεν ξεσηκώθηκα πιο μπροστά, ν’ αντισταθώ στη βία και στον τρόμο.

Καταγγέλλω τον εαυτό μου, που υπήρξα ένας πολίτης ελεεινής μορφής.

11 Ιουνίου 1975

Τάκης Χατζηαναγνώστου, Ένας πολίτης ελεεινής μορφής, Αθήνα 1980


Στο μυθιστόρημα του Τάκη Χατζηαναγνώστου Ένας πολίτης ελεεινής μορφής (1975) το οποίο διαδραματίζεται την εποχή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα (1967-1974), καταγγέλλεται η αδράνεια και η παθητική στάση πολλών μπροστά στα γεγονότα της εποχής. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα εξαίρεται η στάση των νέων στα γεγονότα του Πολυτεχνείου (Νοέμβρης 1973) ως φωτεινό παράδειγμα δράσης του δημοκρατικού πολίτη.

Το κείμενο και την εικόνα πήραμε από τα Κείμενα Λογοτεχνίας Γ´ Γυμνασίου -Τεύχος Α´ (έκδοση 2012) της Υπηρεσίας Ανάπτυξης Προγραμμάτων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου.

Αυτή η εργασία έχει άδεια χρήσης Creative Commons -Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή4.0.

Κατηγορίες: επικαιρότητα, Ηλεκτρονική έκδοση. Ετικέτες: , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.