Αρχείο ετικέτας Καβάφης

Διάφορα VII – Προσθήκες από το περιοδικό “Ποίηση”

 Πόσα λογοτεχνικά περιοδικά αντέχει το βαλάντιο ενός φιλολόγου; Πόσες περικοπές πρέπει να κάνει σε άλλα έξοδα, μικρά και μεγάλα, για να μπορεί να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην λογοτεχνική σκηνή του τόπου αλλά και πιο έξω; Πού θα χωρέσει τόσο όγκο περιοδικών στα σπιρτόκουτα που ονομάζουμε διαμερίσματα; Είναι προφανές ότι όλες οι πιθανές απαντήσεις είναι αποκαρδιωτικές. Το αγοραστικό κοινό των λογοτεχνικών περιοδικών έχει δραματικά συρρικνωθεί για λόγους οικονομικούς αλλά όχι μόνο, τα ίδια τα περιοδικά έχουν επίσης μειωθεί σημαντικά. xartisjpgΤις καλές εποχές μπορούσα να παρακολουθώ το Διαβάζω, τη Λέξη, κάποια αφιερώματα της Νέας Εστίας και κατά καιρούς ό,τι μου χτυπούσε στο μάτι από τα πολλά άλλα: Εντευκτήριο, Φιλόλογο (πιο σταθερά), Δέντρο, Παρατηρητή, Χάρτη (όσο κράτησε). Σήμερα τα δυο πρώτα και τα δυο τελευταία δεν υπάρχουν πια, απέμεινα με τον Φιλόλογο και κατά καιρούς το Εμβόλιμον και το Εντευκτήριο.

Η Ποίηση παρέμενε πάντα στην άκρη. Κόστιζε σχεδόν όσο ένα βιβλίο και δεν είχε αφιερώματα – τα αφιερώματα ήταν το βασικότερο κριτήριο αγοράς για άλλο λογοτεχνικό περιοδικό πέρα από το δίδυμο Διαβάζω – Λέξη. Ξεφύλλιζα κάθε φορά το νέο τεύχος αλλά δεν αποφάσιζα να το αγοράσω, κι ας διέκρινα ήδη άρθρα με δελεαστικούς τίτλους. Έτσι μου έμενε πάντα κάτι σαν ενοχή: ήταν το μόνο λογοτεχνικό περιοδικό από το οποίο δεν είχα ούτε ένα τεύχος στη βιβλιοθήκη μου. Μια αδικία που έπρεπε να αποκατασταθεί.

Και πράγματι αποκαταστάθηκε. Πρόσφατα μου δωρήθηκε το σύνολο σχεδόν των τευχών του περιοδικού (που και αυτό έχει κλείσει τον κύκλο του και έχει αντικατασταθεί από την Ποιητική – παρόμοιο περιεχόμενο και παρόμοια…προβλήματα αγοράς, αν και έχω αποκτήσει ένα δυο τεύχη). Περιττό να πω ότι έπιασα αμέσως δουλειά και ξεχώρισα κάποια άρθρα που μπορεί να ενδιαφέρουν τους φιλόλογους της Μέσης Εκπαίδευσης. Τουλάχιστον όσους έχουν απομείνει να διαβάζουν κάτι περισσότερο από λυσάρια. Δε βλέπω πάντως να είναι πια πολλοί.

Από το πρώτο ήδη τεύχος της Ποίησης, Άνοιξη του 1993, ξεχωρίζω ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Ευριπίδη Γαραντούδη: “Για τον σύγχρονο ελληνικό ελεύθερο στίχο”.6.1972nekrodeipnos Ελευθερωμένος και ελεύθερος στίχος, ρυθμική αίσθηση του ελεύθερου στίχου (μιλάμε συχνά για μουσικότητα του στίχου χωρίς να την προσδιορίζουμε), επιβιώσεις και μεταμφιέσεις του δεκαπεντασύλλαβου στη νεώτερη ποίηση είναι μερικά από τα θέματα που θίγονται με παρατηρήσεις πάνω στη μετρική ποιημάτων του Σινόπουλου, του Ασλάνογλου, του Γκανά και άλλων. Το άρθρο αποδεικνύει ότι η διάκριση παραδοσιακής και νεώτερης ποίησης ελάχιστα μπορεί να στηριχτεί στην ύπαρξη ή όχι μέτρου και ομοιοκαταληξίας και συμπληρώνει/επεκτείνει όσα είχα σχολιάσει στην ανάρτηση Rerum novarum cupidus.

Στον φάκελο της ίδιας ανάρτησης και πάνω στο ίδιο θέμα, των επιβιώσεων του δεκαπεντασύλλαβου σε νεωτερικά ποιήματα και το άρθρο του  Βασίλη Λέτσιου, “Λειτουργίες του δεκαπεντασύλλαβου κατά τη δεκαετία του 40: “Αμοργός” (περ. Ποίηση, τευχ. 25, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2005). σάρωση0019Η “Αμοργός” είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ποίημα (αν και κάπως υπερτιμημένο κατά την κρίση του γράφοντος) και η τεχνική του Γκάτσου με τη μείξη παραδοσιακών μέτρων και ελεύθερου στίχου σε ένα υπερρεαλιστικό ποίημα δεν άφησε αδιάφορους τους ποιητές από τη γενιά του ’70 κυρίως και μετά. Προσθέτω επίσης και το άρθρο του Δημήτρη Τζιόβα “Η ποιητική της ενοχής και το σθένος των λέξεων” (περ. Ποίηση, τευχ. 3, Άνοιξη 1994) τόσο για την διάκριση μοντερνισμού – πρωτοπορίας που επιχειρεί στις δυο πρώτες σελίδες (και μας ενδιαφέρει άμεσα στην ανάρτηση) όσο και για τα ποιήματα ποιητικής των Αναγνωστάκη και Αλεξάνδρου. Μερικές ουσιαστικές παρατηρήσεις για τους δεκαπεντασύλλαβους του Γκανά από τον ίδιο μελετητή υπάρχουν στο Δημήτρης Τζιόβας, “Ποιητική μνήμη ή το φάσμα του καρυωτακισμού: Εμπειρίκος, Κοντός, Γκανάς” (περ. Ποίηση τευχ. 9, Άνοιξη-Καλοκαίρι 1997) το οποίο τοποθέτησα μαζί με άλλα καρυωτακικά στον φάκελο Κ.Γ.Καρυωτάκης, με την ελπίδα ότι θα ανοίξω κάποτε το σχετικό κεφάλαιο (με το οποίο έχω χρόνια να ασχοληθώ αν και παρακολουθώ όσο μπορώ τη βιβλιογραφία)

Τέλος στον φάκελο του Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες μπορεί κανείς να διαβάσει πλέον το εκτενές άρθρο του poiis65Τάκη Καγιαλή, “Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Ο Καβάφης και ο μοντερνισμός” (περ. Ποίηση τευχ. 12, Φθιν-Χειμ. 1998) όπου εξετάζεται κριτικά η συσχέτιση της κατά Σεφέρη παραλληλίας Καβάφη – Έλιοτ με άξονα τη χρήση της μυθικής μεθόδου. Το ποίημα για την Αχαϊκή Συμπολιτεία χρησιμοποιείται ως παράδειγμα για τον παραλληλισμό Καβάφη-Έλιοτ από τον Σεφέρη και οι ενστάσεις του Καγιαλή για τα συμπεράσματα του Σεφέρη είναι αξιοπρόσεκτες και σοβαρές, ανάμεσα στα άλλα και για τη θεωρητική τους τεκμηρίωση, άσχετα αν συμφωνεί κανείς  ή όχι.

Διάφορα VI – Συμπληρώματα

Τρία νέα άρθρα στην ανάρτηση Η σιωπή των Λακεδαιμονίων (Στα 200 π.Χ). Τα δύο από το τελευταίο τεύχος (155) του Φιλόλογου αφιερωμένο στον Καβάφη. Το άρθρο του Χ.Λ.Καράογλου  “Ο ‘πολιτικός’ Καβάφης” (σελ. 41-49) επανέρχεται στο ζήτημα της σχέσης του Καβάφη με τα γεγονότα της εποχής του. Ζήτημα που θεωρώ διαρκώς ανοιχτό, έστω και αν σήμερα πολλοί μελετητές τείνουν να παραγνωρίσουν τις μελέτες του Σ.Τσίρκα, εξαιρετικές παρά τις όποιες υπερβολές και αδυναμίες τους. kavafis-poemsΟ Χ.Καράογλου συγκεντρώνει τα ως τώρα δεδομένα της έρευνας και προχωρά σε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, άλλωστε έχει μακρά και γόνιμη θητεία στη μελέτη του καβαφικού έργου.

Το δεύτερο άρθρο από τον Μανώλη Μαραγκούδη, “Ο Καβάφης και η πολιτική των ‘στοχαστικών προσαρμογών’ ” (σελ. 75-88) εξετάζει πώς εννοεί ο Καβάφης τις στοχαστικές προσαρμογές, μέσα από το ποιητικό του έργο αλλά και μέσα από τη ζωή του. Έχω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα, όπως φάνηκε άλλωστε και στην ανάρτηση για το “Στα 200 π.Χ” και οι παρατηρήσεις του Μαραγκούδη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και χρήσιμες – κάμποσα πράγματα θεωρώ ότι τα ξεκαθάρισα αρκετά στο νου μου.

Η Κατερίνα Κωστίου  με το άρθρο της “Ο Οροφέρνης, οι Λακεδαιμόνιοι και ο αμφίθυμος αφηγητής” (Ο λόγος της παρουσίας. Τιμητικός τόμος για τον Π.Μουλλά, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2005, σελ.143-162) alexandreiaεστιάζει το ενδιαφέρον της – το μαρτυρά και ο τίτλος – στην αμφίθυμη διάθεση του αφηγητή σε δυο καβαφικά ποιήματα. Στο δεύτερο ποίημα, το “Στα 200 π.Χ”, η διάθεση αυτή εντοπίζεται, σύμφωνα με την Κωστίου, στη φράση “Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται” όπου ο αφηγητής μεταβαίνει από την ειρωνεία στην (προσωρινή) αποδοχή. Όσοι έχουν διαβάσει την σχετική ανάρτησή μου γνωρίζουν ότι θεωρώ την αποδοχή εξίσου πιθανή με την ειρωνεία ή την συγκατάβαση. Πιο πολύ μάλιστα κλίνω προς την ιδέα του κάπως ειρωνικά συγκαταβατικού τόνου του αφηγητή παρά στην όποια αποδοχή της άκαμπτης στάσης των Λακεδαιμονίων. Ωστόσο το άρθρο έχει μεγάλο ενδιαφέρον για ένα ζήτημα στο οποίο δε χωρά εύκολη και κατηγορηματική απάντηση.

Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ᾿ έναν μικρόψυχο καιρό; Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ.

Ίσως να έχει γίνει πια κλισέ. Γενιές ποιητών επαναλαμβάνουν τη διάσημη αυτή φράση του Χέλντερλιν που την πρωτογνώρισα ως motto στα Ημερολόγια Καταστρώματος του Γ.Σεφέρη. Σε κάποιους ακούγεται κωμικό ή μελοδραματικό, σε άλλους – λιγότερους – διατηρεί τη βαρύθυμη αρχική του διάθεση. Υπάρχουν άλλωστε ποιητές και ποιητές καθώς επίσης και διαφορετικοί καιροί. Αλλά το ερώτημα δε χάνει τη δυναμική του. Έχουν θέση οι ποιητές σε μικρόψυχους καιρούς, δηλαδή σε εποχές που περισσεύει ο φθόνος και η μνησικακία; Σε εποχές με μικρή ψυχή: φτηνή, πρόστυχη και κακόγουστη, όπως ακριβώς στην περιγραφή του Κ.Καρυωτάκη στο ποίημα “Εις Ανδρέαν Κάλβον”:
Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχὴν ἔχουν αἱ μᾶζαι,
ἰδιοτελῆ καρδίαν,
καὶ παρειὰν ἀναίσθητον
εἰς τοὺς κολάφους.
Ο Κάλβος μου έχει γίνει από παλιά μια επίμονη ιδέα που επανέρχεται κάθε φορά που η η οικονομική εξαθλίωση του τόπου γίνεται αφορμή να ανοίξει ο κεκονιαμένος τάφος των οικονομικών του δημοσίου και να αποκαλύπτονται γυμνοί σκελετοί με τα ίχνη των τυμβωρύχων ολόγυρα.  Άνθρωποι σαν τον Κάλβο ανιδιοτελείς, λίγο ρομαντικοί, ποιητές και καρμπονάροι, τι δουλειά να έχουν στο ρωμέηκο που προέκυψε μετά την επανάσταση και κρατά απαράλλαχτο και χειρότερο ακόμη ως τα σήμερα;

3333

Λίγες είναι οι στιγμές που θα χωρούσε ο Κάλβος σε τούτον τον τόπο. Όπως δε χώρεσε και ο Σολωμός· τον κάναμε εθνικό ποιητή και (νομίζουμε ότι) ξεμπερδέψαμε μαζί του. Λίγοι οι καιροί που δεν μολύνονται από την ιδιοτέλεια της “κατάπτυστης ψυχής” των μαζών. Λίγοι και οι ποιητές που εξόριστοι στον αιώνα τους θα περιγράψουν τις μέρες του λοιμού: τον Κάλβο θυμάται ο Καρυωτάκης όταν αντικρίζει γύρω του τους “ήρωες” των ντάνσιγκ και των καφενείων – και πού να ζούσε σήμερα τι θα έβλεπε… Και από την άλλη στον Καβάφη ειρωνικά ακούγεται η δικαίωση του έργου του Αισχύλου από ένα παιδί ζωηρό,/ φανατικό για γράμματα, καθώς αυτή γίνεται σε βάρος του αγώνα του στον Μαραθώνα. Να μην ξεχνάμε όμως τόπο και χρόνο: Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ

Από τον Κάλβο στον Καβάφη και σε ένα ποίημα που ευτύχησε να αποκτήσει άξιο απόγονο, το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη Νέοι της Σιδώνος, 1970. Προς το παρόν θα επιμείνω στους καβαφικούς Σιδώνιους νέους με τη μελαγχολική παρατήρηση ότι οι αντίστοιχοι σημερινοί ευκατάστατοι νέοι ούτε την παιδεία των καβαφικών νέων διαθέτουν ούτε τον (επιδερμικό έστω και ανέξοδο) κοινωνικό προβληματισμό εκείνων στο ποίημα του Μ.Αναγνωστάκη.

Νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ
[
δημιουργία: 1920 / έκδοση: 1920]

Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά

Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κ’ είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Pιανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Aισχύλον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει -»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ’ ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·

«A δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε — κηρύττω — στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό —
τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας— και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο  που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Aρταφέρνη.»

Οι “Νέοι της Σιδώνος” ανήκουν προφανώς στα ποιήματα που, φαινομενικά τουλάχιστον, δε βασάνισαν ιδιαίτερα τον ποιητή καθώς το ποίημα γράφτηκε και παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά, το 1920. Και όμως πρόκειται για ένα ιδιαίτερα καλοδουλεμένο ποίημα στο οποίο δεν περισσεύει λέξη και που – για ακόμα μια φορά – αφήνει οριστικά αναποφάσιστο τον υποψιασμένο αναγνώστη για τις προθέσεις του ποιητή. Πρόκειται άραγε για μια διακήρυξη της βιοθεωρίας του ποιητή; Dioecesis_Orientis_400_ADΉ μήπως ο ποιητής κατασκευάζει άλλο ένα προσωπείο μόνο και μόνο για να αποστασιοποιηθεί ειρωνικά από αυτό; Και τα δυο; Τότε πόσο από τη μια πλευρά και πόσο από την άλλη; Εξίσου ή γέρνει άραγε η ζυγαριά και προς τα πού; Τελικά στην ποίηση του Καβάφη οι ερωτήσεις πολλές φορές αξίζουν περισσότερο από τις απαντήσεις.

Στην εξελληνισμένη Σιδώνα λοιπόν, τέσσερις αιώνες μετά την εμφάνιση του χριστιανισμού, πέντε νέοι διασκεδάζουν με τον παραδοσιακό, από την ομηρική ήδη εποχή, τρόπο των Ελλήνων αριστοκρατών: την απαγγελία ποιημάτων. Βέβαια, η εικόνα αυτή μοιάζει πλέον παράξενη καθώς ο ελληνικός κόσμος, όπως τουλάχιστον τον ξέρουμε από τους αρχαϊκούς χρόνους  έως και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, έχει αρχίσει να καταρρέει. Ο Θεοδόσιος (διόλου μέγας όπως και να τον δει κανείς) έχει ήδη κλείσει τους ειδωλολατρικούς ναούς από το 384 έως 391 μ.Χ και όταν πεθαίνει, το 395 μ.Χ, κληροδοτεί την αυτοκρατορία στους δύο γιους του: στον Αρκάδιο, το ανατολικό τμήμα και στον Ονώριο το δυτικό. Στη Δύση το ρωμαϊκό κράτος δέχεται την κάθοδο των βαρβάρων και σταδιακά οδηγείται στη διάλυση. Βέβαια, και το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος πλήρωσε φόρο αίματος στους Βησιγότθους του Αλάριχου και κυρίως η Ελλάδα έως και την Πελοπόννησο (395-397 μ.Χ). the_barbarian_invasions__c__ad_300___c__550Οι αρχαίοι ναοί λεηλατούνται και τα έργα τέχνης καταστρέφονται συστηματικά. Είναι κυριολεκτικά η ταφόπλακα του αρχαίου κόσμου και πολιτισμού στις χώρες της παλιάς Ελλάδας. Την ίδια περίοδο οι Ούννοι εισβάλλουν στη Θράκη και φτάνουν σχεδόν έξω από την Αντιόχεια. Μια εποχή ιδιαίτερα ταραγμένη, ουσιαστικά ορόσημο για την έναρξη του μεσαιωνικού κόσμου· και ίσως αυτό ακριβώς το μεταίχμιο των δυο κόσμων, αρχαίου και μεσαιωνικού, να έλκει τον Καβάφη.

Σίγουρα πάντως η συγκεκριμένη χρονολογία, 400 μ.Χ, δεν αφήνει αδιάφορο τον ποιητή εφόσον εμφανίζεται, μετά από το συγκεκριμένο, σε άλλα δυο ποιήματα: Θέατρον της Σιδώνος (400 μ.X.) [1923/1923] και Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.X. [;/1925] με το πρώτο να διαδραματίζεται επίσης στη Σιδώνα ενώ το δεύτερο βορειότερα στην Αντιόχεια. Να κρατήσουμε δυο παρατηρήσεις: πρώτη ότι και τα δυο είναι ερωτικά ποιήματα, στίχοιτης ηδονής της εκλεκτής, που πηαίνει / προς άγονην αγάπη κι αποδοκιμασμένη. Και δεύτερη ότι σχετίζονται με ποιητές οι οποίοι γράφουν για ένα κοινό μυημένων (που εκτιμά τέτοια ποίηση) λίαν ευτόλμους στίχους και πάντοτε στα κρυφά ή με προσωπείο – ας διαβάζουν Εμονίδην οι ανίδεοι Αντιοχείς. Φανερά πια ο κόσμος που θα επέτρεπε και θα επικροτούσε τέτοιους στίχους έχει δραματικά περιοριστεί και έχει χάσει την ισχύ του· οι τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες είναι κυρίαρχοι στην κοινωνία και πολιτική.

David_Roberts_Sidon_from_the_North_525Από την άλλη ωστόσο τα πολιτιστικά επιτεύγματα του αρχαίου κόσμου δεν έχουν εξαφανιστεί. Η Μικρά Ασία, η Φοινίκη και η Αίγυπτος δεν έχουν υποστεί ακόμη τα δεινά της Δύσης ή του ελλαδικού χώρου. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχαίων κειμένων επιβιώνει ακόμη και θα χαθεί μέσα στις περσικές επιδρομές και την αραβική κατάκτηση που θα τις ακολουθήσει. Ο Μελέαγρος, ο Κριναγόρας και ο Ριανός, ελάχιστα γνωστοί σε μας πέρα από την Παλατινή Ανθολογία, είναι αναγνωρίσιμοι από τους νέους που διασκεδάζουν. Φυσικά δεν τίθεται θέμα για τον Αισχύλο που ανήκει σε τελείως διαφορετική κλάση· αλλά χωρά άραγε ο Αισχύλος στο ελαφρύ τούτο συμπόσιο-φιλολογική βραδιά;

Ουσιαστικά ολόκληρο το ποίημα συντίθεται από δυο συμμετρικές ενότητες των δεκατριών στίχων η καθεμιά. Στην πρώτη ενότητα ο χώρος, τα πρόσωπα και η απαγγελία του ηθοποιού· στη δεύτερη ο μονόλογος του φανατικού για γράμματα νέου. Τριχοτομημένη σε αντίστοιχες στροφές/υποενότητες η πρώτη ενότητα, ενιαία (φαινομενικά) σε μια εκτεταμένη στροφή η δεύτερη που περιέχει τον νοηματικό πυρήνα του ποιήματος. Στην πρώτη τον λόγο έχει ο τριτοπρόσωπος αφηγητής και σχολιαστής συνάμα, ενώ τη δεύτερη μονοπωλεί ο ζωηρός εραστής της τέχνης με την πρωτοπρόσωπη και κάπως αναιδή ρητορεία του. Portrait of Cavafry IIΤο παράδοξο της πρώτης ενότητας βρίσκεται ωστόσο στην τριπλή διαίρεσή της: η αφήγηση της πρώτης υποενότητας συνεχίζεται στην τρίτη, με τη δεύτερη, την περιγραφή χώρου και προσώπων, να παρεμβάλλεται σαν ξεχασμένη παρένθεση ανάμεσά τους. Πράγματι, η πρώτη στροφή εισάγει τον αναγνώστη κατευθείαν στο κεντρικό γεγονός της υπόθεσης του ποιήματος, την ανάγνωση από τον ηθοποιό των εκλεκτών επιγραμμάτων. Ήδη γίνονται εξαρχής γνωστά ότι ο ηθοποιός αναλαμβάνει να διασκεδάσει κάποιους – προφανώς τους νέους του τίτλου στη Σιδώνα το 400 μ.Χ – όπως και ότι η ανάγνωση των επιγραμμάτων ήταν μέρος μόνο του προγράμματός του.

Πρόκειται για μια μάλλον εκλεπτυσμένη (ενδεχομένως και δαπανηρή) διασκέδαση που όμως σε κάθε περίπτωση δείχνει να παραμένει ελαφριά και χαλαρή. Αυτήν ακριβώς την εικόνα της χαλαρότητας και της τρυφηλής ζωής τονίζει η περιγραφή της δεύτερης στροφής. Εκεί βρίσκεται και η σκοπιμότητα της παρουσίας της στο μέσον της αφήγησης: η εικόνα της αίθουσας πάνω από τον κήπο και τα αρώματα του κήπου ανακατεμένα με τα αρώματα των πέντε νέων, η οπτική και η οσφρητική εικόνα, υπογραμμίζουν ό,τι είχαμε ήδη υποψιαστεί ως τώρα. Πλούσιοι, μορφωμένοι και αβροδίαιτοι οι νέοι του ποιήματος ετοιμάζονται για μια βραδιά τέχνης χωρίς – κατά τα φαινόμενα – ιδιαίτερο προβληματισμό ή βαθιά νοήματα και αναζητήσεις. Να υπογραμμίσουμε τα αρώματα που θυμίζουν στον συστηματικό αναγνώστη του Καβάφη τα ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής. (Παραπέμπω στην Ανεμόσκαλα του ΚΕΓ και στον συμφραστικό πίνακα λέξεων για τον Καβάφη για περαιτέρω αναζητήσεις – υπάρχει πια ένα ισχυρό εργαλείο για πολλές και ποικίλες αναγνώσεις του καβαφικού έργου). Η λανθάνουσα ηδυπάθεια από τα αρώματα του κήπου και των νέων ενισχύει την παραπάνω εικόνα. arcadius br1-vertΜάστορας ο Καβάφης στο να σκηνοθετεί χώρους και πρόσωπα χωρίς άμεσες ερωτικές αναφορές αλλά με διάχυτη ερωτική ατμόσφαιρα όπως λ.χ στο Αλεξανδρινοί Βασιλείς ή στον Καισαρίωνα.

