Οδυσσέας Ελύτης, Δώρο ασημένιο ποίημα

Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά           και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο 

Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογρα-

φείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας 

Κι η πατρίδα    μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές       που

αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή              και δίνεις λόγο 

Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες             μέσω της δικής σου πάντοτε 

Όπως γίνεται με τις συμφορές 

Όμως               ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να ‘ναι και σε

πολυκατοικία               ότι παίζουνε παιδιά και ότι αυτός που χάνει 

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς           να πει στους άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια 

Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό 

Δώρο ασημένιο ποίημα.

            Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά: Σε μια εποχή δύσκολη και στείρα – είναι η εποχή της στρατιωτικής δικτατορίας όταν ο Ελύτης γράφει τους στίχους αυτούς – η ποίηση και η αλήθεια που αυτή φέρει δεν υπολογίζονται. Το ξέρει αυτό ο ποιητής, όπως και το ότι η γλώσσα της ποίησης δεν έχει αλφάβητο, υπακούει στη δική της λογική, πέρα από τις γνωστές συμβάσεις. Τα μηνύματά της χρειάζονται αποκρυπτογράφηση, όπως αποκρυπτογραφεί κανείς τον ήλιο και τα κύματα, στοιχεία της φύσης και μάλιστα της ελλαδικής – ήλιος και θάλασσα συνιστούν το ελληνικό τοπίο – που τη μεγάλη αξία τους την κατανοεί κανείς καλά όταν αυτά του λείψουν «στους καιρούς της λύπης και της εξορίας». Ο Ελύτης αυτοεξόριστος στη Γαλλία αποκρυπτογραφεί το ελληνικό στοιχείο με τη γνωστή ποιητική ευαισθησία του, το συναίσθημα και τη φαντασία και υπηρετεί την αλήθεια, που είναι ο σκοπός της τέχνης του. Όμως το ξέρει πως η πατρίδα του είναι «μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές» στο πέρασμα του χρόνου. Την κατέκτησαν, την εκμεταλλεύτηκαν, την καπηλεύτηκαν ξένοι, αλλά και ντόπιοι, «ένα πλήθος Εξουσίες ξένες» προς το λαό και το λαϊκό αίσθημα, όπως και η στρατιωτική εξουσία της εποχής του (δικτατορία του 1967-1974). Κι «αν τύχει και βαλθείς» να αποκαλύψεις την αλήθεια «πας αμέσως φυλακή» και σου ζητούν να απολογηθείς. Αλλά το δικό του μέσο είναι η ποιητική εξουσία.      Όπως γίνεται με τις συμφορές: Στις συμφορές (καιρούς της λύπης και της εξορίας – πας αμέσως φυλακή) η ποίηση, όπως και οι άλλες τέχνες, βαδίζει ακάθεκτη πολεμώντας το κακό με την αλήθεια της, πολεμώντας τις άνομες Εξουσίες. Για το λόγο αυτό και η απαγόρευση πολλών έργων τέχνης κατά τη δικτατορία.        Όμως: Με μια αντίθεση στην αρχή του στίχου αρχίζει το δεύτερο μέρος του ποιήματος, όπου μεταφερόμαστε στο χώρο της φαντασίας, στην οποία καταφεύγει στις δύσκολες στιγμές ο ποιητής. Το πρώτο ενικό πρόσωπο του αρχικού στίχου (Ξέρω πως), που έγινε δεύτερο ενικό (την αποκρυπτογρα-φείς) και δήλωνε το ίδιο υποκείμενο, τον ποιητή, γίνεται τώρα πρώτο πληθυντικό, για να γίνει στη συνέχεια τρίτο πληθυντικό και να δηλώσει το λαό, το κοινό στο οποίο απευθύνεται και με το οποίο ταυτίζεται ο ποιητής. Με τη φαντασία μάς μεταφέρει σε παλιούς γνώριμους χώρους, ένα αλώνι παλαιών καιρών ή σε ένα αστικό χώρο της σύγχρονης εποχής, σε μια πολυκατοικία. Εκεί παίζουν παιδιά με όρους «ότι αυτός που χάνει Πρέπει να πει στους άλλους μιαν αλήθεια». Μέσα από την ήττα, την πικρή εμπειρία, μια συμφορά που θα βιώσει θα προσφέρει στους άλλους μια αλήθεια. Η αλήθεια παρουσιάζεται ως «Δώρο ασημένιο ποίημα». Αυτός που χάνει είναι ο ποιητής. Η ποίηση είναι δώρο, μια ανιδιοτελής προσφορά του ποιητή στο κοινό του, μια αυθόρμητη έκφραση ζωής, όπως η αυθορμησία και η αλήθεια των παιδιών. Αυτό είναι η ποίηση και αυτός ο ρόλος της και ο ρόλος του ποιητή. Ένα ποίημα για την ποίηση, ένα ποίημα ποιητικής, γεμάτο τολμηρές εικόνες φαντασίας και ονείρου σε ύφος υπερρεαλιστικό, που δημιουργεί μια υπερπραγματικότητα.

Το ποίημα δημοσιεύτηκε πριν από τη λήξη της δικτατορίας στη συλλογή Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά, 1971.

Παναγιώτης Χαλούλος

http://users.ach.sch.gr/pchaloul/