Μίλτος Σαχτούρης, Τα δώρα

Μίλτος Σαχτούρης, Τα δώρα 

Σήμερα φόρεσα ένα

ζεστό κόκκινο αίμα

σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν

μια γυναίκα μού χαμογέλασε

ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι

ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί 

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο

καρφώνω πάνω στις πλάκες

τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών

είναι όλοι τους δακρυσμένοι

όμως κανείς δεν τρομάζει

όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα

είναι όλοι τους δακρυσμένοι

όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες

και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια

στον ουρανό 

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν

τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;

ναι την καρδιά μας καρφώνει

ώστε λοιπόν είναι ποιητής  

Σήμερα ο ποιητής φόρεσε ένα ζεστό κόκκινο αίμα – κόκκινο χρώμα της χαράς και του πάθους – αίμα δηλωτικό της ζωντάνιας αλλά και του θανάτου. Τη μέρα αυτή, σήμερα, οι άνθρωποι του παρέχουν τις προσφορές τους δείχνοντάς του την αγάπη τους στο πρόσωπό του: μια γυναίκα ένα χαμόγελο, ένα τόσο απλό δώρο, τόσο εύκολο να το χαρίσει κανείς στον άλλο – ας αναρωτηθούμε πόσες φορές στην καθημερινή μας ζωή, πνιγμένοι στις υποχρεώσεις, τις ευθύνες, το άγχος, χαρίζουμε ένα χαμόγελο στους άλλους; Τόσο απλό και τόσο πολύτιμο, ένα χαμόγελο…

            Ένα κορίτσι του χάρισε ένα κοχύλι. Πόσες κρυφές χαρές να υποθέσει κανείς πως κρύβονται στο συμβολισμό του κοχυλιού, ταυτισμένου με την ομορφιά που ξεπήδησε από αυτό, την Αφροδίτη, τον ίδιο τον έρωτα που υποδηλώνει.

            Με ένα τριπλό σχήμα κλείνει η αναφορά στα δώρα: ένα σφυρί του χάρισε ένα παιδί…

 Με το σφυρί θα βρει τη λύση στην προσέγγιση των ανθρώπων και θα τους χαρίσει την παλιά χαμένη παιδικότητα, την αισθαντικότητα που έχουν απωλέσει, τις αξίες μιας άλλης ζωής γεμάτης με πνευματικότητα και νόημα, αυτής που πρέπει να υποδεικνύει ένας ποιητής.

Έτσι κάνοντας χρήση των δώρων ο ποιητής σήμερα καρφώνει με το σφυρί στις πλάκες του πεζοδρομίου τα γυμνά ποδάρια των περαστικών με στόχο να τους ακινητοποιήσει: να σταματήσουν για λίγο την καθημερινή ροή των πραγμάτων, τη συνηθισμένη φρενήρη πορεία για την επιτυχία, το κέρδος, για στόχους που απέχουν πολύ από την απλή ζωή που μπορείς να ζήσεις ανάμεσα στους συνανθρώπους σου.

 είναι όλοι τους δακρυσμένοι

όμως κανείς δεν τρομάζει

Γιατί δεν τρομάζει κανείς; Δεν μπορούν, ίσως; Ο ψυχικός τους κόσμος σε τι κατάσταση βρίσκεται; Μήπως δεν νιώθουν τίποτα πια; Έχουν ισοπεδωθεί ψυχικά; Ο ποιητής όμως κατάφερε κάτι: να σταματήσει τη ροπή προς την ψυχική αλλοτρίωση και επαναλαμβάνει το στίχο είναι όλοι τους δακρυσμένοι. Υπάρχει ελπίδα λοιπόν! Ξαναγυρίζει το συναίσθημα, είναι ήδη συγκινημένοι.

Τι είναι αυτό που τους προκαλεί συγκίνηση; Κοιτάζουν όλοι τον ουρανό και τι βλέπουν; τις ουράνιες ρεκλάμες ? Ποιες ?φωτεινές επιγραφές; Τι διαφημίζουν; Εμπορευματοποίηση των πάντων στη ζωή; Ακόμα και στον ίδιο τον ουρανό, σύμβολο των υψηλών ιδανικών και αξιών του ανθρώπου; Πέφτουν στα μάτια μας οι αξίες; Ναι, δυστυχώς, αν θυμηθούμε ένα παράδειγμα, από το χώρο του αθλητισμού, που οι αρχαίοι Έλληνες ανέδειξαν σε ύψιστο ιδανικό. Άνομα συμφέροντα αλλοιώνουν το νόημα των αγωνισμάτων, πρωταθλητές «πέφτουν» από το βάθρο τους, όταν αποκαλύπτονται τα άνομα μέσα που χρησιμοποίησαν προς επίτευξη του στόχου τους..

Όμως και πάλι υπάρχει ελπίδα: όλοι κοιτάζουν

και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια

στον ουρανό

Η δικαίωση της ζητιάνας, έστω σε μια άλλη ζωή – της έλειπε το ψωμί στη γη – τώρα εκεί, στον ουρανό της περισσεύει και πουλάει και μάλιστα όχι ψωμί, αλλά κάτι πιο γλυκό: τσουρέκια!

Τολμηρές υπερρεαλιστικές εικόνες που δημιουργούν στη φαντασία μας ζωγραφικούς πίνακες τέτοιας τεχνοτροπίας.

Στην τρίτη στροφή – ως επίλογο – δυο άνθρωποι σχολιάζουν την προσφορά του ποιητή στο κοινό του: αναρωτιούνται και ταυτόχρονα διαπιστώνουν το νόημα της προσφοράς του:

ναι την καρδιά μας καρφώνει

ώστε λοιπόν είναι ποιητής

Το δώρο του ποιητή είναι η ποίηση, ο τρόπος να βλέπεις τον κόσμο με άλλα μάτια, να αποκαλύπτεις το πραγματικό του νόημα, να αισθάνεσαι όσα κρύβονται πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Ο ποιητής καταξιώνεται και λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ γης και ουρανού. Άλλωστε, όπως μας λέει πάλι ο ίδιος ποιητής, ο Μίλτος Σαχτούρης σε άλλο ποίημά του, ο άνθρωπος δεν ζει χωρίς [και] ουρανό… :

Το ψωμί

Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό

ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό·

ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι

έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,

όμως και μια μικρή, έναςμικρός άσπρος άγγελος, κι αυτή

μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε

κομμάτια γνήσιο ουρανό

κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,

όλοι τρέχανε στον μάγγελο που μοίραζε ουρανό!

Ας μην το κρύβουμε.

Διψάμε για ουρανό.

Αφήστε μια απάντηση