Εφόσον προηγήθηκαν η περίσταση, ο χώρος και τα πρόσωπα, η τρίτη υποενότητα προχωρά στο ίδιο το επεισόδιο. Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός. Με τη χρήση της παθητικής φωνής (διαβάστηκαν) το βάρος πέφτει στην πράξη της ανάγνωσης που μπαίνει πια στον κέντρο του ενδιαφέροντος. Αλλά και το ίδιο το ρήμα έχει ενδιαφέρον εφόσον οι Μελέαγρος, Κριναγόρας και Ριανός δεν απαγγέλλονται αλλά διαβάζονται. Θα μπορούσε κανείς, έχοντας αρκετό δίκιο, να αντιτείνει ότι ο ποιητής αποφεύγει έτσι την τριπλή χρήση του ρήματος “απαγγέλλω”  που υπάρχει ήδη στους στίχους 2 και 8, καθώς και ότι το “διαβάζω” και το “απαγγέλλω” εδώ λειτουργούν σχεδόν ως συνώνυμα. Ίσως να είναι έτσι αλλά από την άλλη ο Καβάφης “στριμώχνει” τους τρεις ποιητές σε μόλις ένα στίχο χωρίς άλλο σχόλιο πλην της αναφοράς των ονομάτων τους. Πιθανόν το “διαβάστηκαν”, μαζί με την εν τάχει αναφορά των ποιητών που προηγούνται του αισχύλειου επιγράμματος, να θέτει διακριτικά ενώπιον του αναγνώστη τον πρώτο και πλέον αδύναμο όρο σύγκρισης. Όσο για τους τρεις ποιητές μπορεί κανείς να βρει κάποια παραπάνω στοιχεία εδώ.

Βαραίνει ωστόσο η ατμόσφαιρα με τον Αισχύλο που με τα αδέκαστα σταθμά του χρόνου ζυγίζει πολύ περισσότερο και από τους τρεις προηγούμενους ποιητές μαζί. Ήδη το «Aισχύλον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει -» ακούγεται σαν βροντή στον αίθριο ουρανό της ανέφελης ποιητικής βραδιάς. Ένα επίγραμμα γραμμένο κατά την παράδοση από τον ίδιο τον Αισχύλο (πιθανότατα ωστόσο της ελληνιστικής εποχής). Ειρωνεία της τύχης: μας παραδίδεται στους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου (14,6), συμπόσιο λογίων και πάλι στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. Ο Γιάννης Δάλλας  (Καβάφης και Ιστορία, σελ. 94-98) προσέχει κάτι που έχει διαφύγει από όλους σχεδόν τους σχολιαστές του ποιήματος:  πηγή για την αφόρμηση του ποιήματος (συμπόσιο, πλούτος, χαλαρή διάθεση, η σύγκριση ανάμεσα στην πολεμική δράση και το καλλιτεχνικό έργο) είναι το συγκεκριμένο έργο του Αθήναιου και ιδιαίτερα το σημείο όπου πρώτα ο Αλκαίος και έπειτα ο Αρχίλοχος ελέγχονται για την πρόκριση από μέρους τους της πολεμικής δράσης  έναντι του καλλιτεχνικού έργου· τρίτος έρχεται ο Αισχύλος και το επίγραμμά του

Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει
μνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
ἀλκὴν δ᾽ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἂν εἴποι
καὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος.

Η μεταφορά του σκηνικού και της σύγκρισης από τη Ρώμη του 200 μ.Χ στη Σιδώνα του 400 μ.Χ προφανώς έχει τη σκοπιμότητά της για τον Καβάφη. Αντιγράφω από τον Γ. Δάλλα (οπ.π): Ο Καβάφης αυτόματα κινητοποιεί την τεχνική του, της αναδημιουργίας. Μας μεταφέρει πέρα από τη Ρώμη του Αθηναίου με τα σοφολογιότατα γερόντια του, στη Σίδωνα με τα νεαρά παιδιά της — μια από τις τελευταίες νησίδες του ελληνισμού. Προτιμά τα υστερόγραφα της ιστορίας· και αυτός είναι ο λόγος, πού στη σκηνοθεσία του συμποσίου του αγνοεί δυο ανερχόμενες δυνάμεις: του χριστιανισμού στα επίκεντρα και των βαρβάρων στον ορίζοντα του 400 μΧ. Και στη σκηνοθεσία αυτή παρεμβάλλει ανάγλυφες μες από την αντιστοιχία των εποχών και συνάμα συνοψισμένες τις απόψεις μιας προσωπικής καλλιτεχνικής αγωγής.

Έχει πάντως τις ευθύνες του και ο ηθοποιός για την αντίδραση του νέου. Ο Καβάφης φροντίζει να τις αποδώσει με τους σε παρένθεση στίχους 10 και 11 : (τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον / το «αλκήν δ’ ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»)aisxylos και είμαι σίγουρος ότι την παρένθεση που λειτουργεί σαν μια δήθεν δευτερεύουσα παρατήρηση όπως και το υπέρ το δέον τα ευχαριστιέται πολύ καθώς κλείνει ταυτόχρονα το μάτι στον αναγνώστη. Σα να του λέει: “Κοίτα, δεν έβαλε άδικα τις φωνές το παιδί το ζωηρό, το φανατικό για γράμματα. Έβαλε το χέρι του και ο ηθοποιός. Πού η ευδόκιμος αλκή και πού το Μαραθώνιον άλσος στη Σιδώνα εδώ, 900 χρόνια μετά τη μεγάλη μάχη; Πώς θα το έλεγε ο Φιλέλλην ηγεμονίσκος; Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες, / τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά / πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα». Σε κάθε περίπτωση υπέρ το δέον και ας μην είναι πια και Φράατα ή Ζάγρος η Σιδώνα”.

Και ακολουθεί η απάντηση στην “πρόκληση” που συνιστά το επίγραμμα. Σε ευθύ λόγο φυσικά για να δοθεί με ακρίβεια και χωρίς απώλειες η συναισθηματική θερμοκρασία. Ιδιαίτερη σημασία έχει η άμεση και γρήγορη αντίδραση (πετάχθηκε, ευθύς) του νέου· ενός παιδιού ζωηρού (και πάλι το θέμα της κίνησης) και φανατικού (το θέμα του πάθους) για γράμματα.  Υπ’ όψιν επίσης ότι δε γνωρίζουμε τίποτα άλλο για την ταυτότητα του νέου αυτού, ούτε καν αν ανήκει στους πέντε αρωματισμένους νέους. Να είναι άραγε ένας από αυτούς, ο κορυφαίος του χορού που αναλαμβάνει να απαντήσει εκ μέρους των στις αξίες που προβάλλει το επίγραμμα – τόσο μακρινές στους νέους της Σιδώνας στα 400 μ.Χ; Δε φαίνεται να απασχολούν τέτοια ερωτήματα τον ποιητή. Το ήθος, ο χαρακτήρας του νέου και το σύστημα αξιών του τον ενδιαφέρουν, τα άλλα μένουν εικασίες του αναγνώστη.

Από άποψη οργάνωσης λόγου η αγόρευση του νέου διαιρείται σε τρία μέρη – υποενότητες. 1) Τη ρητά και απερίφραστα διατυπωμένη αρνητική αξιολόγηση των ιδεών που προβάλλει το αισχύλειο επίγραμμα (στ. 14-15), 2) τα όσα πρέπει (έπρεπε καλύτερα) να πράττει ο ποιητής (στ 16-19) και 3) τα όσα έπρεπε να αποφύγει (στ. 20-26). Είναι χαρακτηριστικό ότι η δεύτερη ενότητα ακολουθεί ακριβώς την οργάνωση της πρώτης όχι μόνο στον συνολικό αριθμό στίχων αλλά και στις τρεις και πάλι υποενότητες που έχουν ίδιο αριθμό στίχων η καθεμιά με τις αντίστοιχες της πρώτης: δύο, τέσσερις και εφτά. Μόνη διαφορά, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, είναι ότι οι υποενότητες της δεύτερης ενότητας βρίσκονται μέσα στην μία και μοναδική στροφή ενώ στην πρώτη ενότητα η διαίρεση των υποενοτήτων σε στροφές κάνει τη διάκρισή τους εναργέστερη.

Οι πρώτοι δυο στίχοι της δεύτερης ενότητας καταγράφουν την αρνητική αξιολόγηση του επιγράμματος από τον νεαρό. Ο τόνος μάλλον κοφτός και απότομος, με τελεία στο τέλος κάθε στίχου. Ο δεύτερος στίχος επεκτείνει και προσπαθεί, ως ένα βαθμό, να αιτιολογήσει τον πρώτο στίχο (μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες). Εντυπωσιακή η κυριαρχία του πρώτου προσώπου που ξεκινά από τον πρώτο στίχο (A δεν μ’ αρέσει) και φτάνει με κορύφωση ως τον πέμπτο (Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ) με το λεκτικό ρήμα κηρύττω στον τρίτο στίχο να ακούγεται, μέσα από τις παύλες που το φωτίζουν, σαν διακήρυξη των πιστεύω του νέου – ας αφήσουμε κατά μέρος τον ποιητή προς το παρόν. Ένα προσωπικό μανιφέστο αλλά πόσο υπερφίαλο και εγωιστικό… Μόνο τα πρωτοπρόσωπα ρήματα που προαναφέρθηκαν αρκούν για να πειστούμε ότι ο νεαρός υπερβαίνει τα εσκαμμένα, με χαρακτηριστικότερο όλων το απαιτώ. Επιπλέον οι προστακτικές και οι προτρεπτικές υποτακτικές δίνουν και παίρνουν: Δώσε, θυμήσου, Κι όχι…να βγάλεις, να βάλεις. Ο νέος δεν επιχειρηματολογεί αλλά ρητορεύει ξεκάθαρα .

marathonasΧτισμένη πάνω στα τρία αυτά συστατικά (προπετής χρήση του πρώτου προσώπου, προστακτικές και προτρεπτικές υποτακτικές, λεκτικό ρήμα υψηλής έντασης που μας εισάγει στη βιοθεωρία του νέου) η ρητορεία του φανατικού για γράμματα παιδιού έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις προθέσεις και τις στοχεύσεις της. Πριν όμως φτάσουμε εκεί ας κρατήσουμε κατά νου ότι η ποιητική ρητορική στην καβαφική ποίηση, όταν δεν εξυπηρετεί εξόφθαλμα διδακτικούς στόχους, γίνεται όχημα της καβαφικής ειρωνείας, λεκτικής ή/και δραματικής. Και ότι εδώ τα σημάδια μιας πιθανής ειρωνικής ανάγνωσης, ξεκινώντας ήδη από την σκηνοθεσία και τα σχόλια του αφηγητή, πληθαίνουν θεαματικά στη δεύτερη αυτή ενότητα.

Ήδη αναφερθήκαμε στους πρώτους δυο στίχους· να συμπληρώσουμε εδώ τον όρο “λιποψυχίες” που και μετριασμένος ακόμη από το “κάπως σαν” ακούγεται βαρύς για κάποιον που δεν “λιποψύχησε” ούτε στον Μαραθώνα ούτε στη Σαλαμίνα. Προφανώς ο όρος έχει τη σημασία του στο στόμα του νεαρού που λιποψυχία θεωρεί το ότι ο Μαραθωνποιητής δεν κάνει λόγο στο επιτύμβιο επίγραμμά του για το έργο του· από την άλλη δε μπορούμε παρά να σκεφτούμε και το ειρωνικό παιγνίδι του ποιητή με σύγκρουση που προκύπτει ανάμεσα στην κυριολεκτική χρήση του όρου (δειλία στη μάχη) και στην πιο μεταφορική (απαξίωση του καλλιτεχνικού έργου σε σύγκριση με την πολεμική αρετή).

Η πρόταση – καλύτερα: η διακήρυξη του νέου – ακολουθεί στους επόμενους τρεις συν έναν στίχους. Οι τρεις (16-18) τονίζουν εμφατικά τη σπουδαιότητα του καλλιτεχνικού έργου (δυο φορές η λέξη “έργο” στους δυο πρώτους στίχους, διόλου ασήμαντη η επανάληψη) του κάθε τεχνίτη, τέτοια που να απορροφά κάθε δύναμη και μέριμνα του καλλιτέχνη τόσο στη ζωή όσο και στην ώρα της δοκιμασίας αλλά ακόμη και στο κατώφλι των γηρατειών, επί γήραος ουδώ όταν η ώρα σου πια γέρνει . Μπορούμε κάλλιστα να θυμηθούμε εδώ τη “Σατραπεία” και το κόστος που πληρώνει ο καλλιτέχνης για να εξασφαλίσει τη ζωή του (παραπέμπω στη σχετική ανάρτηση όπου φαίνονται ξεκάθαρα και οι θέσεις του ποιητή). Δε μπορεί παρά να ακούγεται η φωνή του Καβάφη μέσα από τα λόγια αυτά. Το πρόβλημα είναι αλλού: ποιος τα λέει και κυρίως πώς τα λέει. Ακριβώς αυτόν τον προβληματισμό μας υπενθυμίζει ο τέταρτος στίχος της συγκεκριμένης υποενότητας, ο στίχος 19: Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ. Όπως και να’χει το περιμένω και πολύ περισσότερο το απαιτώ δύσκολα θα τα απηύθυνε ο Καβάφης στον Αισχύλο. Ένα παιδί όμως φανατικό για γράμματα και στη Σιδώνα του 400 μ.Χ; Μάλλον έχει λιγότερους περιορισμούς. Πολλαπλά χρήσιμη λοιπόν η υπερβολική παρρησία του νέου που δε μοιάζει να είναι μ ό ν ο μια ακόμη ηθοποιία του Καβάφη. Ας μείνει ωστόσο αυτό για το τέλος της ανάρτησης.

Στους τελευταίους επτά στίχους ο νέος ανεβάζει περισσότερο τον ρητορικό του τόνο: από τη μια το μεγαλόστομο εγκώμιο των τραγωδιών του Αισχύλου και από την άλλη μ ό ν ο οι τάξεις των στρατιωτών που αντιστάθηκαν στον Δάτι και τον Αρταφέρνη – σωρός στα μάτια του νεαρού. Πιθανόν το μ ό ν ο , επίτηδες γραμμένο με αραιά γράμματα, άρα υπερτονισμένο, να προσπαθεί μάλλον ανεπιτυχώς να μετριάσει την αρνητική – κατά τον νεαρό – σύγκριση ανάμεσα στο έργο του ποιητή και τη ζωή του, με την έννοια του ναι μεν αλλά. Δηλαδή ναι μεν αξιόλογη η συμμετοχή του στη μάχη αλλά όχι και το σημαντικότερο έργο της ζωής του. Από την άλλη όμως μπορεί και να οξύνει τη σύγκριση, αν διαβαστεί αποκλειστικά ως ειρωνεία. PersesΑμφίσημη σε κάθε περίπτωση η διατύπωση, ξεκάθαρη όμως η εικόνα του νεαρού: τόσα ξέρει, τόσα συγκρίνει θα έλεγε κανείς – αλλά  ο ποιητής; Γιατί επιλέγει ένα τόσο “ενοχλητικό” προσωπείο; Προφανώς έχει πάρει τις αποστάσεις του όπως φανερώνει ο τίτλος και η σκηνοθεσία του ποιήματος  αλλά και πάλι ο νεαρός δείχνει σε κάθε περίπτωση υπερβολικός. Λαμπρός ο Λόγος της Τραγωδίας (κεφαλαία ο Λόγος και η Τραγωδία, να διαβάζονται όπως ακριβώς προφέρονται, με υπερβολικό τονισμό). Και έπειτα Αγαμέμνονας, Κασσάνδρα, Ορέστης, Προμηθέας, Επτά επί Θήβας: θριαμβική απαρίθμηση ηρώων του αισχύλειου έργου για να κατέβει υποτιμητικά αμέσως μετά στο “μ ό ν ο” και στο “σωρό”. Βέβαια ο προσεχτικός αναγνώστης θα δει ότι από τους ήρωες λείπει το φάντασμα του Δαρείου και ο ηττημένος Ξέρξης από τους Πέρσες του Αισχύλου. Τυχαία άραγε η παράλειψη; Προφανώς όχι, γιατί οι “Πέρσες”, ανάμεσα στα άλλα, επαινούν ακριβώς αυτό που πασχίζει να υποβαθμίσει ο νεαρός. Τι θα απαντούσε άραγε ο Αισχύλος; Κάτι τέτοιο, λέει ο Σεφέρης (οι υπογραμμίσεις δικές μου):
«Νεαρέ μου επίγονε, εκτιμώ πολύ τους λογίους που αντιπροσωπεύεις· και τους επιγραμματοποιούς που σας διασκεδάζουν δεν τους περιφρονώ. Τι σημαίνει αν η ποίησή τους είναι διαφορετική από τη δική μου· κρατούν ζωντανή τη γλώσα μου. Τι σημαίνει αν ο Μελέαγρος δανείζεται τα λόγια που έβαλα στο στόμα του Δαναού μου, για να διώξει το κουνούπι που τσιμπά το κορίτσι του (Παλ. Ανθ., V, 151) —δόξα κι αυτό για μένα. Το επιτύμβιό μου ανάμεσα στους στίχους αυτού του Σύρου παιδικού, που τον απατούσαν οι Εβραίοι (Παλ. Ανθ., V, 160), εκείνου του Κριναγόρα, του αυλικού της Οκταβίας, ή εκείνου του άλλου, του Ριανού, της γλυκομύριστης μαντζουράνας (Παλ. Ανθ., IV, 1) —μα γιατί όχι; Το σπουδαίο είναι ότι, ύστερ’ από χίλια χρόνια, ο ηθοποιός λέει ακόμη το “Αισχύλον Ευφορίωνος…”.

     »Με συγκινεί κατάκαρδα η φροντίδα σας. Χωρίς εσάς ποιος ξέρει σε τι αξύπνητες μνήμες θα είχε ταφεί η ποίησή μου· και τα ελεεινά χειρόγραφά μας ποιος ξέρει τι λαχανικά θα είχαν λιπάνει… Σεις τα seferis-1καλλιγραφήσατε, σεις τα ταχτοποιήσατε με ψιλοδασείες για να τα προφέρουν σωστά οι μέλλουσες γενιές. Τους αρματώσατε ένα γερό καράβι για να περάσουν τους αιώνες. Ένα καράβι! τι λέω; τους φτιάξατε το ίδιο το πέλαγος. Απλώσατε τη γλώσσα μας σε εκτάσεις που θα ήταν αδύνατο να υποψιαστούμε εμείς οι Σαλαμινομάχοι με τις μικρές μας τις βαρκούλες. Συζητάτε το επιτύμβιο μου στη Σιδώνα, στα 400 μ.Χ. —αυτό μονάχα; Την ελληνική λαλιά, ώς μέσα στη Βακτριανή την πήγατε, ώς τους Ινδούς (ρνβ´). Είμαι γεμάτος αγαλλίαση μπροστά σε τέτοια θαύματα.
     »Όμως ξεχνάς, είναι φυσικό, λίγες λεπτομέρειες. Είπες πως πολέμησα μες στο “σωρό”. Όχι, νεαρέ μου επίγονε· πολέμησα μαζί με ελεύθερους ανθρώπους, σαν εμένα· με τους ίσους μου· μ’ αυτούς που μάθαιναν και παίζαν τα χορικά μου, κι όλοι μαζί πιστεύαμε στις τραγωδίες μου. Ήμουν μαζί τους και ήταν μαζί μου· ένα πράγμα. Πολέμησα με την τραγωδία μου· για να μπορούμε να γράφουμε δράματα και να τα παρασταίνουμε όπως τα θέλαμε. Δεν πολέμησα τον Δάτη και τον Αρταφέρνη· δεν αισθανόμουν μίσος για τους δυστυχισμένους αυτούς βαρβάρους που δεν είχαν καθόλου τον τρόπο να καταλάβουν πώς δούλευε το μυαλό μας· τους συμπονούσα· ξέχασες, σκόπιμα ίσως, τους Πέρσες μου στην απαρίθμησή σου. Πολέμησα για τον εαυτό μας· το ίδιο έκανα όταν έγραφα.

     »Εμείς είχαμε την πόλη· και τα ξυλένια τείχη ακόμη λογάριαζαν· είχαν μια δύναμη μαγική. Σεις έχετε πρωτεύουσες και τον ξέσκεπο κόσμο. Οι ορίζοντές μας ήταν στενοί μπροστά στους δικούς σας· αλλά ποιος ξέρει πόσο μεγάλους ορίζοντες μπορεί να σηκώσει ο νους του ανθρώπου και από ποιο πλάτος πέφτει στην υπνοβασία. Τα τείχη μας έγιναν σκόνη μέσα στον ανθρώπινο πολτό όπου ζείτε· όμως είναι φοβερή η απομόνωσή σας —η καλαμιά στον κάμπο. Χτίσατε το “Μουσείο”, το μεγάλο μοναστήρι, το πολύτιμο αυτό δεσμωτήριο· και ο Κριναγόρας σας αφιερώνει στίχους σε μια οδοντογλυφίδα (Παλ. Ανθ., VI, 345) —μεγάλοι ορίζοντες. “Των στρατιωτών οι τάξεις” καθώς λες, που βγαίναν από τις περιορισμένες πολιτείες μας, ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που απαγγέλναν και άκουγαν, όλοι μαζί, τις Ραψωδίες, τα χορικά μου, και τις Ιστορίες ακόμη του Ηροδότου.»

AisxylosΠαρέθεσα την “απάντηση” του Αισχύλου κατά τον Σεφέρη για να φανεί η καλύτερη, πιστεύω, προσέγγιση στο ποίημα μέσα από αυτό το σχόλιο. Όντως οι νέοι της Σιδώνας αδυνατούν να συλλάβουν την έννοια του πολίτη σε ανεξάρτητη πόλη κράτος. Ούτε η αίσθηση της ελευθερίας είναι ίδια, ούτε το σύστημα αξιών, ούτε φυσικά η συλλογικότητα υπάρχει πλέον. Τι θα έγραφε άραγε η επιτύμβια στήλη του Περικλή; Απαντά ο Ι.Θ.Κακριδής: Αν βρίσκαμε σήμερα την επιτύμβια στήλη του Περικλή, είναι βέβαιο ότι θα έγρα­φε, όπως και τόσων άλλων Αθηναίων: Περικλής Ξανθίππου Χολαργεύς. Το όνομα του, το όνομα του πατέρα του και του δήμου του. Όλα τα λοιπά (τίτλοι: στρατηγός, πολιτικός κτλ.) είναι απλές συνέπειες της προσωπικότητας του. Δεν προσθέτουν, θολώνουν. Δεν προβάλλουν, σκοτίζουν: Δεν ελευθερώνουν. Για τέτοιους ανθρώπους η ιδιότητα του πολίτη και του οπλίτη είναι αυτές που καθορίζουν την ταυτότητα του ατόμου, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για μάχη της αξίας του Μαραθώνα. Καμία σχέση όλα αυτά με το 400 μ.Χ και τους αρωματισμένους νέους, για τους οποίους η τέχνη είναι το παν. Αλλά καιρός να δούμε και τον Καβάφη πίσω από το προσωπείο.

Δε χρειάζεται να τονίσουμε πόσο εκτιμά ο Καβάφης το έργο του και τι αξία του αποδίδει. Όπως προαναφέρθηκε, στην ανάρτηση για την Σατραπεία παρατίθενται τρία χαρακτηριστικά σημειώματα του ποιητή που φανερώνουν ότι το ποιητικό του έργο είναι το επίκεντρο της ζωής του, καθώς τοποθετείται πάνω ακόμα και από την ερωτική απόλαυση. Προφανώς  ο ποιητής ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τους στίχους
Δώσε — κηρύττω — στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Όμως γνωρίζει αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει ο νεαρός από τη Σιδώνα: ότι χωρίς ελευθερία το καλλιτεχνικό έργο δύσκολα γεννιέται και ανθίζει. Έχει άλλωστε και ο ίδιος πληρώσει το τίμημα, την σατραπεία της άνεσης που του κοστίζει την απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία και την αναγνώριση – που θα μπορούσε να έχει πολύ νωρίτερα και μεγαλύτερηKavafis. Η λύση του προσωπείου του ασυγκράτητου φιλότεχνου νέου είναι μια καλή λύση: από τη μια η ιδέα της απόλυτης κυριαρχίας της Τέχνης περνά στον αναγνώστη (που διακρίνει εύκολα και τον ποιητή πίσω από το προσωπείο) από την άλλη η μονοδιάστατη και υπερβολική προβολή της Τέχνης από τον νεαρό, καθώς και η μεγαλοστομία και η προπέτειά του μπορούν να αποδοθούν άνετα στο περιβάλλον και την εποχή που ζει, καθώς και στην ηλικία και το πάθος του για γράμματα. Όπως προαναφέρθηκε, το προσωπείο έχει πολύ λιγότερους περιορισμούς από τον ποιητή στο πώς και με ποια ένταση θα εκφράσει τις απόψεις του. Και ταυτόχρονα αφήνει στον ποιητή τη δυνατότητα να μείνει ειρωνικά (ως προς το νεαρό) ουδέτερος. Σα να μας λέει “Σωστά, κι εγώ πιστεύω ότι το καλλιτεχνικό έργο είναι το παν για εμάς τους φανατικούς για γράμματα αλλά για κοιτάξτε και αυτόν που το κηρύττει. Σιδώνα, 400 μ.Χ, συμπόσιο πάνω σε κήπο και αρώματα…μήπως τελικά και ο Αισχύλος έχει τα δίκια του; Μήπως τελικά και η δράση, ο αγώνας για τη ελευθερία και τα ιδανικά της πόλης μπορούν να σταθούν ισάξια και πιο πάνω ακόμη από τα ποιήματα και τις τραγωδίες;”  Δεν περιμένουμε φυσικά απάντηση διότι δεν υπάρχει απάντηση. Η ζυγαριά ισορροπεί απόλυτα ακίνητη.  Ίσως γιατί έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα από τις ερωτήσεις, οι όποιες απαντήσεις άλλα δεν έχουν να σε δώσουν πια.

Ευχαριστίες στους γνωστούς μύστες των καβαφικών μυστηρίων που μου έδωσαν την έμπνευση και κάμποσο υλικό για να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο ποίημα. Ναι, σαν τον Ιουλιανό και τον Πηγάσιο, όντως. Αρκούν πια χειρονομίες και αόρατα διαδικτυακά νοήματα για να συνεννοηθούμε. Όσοι έχετε facebook και την έχετε λίγο την καβαφική λόξα περάστε από εδώ να γίνουμε περισσότεροι: http://tinyurl.com/pnwfevw

Ο φάκελος του ποιήματος
https://app.box.com/s/ih4zwzmhqt662h4f7e0u
περιλαμβάνει τα παρακάτω άρθρα και αποσπάσματα μελετών

1. Anthony Dracopoulos, “The Rhetoric of Dilemma and Cavafean Ambiguity”
2. Edmund Keeley, Η Καβαφική Αλεξάνδρεια. Eξέλιξη ενός μύθου
3. Γ.Σεφέρης, «Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό», 1962. Δοκιμές, Β΄. Ίκαρος, 1974
4. Γιάννης Δάλλας, Καβάφης και Ιστορία
5. Γιάννης Δάλλας, “Η πολυσημία του καβαφικού ποιήματος (Νέοι της Σιδώνας)” (περ. Ο Πολίτης, τ.55, σελ 70-81)
6. Γιώργος Π. Σαββίδης,  “Cavafy versus Aeschylus” (1984). Μικρά καβαφικά, Α΄, Ερμής, 1985
7. Ι.Α.Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη
8. Μαρία Αθανασοπούλου, “Σχόλιο στο Νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ”
9. Νέοι της Σιδώνος 400μΧ – Απαγγελλία Μίμη Σουλιώτη (1992)
10. Ρένος & Στάντης & Ήρκος Αποστολίδης, Απαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα
11. Σόνια Ιλίνσκαγια,  Κ.Π. Καβάφης. Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα
12. Τίμος Μαλάνος,  Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης

Μυστήρια Καβαφικά και περί μοντερνισμού συνέχεια.

Όπως υποσχέθηκα εδώ παρουσιάζω  μερικές φωτογραφίες από την εκδήλωση 150 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΒΑΦΗΣ: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΥΣΩΝ ΓΕΝΕΩΝ (07/10/2013) του  Πολιτιστικού Συλλόγου «Φυσιολάτρης Νίκαιας». Παραθέτω επίσης τα τέσσερα συνολικά βίντεο που καλύπτουν όλη την εκδήλωση. Ευχαριστίες στον φίλο Παναγιώτη Ορνιθόπουλο, εκ των συντελεστών της εκδήλωσης και μύστη της λατρείας των καβαφικών ιστορικών (και άλλων) μυστηρίων – τι τραβάμε και εμείς οι μύστες!

 Στην ανάρτηση με τίτλο Rerum novarum cupidus είχα θίξει το θέμα της προχειρότητας με την οποία επιχειρείται να καλυφθεί το τεράστιο και (εσαεί κατά τα φαινόμενα) ανοιχτό ζήτημα του μοντερνισμού στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία. Έθιξα κυρίως το θέμα των χαρακτηριστικών που προτείνονται ως ειδοποιές διαφορές ανάμεσα σε παραδοσιακή και νεώτερη ποίηση, ίσως γιατί αυτό ήταν το ζητούμενο στο σχετικό μάθημα project που καταχρηστικά ονομάζεται ακόμη Λογοτεχνία στο Λύκειο. Ο φίλος Δημήτρης Κόκορης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ που άκουσε τον σχετικό προβληματισμό μου είχε την καλοσύνη να μου στείλει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του από τον Φιλόλογο, τεύχος 99, με τίτλο “Πρόταση για διδασκαλία ποιητικού μοντερνισμού” (προστέθηκε στη βιβλιογραφία της σχετικής ανάρτησης) το οποίο νομίζω ότι θα φανεί πολύ χρήσιμο στον κάθε διδάσκοντα. 136309Πολύ περισσότερο ωστόσο τον ευχαριστώ για το εξαιρετικό βιβλίο του Ποιητικός ρυθμός. Νεωτερική και παραδοσιακή έκφραση, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Νησίδες 2006 που, όπως γίνεται αντιληπτό ήδη από τον τίτλο, επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στη μελέτη της σύγκρισης παραδοσιακής και νεώτερης ποίησης. Άδηλες όψεις της ελληνικής πρωτοπορίας (πχ τα πρόδρομα υπερρεαλιστικά στοιχεία στον Παπατσώνη), λανθάνοντες νεωτερισμοί στο σώμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (περίπτωση Λειβαδίτη των πρώτων συλλογών), σημειώσεις πάνω στην ποίηση του Γιώργου Ιωάννου (τόσο αγνοημένη σε σχέση με την πεζογραφία του), αρκετά και ενδιαφέροντα καβαφικά και σύγχρονοι ποιητές είναι μερικά από τα θέματα που ξεχώρισα, για αρχή τουλάχιστον. Στα συν του βιβλίου ο καίριος και λιτός φιλολογικός λόγος του Δημήτρη Κόκορη που εκτιμώ ότι άρχισε πλέον να σπανίζει ως είδος· περισσεύει η επίδειξη, ο βερμπαλισμός και η ιμπρεσιονιστική κριτική από τη μια και οι ανιαρές, χτισμένες πάνω σε νεφελώδεις λογοτεχνικές θεωρίες, προσεγγίσεις από την άλλη.

Η σιωπή των Λακεδαιμονίων (Στα 200 π.Χ)

Μήνες τώρα ζω την εκδίκηση του ποιητή Φερνάζη. Τον είχα άσπλαχνα εγκαταλείψει πάνω από χρόνο στην τύχη του και τώρα για τρεις μήνες και περισσότερο δε μπόρεσα να γράψω τίποτα στο παρόν ιστολόγιο. Τρεις παρουσιάσεις βιβλίων, η ανακατωσούρα των εξετάσεων, η γελοιότητα της επιστράτευσης, η βαθιά αηδία από τα πρόσφατα γεγονότα με την ΕΡΤ – “έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου” μου ψιθυρίζει από καιρό, επίμονα, ο Αχαιός της Αλεξάνδρειας – δε με άφησαν καιρό και διάθεση για γράψιμο. Και πάλι όμως δεν πρέπει να έχω παράπονο από τον Φερνάζη καθώς πριν με παρατήσει φουρκισμένος άφησε το σημείωμά του:0-Darius Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό, / επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται — / το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην· / υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος. Παρέβλεψα το ειρωνικό υπαινιγμό που με ταύτιζε με τον Δαρείο και προτίμησα να μεταφέρω τους στίχους στο ποίημα “Στα 200 π.Χ ” του Καβάφη που είχα σκοπό από καιρό να σχολιάσω. Έτσι λοιπόν μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό, επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται: Τι να ένιωσαν οι Λακεδαιμόνιοι με εκείνο το πλην Λακεδαιμόνιων; Μήπως αδιαφόρησαν παντάπασι, όπως ισχυρίζεται ο ανώνυμος αφηγητής;  Υπεροψία λοιπόν – χωρίς μέθη αλλά πάντως υπεροψία; Ή μήπως αντίθετα, κάπως σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων το στοχάστηκαν, σιωπηλά πάντα, και αλλού πρέπει να ψάξουμε την υπεροψία και τη μέθη μαζί; Μαζί με τον Φερνάζη λοιπόν αναγκάστηκα και εγώ βαθέως να σκεφτώ το πράγμα.

Στα 200 π.Χ
(δημιουργία: 1916 ; / έκδοση: 1931)

«Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων—»

Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.

Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.

Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.

Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

Στο αρχείο Καβάφη υπάρχει ένας αυτόγραφος χρονολογικός πίνακας σύνθεσης ποιημάτων, ο πρώτος που εκδόθηκε από τον Γ.Π. Σαββίδη [τώρα: Γ.Π.Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά τ.Β΄, “Ανέκδοτος χρονολογικός πίνακας σύνθεσης ποιημάτων” (1963), εκδ. Έρμής, Αθήνα 1987, σελ. 49-64 και ειδικότερα: σελ.59]. Εκεί βρίσκουμε την εγγραφή για ένα ποίημα με τίτλο “Πλην Λακεδαιμονίων” που έχει χρονολογία Ιούνιος 1916. Πιθανότατα πρόκειται για προσχέδιο του “Στα 200 π.Χ”, άγνωστο πόσο προχωρημένο αλλά κατά τα φαινόμενα αρκετά διαφορετικό από το δημοσιευμένο το 1931. Διότι ναι μεν το ποίημα στην τελική του μορφή, δεκαπέντε χρόνια μετά, γυρνά γύρω από την απουσία των Λακεδαιμονίων – πλην Λακεδαιμονίων – από τη θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία όμως με τον τωρινό τίτλο μοιάζει είναι ένα τελείως διαφορετικό ποίημα, όσες ομοιότητες και να υπήρχαν ανάμεσα σε προσχέδιο και τελικό ποίημα. Αλλού προσδιορίζεται το κέντρο βάρους σε ένα ποίημα με τίτλο “Πλην Λακεδαιμονίων” και αλλού με τον τίτλο “Στα 200 π.Χ”.

Ένα από τα πρώτα που προσέχει ο συστηματικός αναγνώστης της καβαφικής ποίησης είναι οι χρονικοί δείκτες, φανεροί και κρυφοί. Οι πρώτοι εντοπίζονται μέσα στο ποίημα είτε στον τίτλο (πχ Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X., Νέοι της Σιδώνος (400 μ.X.) ) είτε σε κομβικά σημεία του ποιήματος (πχ στο υστερόγραφο του Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας  πολεμήσαντες). Οι δεύτεροι προκύπτουν έμμεσα από το έτος που γράφεται ή και  διανέμεται από τον ποιητή (σε χειρόγραφο ή αυτόγραφη συλλογή για επιλεγμένο σύνολο αναγνωστών) ένα ποίημα προβάλλοντας έναν έμμεσο μεν, καίριο δε σχολιασμό του ποιητή για το περιεχόμενο του ποιήματος. Το ποίημα για τους πεσόντας της Αχαϊκής Συμπολιτείας που παρουσιάστηκε εδώ περιλαμβάνει τόσο εξωτερικούς όσο και εσωτερικούς χρονικούς δείκτες χαράζοντας τρία επάλληλα χρονικά επίπεδα. Το “Στα 200 π.Χ” περιορίζεται σε εσωτερικούς και μόνο δείκτες, χωρίς ωστόσο και αυτό να αφήνει έξω από το ποίημα τον ποιητή ή τον αναγνώστη. Να δούμε ωστόσο από την αρχή τα ιστορικά δεδομένα και συμφραζόμενα του ποιήματος.

Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις / Βιβλίο Α΄, κεφ.1.1 & κεφ.16.7
Λέγεται δὴ Φίλιππος μὲν τελευτῆσαι ἐπὶ ἄρχοντος Πυθοδήλου Ἀθήνησι. παραλαβόντα δὲ τὴν βασιλείαν Ἀλέξανδρον, παῖδα ὄντα Φιλίππου, ἐς Πελοπόννησον παρελθεῖν. εἶναι δὲ τότε ἀμφὶ τὰ εἴκοσιν ἔτη Ἀλέξανδρον. ἐνταῦθα ξυναγαγόντα τοὺς Ἕλληνας, ὅσοι ἐντὸς Πελοποννήσου ἦσαν, αἰτεῖν παρ’ αὐτῶν τὴν ἡγεμονίαν τῆς ἐπὶ τοὺς Πέρσας στρατιᾶς, ἥντινα Φιλίππῳ ἤδη ἔδοσαν. καὶ αἰτήσαντα λαβεῖν παρ’ ἑκάστων πλὴν Λακεδαιμονίων. Λακεδαιμονίους δὲ ἀποκρίνασθαι μὴ εἶναί σφισι πάτριον ἀκολουθεῖν ἄλλοις, ἀλλ’ αὐτοὺς ἄλλων ἐξηγεῖσθαι. νεωτερίσαι δὲ ἄττα καὶ τῶν Ἀθηναίων τὴν πόλιν. ἀλλὰ Ἀθηναίους γε τῇ πρώτῃ ἐφόδῳ Ἀλεξάνδρου ἐκπλαγέντας καὶ πλείονα ἔτι τῶν Φιλίππῳ δοθέντων Ἀλεξάνδρῳ εἰς τιμὴν συγχωρῆσαι. ἐπανελθόντα δὲ ἐς Μακεδονίαν ἐν παρασκευῇ εἶναι τοῦ ἐς τὴν Ἀσίαν στόλου.

Ἀποπέμπει δὲ καὶ εἰς Ἀθήνας τριακοσίας πανοπλίας Περσικὰς ἀνάθημα εἶναι τῇ Ἀθηνᾷ ἐν πόλει· καὶ ἐπίγραμμα ἐπιγραφῆναι ἐκέλευσε τόδε· Ἀλέξανδρος Φιλίππου καὶ οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων ἀπὸ τῶν βαρβάρων τῶν τὴν Ἀσίαν κατοικούντων

Κατά πάσα πιθανότητα ο Καβάφης χρησιμοποιεί ως πηγή τον Αρριανό. Στους Βίους Παράλληλους του Πλουτάρχου, που ξέρουμε ότι γνώριζε σχεδόν απ έξω ο Καβάφης, δεν υπάρχει κάποια αναφορά για στάση των Λακεδαιμονίων στο σχετικό για τον Αλέξανδρο βιβλίο παρά μόνο το επίγραμμα για τις περσικές πανοπλίες και μάλιστα με μια πολύ μικρή διαφορά : Ἀλέξανδρος [ο] Φιλίππου (αν και σε κάποιες γραφές το άρθρο παραλείπεται). Αυτό που όμως κινεί το ενδιαφέρον είναι ότι, όπως προαναφέρθηκε, το ποίημα ξεκινά με τους Λακεδαιμόνιους (ο εξοβελισμός τους από το σύνολο των Ελλήνων της εκστρατείας όπως προκύπτει από το επίγραμμα που προτάσσεται, η άρνησή τους και ο ειρωνικός σχολιασμός της ) και συνεχίζει χωρίς – φαινομενικά – άλλη αναφορά για αυτούς στο κυρίως μέρος του (παρά μόνο την επανάληψη της εξαίρεσής τους:Granikos Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·) για να κλείσει με το θριαμβευτικό και άκρως ειρωνικό: Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα! Και όμως, σε ολόκληρο το ποίημα οι Λακεδαιμόνιοι είναι παρόντες ως οι μεγάλοι απόντες. Ο ανώνυμος σχολιαστής, 136 χρόνια μετά τα γεγονότα του 336 πΧ στην Κόρινθο που μας μεταφέρει ο Αρριανός στο πρώτο παράθεμα, αυτήν την απουσία σχολιάζει και εν τέλει καταδικάζει περιφρονητικά. Οι ίδιοι ωστόσο οι Λακεδαιμόνιοι σιωπούν μέσα στο ποίημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η άρνησή τους παρατίθεται από τον Αρριανό με μόλις δέκα λέξεις: μὴ εἶναί σφισι πάτριον ἀκολουθεῖν ἄλλοις, ἀλλ’ αὐτοὺς ἄλλων ἐξηγεῖσθαι σε πλάγιο μάλιστα λόγο. Σε κάθε περίπτωση ο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) λακωνικός λόγος τους στο ποίημα φτάνει σε μας μέσα από διπλό φίλτρο: τον Αρριανό και τον ανώνυμο σχολιαστή που αναπαράγει τον Αρριανό με το δικό του τρόπο και με τις δικές του αρχές και σκοπιμότητες. Έτσι που, καθώς δυσκολευόμαστε να τον ανασυνθέσουμε στην αυθεντική του εκφορά, φτάνει σε μας σχεδόν ως σιωπή. Η σιωπή των Λακεδαιμονίων.

Βέβαια, ποια τύχη θα είχε η Σπάρτη μες στο μέγα πανελλήνιον και τους πανίσχυρους Σελευκίδες και Πτολεμαίους; Καταπονημένη από τον Πελοποννησιακό πόλεμο μπαίνει σε μια φάση παρακμής την οποία προσπάθησαν να ανακόψουν τρεις βασιλιάδες της: ο Άγις Δ΄ (244 – 241 π.Χ), ο Κλεομένης Γ΄ (227-222 π.Χ) και ο Νάβις (207 – 192 π.Χ).Κλεομένης Γ -vert Μάταια, καθώς η Αχαϊκή Συμπολιτεία και οι Μακεδόνες έθαψαν ουσιαστικά την προσπάθεια αναγέννησης στη Σελλασία (222 π.Χ) και η προσπάθεια του Νάβι αργότερα ελάχιστες πιθανότητες είχε να ευοδωθεί. Ο Καβάφης ωστόσο έλκεται από τη μορφή της Κρατησίκλεια, μητέρας του Κλεομένη, έχοντας προφανώς στο νου τα (εξαίρετα, όμοια με επιτάφιο επίγραμμα) λόγια του Πλουτάρχου στους Βίους του Άγι και Κλεομένη (παρ. 60.1) : Ἡ μὲν οὖν Λακεδαίμων ἐφαμίλλως ἀγωνισαμένη τῷ γυναικείῳ δράματι πρὸς τὸ ἀνδρεῖον, ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς ἐπέδειξε τὴν ἀρετὴν ὑβρισθῆναι μὴ δυναμένην ὑπὸ τῆς τύχης. Δυο ποιήματά του σχετίζονται με την Κρατησίκλεια, το Εν Σπάρτη (1928) και το Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων (1929). Το “Στα 200 π.Χ” κλείνει τον κύκλο των ποιημάτων για την ύστερη Σπάρτη, την μετά την κυριαρχία των Μακεδόνων. Ιδωμένο όμως από την προοπτική των ποιημάτων για την Σπάρτη που προηγήθηκαν μας προβληματίζει ήδη εξ αρχής για το πόσο ο ποιητής μπορεί να ταυτίζεται με τον εκπρόσωπο του “ελληνικού, καινούργιου κόσμου, μεγάλου”. Και όπως πάντα στον Καβάφη οι απαντήσεις δε μπορεί να είναι μονοσήμαντες.

Η Σπάρτη στα 200 π.Χ πράγματι βαδίζει προς το τέλος της και την λήθη. Ο Νάβις παλεύει ενάντια σε Αχαιούς και Ρωμαίους και η συμμαχία του με τον βασιλιά της Μακεδονίας, Φίλιππο Ε΄ τον κρατά ισχυρό μόλις ως το 197 π.Χ και τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές που οι Ρωμαίοι νικούν τον στρατό του ΦιλίππουNabis_of_Sparta. Πέντε χρόνια μετά ο Νάβις υποκύπτει, δολοφονείται και η Σπάρτη περνά στην αφάνεια. Η ήττα ωστόσο του Φιλίππου, πρώτη μεγάλη ήττα του ελληνισμού από τους Ρωμαίους, θα ακολουθηθεί από την ήττα του Αντίοχου Γ΄στη μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ) για να έλθει ο επίλογος στην Πύδνα (148 π.Χ) και στη Λευκόπετρα (146 π.Χ). Μέσα σε δέκα χρόνια από τα 200 π.Χ οι Ρωμαίοι νικούν τους δυο πιο ισχυρούς ελληνικούς στρατούς και γίνονται απόλυτοι ρυθμιστές των εξελίξεων στον ελληνικό κόσμο: ο ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας χάνει την αίγλη του και βυθίζεται στην παρακμή, όπως ακριβώς η Σπάρτη νωρίτερα. Στην καβαφική κοσμοθεωρία οι θρίαμβοι έχουν ήδη μέσα τους τον σπόρο της φθοράς και του ξεπεσμού. Μόνο που τα πρόσωπα επί σκηνής αγνοούν ή δε θέλουν να ακούσουν τα βήματα των Ευμενίδων.

Προτελευταίο ποίημα από τα 154 του καβαφικού κανόνα, το “Στα 200 π.Χ” επαληθεύει πλήρως τη ρήση του Γ. Σεφέρη ότι ο θάνατος του εβδομηντάχρονου Καβάφη μας άφησε με την πικρή περιέργεια που δοκιμάζουμε για έναν άνθρωπο που χάνεται πάνω στην ακμή του (Δοκιμές, τόμ. Α´, σ. 324). Τόσο έχει ολοκληρωθεί η τεχνική του ποιητή ώστε τα προσωπεία που χρησιμοποιεί, ιδίως στα ιστορικοφανή (όπως το συγκεκριμένο) ή στα ιστοριογενή ποιήματά του έχουν απίστευτη ζωντάνια και θεατρικότητα: όντως η ηθοποιία είναι από τα δυνατότερα σημεία της καβαφικής ποίησης. Θεατρικότατος και παραστατικότατος ο ήρωας του ποιήματος. Έλληνας βέβαια αλλά όχι του παλιού ελληνικού κόσμου: Αλεξανδρείς, Αντιοχείς, Σελευκείς και άλλοι από Αίγυπτο, Συρία, Μηδία, Περσία. Έλληνες πάντα αλλά: Aς την παραδεχθούμε την αλήθεια πια· /είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα; — / αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Aσίας, / αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις / που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό γράφει στο κρυμμένο (ανέκδοτο) ποίημά του Επάνοδος από την Ελλάδα (γραμμένο τον Ιούλιο του 1914) ο Καβάφης. Άλλωστε για στοχαστικές προσαρμογές μιλά και ο ίδιος ο ήρωας-σχολιαστής. Προφανώς λοιπόν οι Λακεδαιμόνιοι θα του μοιάζουν κάπως παράξενοι και ξεπερασμένοι, αριστοκράτες μιας άλλης εποχής που τέλειωσε οριστικά. Δύσκολο να τους καταλάβει ή να τους αποδεχτεί.

Θάλεια - Φλώρα Καραβία (1926)

Θάλεια – Φλώρα Καραβία (1926)

Ουσιαστικά πάντως αυτό επιχειρεί να κάνει – όχι βέβαια με ιδιαίτερη ευσυνειδησία και αμεροληψία – στην πρώτη από τις τρεις ενότητες του ποιήματος, στους στίχους 1-12. Για την ακρίβεια με δυσκολία κρύβει τη δυσφορία του· η ειρωνεία όμως περισσεύει σε ολόκληρη την προσπάθεια του σχολιαστή να προσεγγίσει  – υποτίθεται – τις αντιδράσεις των Λακεδαιμόνιων για τη (μικρόψυχη οπωσδήποτε) επιγραφή και να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης τους: παντάπασι (λέξη άπαξ στον Καβάφη), μα φυσικά, πολυτίμους υπηρέτας, πολλής περιωπής (επίσης λέξη άπαξ), Α βεβαιότατα. Αξιοσημείωτη η χρήση της καθαρεύουσας που προσδίδει έναν, υποτίθεται, σοβαρό τόνο στα λεγόμενα του σχολιαστή ενώ στην πραγματικότητα ενισχύει το ειρωνικό αποτέλεσμα. Και σε κάθε περίπτωση το πλην Λακεδαιμονίων να επανέρχεται μέσα σε εισαγωγικά (που το υπερτονίζουν) δυο φορές μέσα στην πρώτη ενότητα, χωρίς να λάβουμε υπ’όψη την ίδια την επιγραφή στον εισαγωγικό στίχο.  Η ειρωνεία του αφηγητή στους στίχους αυτούς ως προς την τυπολογίας της είναι ξεκάθαρα λεκτική ειρωνεία, απρόσωπη (με δεδομένο ότι έχουμε έναν ανώνυμο αφηγητή-προσωπείο του ποιητή) και ο τύπος της δηλώνει “υποκριτική συμφωνία με το θύμα” (pretended agreement with the victim) [Κατερίνα Κωστίου, Εισαγωγή στην Ποιητική της Ανατροπής. Σάτιρα, Παρωδία, Χιούμορ, εκδ, Νεφέλη, Αθήνα 22005, σελ. 160-161]. Ο ανώνυμος επίσης  σχολιαστής μοιάζει να έχει διαβάσει Αρριανό καθώς  οι στίχοι 5-10 αναπτύσσουν, πάντα από την ειρωνική σκοπιά του αφηγητή, τη Λακωνική απάντηση των δέκα λέξεων . Στο τέλος καταλήγει σχεδόν συγκαταβατικά: Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται. Συγκατάβαση; παραίτηση; δήθεν μεγαλόψυχη παραχώρηση – και άρα κορύφωση της ειρωνείας; Καμιά απάντηση δε μοιάζει επαρκής με βάση τα δεδομένα των δώδεκα αυτών στίχων και μόνο. Εδώ πάντως ο σχολιαστής επιχειρεί να κλείσει την όποια απόπειρα να διεισδύσει στον σπαρτιατικό τρόπο σκέψης· ο δωδέκατος στίχος απομονώνεται από το σώμα των υπολοίπων σαν μια προσωρινή κατακλείδα. Συντελεί σε αυτό και ο κοφτός τόνος με την μονολεκτική πρόταση του Νοιώθεται. Αρκετά λοιπόν με τους Λακεδαιμόνιους.

Χωρίς τους Λακεδαιμόνιους – πλην Λακεδαιμονίων, χωρίς εισαγωγικά αυτή τη φορά καθώς εδώ δεν είναι οι Λακεδαιμόνιοι του επιγράμματος αλλά οι απόντες  από την θρυλική εκστρατεία – ξεκινά η εκστρατεία στη δεύτερη ενότητα (στ. 12-22). Και η γλώσσα επίσης εξομαλύνεται προς τη δημοτική, καθώς η καθαρεύουσα της ειρωνείας έχει εκτελέσει το ρόλο της και δε χρειάζεται πια.  Στο πρώτο μέρος απαριθμούνται οι νίκες του Αλεξάνδρου: στον Γρανικό και στην Ισσό αρχικά (απλή αναφορά, λιτά αλλά και με άνω τελεία να τις ξεχωρίζει) και έπειτα στα Άρβηλα gaugamela(αποφεύγεται το Γαυγάμηλα, ως κακόηχο μάλλον). Εδώ ο τόνος ζωηρεύει, άλλωστε και οι δυο άνω τελείες είχαν ήδη δημιουργήσει προσδοκίες. Είναι η τελειωτική μάχη όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός /που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι. (στίχοι 14-15). Το ρήμα εσαρώθη (και εδώ μια μοναδική, άπαξ, λέξη) περιγράφει παραστατικά τόσο το μέγεθος της περσικής ήττας όσο και τη διάθεση θριαμβολογίας τους ήρωα. Διάθεση που κορυφώνεται στον 16ο στίχο ο οποίος, χωρισμένος από τον προηγούμενο με άνω κάτω τελεία, δείχνει σα να θέλει να εξηγήσει τα προηγούμενα ενώ πραγματικός σκοπός του είναι να διαλαλήσει τη συντριβή των Περσών επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο των δυο προηγούμενων στίχων: που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη η επιλογή του χιαστού σχήματος: εσαρώθη – Άρβηλα / Άρβηλα – εσαρώθη ( οι  στίχοι 16 και 17 ξεκινούν με τα Άρβηλα, όπως και ο περσικός στρατός που εσαρώθη) αλλά και οι εσωτερικές αντιθέσεις στους στίχους 15: εσαρώθη /φοβερός στρατός και 17: ξεκίνησε για νίκην /εσαρώθη.

Αν τώρα στους προηγούμενους στίχους οι νίκες του Αλεξάνδρου και ιδίως η τελευταία παρουσιάζονται σχεδόν θριαμβευτικά, η εκστρατεία στο σύνολό της αποθεώνεται με ένα μοναδικό στην καβαφική ποίηση καταρράκτη επιθέτων. Σε κανένα άλλο ποίημα δεν παρατάσσονται διαδοχικά επτά επίθετα (δέκα συνολικά σε όλη τη στροφή) για ένα μόλις ουσιαστικό, την εκστρατεία. Ενώ ξεκινά με το σχετικά ήπιο θαυμάσια και το σχεδόν αντικειμενικό πανελλήνια (σχεδόν: πλην Λακεδαιμονίων) στη συνέχεια απογειώνεται σε έναν ξέφρενο πανηγυρικό λόγο, αντάξιο του ασιανού ύφους: πράγματι ο πληθωρισμός των επιθέτων, ο υψηλός και επηρμένος τόνος, οι παρηχήσεις (του λάμδα σε όλη τη στροφή – πόσα λάμδα όμως πλην Λακεδαιμονίων !) εκεί οδηγούν. Πολύ μακριά βέβαια από τους Λακεδαιμόνιους και το λακωνίζειν – ακόμα πιο ηχηρή η σιωπή τους μπροστά στην ασυμμάζευτη ρητορεία του σχολιαστή. MacedonEmpireΝικηφόρα, περίλαμπρη, περιλάλητη, δοξασμένη (και επειδή το δοξασμένη είναι μάλλον φτωχό συμπληρώνει: ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά), απαράμιλλη. Γιατί όμως τόση υπερβολή; Η άνω και κάτω τελεία μετά το τελευταίο επίθετο (απαράμιλλη) προετοιμάζει τον αναγνώστη να δεχτεί ως κορύφωση το αποτέλεσμα της εκστρατείας: βγήκαμ’ εμείς· / ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας. Γι αυτό λοιπόν όλα τα επίθετα και η μεγαλοστομία: για το εμείς που το ισχυροποιεί η άνω τελεία και το προσδιορίζει, σχετικά σύντομα τούτη τη φορά, με μόλις τρία επίθετα, ο τελευταίος της ενότητας στίχος. Καινούργιος κόσμος, πράγματι, και μέγας χωρίς αμφιβολία – τονίζεται το μέγας με το κόμμα που προηγείται και την τελεία που ακολουθεί. Ελληνικός βέβαια, τι άλλο, όμως  – και ας μην το ομολογεί ο σχολιαστής – αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Aσίας, / αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις / που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό. Ίσως τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε και το αινιγματικό πρώτο πληθυντικό πρόσωπο του πρώτου στίχου: εξ ονόματος του καινούργιου ελληνικού κόσμου μιλά ο σχολιαστής-ήρωας του ποιήματος, συλλογικά αισθήματα και θέσεις καταγράφει.

Προφανώς το εμείς και τα τρία επίθετα που περιγράφουν τον κόσμο στον οποίο εγγράφεται δεν αρκεί να τον περιγράψουν επαρκώς. Ούτε και μοιάζει να έχει κοπάσει η έξαρση του σχολιαστή. Στην τρίτη ενότητα (στίχοι 23-31) παρατίθενται, πιο οργανωμένα και με τη σειρά α) τα εθνικά επίθετα που προσδιορίζουν την ιδιαίτερη καταγωγή των πολιτών του νέου ελληνικού κόσμου: πρώτα οι οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς, / οι Σελευκείς, (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια και Σελεύκεια τα τρία μεγάλα κέντρα του ελληνιστικού κόσμου) και έπειτα κ’ οι πολυάριθμοι / επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας, / κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι β) τα χαρακτηριστικά τους: Με τες εκτεταμένες επικράτειες,/ με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών και γ) το σημαντικότερο επίτευγμά τους : Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς. Εντύπωση δημιουργεί η μακροσκελής παράθεση των εθνικών επιθέτων που καλύπτει τέσσερις στίχους. Αλέξανδρος Φιλίππου και Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων2Προτάσσονται οι κορυφαίοι στην κρίση του σχολιαστή (και του ποιητή βέβαια) και ακολουθούν και πάλι με μια διακριτική αξιολογική σειρά οι υπόλοιποι. Προφανής στόχος εδώ, πέρα από τους γεωγραφικούς προσδιορισμούς, είναι να φανεί ο αριθμός τους: το πολυάριθμοι είναι καθοριστικό επίθετο. Ακολουθεί η έκταση που καλύπτουν οι νέες ελληνικές εστίες:  εκτεταμένες επικράτειες. Πράγματι τα σύνορα  του ελληνισμού έχουν απλωθεί πια πολύ πιο πέρα από το ανατολικό τμήμα της μεσογειακής λεκάνης και το ίδιο και οι ιδέες του, που όμως δεν μένουν αδιάφορες μπροστά στα νέα πολιτιστικά δεδομένα που συναντούν: με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών. Προσαρμόζονται παντού και πάντα δημιουργώντας εξαιρετικά ενδιαφέροντα κράματα στην θρησκεία (πχ Σαδδουκαίοι), στη ρητορική (ασιανισμός), στη ζωγραφική (πορτρέτα Φαγιούμ). Κανείς πολιτισμός δεν έμεινε ανεπηρέαστος από την εξάπλωση της ελληνικής κουλτούρα και συναντά κανείς θέατρα ως τις πόλεις της Βακτριανής και ελληνικά ονόματα ως τους Ινδούς. Και δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς και τον ποιητή πίσω από το προσωπείο: Το σύμπλεγμα Πρωτέας – ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών, το μυστικό δηλαδή της επιβίωσης του ελληνισμού της διασποράς, το έκαμε πυρήνα της βιοθεωρίας του, όταν μετάθεσε τις ελπίδες της προέκτασής του μέσα στο χρόνο από το ηθικοκοινωνικό στάδιο στο ποιητικό. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο του πόθο να ξαπλωθεί η «Ελληνική Λαλιά» «ως μέσα στην Βακτριανή». Θα εξασφαλιζόνταν μ’ αυτό τον τρόπο το πλήθος των αναγνωστών που δεν έπαψε να ονειρεύεται για το έργο του… γράφει ο Στρατής Τσίρκας (Στρατής Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του, Κέδρος 1980). Και τέλος, πάνω και πέρα απ όλα η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας: Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.. Η ελληνιστική κοινή, μια άλλη ακόμα (η υπέρτατη) προσαρμογή του ελληνισμού στα νέα δεδομένα των εκτεταμένων επικρατειών, έκανε τα ελληνικά την πρώτη lingua  franca του τότε γνωστού κόσμου. Περιττό να πούμε πόση σημασία απέδιδε ο Καβάφης στην εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας  ως τα πέρατα του κόσμου. Αρκεί και μόνο το κρυμμένο ποίημά του Νομίσματα ή το Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης από τα αναγνωρισμένα. Και αν θέλουμε να δούμε όλα μαζί τα παραπάνω, δηλαδή ανθρωπογεωγραφία, πολιτισμό και γλώσσα του νέου αυτού ελληνισμού δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από το παρακάτω ποίημα

Εν πόλει της Οσροηνής.
(δημιουργία: 1916 / έκδοση: 1917)

Aπ’ της ταβέρνας τον καυγά μάς φέραν πληγωμένο
τον φίλον Pέμωνα χθες περί τα μεσάνυχτα.
Aπ’ τα παράθυρα που αφίσαμεν ολάνοιχτα,
τ’ ωραίο του σώμα στο κρεββάτι φώτιζε η σελήνη.
Είμεθα ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Aρμένιοι, Μήδοι.
Τέτοιος κι ο Pέμων είναι. Όμως χθες σαν φώτιζε
το ερωτικό του πρόσωπο η σελήνη,
ο νους μας πήγε στον πλατωνικό Χαρμίδη.

Κάπου στην Οσροηνή, στην άκρη της καθ ημάς Ανατολής, μια ομάδα νέων, ένα κράμα εδώ· Σύροι, Γραικοί, Aρμένιοι, Μήδοι Maps-Mesopotamia-06-googθυμάται στο πρόσωπο του τραυματισμένου Ρέμωνα την περιγραφή του πλατωνικού Χαρμίδη στον ομώνυμο διάλογο από τον Σωκράτη ἐμοὶ μὲν οὖν, ὦ ἑταῖρε, οὐδὲν σταθμητόν: ἀτεχνῶς γὰρ λευκὴ στάθμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς–σχεδὸν γάρ τί μοι πάντες οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ καλοὶ φαίνονται–ἀτὰρ οὖν δὴ καὶ  τότε ἐκεῖνος ἐμοὶ θαυμαστὸς ἐφάνη τό τε μέγεθος καὶ τὸ κάλλος, οἱ δὲ δὴ ἄλλοι πάντες ἐρᾶν ἔμοιγε ἐδόκουν αὐτοῦ– οὕτως ἐκπεπληγμένοι τε καὶ τεθορυβημένοι ἦσαν, ἡνίκ εἰσῄει–πολλοὶ δὲ δὴ ἄλλοι ἐρασταὶ καὶ ἐν τοῖς ὄπισθεν εἵποντο. καὶ τὸ μὲν ἡμέτερον τὸ τῶν ἀνδρῶν ἧττον θαυμαστὸν ἦν: ἀλλ’ ἐγὼ καὶ τοῖς παισὶ προσέσχον τὸν νοῦν, ὡς οὐδεὶς ἄλλοσ ἔβλεπεν αὐτῶν, οὐδ ὅστις σμικρότατος ἦν, ἀλλὰ πάντες ὥσπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν. καὶ ὁ Χαιρεφῶν καλέσας με, τί σοι φαίνεται ὁ νεανίσκος, ἔφη, ὦ Σώκρατες; οὐκ εὐπρόσωπος; ὑπερφυῶς, ἦν δ’ ἐγώ. οὗτος μέντοι, ἔφη, εἰ ἐθέλοι ἀποδῦναι, δόξει σοι ἀπρόσωπος εἶναι: οὕτως τὸ εἶδος πάγκαλός ἐστιν. (Πλάτωνος Χαρμίδης 154b-d). Το βάθος της διείσδυσης της ελληνικής κουλτούρας σε μια γωνιά της Ασίας: όχι επιφανειακές μιμήσεις και αποστήθιση γνώσεων αλλά συγκίνηση και συναίσθημα με όρους του ελληνισμού. Το κράμα εδώ έχει καθαρά τη σφραγίδα του ελληνικού πολιτισμού· αλλού βέβαια τα πράγματα γίνονται πιο αβέβαια: αν όχι στις γνώσεις, τουλάχιστον στα βαθύτερα αισθήματα και συγκινήσεις.

Όλα αυτά πάντως δεν λέγονται στο κενό. Όσο και να παρασύρεται σε ρητορικές εξάρσεις, ο ανώνυμος σχολιαστής δεν ξεχνά το κύριο αντικείμενο σχολιασμού: τους Λακεδαιμόνιους με την εγωιστική (κατά την κρίση του) στάση τους. Καταλήγει λοιπόν θριαμβεύοντας στο τέλος, έχοντας απαριθμήσει τόσο τις νίκες του Αλέξανδρου όσο και τις κοσμογονικές συνέπειές τους στην παγκόσμια ιστορία, στην – όπως και να διαβαστεί – περιφρονητική για τους δύστροπους εκείνους Έλληνες ρήση Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα! Ασήμαντοι οι Λακεδαιμόνιοι μέσα στον τεράστιο και θαυμαστό κόσμο των ελληνιστικών βασιλείων; Ίσως. Αλλά όπως φάνηκε παραπάνω τα 200 π.Χ δεν είναι τυχαία χρονολογία. Οι ήττες του ελληνισμού από τους Ρωμαίους ξεκινούν τρία χρόνια μετά και δεν έχουν σταματημό. Ο Καβάφης επανειλημμένα περιέγραψε την κατάντια των ελληνιστικών βασιλείων αλλά η πιο καίρια περιγραφή βρίσκεται στο ποίημα Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.X.)ΤΕΤΡΑΔΡΑΧΜΟ όταν πια οι Ρωμαίοι, όπως ο σχολιαστής στο συγκεκριμένο ποίημα για τους Λακεδαιμόνιους, φανερώνουν … μια κρυφή / ολιγωρία για τες δυναστείες τες ελληνίζουσες· / που ξέπεσαν, που / για τα σοβαρά έργα δεν είναι, / για των λαών την αρχηγία πολύ ακατάλληλες. Δε χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να αποδομηθεί πολιτικά το ελληνιστικό οικοδόμημα. Μάταιη εν πολλοίς η υπεροψία του σχολιαστή. Άδικη επίσης τουλάχιστον στο βαθμό που πέφτει στον ίδιο λάκκο που σκάβει για τους Λακεδαιμόνιους. Υπεροψίαν ίσως από τους Λακεδαιμόνιους· υπεροψίαν και μέθην όμως, αν συνυπολογίσουμε όλο το ρητορικό φόρτο που προηγήθηκε, θα ένιωθε και ο σχολιαστής.

Μίλησα παραπάνω για ρητορεία και για ασιανό ύφος. Η ποιητική ρητορική  ανιχνεύεται μέσα από ένα σύνολο δεικτών: σύνταξη, λεξιλόγιο, στίξη αλλά και ύφος του ποιητικού λόγου. Ο Δ.Ν.Μαρωνίτης καταγράφει έξι χαρακτηριστικούς τύπους ποιητικής ρητορικής [“Η ρητορική της καθαρεύουσας (2)”, εφ. Το Βήμα, 21/02/1999] Θυμίζω μόνον έξι χαρακτήρες ποιητικής ρητορικής, τους οποίους ενετόπισα, παραδειγμάτισα και συζήτησα: α) τη συχνή χρήση επιφωνηματικής κλητικής προσφώνησης στην αρχή του ποιήματος, η οποία κάποτε επαναλαμβάνεται και ενδιαμέσως· β) τη συνήθως θριαμβική κατάληξη του ποιήματος· γ) την πυκνή παρουσία διατακτικής και διδακτικής προστακτικής· δ) την προβεβλημένη επανάληψη στο εσωτερικό του ποιήματος της ίδιας λέξης ή έκφρασης· ε) την πληθωρική έξαρση του επιθέτου, σε βάρος κάποτε του ουσιαστικού και του ρήματος· στ) την αποτύπωση θαυμαστικών και αποσιωπητικών σε κομβικά σημεία του ποιήματος. Ήδη έχουν οι εντοπιστεί  οι χαρακτήρες  β΄και στ΄(στον τελευταίο στίχο), ο δ΄(η τριπλή επανάληψη του Πλην Λακεδαιμονίων αλλά και η διπλή χρήση του Άρβηλα/εσαρώθη στους στίχους 13-16) και προφανώς ο ε΄(με τα δέκα επίθετα της τρίτης παραγράφου [στίχοι 17-22] έναντι των δύο μόλις ουσιαστικών, δύο ρημάτων και τριών αντωνυμιών). Όσο για τον ασιανισμό στον οποίο έγινε παραπάνω αναφορά, ο λεκτικός πληθωρισμός, η διάσπαση των περιόδων σε μικρά μέρη, η κυριαρχία των συναισθημάτων, οι αντιθέσεις είναι επίσης στοιχεία που εύκολα ανιχνεύονται, λιγότερο ή περισσότερο, στο ποίημα.

Το ποίημα λοιπόν προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον ψόγο για τους Λακεδαιμόνιους για τη στάση τους και τον έπαινο του νέου ελληνικού κόσμου της ελληνιστικής εποχής. Έτσι η παρουσία των πρώτων (μέσω του σχολιασμού του ήρωα-σχολιαστή) είναι έντονη στην πρώτη ενότητα (στίχοι 1-11), γίνεται έπειτα επιδεικτική απουσία που διατρέχει και διαποτίζει ολόκληρη την πρώτη στροφή της δεύτερης ενότητας (στίχοι 12-16) και, σε πρώτη ματιά, εξαφάνιση στο δεύτερη στροφή της δεύτερης ενότητας και σε ολόκληρη την τρίτη ενότητα (στίχοι 17- 22 και 23-30) πλην του τελευταίου στίχου – όπου ανεβαίνουν μαζί στη σκηνή ήρωας, οι Έλληνες του νέου ελληνικού κόσμου (εμείς) και οι Λακεδαιμόνιοι. Η εξαφάνιση τους ωστόσο δεν είναι πλήρης· μπορεί να απουσιάζει κάθε αναφορά σε αυτούς αλλά δεν είναι απόντες.plin laked. mikro Στον Επιτάφιο του Περικλή που μας παραδίδει ο Θουκυδίδης υπάρχει μόνο μια αναφορά στους μισητούς εχθρούς της Αθήνας αλλά κομμάτια ολόκληρα καταγράφουν τον  αθηναϊκό τρόπο σκέψης και ζωής σε έμμεση αντίστιξη με τον αντίστοιχο λακωνικό. Και εδώ μέσα από τις περιγραφές του νέου ελληνικού κόσμου που αναδύεται από την εκστρατεία του Αλεξάνδρου (να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει καμία ονομαστική αναφορά στον Αλέξανδρο στο ποίημα, μόνο η εκστρατεία αναφέρεται· ίσως γιατί το βάρος πέφτει στο πανελλήνιαν από τη μια και στην εξαίρεση, τους Λακεδαιμόνιους, από την άλλη) προκύπτει, άρρητη αλλά φανερή, η σύγκριση. Ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας ο ελληνιστικός κόσμος # ελληνικός μεν αλλά φθαρμένος και απελπιστικά μικρός εκείνος των Λακεδαιμονίων και των υπολοίπων Ελλήνων της κλασσικής Ελλάδας. Πολυάριθμοι οι Έλληνες του νέου κόσμου# ευάριθμοι ανέκαθεν οι Λακεδαιμόνιοι. Εκτεταμένες επικράτειες οι μεν # περιορισμένοι στη Λακωνία και μόνο (στα 200 π.Χ) οι δε. Ποικίλη δράση στοχαστικών προσαρμογών για τον ελληνιστικό κόσμο # παροιμιώδης συντηρητισμός και ακαμψία σκέψης για τους Σπαρτιάτες. Η απουσία τους γίνεται λανθάνουσα παρουσία μέσω της σύγκρισης και έτσι δεν μοιάζει διόλου παράταιρη ή ανακόλουθη η τελική φράση Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα! Το ακριβώς αντίθετο με τον λόγο τους που, περασμένος μέσα από διαδοχικά φίλτρα (Αρριανός, σχολιαστής), φτάνει σε μας, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ουσιαστικά ως σιωπή.

Μένει προς διαπραγμάτευση το καίριο για τους σχολιαστές του ποιήματος ερώτημα: ποια η θέση του ποιητή; Ταυτίζεται με το προσωπείο ή κρατά ειρωνική απόσταση και συμπαρατάσσεται σιωπηρά με τους Λακεδαιμόνιους; Από τις προσεγγίσεις που επέλεξα και παραθέτω στο φάκελο του ποιήματος οι δυο μόνο είναι κάπως απόλυτες: του Δημήτρη Λιαντίνη που βλέπει τον ποιητή υπέρ των Λακεδαιμονίων και των Ρένου, Στάντη και Ήρκου Αποστολίδη που εκτιμούν ότι η προτίμηση του ποιητή στρέφεται προς τον ελληνιστικό κόσμο χωρίς, όπως πιστεύουν, να υποτιμά και τους Λακεδαιμόνιους. Ξεκινώ από αυτές.

Είναι αλήθεια ότι ο ποιητής δείχνει να εκτιμά την όψιμη Σπάρτη με τα ποιήματα για την Κρατησίκλεια που αναφέρθηκαν παραπάνω. Άλλωστε και την κλασσική Σπάρτη τίμησε με τις Θερμοπύλες (όσο και αν οι Σπαρτιάτες εκεί μάλλον δεν είναι οι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα, όπως απέδειξε επαρκώς ο Τσίρκας). Είναι επίσης αλήθεια ότι  πολύ μικρή συμπάθεια δείχνει προς τις διεφθαρμένες και παρακμιακές ηγεσίες των ελληνιστικών βασιλείων. Πλήθος τα παραδείγματα: Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες, Αλεξανδρινοί Βασιλείς,  Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.Χ), Πρέσβεις απ’ την Aλεξάνδρεια, Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου, Εύνοια του Aλεξάνδρου Bάλα και άλλα όπως τα ατελή “Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης)” και “Η Δυναστεία” που σχολιάστηκαν εδώ. Παρόλα αυτά, ο ελληνιστικός κόσμος είναι ο κόσμος του. Τον μελετά με πάθος, γνωρίζει τις λεπτομέρειές του καλύτερα από ιστορικούς, ακόμη και για μικρά και θνησιγενή βασίλεια. Νιώθει κομμάτι του: Είμαι κ’ εγώ ελληνικός. Προσοχή, όχι Έλλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός δήλωνε ο ίδιος. Προφανώς απορρίπτει τόσο την καταγωγή (Έλλην) όσο και την – για όποιους ιδιοτελείς λόγους – υιοθέτηση στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού, τους ελληνίζοντες (που μπορούμε να δούμε στα Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης και Φιλέλλην). Ελληνικός είναι όποιος κατέχει και νιώθει την ελληνική παιδεία, όποιος αποδέχεται τον ελληνισμό ως πολιτιστική του ταυτότητα. Σημαίνει ουσιαστικά μέρος της φυλής, όπως αυτή εξαπλώθηκε στα πέρατα του κόσμου κρατώντας μόνο τον πολιτισμό ως βάση. Σημαίνει εν τέλει απόγονος του ελληνιστικού κόσμου. Είναι σημαντικό ότι η παραπάνω δήλωση γίνεται έναν χρόνο πριν την τελική γραφή και έκδοση του ποιήματος. Την εποχή αυτή προφανώς ο Καβάφης έχει ήδη καταλήξει σε έναν όρο – “Ελληνικός” – που να περιγράφει την φυλετική (όχι στενά εθνική) του ταυτότητα. Κάτι που όταν έγραφε το  Επάνοδος από την Ελλάδα προφανώς δεν είχε και πάλευε με περιφράσεις όπως είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα;… Παραπέμπω σχετικά και σε τρία άρθρα, δυο του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή (7 και 14/2/2010) και ένα του Γιώργου Βελουδή (που συμπληρώνει τα προηγούμενα) στην Ελευθεροτυπία (17/4/2010).

Από την άλλη θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για ταύτιση ποιητή και προσωπείου, έστω και υπό όρους, αν δεν υπήρχε πρώτα απ’ όλα ο τίτλος του ποιήματος. Ούτε τα 200 π.Χ είναι τυχαία χρονολογία ούτε τυχαία άλλαξε ο εύστοχος αρχικός τίτλος “Πλην Λακεδαιμονίων”, το Leitmotiv του ποιήματος, με έναν χρονικό δείκτη. Με το δεύτερο χρονικό επίπεδο που διαγράφεται μέσω του τίτλου ο ποιητής καθορίζει και τα όρια της ερμηνείας που μπορεί να δώσει το προσωπείο του, ο σχολιαστής, στην πράξη των Λακεδαιμονίων. Μαέστρος της ειρωνείας ο Καβάφης αντιπαραθέτει στη λεκτική ειρωνεία του προσωπείου του για τους Σπαρτιάτες τη δραματική ειρωνεία των επερχόμενων γεγονότων που θα σαρώσουν τις βεβαιότητες και τα κεκτημένα του ανώνυμου σχολιαστή. Και βέβαια ο κάθε αναγνώστης καλό είναι να το έχει αυτό στο νου του πριν ταυτιστεί  με τη μια ή την άλλη πλευρά στο ποίημα:  “You! Hypocrite lecteur! – mon semblable, -mon frère!”

Και έπειτα, έχουμε να κάνουμε με ένα ποίημα στο οποίο η καβαφική τεχνική έχει πια ωριμάσει – το προτελευταίο του. Τι δουλειά έχει ένας σιδηρόδρομος μεγαλόστομων επιθέτων στη μέση ενός τέτοιου ποιήματος; Δεν είμαστε στην πρώιμη παρνασσική φάση του Καβάφη που θα μπορούσε, πάντα υπό όρους, να δικαιολογηθεί το φαινόμενο. assets_LARGE_t_420_97127Προφανέστατα δεν ανήκουν στον κόσμο του ποιητή αλλά του ήρωα-σχολιαστή, εκεί όπου ανήκουν και οι ειρωνικές εκφράσεις προς τους Σπαρτιάτες  στην πρώτη στροφή. Μια ηθοποιία λοιπόν είναι το ποίημα, όπως την περιγράφει ο Κ.Θ.Δημαράς : Στα ποιήματα αυτά, ούτε κοροϊδεύει ο ποιητής, ούτε εκφράζει αντιφατικές δικές του γνώμες· ταυτίζεται με τον ήρωα τον οποίο αναλύει στο ποίημά του, καθώς ο ηθοποιός ταυτίζεται με τον ήρωα τον οποίο παριστάνει· μπαίνει στην θέση του ήρωα και εκφράζεται όπως θα εκφραζόταν εκείνος αν γινόταν ξαφνικά θεατής του δράματος που παίζει ο ίδιος. Με την γνώση και την σκέψη την δική του, ο ποιητής αφομοιώνει τα συναισθήματα και την πίστη των συχνά απλοϊκών ηρώων του, και εξάγει ένα συμπέρασμα συνεπόμενο. Δεν κοροϊδεύει ο ποιητής· συμπληρώνει με υπόκριση, με ηθοποιία, το πορτραίτο που κάνει. Παίρνοντας ξαφνικά την ψυχή των ηρώων του, τους δανείζει για μια στιγμή την φωνή του· ενώνει σε μιαν ιδεατή γραμμή την αφήγηση στο πρώτο και στο τρίτο πρόσωπο. Κι εδώ οι ήρωες μιλούν, και όχι ο Καβάφης· και τα ποιήματα αυτά, πορτραίτα είναι, δίχως κανένα γελοιογραφικό χαρακτήρα. Αυτή είναι η ηθοποιία του Καβάφη. (K.Θ. Δημαράς, «Η “ηθοποιία” του Kαβάφη» (1933). Μίμηση, ηθοποιία δηλαδή, είναι και το τελευταίο καβαφικό ποίημα που δεν πρόλαβε να δημοσιεύσει ο ποιητής, το εκπληκτικό Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας με ήρωα πάλι έναν ανώνυμο αλλά εξίσου προκατειλημμένο σχολιαστή. Απομονώνω τον στίχο 30: Στάχτη το είδωλο˙ για σάρωμα, με τα σκουπίδια. Το ρήμα “σαρώνω” ως ουσιαστικό εδώ αλλά και πάλι σε ένα περιβάλλον θριαμβολογίας. Διαδρομές των λέξεων, τυχαίες ή και όχι.

Στο φάκελο του ποιήματος
https://www.box.com/s/mwbd5fo7mytz9bf1te35
περιλαμβάνονται τα παρακάτω αποσπάσματα από βιβλία και άρθρα

  1. C. M. Bowra – Ο Κωνσταντίνος Καβάφης και το ελληνικό παρελθόν (σελ. 69-71)
  2. Edmund Keeley – Η Καβαφική Αλεξάνδρεια ( Η οικουμενική προοπτική, σελ. 192-196)
  3. Ρένος & Στάντης & Ήρκος Αποστολίδης – Απαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα, σελ 88-96
  4. Σ. Βογιαννου – Το επίθετο στον Καβάφη (Στα 200 π.Χ, σελ. 292-296)
  5. Σόνια Ιλίνσκαγια – Κ.Π. Καβάφης. Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα (σελ. 261-266)
  6. Στρατής Τσίρκας – «Ο Απατηλός Γέρος», Ο Καβάφης και η εποχή του, 1958 (1971, σελ. 440κε)
  7. Τίμος Μαλάνος – Κ.Π.Καβάφης (σελ. 392-394)
  8. Δημήτρης Λιαντίνης – “Ο Καβάφης στα 200 π.Χ”
  9. Δημήτρης Κόκορης – Η αναζήτηση της ειρωνείας στο ποίημα του Κ.Π. Καβάφη “Στα 200 π.Χ ” (Τα Εκπαιδευτικά, τεύχ. 29-30, 1993, σελ. 40-45)
  10. Κατερίνα Κωστίου – Ο Οροφέρνης, οι Λακεδαιμόνιοι και ο αμφίθυμος αφηγητής (Ο λόγος της παρουσίας. Τιμητικός τόμος για τον Π.Μουλλά, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2005, σελ.143-162)
  11. Μανώλης Μαραγκούδης – Ο Καβάφης και η πολιτική των “στοχαστικών προσαρμογών” (Φιλόλογος, τεύχ. 155, σελ.75-88)
  12. Χ.Λ.Καράογλου – Ο πολιτικός Καβάφης (Φιλόλογος, τεύχ. 155, σελ. 41-49)
  13. Μιχαήλ Χρυσανθόπουλος – «Λάφυρα ελληνικά», «βιβλία ελληνικά», «ελληνική φρασιολογία», «ελληνικός ρυθμός». H κατασκευή της έννοιας «ελληνικός, -ή, -ό» στην ποίηση του Καβάφη (Ζητήματα νεοελληνικής φιλολογίας μετρικά, υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά. Πρακτικά ΙΔ’ διεθνούς επιστημονικής συνάντησης 27–30 Μαρτίου 2014. Μνήμη Ξ. Α. Κοκόλη)
  14. Μιχάλης Πιερής – Χώρος, Φως και Λόγος. Η διαλεκτική του “μέσα”-“έξω” στην ποίηση του Καβάφη, σελ. 408

Πάρθεν

Η προηγούμενη ανάρτηση ήταν ουσιαστικά εμβόλιμη και εκτός προγράμματος. Είχα ξεκινήσει να γράφω για το «Πάρθεν», το ποντιακό δημοτικό τραγούδι στο σχολικό βιβλίο των Νέων Ελληνικών Α΄Λυκείου και με αφορμή αυτό θα περνούσα στο «Πάρθεν» [σύνθεση: Μάρτιος 1921] του Καβάφη. Με προβλημάτισε ωστόσο πολύ το καβαφικό ποίημα: αν και ανέκδοτο (από τα “κρυμμένα”, όπως τελικά ονόμασε τα ανέκδοτα ο  Γ.Π.Σαββίδης), είναι από εκείνα που άνετα θα έμπαιναν στον κανόνα των 154 ποιημάτων. Η οργανική ενσωμάτωση σε αυτό αποσπασμάτων από δύο δημοτικά τραγούδια, δηλαδή γλωσσικού υλικού τελείως ασύμβατου (το ποντιακό τουλάχιστον) με την γλώσσα του ποιήματος-φορέα, ξενίζει κάπως: παράδοση και ανανεωμένη παράδοση συνδυασμένες  παράγουν εδώ ένα αποτέλεσμα τελείως πρωτότυπο. Θα το έλεγε κανείς σχεδόν μεταμοντέρνο, αν δεν προηγούνταν χρονικά του μοντερνισμού. Μήπως αυτή η πρωτοτυπία τελικά καταδίκασε το ποίημα σε αφάνεια; Δύσκολα θα απαντούσε κανείς σε αυτό το ερώτημα με ένα ναι ή όχι, ωστόσο πριν ξεκινήσω θεώρησα απαραίτητο να γράψω δυο λόγια για τα πειράματα στη ράχη της λογοτεχνίας. Το «Πάρθεν» του σχολικού βιβλίου δύσκολα θα επιλεγεί προς διδασκαλία με το υπάρχον σύστημα των θεματικών ενοτήτων και έτσι ο μαθητής δε θα δει ποτέ ως παράλληλο κείμενο αυτό του Καβάφη. Άδικο πολύ για ένα τόσο ενδιαφέρον ποίημα. Άδικο συνολικά για τα κείμενα που δεν θα χωρέσουν στην προκρούστεια κλίνη των τριών ανά έτος διδακτικών ενοτήτων.

Υπήρξε και ένα δεύτερο ζήτημα: το καβαφικό “Πάρθεν” ανήκει σε διαφορετική παραλλαγή από το αντίστοιχο σχολικό. Για το πρώτο γνωρίζουμε από τις στιχουργικές δοκιμές του ποιητή στο πίσω μέρος του χειρογράφου ότι κάπου στους στίχους 11 ή 12 υπήρχαν σε παρένθεση οι στίχοι: (στην ενδιαφέρουσα παραλλαγή που έχει ο Πασσόβ ) και (κομμάτι είναι η παραλλαγή φθαρμένη). Αναφέρεται προφανώς ο ποιητής στη συλλογή του Arnold Passow Τραγούδια Ρωμαίικα. Popularia Carmina Graeciae Recentioris (1860) και συγκεκριμένα στο άσμα CXCVIII, σελ 147-148. Το οποίο πράγματι έχει ένα κενό ανάμεσα στον 4ο και τον 5ο στίχο που σημειώνεται με συνεχόμενες τελείες στην έκδοση του κειμένου. Για το «Πάρθεν» όμως στο σχολικό εγχειρίδιο, δεν αναφέρεται η συλλογή από την οποία προέρχεται. Διότι η αναφορά (στα περιεχόμενα του εγχειριδίου!) στον τόμο 46 της Βασικής Βιβλιοθήκης δε λύνει κανένα πρόβλημα (αλήθεια, πού μπορεί να βρεθεί πια η Βασική Βιβλιοθήκη; εικοσιπέντε χρόνια πριν ήταν ήδη δυσεύρετη…). Μάταια έψαξα και στο βιβλίο του καθηγητή αλλά και στο διαδίκτυο. Τέλος κατέληξα στο εμπλουτισμένο βιβλίο του μαθητή από τον ιστοτόπο του Ψηφιακού Σχολείου του Υ.ΠΑΙ.Θ.Π.Α. Στην εισαγωγή για το δημοτικό τραγούδι υπάρχει η σχετική βιβλιογραφία με δεσμούς για τα αντίστοιχα ψηφιοποιημένα βιβλία. Μετά από πολύωρο ψάξιμο στα βιβλία αυτά βρέθηκε το ποίημα στη συλλογή του Απόστολου Μελαχρινού, Δημοτικά τραγούδια (1946) ο οποίος παραπέμπει στη συλλογή του Emile Legrand, Recueil de Chansons Populaires grecques (1874).
Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν να συντάσσεται ένα σχολικό εγχειρίδιο (εξαίρεση στον κανόνα αυτό το βιβλίο της Νεοελληνική Λογοτεχνίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης) χωρίς να αναφέρεται σε αυτό επακριβώς και στην εισαγωγή του κειμένου η έκδοση από την οποία προέρχονται τα κείμενα – και ας αφήσουμε την έλλειψη βιβλιογραφίας. Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν σημαντικές διαφορές από έκδοση σε έκδοση (για παράδειγμα στο έργο του Στρατή Δούκα, Ιστορία ενός αιχμαλώτου ή στον Στρατή Μυριβίλη, Η ζωή εν τάφω, ή στο Νούμερο 31.328 του Ηλία Βενέζη αλλά και στον Παντελή Πρεβελάκη, Το χρονικό μιας πολιτείας, για να μείνω μόνο στην πεζογραφία). Έπειτα υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην ποιότητα της κάθε έκδοσης: άλλες περιλαμβάνουν εκτενή εισαγωγή, σχολιασμό, γλωσσάρι και επιμέλεια από έγκριτο μελετητή και άλλες είναι απλώς απαράδεκτες. Και τέλος, με δεδομένο ότι για όλα τα κείμενα που περιέχονται σε σχολικά εγχειρίδια υπάρχουν αυτόνομες ανά συγγραφέα ή και ανά έργο ακόμη εκδόσεις και μάλιστα πολύ αξιόλογες, είναι κάπως πρόχειρο να παραπέμπεται ο μαθητής σε ανθολογίες που ελάχιστα μπορούν να τον βοηθήσουν, αν θέλει να ψάξει για περισσότερες πληροφορίες. Δε λέω, κάποιες ανθολογίες όπως αυτή του Σοκόλη καλύπτουν επαρκέστατα τις ανάγκες ενός μαθητή αλλά ρίξτε μια ματιά στις τιμές…και σε ποια δανειστική βιβλιοθήκη θα υπάρχει ο τόμος που αναζητείται; Τελικά τον μαθητή τον έχουμε ικανό να ψάχνει για μοντερνισμό και παράδοση αλλά ούτε βιβλιογραφία του δίνουμε ούτε από ποια έκδοση προέρχεται το κείμενο του λέμε πέρα από μισή αναφορά στα περιεχόμενα του βιβλίου.

Αρκετά ωστόσο με τη γκρίνια. Ξεκινώ με το πρώτο ποίημα, το σχολικό «Πάρθεν» (συλλογή Legrand).  Το κείμενο αυτό, σαφώς απλούστερο από την παραλλαγή Passow, παρουσιάζει ωστόσο μια σειρά από ενδιαφέροντα ευρήματα. Το πουλί που μεταφέρει το μήνυμα καταλήγει σου Ηλί’ τον κάστρον. Το κάστρο του Ήλιου, μυθικό κάστρο στην περιοχή του Πόντου, σχετίζεται με το ομώνυμο ποντιακό δημοτικό (Τ’ Ηλ’ το κάστρον), παραλλαγή του δημοτικού για το κάστρο της Ωριάς που καταλήφθηκε τελικά με προδοσία. Το πουλί έχει το ένα του φτερό σο αίμα βουτεμένον, αναφορά στη σφαγή που ακολούθησε την άλωση της πόλης και δε μιλά – ως είθισται στα δημοτικά τραγούδια – σε καμιά παραλλαγή του τραγουδιού. Το μήνυμα που μεταφέρει δεν μπορεί να το διαβάσει ούτε ο μητροπολίτης (ο πλέον εγγράμματος δηλαδή του τόπου). Το διαβάζει ωστόσο ένας ανώνυμος του λαού: έναν παιδίν καλόν παιδίν. Εδώ το παιδί σαφώς δηλώνει την αθωότητα και την καθαρότητα ψυχής με πρόθεση μάλλον να δείξει πως το μήνυμα της άλωσης  και των συνεπειών της αγγίζει τους πάντες αλλά περισσότερο τους απλούς ανθρώπους, που δεν έχουν συμμετοχή στα σφάλματα της εξουσίας και επιπλέον είναι αυτοί που πάντα πληρώνουν τις συνέπειες.
Ο θρήνος που ακολουθεί την ανάγνωση του μηνύματος (Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!) εξαπλώνεται σε ναούς, μοναστήρια και κορυφώνεται (νόμος των τριών στο δημοτικό τραγούδι) στο πρόσωπο του Ιωάννη του Χρυσόστομου. Δύο  είναι εδώ τα άξια σχολιασμού σημεία. Το πρώτο είναι η συσπείρωση του ελληνισμού γύρω από την εκκλησία, καθώς αυτή απομένει ο μοναδικός συνδετικός κρίκος με την χαμένη πια Ρωμανία. Ταυτόχρονα εκκλησιές και μοναστήρια γίνονται  οι χώροι αναφοράς και διατήρησης της ρωμέικης ταυτότητας. Το δεύτερο είναι η αναφορά στο πρόσωπο του Ιωάννη Χρυσόστομου. Είναι γνωστό ότι ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος  εξορίστηκε στην Καππαδοκία αρχικά και στον Πόντο αργότερα, όπου και πέθανε από τις κακουχίες  στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ στα Κόμανα του Πόντου. Εκεί παρέμεινε και το λείψανό του πριν μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη το 438 μ.Χ.  Η μνήμη του παρέμεινε ισχυρή στον πολύ λαό και στην Πόλη και στον Πόντο εξαιτίας του αγώνα του ενάντια στη διαφθορά κλήρου και πολιτικής εξουσίας που οδήγησε και στον μαρτυρικό του θάνατο. Επιπλέον και η Θεία Λειτουργία της Κυριακής φέρει το όνομά του. Η επιλογή να παρουσιαστεί ως ο κορυφαίος του θρήνου για την άλωση δεν είναι συνεπώς τυχαία καθώς είναι ο πιο αναγνωρίσιμος και δημοφιλής πατριάρχης Κωνσταντινούπολης και ο λαός τον αισθάνεται ως “δικό του” άγιο.
Στο θρήνο του Ιωάννη του Χρυσόστομου απαντά η ανώνυμη φωνή – η φωνή του λαού κυριολεκτικά – που ενεργεί πρώτα παραμυθικά προς τον άγιο (Μη κλαις, μη κλαις, Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι) και έπειτα με προσδοκία ανάστασης του Γένους στο μέλλον (Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο). Και βέβαια δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει τόσο την ποιητικότατη μεταφορά του “ανθεί και φέρει κι άλλο” όσο και την ακατάβλητη ελπίδα του ποντιακού ελληνισμού ότι θα έλθει η ώρα της αναγέννησης του έθνους. Πού να ήξεραν τι τους επιφύλασσαν οι ηγέτες του του ψευτορωμέικου το 1922...
 

Περνώ στο «Πάρθεν» [Μάρτιος 1921] του Καβάφη το οποίο στηρίζεται, όπως προαναφέρθηκε, στη συλλογή του Arnold Passow,  Τραγούδια Ρωμαίικα. Popularia Carmina Graeciae Recentioris (1860) και συγκεκριμένα το άσμα CXCVIII, σελ 147-148.  Ο Καβάφης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα δημοτικά τραγούδια αν κρίνουμε από τα προσεγμένα άρθρα του για τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Ν. Γ. Πολίτη, Eκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού (1914), τη συλλογή του M. Γ. Mιχαηλίδη, Καρπαθιακά Δημοτικά Άσματα (1917) και το ανέκδοτο σημείωμά του “Για μαθητική ανθολογία δημοτικών τραγουδιών” (1920-21). Πέρα από τα προηγούμενα, στην Ιδανική Βιβλιοθήκη που συντέθηκε με βάση το αρχείο Καβάφη, διακρίνεται καθαρά το πλήθος συλλογών και μελετών για το δημοτικό τραγούδι που διάβασε  ο ποιητής. Το τελευταίο πάντως ανέκδοτο σημείωμα, γραμμένο με αφορμή την ανθολογία που επιμελήθηκε σε μεγάλο ποσοστό ο ίδιος για τον Εκπαιδευτικό Όμιλο Αλεξάνδρειας, καταδεικνύει ανάμεσα στα άλλα την εξοικείωση του ποιητή με τον κόσμο των δημοτικών τραγουδιών και των συλλογών που τα περιλαμβάνουν και το ισχυρό ενδιαφέρον του για τα τραγούδια αυτά και την γλωσσική μα και παιδαγωγική τους αξία. 55Φανερώνει τέλος, σύμφωνα με τον Γ.Π.Σαββίδη (Μικρά Καβαφικά, τ.Β΄ “Ο Καβάφης συντάκτης μαθητικής ανθολογίας δημοτικών τραγουδιών”, σελ. 208-246. Εδώ: σελ.221) ότι  σε αυτή τη ανθολογία οφείλει την αφορμή της  σύνθεσής του και το «Πάρθεν». Έχει ωστόσο σημασία να δούμε πώς ο ποιητής καταλήγει στο συγκεκριμένο ποίημα και τι επιλέγει  να προβάλει από αυτό.

Ο Καβάφης, όπως προκύπτει από την ανάγνωση του «Πάρθεν», ξεκινά να διαβάζει τη συλλογή του Arnold Passow (που όντως αρχίζει από τα κλέφτικα τραγούδια και συνεχίζει με τους θρήνους για την άλωση) μεταφέροντας στο ποίημα (στίχος 5 ) τον πρώτο στίχο του CXCIV τραγουδιού. Στη συνέχεια παίρνει από το CXCV ολόκληρους τους στίχους 5, 7 και 8 (στίχοι 7,9 και 10 αντίστοιχα στο «Πάρθεν») ενώ και ο στίχος 6 του δημοτικού διακρίνεται από την λέξη “Φωνή” μέσα στον στίχο 6 του καβαφικού ποιήματος. Φτάνοντας όμως στο τραγούδι CXCVIII επικεντρώνει εκεί πια το ενδιαφέρον του αντιγράφοντας ολόκληρους ή μεγάλο μέρος από τους στίχους 5,7,8,9,12,13,14 στους στίχους  15,16,17,18, 20,22,23 αντίστοιχα του ποιήματός του. Το συγκεκριμένο δημοτικό τραγούδι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μεγάλη έκτασή του (24 στίχοι έναντι των 14 της παραλλαγής Legrand), το ότι ξεκινά με τρεις στίχους σαν από παραμύθι για το κτίσιμο της Πόλης (που ωστόσο δεν συνεχίζονται και ακολουθεί χάσμα έως το μήνυμα της πτώσης) και ότι κλείνει με πέντε στίχους ερωτικού περιεχομένου! ParthenΕίναι ένα παράξενο ποίημα που μοιάζει να περιλαμβάνει θεματικό υλικό από δύο ή και τρία δημοτικά ποιήματα. Ο κορμός του ποιήματος πάντως, στίχοι 5-19, ταυτίζεται σε μεγάλο ποσοστό με την παραλλαγή Legrand, παρά το γεγονός ότι οι στίχοι 15-19 θεματικά ταιριάζουν με αντίστοιχους των τραγουδιών CXCIV, CXCV, και  CXCVI της συλλογής Passow. Αν επικεντρωθούμε στους στίχους 5-10, οι διαφορές με την παραλλαγή Legrand βρίσκονται στην απουσία του κάστρου του ήλιου (που εδώ αντικαθίσταται με του κυπαρέσσ την ρίζαν – υπαινιγμός για το θλιβερό μήνυμα καθώς τα κυπαρίσσια βρίσκονται κυρίως στα νεκροταφεία), στην υπερβολή Χίλιοι πατριάρχ’ και μύριοι δεσποτάδες και στο πρόσωπο που τελικά διαβάζει το γράμμα: εδώ είναι Χέρας υιός Γιαννίκας εν, ο γιός της χήρας (και εδώ θυμόμαστε το ακριτικό δημοτικό τραγούδι “Ο γιός της χήρας”). Η σημαντικότερη ωστόσο διαφορά είναι ότι απουσιάζει ο θρήνος που κορυφώνεται με τον οδυρμό του Ιωάννη Χρυσόστομου αλλά και καταλήγει στο παρήγορο Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.Εδώ το δράμα δε βρίσκει καμιά διέξοδο στην ελπίδα, το ποίημα συνεχίζει με απαρίθμηση των εκκλησιών και μοναστηριών που αλώθηκαν και κυρίως της Αγίας Σοφίας και καταλήγει όπως είπαμε με πέντε ερωτικούς στίχους. Ο βαρύς καθοριστικός στίχος  Ν’ αοιλλοί εμάς να βάι εμάς, η ’Ρωμανία πάρθεν δεν βρίσκει πουθενά παρακάτω κάποια ανακούφιση και διαπερνά όλο το ποίημα με τη μελαγχολία του.34

Το «Πάρθεν» του Καβάφη είναι ένα “τυχερό” ποίημα. Παρά το γεγονός ότι παραμένει ανέκδοτο έως το τέλος του 1968 (πρώτη εμφάνισή  του στα Ανέκδοτα Ποιήματα του Καβάφη με την επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη στον Ίκαρο) δεν έμεινε διόλου  παραμερισμένο. Πέρα από διάσπαρτες βιβλιογραφικές αναφορές, υπάρχει η εξαιρετική και σφαιρικότατη προσέγγιση στο ποίημα του Ξ.Α.Κοκόλη στο βιβλίο του Θερμοπύλες και Πάρθεν. Ένα πλην και ένα συν στην ποίηση του Καβάφη (University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1985 – πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Διαβάζω, τευχ. 78 ,Οκτ. 1983,  σελ. 61-73) που αφήνει πλέον ελάχιστα περιθώρια πρωτότυπου σχολιασμού παρά τα χρόνια που πέρασαν. Είχαν προηγηθεί οι παρατηρήσεις  του Γιάννη Δάλλα (Καβάφης και Ιστορία, Αισθητικές λειτουργίες, 1974. σελ. 174, 181-182, 198-199) και το 1977 η διεισδυτική προσέγγιση στο ποίημα του Ζήσιμου Λορεντζάτου (Μικρά Αναλυτικά στον Καβάφη, σελ. 9-15) καθώς και της Ζωής Καρέλλη (“Νύξεις”, περ. Η Λέξη, Μάρτης-Απρίλης 1983, σελ 319-322). Αναφέρω τις πιο αξιόλογες και εκτενέστερες αναφορές. Κάποιες επίσης καλές παρατηρήσεις μπορεί να βρει κανείς στην εισήγηση του Νίκου Γρηγοριάδη στο Γ΄Συμπόσιο Ποίησης

Από την άλλη βέβαια το «Πάρθεν» στάθηκε και άτυχο καθώς παρέμεινε ανέκδοτο. Στην αρχή τέθηκε ως υπόθεση για τον παραμερισμό του η συνύπαρξη ανόμοιου γλωσσικού υλικού μέσα στο ποίημα και η πιθανότητα η μείξη αυτή να μη λειτούργησε ποιητικά. Ο Γιάννης Δάλλας, θεωρεί ότι η εξήγηση αυτή είναι και η πιθανότερη. Όμως ίσως τα πράγματα να είναι πιο περίπλοκα. Στο καβαφικό έργο δεν είναι η πρώτη φορά που ανόμοιο γλωσσικά υλικό μπολιάζεται σε ένα ποίημα. Ο Κοκόλης καταγράφει συνολικά (αφαιρώντας τους ξενόγλωσσους τίτλους που σταματούν ως το 1899) συνολικά δεκαεπτά περιπτώσεις εισαγωγής στίχων ή φράσεων από αρχαιόγλωσσα κείμενα, αρχαία ή μεσαιωνικά μέσα στο ίδιο το ποίημα – και πάλι εδώ δεν υπολογίζεται υλικό που ανήκει σε motto ποιήματος. Κάποιες ενσωματώσεις περιορίζονται σε μια ή δυο λέξεις (πχ το Ούτος Εκείνος στο ομώνυμο ποίημα) ενώ άλλες καλύπτουν σημαντικό μέρος του ποιήματος (πχ στο Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων). Καμία όμως δεν περιλαμβάνει δημοτικό τραγούδι, πόσο μάλλον σε διάλεκτο. Και σε κανένα ποίημα δεν υπάρχει τόσο έντονη διαφοροποίηση γλωσσικού υλικού ανάμεσα στο ίδιο το ποίημα και τις πηγές του, οι οποίες όμως συμπλέκονται οργανικά με τον λόγο του ποιητή. Όντως λοιπόν το «Πάρθεν» γενετικά δεν ανήκει πουθενά κατά τον Λορεντζάτο. Ουσιαστικά αυτή η μοναδικότητά του είναι και το πρόβλημα: όχι στη σύνθεση ή στην εξισορρόπηση των γλωσσικών του ανομοιομορφιών, όπως πιστεύει ο Δάλλας αλλά επειδή, όπως σημειώνει ο ίδιος, το «Πάρθεν» ανοίγει έναν ορίζοντα χωρίς συνέχεια δηλαδή για έναν κόσμο ολόκληρο, αυτόν του τουρκοκρατούμενου γένους…[που] έμεινε τελικά ανέκφραστος. Και πιο αναλυτικά από τον Σεφέρη («Υστερόγραφο στη δοκιμή ‘Καβάφης – Έλιοτ Παράλληλοι’ «, περ. Η Λέξη, τεύχος. 23, σελ . 195): Έχω την εντύπωση, κι αυτό σκέπτομαι να το εξετάσω πιο προσεχτικά ακόμη, πως υπάρχει στο εικονοστάσι που μας δείχνουν τα ποιήματα τού Καβάφη, κάτι που αντιστοιχεί με τον καημό πού βλέπουμε στη δημοτική παράδοση για την καταστροφή της παλιάς δόξας (τον λέω έτσι για να είμαι σύντομος) και που εκφράζεται τόσο συχνά, σε θρύλους και σε τραγούδια, με τον γνώριμο εκείνο τόνο του μετρημένου και υπομονετικού θρήνου («Σημαίνει ουρανός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια…» – και τόσα άλλα). Αλλά ο Καβάφης ανήκει στη λογία παράδοση – τα συμπλέγματα της δημοτικής δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει· τα αποκρούει η ιδιοσυγκρασία του – γι’ αυτόν ο ψυχολογικός κόμβος Πόλη, Αδριανούπολη κ.τ.λ., αντικαθίσταται από τον ψυχολογικό κόμβο: Γρανικός — Μαγνησία — Πύδνα — Λευκόπετρα — λεία της Κορίνθου. Κοίταξε τις ημερομηνίες, συ πού τις ξέρεις τόσο καλύτερα από μένα, και θα παρατηρήσεις ότι ή έκφραση του αυτή αρχίζει από το 1915 περίπου, δηλαδή με τη μεγάλη εθνική κρίση, για να τελειώσει με το τέλος της ζωής του. Το θέμα αυτό το εκφράζει ο Καβάφης, όπως σχεδόν και όλα του τα άλλα, με την ίδια διαλυτική καυστικότητα και με την ίδιαν αίσθηση τού εξευτελισμού και της απάτης πού έχει μόνιμα μέσα του. Εδώ βρίσκεται κυρίως η αιτία αποκλεισμού του «Πάρθεν» από τον καβαφικό κανόνα. Κινείται σε μια κατεύθυνση που ο ποιητής δε σκόπευε να αξιοποιήσει, αυτήν της δημοτικής παράδοσης. Ο τόνος του ποιήματος είναι εκείνος του μετρημένου και υπομονετικού θρήνου, πέρα από την λόγια ποιητική του Καβάφη που το ίδιο θέμα, της απώλειας και καταστροφής της παλιάς δόξας, το εκφράζει με την ίδια διαλυτική καυστικότητα και με την ίδιαν αίσθηση τού εξευτελισμού και της απάτης πού έχει μόνιμα μέσα του. Είναι λοιπόν καθαρά θέμα ποιητικής ο παραμερισμός του; Νομίζω πως ναι, καθώς παρακάτω θα φανεί, πιστεύω, η τεχνική αρτιότητα και η εκφραστική ευστοχία του ποιήματος.

Γίνεται φανερό από το χειρόγραφο του ποιήματος ότι η διαίρεσή του σε τέσσερις στροφικές ενότητες αποκαλύπτει και τη νοηματική κατά τον ποιητή διαίρεση. Ενδιαφέρουσα και η συμμετρία: με δεδομένη τη θεματική συγγένεια-συνέχεια των ενοτήτων ανά ζεύγη (α΄με β΄ και γ΄με δ΄) οι στίχοι κατανέμονται ως εξής: α΄=3 στίχοι με β΄= 2α+1=7 στίχοι  και γ΄=4 στίχοι με δ΄= 2γ+1=9 στίχοι. Παράλληλα ο Κοκόλης παρατηρεί πως όσο στενεύει και εξειδικεύεται το ενδιαφέρον του ποιητή για τα ποιήματα της συλλογής Passow, τόσο αυξάνεται η συναισθηματική «θερμοκρασία του ποιήματος». Οι δυο αυτές κλίμακες, κατιούσα η πρώτη και ανιούσα η δεύτερη, αξίζουν κάπως περισσότερη προσοχή. Ο ποιητής, ακολουθώντας τη σειρά των κειμένων στο βιβλίο του Passow, συναντά πρώτα τα κλέφτικα τραγούδια για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους, / πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά. Ως εδώ το ενδιαφέρον του ποιητή είναι μάλλον υποτονικό, αν και δεν πρέπει να αγνοήσουμε την ανιούσα κλιμάκωση των επιθετικών χαρακτηρισμών στη λέξη «πράγματα». «Συμπαθητικά» ο πρώτος χαρακτηρισμός και καθοριστικός καθώς τον συνοδεύει η άνω τελεία. Μοιάζει κάπως ψυχρός και ουδέτερος αλλά υποψιάζομαι ότι δεν είναι και τόσο. Εν τάχει να σημειώσω την ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά του Καισαρίωνα, τον Κλείτο, ένα συμπαθητικό παιδί στο ποίημα Η αρρώστια του Kλείτου και το συμπαθητικό του πρόσωπο του ανώνυμου ήρωα στο Εν τη Oδώ αλλά και την ανάλογη χρήση του «συμπαθής» στα ποιήματα Μέρες του 1896 και στο Για νάρθουν —. Το επίθετο έχει χρησιμοποιηθεί κυρίως σε ποιήματα που το ερωτικό στοιχείο κυριαρχεί ή έστω δεν μπορεί να αγνοηθεί και πάντοτε σε άμεση σχέση μ’αυτό· διατηρεί συνεπώς μια αναμφισβήτητη υποφώσκουσα θερμότητα. Σε κάθε περίπτωση πάντως  ο ποιητής σπεύδει να συμπληρώσει το αμφιλεγόμενο από άποψη συναισθηματικής θερμοκρασίας «συμπαθητικά» με τους θερμότερους – ή καλύτερα οικειότερους – χαρακτηρισμούς «δικά μας» και «Γραικικά». Ο τελευταίος όρος ουσιαστικά επεξηγεί το δικά μας και στην καβαφική ποίηση χρησιμοποιείται κυρίως για τον ελληνισμό των βυζαντινών χρόνων, χωρίς αυτό να είναι απόλυτο (πχ υπάρχει ο όρος «Γραικός» στο Εν Πόλει της Oσροηνής και στο Η Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου).
44Στη δεύτερη στροφή ο ποιητής περνά στους θρήνους για την άλωση της Πόλης, την επόμενη ενότητα στην ανθολογία του Passow. Το ρήμα εξάρτησης σε ολόκληρη τη στροφή παραμένει το «διάβαζα» (στο Και για τη Φωνήν….εννοείται και πάλι ως ρήμα το διάβαζα, αναλογικά με το Διάβαζα και τα πένθιμα και τον χαμό της Πόλης ) αλλά εδώ, αντί να μείνει στον χαρακτηρισμό των ποιημάτων με το «πένθιμα»  όπως έκανε στην προηγούμενη στροφή, προχωρά στην ενσωμάτωση αυτούσιων στίχων από τα δημοτικά τραγούδια που διαβάζει: όπως προαναφέρθηκε πρόκειται για τον πρώτο στίχο του CXCIV τραγουδιού που αντιγράφεται ως στίχος 5 του «Πάρθεν» και ορίζει το θεματικό κέντρο της στροφής: «Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη». Προχωρώντας παρακάτω στο  CXCV ενσωματώνει τους στίχους 5, 7 και 8 (στίχοι 7,9 και 10 αντίστοιχα στο «Πάρθεν») ενώ και ο στίχος 6 του δημοτικού διακρίνεται μέσα στον στίχο 6 του καβαφικού ποιήματος στη Φωνή. Το ενδιαφέρον του ποιητή στρέφεται στη φωνή που διατάζει να σταματήσει η λειτουργία γιατί επήλθε η καταστροφή. Αξιοσημείωτη εδώ η επανάληψη της προστακτικής του ρήματος «παύω» τη μια σε πλάγιο λόγο (στο λόγο του ποιητή) και την άλλη σε ευθύ (στο λόγο του εμβόλιμου στίχου του δημοτικού τραγουδιού). Αξιοπρόσεχτα επίσης σημεία η εναλλαγή στίχων χωρίς εισαγωγικά με στίχους σε εισαγωγικά  και η επανάληψη του πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη στον τελευταίο στίχο χωρίς όμως τα εισαγωγικά. Τρεις στίχοι ανήκουν στον ποιητή, τρεις στα δημοτικά τραγούδια  (ο λόγος του εναλλάσσεται στίχο με στίχο με τον λαϊκό λόγο) με τον έβδομο στίχο να ανήκει τυπικά στο δημοτικό τραγούδι αλλά ουσιαστικά στον ποιητή. Εδώ υιοθετείται σιωπηρά ο λαϊκός θρήνος με την οικειοποίηση του δημοτικού στίχου. Είναι προφανές ότι διακριτικά και με τη βοήθεια του ένθετου υλικού η συναισθηματική θερμοκρασία έχει ανέβει ένα σκαλί.

Στην τρίτη στροφή/ενότητα το οπτικό πεδίο του ποιητή περιορίζεται και επικεντρώνεται πάνω σε ένα ποίημα, το τραγούδι CXCVIII της συλλογής Passow.  Εδώ η συγκίνησή του διατυπώνεται ρητά: Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα/το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα. Ρητά δηλώνεται και η κλιμάκωση της έντασης στο συναίσθημα: πιο πολύ. Η γλωσσική ιδιομορφία του τραγουδιού είναι βέβαια τέτοια που οδήγησε τον ποιητή να σταθεί σε αυτό, όμως δεν παύει να είναι παρά μόνο η αφορμή γιατί η αιτία είναι η λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων / που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη. Οι μακρινοί Γραικοί και η λύπη τους δεν του είναι καθόλου άγνωστοι· αντίθετα του είναι πολύ συμπαθείς. Τέτοιοι ήταν και οι Ποσειδωνιάται που με θλίψη τελειώνουν την ετήσια γιορτή που τους θυμίζει ότι κάποτε ήταν Έλληνες. Τέτοιος και ο έμπορος από τη Σάμο που πεθαίνει δούλος στην Ινδία αλλά δε λυπάται γιατί, όπως γράφει το επιτύμβιό του, θα μπορέσει να βρει τους συμπολίτες του στον Άδη και να μιλά Ελληνικά. Ο μισοβάρβαρος Πάρθος ηγεμονίσκος του Φιλλέλην – στα Φράατα της Μηδίας, πέρα από τον Ζάγρο  – κόπτεται μήπως και φανεί ανελλήνιστος. Σε βιβλίο με βακτριανά νομίσματα, στην «καλή πλευρά» των νομισμάτων συγκινείται ο Γραικός ελληνικά διαβάζοντας, / Ερμαίος, Ευκρατίδης, Στράτων, Μένανδρος. Και βέβαια δεν ξεχνάμε τη γνωστή και βαρύνουσα δήλωση του ίδιου του Καβάφη: Είμαι κ’ εγώ ελληνικός. Προσοχή, όχι Ελλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός. Το δεύτερο στοιχείο που προσέχει ο αναγνώστης – ποιητής είναι η πίστη των ανθρώπων εκείνων που θα σωθούμε ακόμη. Για έναν ποιητή που το θέμα της τραγικής ειρωνείας είναι από τα συστατικά στοιχεία στην ποίησή του, η μάταιη αυτή ελπίδα τον συγκινεί ιδιαίτερα. Πόσο μάλλον που η ελπίδα ξαφνικά δεν είναι «που θα σωθούνε ακόμη» αλλά «που θα σωθούμε ακόμη» – αυτοί, εμείς, πρόσωπα στο ποίημα, ποιητές και αναγνώστες, όλοι οι Ρωμιοί. Μάρτη του 1921 γράφεται το ποίημα και όπως είχα γράψει και στην ανάρτηση για το «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» δε χρειαζόταν μαντικές ικανότητες για να δει κανείς που οδηγούνταν τα πράγματα.

Η συναισθηματική θερμοκρασία φτάνει στην ανώτερη βαθμίδα της στην τέταρτη ενότητα τόσο με το λόγο του ποιητή Μα αλίμονον μοιραίον πουλί όσο και από τον εισηγμένο λόγο του δημοτικού τραγουδιού που μοιράζονται τον πρώτο στίχο της ενότητας με ένα ημιστίχιο του 15ασύλλαβου ο καθένας. Είναι η τελική διάψευση των ελπίδων, μια εικόνα πολύ οικεία στους αναγνώστες της καβαφικής ποίησης και σχεδόν πάντα στο τέλος του ποιήματος. Ο ποιητής περιορίζει το λόγο του στα απολύτως απαραίτητα σχόλια αφήνοντας τους στίχους του δημοτικού να φανερώσουν την απώλεια. Μόλις δυο ολόκληροι στίχοι και δύο ημιστίχια σε σύνολο εννιά φανερώνουν τη δική του παρουσία με ουσιαστικότερο τον στίχο 19 και την παρένθεση – σχόλιο για τους αρχιερείς που δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν το γράμμα. Κορύφωση της συναισθηματικής έντασης στον τελικό στίχο με τον θρήνο μετά την ανάγνωση του γράμματος: Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν. Εδώ δεν υπάρχει διέξοδος ούτε ελπίδα ανάστασης, όπως στο «Πάρθεν» του σχολικού βιβλίου. Το τι ένιωσε ο ποιητής όταν χάθηκε οριστικά η Ρωμανία το 1922 το έχω ήδη αναφέρει εδώ στη μαρτυρία του Πόλυ Μοδινού. Θυμίζω μόνο τα λόγια του: «Είναι τρομερό αυτό που μας συμβαίνει. Χάνεται η Σμύρνη, χάνεται η Ιωνία, χάνονται οι Θεοί.» Αυτός είναι και ο επίλογος του καβαφικού «Πάρθεν».

 

Ιδιαίτερες ευχαριστίες στην κυρία Αμπερίδου Σοφία (http://paletasofias.blogspot.gr) για την άδεια να χρησιμοποιηθούν οι πέντε πίνακές της που κοσμούν – με όλη τη σημασία της λέξης –  την ανάρτηση.

Και ένα εξαιρετικό βίντεο από τη συμμετοχή του Διαπολιτισμικού Γυμνασίου Ευόσμου στο μαθητικό συνέδριο για τα 150 χρόνια χρόνια Κ. Καβάφη στο Ζωγράφειο Λύκειο της Κωνσταντινουπόλεως 11-14 Απριλίου 2013.

 
Στη μνήμη των παππούδων μου Παντελή και Γεωργίου και των γιαγιάδων μου Δέσποινας και Ιφιγένειας αντίστοιχα, απάντων Ποντίων, που έζησαν την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων/ που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
 
Τον φάκελο του ποιήματος θα τον βρείτε εδώ:
και περιλαμβάνει:
  • Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μικρά Αναλυτικά στον Καβάφη, εκδ. Ίκαρος, 1977, σελ. 9-15.
  • Ζωή Καρέλλη, «Νύξεις» (περ. Η Λέξη, τευχ. 23, σελ 321-22).
  • Πέτρος Κολακλίδης και Ειρήνη Warburton – Φιλιππάκη,  “Το “Πάρθεν” του Καβάφη” (περ. Η Λέξη, τευχ. 52, Φεβρ. 1986, σελ. 122-127)
  • Ν.Γρηγοριάδης, “Το ποίημα του Κ.Π.Καβάφη [Πάρθεν]” (Γ΄ Συμπόσιο Ποίησης, Αφιέρωμα στον Κ.Π. Καβάφη, 1-3/7/1983, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1984, σελ 175-181)
  • Ξ.Α.Κοκόλης, «Γλωσσική ασυμβατότητα, ποιητική τεχνική και πολιτική εγρήγορση στο «Πάρθεν» του Καβάφη» (περ. Διαβάζω, τευχ. 78, Οκτ. 1983,  σελ. 61-73)
  • Γιάννης Δάλλας, Καβάφης και Ιστορία. Αισθητικές λειτουργίες, εκδ. Ερμής, 1986, σελ. 181-182.
  • Μαρία Ιατρού – « “Χαρτίν περιγραμμένον”. Το “Πάρθεν” του Καβάφη ως ποίημα ποιητικής » (περ. Εντευκτήριο τ.32, Φθιν.95, σελ 67-73

καθώς και οι συλλογές δημοτικών τραγουδιών που χρησιμοποιήθηκαν μαζί με μια ανάγνωση του ποιήματος από τον Γ.Π.Σαββίδη.

Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου [“Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, μέρος δεύτερο]

Περίπλοκο αρκετά στη σύνθεσή του και παραπλανητικά “εύκολο” σε πρώτη ανάγνωση το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον” είναι χαρακτηριστικό δείγμα φιλοσοφικού ποιήματος όπως θα το τοποθετούσε ο ίδιος ο ποιητής – ψευδοϊστορικό  κατά τη διαίρεση Σεφέρη. Σημειώνει σχετικά ο Γ.Π.Σαββίδης: Ωστόσο, ίσως το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της δομής του ποιήματος αυτού είναι οι οκτώ απανωτές προστακτικές σε δεύτερο ενικό: μη ανωφέλετα θρηνήσεις (6), αποχαιρέτα την (8), να μη γελασθείς (9), μην πεις (9), μην καταδεχθείς (11), πλησίασε σταθερά (14), κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι (15), κι αποχαιρέτα την (19). Πράγμα που μας επιτρέπει να κατατάξουμε αδίστακτα το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» στα «φιλοσοφικά» ή διδακτικά ποιήματα του Καβάφη ― ακριβέστερα: στα παραινετικά «εις εαυτόν» ή μάλλον «εις πάντα αρμόδιον» [Γ.Π. Σαββίδης, «Διαβάζοντας τρία “σχολικά” ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη» (“Φωνές”, “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, “Αλεξανδρινοί Βασιλείς”)» (1977)]

Πρόκειται για ένα μεταιχμιακό ποίημα. Δημοσιεύεται το 1911, τη χρονιά που ο ποιητής θεωρούσε ότι ξεκίνησε η κυρίως λογοτεχνική παραγωγή του και γράφτηκε μόλις στα 1910, άρα οριακά ανήκει στην πρώιμη καβαφική περίοδο. Είδαμε στο πρώτο μέρος της ανάρτησης τα σχετικά με τις ιστορικές πηγές του ποιήματος και το ενδοκαβαφικό διακειμενικό  δίχτυ που το περιβάλλει. Να προσθέσω μόνο στα σχετικά με το ποίημα κείμενα το Η Συνοδεία του Διονύσου (1903/1907), περισσότερο για να έχουμε μια εικόνα του μυστικού θιάσου παρά για άλλον ουσιαστικότερο συσχετισμό. Παραθέτω ξανά το ποίημα με αριθμημένους τους στίχους.

1.   Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ, ακουσθεί
2.   αόρατος θίασος να περνά
3.   με μουσικές εξαίσιες, με φωνές –
4.   την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
5.   που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
6.   που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
7.   Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
8.   αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
9.   Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
10. ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου•
11.  μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
12. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
13. σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
14. πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
15. κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ όχι
16. με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
17. ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
18. τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
19. κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Η διαίρεση ενοτήτων που προτείνει ο Σαββίδης [Γ.Π. Σαββίδης, όπ.π] είναι οι στίχοι 1-8 και 9-19  με κριτήριο τον κομβικό κοινό καταληκτικό στίχο αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει/ χάνεις – μια μικρή αλλά ουσιαστική διαφοροποίηση στο τελικό ρήμα. Θεωρώ ότι μπορούμε να προσθέσουμε ως εμβόλιμη ενότητα τους στίχους 9-11 όπου η άρνηση κάθε αυταπάτης μεσολαβεί, περίπου ως προϋπόθεση,  ανάμεσα στην πρώτη ενότητα που ιχνογραφεί τη βασική σκηνοθεσία του επεισοδίου καταλήγοντας στην κύρια θέση του ποιητή (μη ανοφέλετα θρηνήσεις) και την ανάπτυξή της θέσης αυτής στην δεύτερη ενότητα. Συνεπώς οι δεκαεννιά στίχοι του ποιήματος κατανέμονται στις δύο ίσες κύριες ενότητες και μία εμβόλιμη-συνδετική με 8-3-8 στίχους αντίστοιχα.

Στην πρώτη ενότητα σκηνοθετείται το βασικό επεισόδιο του ποιήματος: ο χρόνος, ο αόρατος θίασος, το δυσοίωνο μήνυμα. Προσεγμένη  η περιγραφή που εξ αρχής αποκλείει την όραση (αόρατος θίασος) πριμοδοτώντας την ακοή (με μουσικές εξαίσιες, με φωνές). Ο εξοικειωμένος με την καβαφική ποίηση αναγνώστης θα παρατηρήσει το θέμα της πομπής και λαμπρής παράταξης (το οποίο έθιξα ήδη στην ανάρτησή μου για το Αλεξανδρινοί Βασιλείς) που συχνά αξιοποιείται για να τονιστεί, μέσω της καβαφικής ειρωνείας, η διάσταση ανάμεσα σε φαινόμενα και πραγματικότητα. Εδώ βέβαια το μήνυμα που κομίζει ο αόρατος θίασος είναι σαφές και τραγικό, οπότε δεν υπάρχει έδαφος για ειρωνεία: η τύχη του ήρωα, τα έργα του, τα σχέδιά του, όλα ναυαγούν. Καθολική λοιπόν ήττα: τρεις στίχοι την καταγράφουν εμφατικά (στίχ. 4-6) τονίζοντας τον τελεσίδικο χαρακτήρα της (ανοφέλετα) και ταυτόχρονα προτείνοντας την πρέπουσα αξιοπρεπή στάση: μη θρηνήσεις. Και, αν το μη θρηνήσεις δηλώνει αποφατικά το τι πρέπει να αποφύγει ο ήρωας, οι στίχοι 7-8 προτρέπουν, με κατάφαση αυτή τη φορά, σε μια στωική αντιμετώπιση της συμφοράς: Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,/ αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγειAntony Cleopatra. Ιδιαίτερη σημασία έχει το μόριο «σαν» που χρησιμοποιείται σε όλο το ποίημα δηλώνοντας παρομοίωση ή καλύτερα σύγκριση-αναλογία (εκτός από τον πρώτο στίχο  στο Σαν έξαφνα που το «σαν» είναι χρονικός σύνδεσμος). Δηλαδή το έτοιμος από καιρό και θαρραλέος είναι ιδιότητες που δεν είναι απαραίτητο να έχει μόνιμα ο ήρωας· καλείται ωστόσο να τις επιδείξει την ύστατη αυτή ώρα μπροστά στην Αλεξάνδρεια που φεύγει.

Η Αλεξάνδρεια δεν είναι τυχαίο σύμβολο, ούτε και το ότι το ποίημα δημοσιεύεται το 1911, εποχή που ο ποιητής αρχίζει να συνθέτει ένδον του τη θεοποιημένη, μυθική Αλεξάνδρεια. Συνήθως ξεμπερδεύουμε γρήγορα με την Αλεξάνδρεια ως σύμβολο της ζωής. Μα δεν πρόκειται για οποιαδήποτε ζωή ή για οποιαδήποτε πόλη. Η Αλεξάνδρεια, όπως υπογραμμίζει ο Edmund Keeley  στο βιβλίο του  Η καβαφική Αλεξάνδρεια. Εξέλιξη ενός μύθου (σελ. 66 κ.ε) είναι ο θεός που εγκαταλείπει τον Αντώνιο. Στη θέση του Διόνυσου ή του Ηρακλή μπαίνει η πόλη – θεά, σύμβολο μα και πραγματικότητα μαζί των πνευματικών και σωματικών απολαύσεων που αξιώνονται οι εκλεκτοί – και ως εκλεκτοί καλούνται να αντιδράσουν στην διαφαινόμενη απώλειά της. Στο ποίημα «Η Δόξα των Πτολεμαίων» τα χαρακτηριστικά της θεοποιημένης πόλης διακρίνονται ξεκάθαρα:

Η Δόξα των Πτολεμαίων
(σύνθεση: 1896-1911/έκδοση: 1911)

Είμαι ο Λαγίδης, βασιλεύς. Ο κάτοχος τελείως
(με την ισχύ μου και τον πλούτο μου) της ηδονής.
Ή Μακεδών, ή βάρβαρος δεν βρίσκεται κανείς
ίσος μου, ή να με πλησιάζει καν. Είναι γελοίος
ο Σελευκίδης με την αγοραία του τρυφή.

Αν όμως σεις άλλα ζητείτε, ιδού κι αυτά σαφή.
Η πόλις η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή,
εις κάθε λόγο, εις κάθε τέχνη η πιο σοφή.

Χαρακτηριστικό ότι ολοκληρώνεται και εκδίδεται το 1911 μαζί με το «Απολείπειν…». Το τελευταίο δίστιχο, εγκώμιο της πόλεως, ολοκληρώνει την προβολή ισχύος του ανώνυμου Λαγίδη απέναντι στον επίσης ανώνυμο Σελευκίδη: η εκλεπτυσμένη ηδονή του πρώτου απέναντι στην αγοραία του δεύτερου. Και πιο πολύ βέβαια, για όσους επιζητούν τα πνευματικά αγαθά: Η πόλις η διδάσκαλος, η πανελλήνια κορυφή,/ εις κάθε λόγο, εις κάθε τέχνη η πιο σοφή. Σε κάθε περίπτωση και στα δυο ποιήματα το ηδονικό στοιχείο δεν αποδίδεται άμεσα στην πόλη (λανθάνει στο πρώτο ποίημα και το προβάλλει ο Λαγίδης στο δεύτερο) αλλά δεν είναι και δύσκολο να ανιχνευτεί. Το ίδιο τρίγωνο με κορυφή την Αλεξάνδρεια και βάση την ηδονή και το πνεύμα μπορούμε να παρατηρήσουμε και στους Αλεξανδρινούς Βασιλείς (1912/1912) με την διάφανα ερωτική περιγραφή του Καισαρίωνα από τη μια και το  Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα/θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης, μέσα στη ζεστή, ποιητική μέρα της Αλεξάνδρειας.

Εγκαταλείπει λοιπόν τον Αντώνιο η Αλεξάνδρεια – Ζωή (με κεφαλαίο ζήτα). Πρέπει όμως, πριν φτάσει ο ήρωας στο να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια που φεύγει – που χάνει δηλαδή τελικά – να νικήσει έναν τελευταίο πειρασμό: της φρούδης ελπίδας ότι όλα αυτά είναι μια φρεναπάτη, ένα ψέμα. Ο ποιητής τονίζει με το «Προ πάντων» τη σημασία που έχει η απόρριψη κάθε αυταπάτης, την οποία και ορίζει τριπλά χρησιμοποιώντας σχετικό με ψευδαίσθηση λεξιλόγιο (υπογραμμίζω): μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν/ ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου. Η άνω τελεία που ακολουθεί το «η ακοή σου» θέτει έντεχνα και έξυπνα ένα απότομο φρένο στην κορύφωση της (πιθανής ) ελπίδας που συνθέτουν οι τρεις παραπάνω λέξεις για να ακολουθήσει η κάθετη πτώση: μάταιες ελπίδες. Είναι βασική προϋπόθεση για τη συνέχεια του ποιήματος, που εκφράζει και προωθεί  την στωική και γενναία αντιμετώπιση της απώλειας, να μην υπάρχει η σκιά της αυταπάτης, της μάταιης ελπίδας. Μόνο έτσι θα αναδειχτεί η ανωτερότητα του ήρωα και το μέγεθος της αξίας του, ανάλογο πάντα με το μέγεθος της απώλειας «μιας τέτοιας πόλης». Γι’ αυτό το λόγο παρεμβάλλονται οι στίχοι 9-11 ανάμεσα στο πρώτο μέρος που εκθέτει συνοπτικά το μύθο του ποιήματος και το δεύτερο που ξεδιπλώνει τις λεπτομέρειες  και την πρέπουσα για τον εκπεπτωκότα ήρωα ψυχολογία.

Το δεύτερο μέρος του ποιήματος, ισομέγεθες με το πρώτο, ξεκινά με τον στίχο 12, όμοιο με τον στίχο 7: Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος και κλείνει με τον στίχο 19, παραλλαγή του στίχου 8: κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις. Ανάμεσα σε αυτούς τους δυο στίχους παρεμβάλλονται έξι στίχοι που εκτελούν διπλό ρόλο: Διακρίνουν τον ήρωα από τον οποιοδήποτε τυχόντα αποτυχημένο – άρα προσωποποιούν έντονα την απώλεια – και υπαγορεύουν με ακρίβεια τις κινήσεις και τη συμπεριφορά του ως το τέλος της πομπής. Φαίνεται συνεπώς ξεκάθαρα ότι οι στίχοι 7-8 είναι οι πλέον καθοριστικοί του ποιήματος και η επανάληψή τους έχει ως σκοπό να υπογραμμίσει, Planόπως προαναφέρθηκε, ότι το δεύτερο μέρος προεκτείνει, συμπληρώνει και ολοκληρώνει το πρώτο μέρος. Να προσεχθεί τέλος η κλιμάκωση των χαρακτηριστικών που ζητούνται από τον ήρωα: έτοιμος από καιρό, θαρραλέος, (στ.12) σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι (στ.13).

Ο ήρωας συνεπώς δεν είναι κάποιος οποιοσδήποτε, έστω σημαίνον πρόσωπο, που σημαίνει η ώρα της πτώσης του: είναι: σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, όμοιος με τον Λαγίδη στο «Η Δόξα των Πτολεμαίων»  που παρέθεσα πριν. Ήταν ο κάτοχος μια θεϊκής πόλης αλλά οι θεοί δε μένουν για καιρό με τους ανθρώπους που πάντα υπόκεινται στις αλλαγές της Τύχης και της Μοίρας (Μοίρα, μόρος, mors). Τώρα που η τύχη του ήρωα ενδίδει – ενδίδει στη Μοίρα του – ο ήρωας βρίσκεται αντιμέτωπος με το τέλος του που διαγράφεται ζοφερό. Θυμάται κανείς τα λόγια του Σόλωνα στον Κροίσο: (Ηροδότου Ιστορ. Α΄32.5) ἐμοὶ δὲ σὺ καὶ πλουτέειν μέγα φαίνεαι καὶ βασιλεὺς πολλῶν εἶναι ἀνθρώπων· ἐκεῖνο δὲ τὸ εἴρεό με, οὔκω σε ἐγὼ λέγω, πρὶν τελευτήσαντα καλῶς τὸν αἰῶνα πύθωμαι. και συμπληρώνει τέλος (Α΄32.9) σκοπέειν δὲ χρὴ παντὸς χρήματος τὴν τελευτήν, κῇ ἀποβήσεται· πολλοῖσι γὰρ δὴ ὑποδέξας ὄλβον ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε. Όμως εδώ δεν έχει σημασία ποιο θα είναι το τέλος του Αντώνιου αλλά πώς πρέπει να σταθεί μπροστά σε αυτό όταν διαφαίνεται ξεκάθαρα. Ο ποιητής εδώ (στιχ. 14-19) οργανώνει για τον ήρωα όλη τη σκηνοθεσία κινήσεων και συναισθηματικών αντιδράσεων, από την κίνηση προς το παράθυρο και τη συγκίνηση αλλά όχι τα παρακάλια ή το κλαψούρισμα έως την απόλαυση μέχρι τον τελευταίο ήχο των οργάνων του θεϊκού θιάσου.

Οι λεπτομέρειες αυτές βέβαια μας βάζουν στην υποψία πως ο ποιητής δεν απευθύνεται τόσο  στον Αντώνιο τον ίδιο (που μάλλον δεν υπήρχε φόβος να συμπεριφερθεί με μικροπρέπεια ή υστερία, δηλαδή με  αυταπάτες, παρακάλια ή κλάματα) παρά στον καθημερινό άνθρωπο που δεν έχει ίσως τέτοιο ηθικό ανάστημα και που κάποιες απώλειες του είναι ιδιαίτερα δυσβάσταχτες. Αυτό μοιάζει να πιστεύει ο Γ.Π.ΣαAlexandria Cardββίδης (οπ.π) ερμηνεύοντας έτσι τον έντονα διδακτικό τόνο με τις συνεχείς προστακτικές του. Νομίζω πως δεν έχει άδικο· αυτό είναι το δεύτερο επίπεδο του ποιήματος ωστόσο, εκείνο που στην παρομοίωση ονομάζουμε δεικτικό μέρος και το οποίο εδώ απομένει στον αναγνώστη να το αποκωδικοποιήσει και συλλάβει. Το πρώτο επίπεδο, που στην παρομοίωση θα το ονομάζαμε αναφορικό μέρος, αφορά τον Αντώνιο και την Αλεξάνδρεια και διατηρεί τη δυναμική και τις προεκτάσεις του ακόμη και χωρίς να περάσουμε στο δεύτερο. Έπειτα, ο εξόφθαλμος και προφανής διδακτισμός αφορά σχεδόν αποκλειστικά την πρώτη περίοδο της καβαφικής ποίησης, την πρώιμη. Το θέμα της αξιοπρεπούς στάσης πριν το τέλος πραγματεύονται και άλλα μεταγενέστερα ποιήματα όπως το εκπληκτικό Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων (μια σύντομη προσέγγιση του Μιχάλη Πιερή, σελ. 90-93 εδώ) και μπορεί κανείς εκεί να δει καθαρά πόσο προχώρησε η τεχνική της δραματοποίησης του ποιητή και πόσο αδιόρατος και λεπτός έχει γίνει ο όποιος διδακτικός τόνος.

Ο τελευταίος στίχος διαφέρει, όπως προαναφέρθηκε, από τον τελευταίο του πρώτου μέρους στο τελικό ρήμα: φεύγει (η Αλεξάνδρεια) στο πρώτο, την χάνεις στο δεύτερο. Το πρώτο ρήμα περιγράφει το γεγονός· το δεύτερο τον αντίκτυπό του πάνω στον ήρωα. Αντιστοιχούν συνεπώς πλήρως στις λειτουργίες που επιτελούν οι δυο ενότητες του ποιήματος συγκεφαλαιώνοντάς τες σε έναν στίχο μοτίβο. Ο Τίμος Μαλάνος διασώζει έναν διάλογό του με τον ποιητή όπου φαίνεται η προσοχή που απέδιδε ο ποιητής στο πώς θα ακουγόταν ο στίχος αυτός χωρίζοντας τα δυο «την» του στίχου με κόμμα (Τ.Μαλάνος, Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης, σελ. 253).

Με τις αλλαγές στο Box.net η δυνατότητα ενσωμάτωσης του φακέλου στο blog δεν είναι πια δυνατή λόγω περιορισμών στον κώδικα της σελίδας. Μέχρι να βρεθεί κάποια καλύτερη λύση δίνω τον σύνδεσμο που παραπέμπει στον φάκελο, ο οποίος περιέχει τα παρακάτω:

https://app.box.com/s/jaqj8geziokspo5fyxw6

1. Edmund Keeley,  Η καβαφική Αλεξάνδρεια. Εξέλιξη ενός μύθου
2.
F.M.Pontani,  Επτά μελετήματα για τον Καβάφη
3. Γ.Δάλλας,  Καβάφης και Ιστορία
4. Γ.Π.Σαββίδης, «Διαβάζοντας τρία σχολικά ποιήματα» (Μικρά Καβαφικά τ. Α΄)
5. Γ.Σεφέρης, «Ακόμα λίγα για τον Αλεξανδρινό» (Δοκιμές Α΄, σελ. 418-424)
6. Ευφροσύνη Κωστάρα – Καβάφης και Αρχαίο Θέατρο (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον) 42-44
7. Ε.Π.Παπανούτσος,  Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός
8. Μιχάλης Πασχάλης,  Οι πηγές δύο καβαφικών ποιημάτων
9. Σόνια Ιλίνσκαγια,  Κ.Π.Καβάφης. Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα
10. Τ.Μαλάνος, Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης
11. Ευάγγελος Αλεξίου,  “Ο Βίος Αντωνίου του Πλουτάρχου και το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον” του Καβάφη” (περ. Φιλόλογος, τχ. 151)
12. Γ.Θέμελης – Η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών, τ.Β 231-238

Αναγνώσεις
Ευθυμίου Κυριάκος, Κ.Π. Καβάφη, Ποιήματα (1896-1933), In Autumn Leaves Ltd 2005
Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, I, (1896-1918), Διόνυσος)
Σουλιώτης Μίμης, Ανέκδοτη ηχογράφηση, Αθήνα 2002
Χορν Δημήτρης, Ανέκδοτη ηχογράφηση, 1962
και η εξαιρετική εκτέλεση της Αλκηστις Πρωτοψάλτη από την Τετραλογία του Δήμου Μούτση, δίσκο που πολύ αγάπησα στα εφηβικά μου χρόνια

Τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου [“Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, μέρος πρώτο]

Γράφοντας τις προάλλες ένα κείμενο για την παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων ενός φίλου κατέληγα, με αφορμή τις κατάρες που εκτοξεύουν προς τη λεγόμενη “γενιά του Πολυτεχνείου” όλα τα ορφανά της διαπλοκής και συναλλαγής, τώρα που η φάκα κλείνει και τα λεφτά τελειώσαν, στους στίχους του Γ.Σεφέρη από τον Τελευταίο σταθμό:
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν,
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν

Τι καλύτερο να περιμένει κανείς από ανθρώπους που, με σημαία το ατομικό συμφέρον και το βόλεμά τους, έβγαλαν αβρόχοις ποσί την επταετία και εμφανίστηκαν μετά ως “αντιστασιακοί”, κήρυκες της “αλλαγής” – πόσο γρήγορα και άσχημα ξέφτισε αυτή η λέξη – ή φορείς του “εκσυγχρονισμού” μετέπειτα; Δεν μιλώ για τους επώνυμους τόσο, όσο για τη σιωπηλή ως χθες πλειοψηφία που μπαινόβγαινε σε πολιτικά γραφεία της μιας ή της άλλης πλευράς (κάμποσοι και στις δύο), βόλευε, βολεύονταν, άρπαζε και έκλεβε το κράτος με τη ανοχή των πατρόνων της. Και όταν ήλθε η ώρα του θερισμού, φταίει η “γενιά του Πολυτεχνείου”. Στα αλήθεια φταίει. Αλλά δεν αναφέρομαι στους ελάχιστους που μήδισαν και εξαργύρωσαν τον όποιο αγώνα τους – κρίθηκαν ήδη από καιρό στη συνείδησή μας – ούτε για τους λίγους που ήταν μέσα. Για τους άλλους, τους πολλούς λέω, που ήταν απέξω. Και στη συνέχεια φρόντισαν να είναι “οι από μέσα”.

Δε νομίζω να υπάρχει ποιητής που να μελέτησε τόσο πολύ την ποικιλία των ανθρώπινων τύπων και των συμπεριφορών τους όσο ο Καβάφης. Ειδικά το θέμα της αντίδρασης στη συμφορά, παρούσας ή επερχόμενης, σχεδόν τον γοητεύει. Είδαμε σε άλλη ανάρτηση την πτώση του ήρωα της “Σατραπείας”, μια πτώση βελούδινη (θα έλεγαν οι πιο κυνικοί) αλλά οριστική, τελεσίδικη και ιδιαίτερα πικρή για έναν άνθρωπο μαθημένο με τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, / τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε· / την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους. Αυτά που τελικά είναι η ζωή του και που δεν μπορεί να του τα δώσει η σατραπεία και ο Αρταξέρξης. Την εποχή που δημοσιεύονταν η “Σατραπεία” (1910) ο ποιητής ξεκινούσε ένα ποίημα όπου ο ήρωας καλείται να σταθεί με αξιοπρέπεια μπροστά στο επερχόμενο τέλος. Τραγικός ο ήρωας της “Σατραπείας” (Θεμιστοκλής  ή Αλκιβιάδης τα πρότυπα): μια πρόσκαιρη ίσως και ανθρώπινη εν τέλει αδυναμία του – αφέθηκε κι ενδίδει – καθώς και η κακοτυχία του τον εγκλωβίζουν σε ένα χρυσό κλουβί, κατώτερο κατά πολύ της ηθικής του αξίας και των ικανοτήτων του. Εξίσου τραγικός όμως και ο ήρωας στο “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον” που καλείται να αντιμετωπίσει ..την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου / που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου / που βγήκαν όλα πλάνες… Ενδίδει η τύχη εδώ (όχι πως ο Αντώνιος δεν είχε δείξει κι αυτός ευτελείς συνήθειες, / και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες αλλά εδώ δεν ενδιαφέρουν αυτά τον ποιητή) ενώ στη “Σατραπεία” η τύχη, η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα / ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται, οδηγεί τον ήρωα να ενδώσει στις σειρήνες του Αρταξέρξη. Η τύχη πάντως λειτουργεί και στις δυο περιπτώσεις σαν ένας φθονερός θεός –τὸ θεῖον πᾶν ἐὸν φθονερόν τε καὶ ταραχῶδες (Ηροδότου Ιστορίαι, 1.32.1). Μόνο που ο Αντώνιος μπορεί να σώσει την αξιοπρέπειά του και τον αυτοσεβασμό του με αντίτιμο τη ζωή του. Το αντίθετο ακριβώς του ήρωα της “Σατραπείας” που εξασφαλίζει την καλή ζωή εις βάρος  των πεποιθήσεων και αξιών του. Ας δούμε τώρα το ποίημα.

Απολείπειν ο θεός Αντώνιον
[σύνθεση: Νοέμβριος 1910 / έκδοση: Απρίλιος 1911]

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές —
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Αντώνιος απασχολεί τον Καβάφη. Τον Ιούνιο του 1907 έγραψε ένα ποίημα για το θάνατο του Αντωνίου που έμεινε ανέκδοτο ως το 1968:

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Αλλά σαν άκουσε που έκλαιγαν οι γυναίκες
και για
το χάλι του που τον θρηνούσαν,
με ανατολίτικες χειρονομίες η κερά,

κ’ οι δούλες με τα ελληνικά τα βαρβαρίζοντα,

η υπερηφάνεια μες στην ψυχή
του
σηκώθηκεν, αηδίασε
το ιταλικό του αίμα,
και τον εφάνηκαν ξένα κι αδιάφορα

αυτά που ως τότε λάτρευε τυφλά ―

όλ’ η παράφορη Αλεξανδρινή ζωή
του ―
κ’ είπε: Να μην τον κλαίνε. Δεν ταιριάζουν τέτοια.

Μα να τον εξυμνούνε πρέπει μάλλον,

που εστάθηκε μεγάλος εξουσιαστής,

κι απέκτησε τόσ’ αγαθά και τόσα.

Και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά,

αλλά Ρωμαίος από Ρωμαίο νικημένος.

Όπως έχω ήδη αναφέρει στους Αλεξανδρινούς Βασιλείς, υπάρχουν συνολικά έξι ποιήματα που συνδέονται με τα γεγονότα από την τελετή των δωρεών του «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» (34 πΧ) έως τον θάνατο του Αντώνιου (31 πΧ).
[Στις παρενθέσεις: χρόνος πρώτης σύνθεσης/χρόνος δημοσίευσης]

1. «Το τέλος του Αντωνίου» (1907/ανέκδοτο)
2. «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» (1910/1911)
3. «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» (1912/1912)

4.«Καισαρίων» (1914/1918)

5. «Το 31 πΧ στην Αλεξάνδρεια» (1917-24/1924)

6. «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» (;/1926)

Τα δύο πρώτα αναφέρονται άμεσα στον Αντώνιο και τα δύο τελευταία έμμεσα. Σημειώνει σχετικά ο Γ.Π.Σαββίδης:  Όπως έδειξε, νομίζω, η απλή παράθεση των ποιημάτων του Καβάφη που έχουν σχέση με τον Αντώνιο, ο ποιητής πάντα τον αντίκρισε σαν ξένο σώμα προς τον Ελληνισμό: αρχικά τον ετίμησε ως δραματικό πρόσωπο που την ύστατη στιγμή αποκηρύσσει την «παράφορη Αλεξανδρινή ζωή του» («Το Τέλος του Αντωνίου»)· κατόπι τον σύγκρινε φασματικά με έναν προνομιούχο αποτυχημένο της ζωής («Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»)· ύστερα τον ξεσκέπασε ως «γιγαντιαία ψευτιά» («Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια»)· και τέλος τον εξίσωσε ονομαστικά με τον επίσης Ρωμαίο νικητή του («Εν δήμω της Μικράς Ασίας»). [Γ.Π. Σαββίδης, “Διαβάζοντας τρία “σχολικά” ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη”]. Στο πρώτο λοιπόν ποίημα ο Καβάφης χρησιμοποιεί ως πηγή έμπνευσής του το δράμα “Αντώνιος και Κλεοπάτρα” του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και συγκεκριμένα την Πράξη ΙV και Σκηνή XIII:

The miserable change now at my end
Lament nor sorrow at; but please your thoughts
In feeding them with those my former fortunes
Wherein I lived, the greatest prince o’ the world,
The noblest; and do now not basely die,
Not cowardly put off my helmet to
My countryman,–a Roman by a Roman
Valiantly vanquish’d. Now my spirit is going;
I can no more.

Τα λόγια του Αντώνιου είναι μια παράφραση των στίχων του Σαίξπηρ, ωστόσο οι εικόνες των πρώτων εννιά στίχων με τους θρήνους των γυναικών και την αγανάκτηση του Αντώνιου που τον οδηγεί στην αποξένωση από την παράφορη Αλεξανδρινή ζωή του και στην απόρριψή της δείχνουν μια ζωηρή, σχεδόν εικονιστική πρόσληψη της τραγωδίας από τον Καβάφη με ταυτόχρονη δημιουργική της αξιοποίηση. Μου θυμίζει κάπως ένα έμμετρο ρητορικό γύμνασμα, όπως παρουσιάζει ο ποιητής οτι είναι το ποίημα Ο Δημάρατος που το ξεκινά το 1904 και το ξαναδουλεύει το 1911 – δηλαδή μαζί με το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”. Η πολυπλοκότητα του “Δημάρατου”  τόσο σε ψυχογραφικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο τεχνικής (ενδιάμεσος αφηγητής) φανερώνει και την αιτία που ένα καλό ποίημα όπως “Το τέλος του Αντωνίου” έμεινε αδημοσίευτο: μοιάζει μονοδιάστατο και κάπως ρηχό τόσο ως ψυχογράφημα όσο ως συμβολικό ποίημα. Αξιόλογο και ζωντανό σε εικόνες και σύλληψη αλλά λίγο σε ιδέες και περιεχόμενο.

Δεν ισχύει ωστόσο το ίδιο για το “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”.  Παραινετικό και αυτό, όπως η “Σατραπεία”, η “Πόλις”, ο “Θεόδοτος” ανήκει στα φιλοσοφικά ποιήματα με συγκεκριμένο ιστορικό περίγραμμα. Είναι δηλαδή ένα ψευδοϊστορικό ποίημα κατά την ορολογία του Γ.Σεφέρη , σε αντίθεση με τα καθαρόαιμα ιστορικά, (ιστοριογενή κατά τον Μ.Πιερή) και τα κατ’ επίφαση  ιστορικά, με φανταστικό ήρωα και μύθο αλλά ιστορικά ακριβές πλαίσιο (ιστορικοφανή κατά τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο). Το κυρίως επεισόδιο στηρίζεται σε μια περικοπή του Πλούταρχου από τον Βίο του Αντωνίου, λίγο πριν την αυτοκτονία του. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι και εδώ ο Καβάφης ακολουθεί  το θεατρικό του Σαίξπηρ αλλά υπάρχει μια καθοριστική διαφορά: Στο “Αντώνιος και Κλεοπάτρα” είναι ο Ηρακλής η θεότητα που εγκαταλείπει τον Αντώνιο· εδώ, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος  ο ποιητής:Αναφέρεται εις την εποχήν, καθ’ ην ο ηττηθείς Αντώνιος επολιορκείτο υπό του Οκτάβιου εις την Αλεξάνδρειαν (Πλουτάρχου, Βίος Αντωνίου) και την στιγμή καθ’  ην και αυτός ο προστάτης θεός Διόνυσος τον εγκαταλείπει (αόρατος θίασος). Το ποίημα μας διδάσκει ότι πρέπει να αντικρύζωμεν την συμφοράν με αξιοπρέπειαν. (Γ.Λεχωνίτης, Καβαφικά Αυτοσχόλια, 1942, σ. 240). Παραθέτω την περικοπή του Πλούταρχου:

75. Πάλιν δ’ Ἀντώνιος ἔπεμπε Καίσαρα μονομαχῆσαι προκαλούμενος. ἀποκριναμένου δ’ ἐκείνου πολλὰς ὁδοὺς Ἀντωνίῳ παρεῖναι θανάτου, συμφρονήσας ὅτι τοῦ διὰ μάχης οὐκ ἔστιν αὐτῷ βελτίων θάνατος, ἔγνω καὶ κατὰ [2] γῆν ἅμα καὶ θάλατταν ἐπιχειρεῖν. καὶ παρὰ δεῖπνον ὡς λέγεται τοὺς οἰκέτας ἐκέλευεν ἐπεγχεῖν καὶ προθυμότερον εὐωχεῖν αὐτόν· ἄδηλον γὰρ εἰ τοῦτο ποιήσουσιν αὔριον ἢ δεσπόταις ἑτέροις ὑπηρετήσουσιν, αὐτὸς δὲ κείσεται [3] σκελετὸς καὶ τὸ μηδὲν γενόμενος. τοὺς δὲ φίλους ἐπὶ τούτοις δακρύοντας ὁρῶν, ἔφη μὴ προάξειν ἐπὶ τὴν μάχην, ἐξ ἧς αὑτῷ θάνατον εὐκλεᾶ μᾶλλον ἢ σωτηρίαν ζητεῖν καὶ [4] νίκην. ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ λέγεται μεσούσῃ σχεδόν, ἐν ἡσυχίᾳ καὶ κατηφείᾳ τῆς πόλεως διὰ φόβον καὶ προσδοκίαν τοῦ μέλλοντος οὔσης, αἰφνίδιον ὀργάνων τε παντοδαπῶν ἐμμελεῖς φωνὰς ἀκουσθῆναι καὶ βοὴν ὄχλου μετ’ ὐασμῶν καὶ πηδήσεων σατυρικῶν, ὥσπερ θιάσου τινὸς οὐκ [5] ἀθορύβως ἐξελαύνοντος· εἶναι δὲ τὴν ὁρμὴν ὁμοῦ τι διὰ τῆς πόλεως μέσης ἐπὶ τὴν πύλην ἔξω τὴν τετραμμένην πρὸς τοὺς πολεμίους, καὶ ταύτῃ τὸν θόρυβον ἐκπεσεῖν [6] πλεῖστον γενόμενον. ἐδόκει δὲ τοῖς ἀναλογιζομένοις τὸ σημεῖον ἀπολείπειν ὁ θεὸς Ἀντώνιον, ᾧ μάλιστα συνεξομοιῶν καὶ συνοικειῶν ἑαυτὸν διετέλεσεν.

Όπως συνηθίζει ο ποιητής ενσωματώνει στο ποίημα αυτούσια ή με ελάχιστες αλλαγές στοιχεία από το λεξιλόγιο της περικοπής. Καταγράφω όσα εντόπισα με κόκκινο χρώμα στο απόσπασμα : ώρα μεσάνυχτα, έξαφνα (= αιφνίδιον), όργανα, μουσικές εξαίσιες (=εμμελείς), ακουστεί, φωνές (= βουήν όχλου), θίασος, περνά, ως την τελευταία απόλαυση τους ήχους (= ταύτη τὸν θόρυβον εκπεσείν πλείστον γενόμενον). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει η ομοιότητα του ποιήματος με το ανέκδοτο πεζό ποίημα Το Σύνταγμα της Ηδονής (1894-1897;). Κοινός ο παραινετικός χαρακτήρας  και ο ρητορικός τόνος (“διατακτικές και διδακτικές προστακτικές” κατά τον Μαρωνίτη, επαναλήψεις λέξεων ή φράσεων, προβολή και κυριαρχία του επιθέτου ), καθώς και ο θίασος (σύνταγμα) με “μουσικές και σημαίας”. Ομοιότητες και στο λεξιλόγιο με πιο χτυπητή το ρήμα ενδίδω με τις προβεβλημένες ή λανθάνουσες ερωτικές συνδηλώσεις του – στο “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον” ο ερωτισμός είναι διάχυτος αλλά με ιδιαίτερη επιμέλεια καλυμμένος.
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η σύνδεση που επιχειρεί η Στέλλα Κουτσογιάννη στη μεταπτυχιακή της εργασία Οι θεματικές συλλογές
1905-1915  & 1916-1918 του Κ. Π. Καβάφη: Μια θεματική αιτιολόγηση
όπου επιχειρείται να καταδειχθούν οι πολυπρισματικές σχέσεις των ποιημάτων στις δύο συλλογές. Αντιγράφω το σχετικό με το ποίημα απόσπασμα (σελίδες 26-27):

Ακολουθεί  το  ποίημα  «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» το οποίο συνδέεται  άρρηκτα  με το ποίημα «Τελειωμένα», καθώς  και   τα δύο πραγματεύονται το θέμα της αποτυχίας. Παραθέτω ένα συγκριτικό πίνακα των δύο ποιημάτων στον οποίο καταγράφω τους στίχους που συνομιλούν άμεσα

Τελειωμένα
Απολείπειν ο θεός Αντώνιον
ψεύτικά ήσαν τα μηνύματα

(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
[…]μην πεις πως ήταν

ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου
Άλλη καταστροφή […]

εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά
κι ανέτοιμους –που πια καιρός– μας συνεπαίρνει.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

Στο ποίημα «Τελειωμένα» έχουμε ένα τετελεσμένο γεγονός (πράγμα το οποίο επιβεβαιώνει και ο τίτλος): παρόλο που «λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας  απειλεί»,  «άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν, εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω  μας ». Αντίθετα, στο ποίημα  «Απολείπειν  ο θεός Αντώνιον» έχουμε ένα εν δυνάμει γεγονός  (παρόλο που ουσιαστικά πρόκειται για ιστορικό, κι επομένως τετελεσμένο, γεγονός): όταν ο άξιος άνθρωπος  βρεθεί  μπροστά σε μια τετελεσμένη  αποτυχία οφείλει  να «πλησιάσ[ει]», να «ακούσ[ει]» και να «αποχαιρετ[ήσει]» τα  μεγαλεία που χάνει. Με την ευκαιρία ξανατονίζω τη σημαντική θέση που κατέχει η ακοή στην καβαφική ποίηση, καθώς μία από τις τρεις νουθετήσεις του αφηγητή είναι να «ακούσ[ει]… τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου».
Καθίσταται, λοιπόν, αρκετά σαφές ότι ο αφηγητής του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» ανθίσταται στον αφηγητή του «Τελειωμένα» και προτείνει την αξιοπρεπή αντιμετώπιση της αποτυχίας. Καθοριστική διαφορά των δύο ποιημάτων είναι το υποκείμενο που δέχεται την καταστροφή. Στην πρώτη περίπτωση  έχουμε ένα συλλογικό  εμείς, το οποίο, αν  και  υποψιάζεται, αδυνατεί να ακούσει την  καταστροφή που έρχεται και «ανέτοιμους » τους συνεπαίρνει. Στη δεύτερη περίπτωση το υποκείμενο είναι άξιο να ακούσει και να αντιμετωπίσει την καταστροφή « σαν έτοιμος από καιρό ». Επομένως, με το σημαντικό κριτήριο της αντιμετώπισης του τέλους ο ποιητής χτίζει αξιολογικά την καβαφική πολιτεία, την οποία, με το δικαίωμα που μας δίνει το γραμματικό πρόσωπο με το οποίο εκφέρεται κάθε ποίημα, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε με την ευρεία έννοια «ολιγαρχική».

Στο δεύτερο μέρος της ανάρτησης θα περάσω από την περιφέρεια του ποιήματος στο κέντρο, το ίδιο το ποίημα. Όπως πάντα θα υπάρξει και ο σχετικός φάκελος  με υλικό για το ποίημα.

Έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου [“Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες”, μέρος δεύτερο]

ἄσβεστον κλέος οἵδε φίλῃ περὶ πατρίδι θέντες
κυάνεον θανάτου ἀμφεβάλοντο νέφος·
οὐδὲ τεθνᾶσι θανόντες, ἐπεὶ σφ᾿ ἀρετὴ καθύπερθεν
κυδαίνουσ᾿ ἀνάγει δώματος ἐξ Ἀΐδεω
.

“Ένα λαμπρό επίγραμμα” χαρακτηρίζει ο Σεφέρης στις Δοκιμές του το “Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες” και συμπληρώνει “Αυτοί οι έξι στίχοι – έχουν κάτι από το μέταλλο του Σιμωνίδη”. Αναφέρεται συγκεκριμένα στο παραπάνω επίγραμμα του Σιμωνίδη για τους νεκρούς Λακεδαιμονίους Πλαταιομάχους (479 π.Χ) παραθέτοντας τους δυο πρώτους στίχους· άδικο έκρινα να μην διαβαστούν και οι άλλοι δύο από το κρυστάλλινο αυτό κομψοτέχνημα του αρχαίου λόγου. Και δεν μοιάζει να αστοχεί στην κρίση του ο Σεφέρης. Αυστηρή  η δομή του καβαφικού επιγράμματος (οι πρώτοι έξι στίχοι), προσεγμένη και η επιλογή του λεξιλογίου. Αξιοπρόσεκτα δύο σημεία: η κλιμάκωση των χαρακτηρισμών (δύο επίθετα και μία περίφραση) και η αιτιολόγησή τους. Ανδρείοι – γιατί έπεσαν ένδοξα χωρίς να δειλιάσουν μπροστά στους πανίσχυρους Ρωμαίους. Άμωμοι – άλλοι έφταιξαν, αυτοί, αν και αναίτιοι, έπραξαν το καθήκον τους. Καύχημα των Ελλήνων – τέτοιους βγάζει το έθνος μας θα λένε οι Έλληνες. Ο τόνος σαφώς υψηλός με το λεξιλόγιο να αρχαΐζει έντονα, ιδίως στους πρώτους τρεις στίχους: Ανδρείοι, ευκλεώς, τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες, άμωμοι, έπταισαν.

Χρησιμοποίησα ξανά το βιβλίο του Ξ.Α.Κοκόλη,  Πίνακας λέξεων των 154 ποιηµάτων του Κ.Π. Καβάφη. Τα αποτελέσματα είναι μάλλον πιο πενιχρά αυτή τη φορά, ωστόσο αξιοπρόσεκτες είναι οι λέξεις άπαξ (με πράσινο χρώμα) και η σχεδόν μοναδική χρήση του όρου “έθνος” – στο ποίημα “Είγε ετελεύτα” που ξαναχρησιμοποιείται η  λέξη έχει τη έννοια του “λαού”, εδώ δηλώνει σαφώς την εθνική ταυτότητα. Ένας πολύ διακριτικός αναχρονισμός: δεν είναι οι κατακερματισμένοι, τοπικιστές Έλληνες των ελληνιστικών βασιλείων στα 146 π.Χ αυτοί που που θα έχουν ως καύχημα του έθνους τους πεσόντας στη Λευκόπετρα. Πόσο νοιάστηκε ο Φίλιππος Ε’ για την ήττα του Αντίοχου Γ’ στη Μαγνησία από τους Ρωμαίους (190 π.Χ); Όσο νοιάστηκε και ο Αντίοχος Γ’ την ήττα του πρώτου  από τους Ρωμαίους στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ). Με ακρίβεια μας καταγράφει τις αντιδράσεις του Φιλίππου Ε’ το άκουσμα της ήττας του Αντίοχου Γ’ ο Καβάφης στο εκπληκτικό, υπόδειγμα της καβαφικής ηθοποιίας, ποίημά του Η Μάχη της Mαγνησίας. Είναι σαφές ότι ως Έλληνες εδώ νοείται το έθνος διαχρονικά και ως πεσόντες όχι μόνο αυτοί της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Ο τρίτος κύκλος είναι παρών.

Την παρουσία του τρίτου κύκλου πιστοποιεί και η γλωσσική ανισότητα  στο ποίημα. Όσο ο ποιητής αναφέρεται στους ίδιους τους νεκρούς, το λεξιλόγιο, όπως προαναφέρθηκε, αρχαϊζει έντονα. Ο Δ.Ν.Μαρωνίτης σημειώνει: η λόγια καθαρεύουσα επιλέγεται από τον Καβάφη ειδικότερα σε ποιήματα με επιγραμματικό χαρακτήρα. Παράδειγμα το πασίγνωστο ποίημα «Θερμοπύλες» αλλά και το διασημότερο «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες». Σ’ αυτόν τον τύπο ποιήματος το λόγιο γλωσσικό ιδίωμα εξασφαλίζει πράγματι έναν ποιητικό λόγο θεσμοθετημένης σεμνότητας και τελετουργικής αυστηρότητα. [“Η ρητορική της καθαρεύουσας (2)”, εφ. Το Βήμα, 21/02/1999]. Οι τρεις τελευταίοι όμως στίχοι του επιγράμματος, οι στίχοι 4, 5 και 6  μετατοπίζουν στιγμιαία τα φώτα της σκηνής στους Έλληνες  – αόριστα, συλλογικά – για να επανέλθουν στους νεκρούς με το Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας. Είναι εντυπωσιακό λοιπόν ότι η αναφορά στους Έλληνες, οι οποίοι εκφέρουν τον συλλογικό έπαινο των νεκρών, γίνεται στη δημοτική και μάλιστα με μια σχεδόν λαϊκή έκφραση (“τέτοιους βγάζει το έθνος μας”). Αντίθετα η προσφώνηση των νεκρών (Ανδρείοι σεις….άμωμοι σεις), ο ατομικός έπαινος (από τον Αχαιό) γίνεται σε  καθαρεύουσα που λοξοκοιτά έντονα προς την αρχαία δομή της ελληνικής γλώσσας. Προς τη λόγια καθαρεύουσα στρέφεται και πάλι ο ποιητής στους δυο ακροτελεύτιους στίχους που ορίζουν την ταυτότητα και τον ιστορικό περίγυρο του Αχαιού-προσωπείου του ποιητή. Σχηματικά: η αρχαιόστροφη καθαρεύουσα κυριαρχεί στο λόγο του Αχαιού όταν αυτός εξυμνεί τις ιδιότητες των νεκρών και όταν με απογοήτευση μας συστήνει τον αντιηρωικό του χωροχρόνο· αντίθετα, όταν η ματιά του ξανοίγεται στους Έλληνες παντού και πάντοτε, η δημοτική αναλαμβάνει  τον διαχρονικό, θαυμάσιο έπαινο των ανδρείων Αχαιών – και φυσικά όχι μόνο των αρχαίων αλλά και των συγχρόνων του Καβάφη.

Το ζήτημα της ενοχής του Κριτόλαου και του Δίαιου είναι αρκετά περίπλοκο. Οι διαθέσιμες πληροφορίες στηρίζονται στην έκδηλα φιλορωμαϊκή ιστορική περιγραφή του Πολύβιου ο οποίος ελεεινολογεί τους δύο ηγέτες για την επιλογή τους να συγκρουστούν με τη Ρώμη και τους προσάπτει ιδιοτελή κίνητρα, πέρα από τα σοβαρά στρατιωτικά και πολιτικά τους λάθη. Όλοι οι μετέπειτα ιστορικοί ακολουθούν τον Πολύβιο – ο Παπαρηγόπουλος χρησιμοποιεί για την πολιτική τους όρους όπως “ελληνοκοπία”, “οχλοκοπία”, “πραγματοκοπία” . Ο Καβάφης επίσης, προφανώς  υιοθετεί αυτή την εκδοχή, όπως φαίνεται στον τρίτο στίχο του ποιήματος. Όμως τελικά, όσα σφάλματα και να έγιναν, όσο τρομακτική κι αν ήταν η καταστροφή της Κορίνθου που ακολούθησε, πιο τίμια μοιάζει η τελική στάση τους σε σχέση με τους διεφθαρμένους Σελευκίδες και  – κυρίως – Πτολεμαίους που σχεδόν παραδόθηκαν τελικά στους  Ρωμαίους (για να μην αναφέρουμε περιπτώσεις σαν τον Άτταλο Β’ που έστειλε μισθοφόρους για να ενισχύσει τους Ρωμαίους στη μάχη της Λευκόπετρας ή τον Άτταλο Γ’ που κληροδότησε το βασίλειο της Περγάμου στους Ρωμαίους). Έφταιξαν σίγουρα αλλά τι βλέπει ο Αχαιός γύρω του; Υπάρχει ένα ατελές ποίημα του Καβάφη με τίτλο “Η Δυναστεία” που περιγράφει ακριβώς την απίστευτη κατάπτωση των Πτολεμαίων. Παραθέτω την πιθανή μορφή του, όπως τη συνθέτει η επιμελήτρια του τόμου Τα Ατελή, Renata Lavagnini.

Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ

Του Φύσκωνος οι υιοί. Ό Λάθυρος διωγμένος
αισχρά απ’ την Αλεξάνδρεια πιαίνει στην Κύπρο. Κι ό
Παρείσακτος ευθύς βγαίνοντας απ’ την Κύπρο
την Αλεξάνδρεια αρπάζει. Τα ετοίμασε όλα αυτά

το κάθαρμα η Κόκκη. — Οι  Αλεξανδρινοί,

οι περιγελασταί, τους έβγαλαν καλά
ονόματα τωόντι. Πιο ταιριαχτά τους είναι
«Παρείσακτος» και «Φύσκων», και «Λάθυρος» και «Κόκκη»
παρά το Πτολεμαίος, παρά το Κλεοπάτρα.

Τα παρατσούκλια τους και μόνο αρκούν να καταλάβουμε το ποιόν τους. Ο δε πατέρας Φύσκων (=κοιλαράς) υπήρξε ίσως ο χειρότερος από όλους τους Πτολεμαίους, έχοντας διαπράξει πάμπολλα ανοσιουργήματα, πιθανόν περισσότερα και από εκείνα του πλατωνικού Αρδιαίου από την Παμφυλία, του πανάθλιου τυράννου. Μια αναφορά στο ποιόν του υπάρχει στο “Ας φρόντιζαν”, από τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα της καβαφικής ηθοποιία αλλά και στο “Πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια”. Με τον ίδιο ως συμπρωταγωνιστή υπάρχει άλλο ένα ατελές με τίτλο “Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης)” το οποίο μάλιστα ο ποιητής το ξεκινά Φεβρουάριο του ’22, κοντά στο “Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες”. Απίθανο να πρόκειται για σύμπτωση, καθώς το ιστορικό γεγονός που πραγματεύεται ο αυλικός – κατά τα φαινόμενα – ποιητής και παρουσιάζει στον Πτολεμαίο Φύσκωνα είναι η εκστρατεία του Αγησίλαου στη Μικρά Ασία το 395 π.Χ και τα αισθήματα που θα επροκάλεσ’ εν Ελλάδι. Όσο το διαβάζω, τόσο πείθομαι ότι είναι ένα εξαιρετικό παράλληλο κείμενο για το “Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες”

ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ (ή ΚΑΚΕΡΓΕΤΗΣ)

Το ποίημά του σχετιζόμενον
με τα αισθήματα που θα επροκάλεσ’ εν Ελλάδι
η εκστρατεία του Αγησιλάου ανέγνωσεν ο ποιητής.

Παχύτατος, νωθρός ο Πτολεμαίος
Φύσκων, κι απ’ την πολυφαγίαν νυσταλέος
επαρατήρησε, “Σοφέ ποιητή
οι στίχοι σου είναι κάπως υπερβολικοί.
Και τα ρηθέντα για τους Έλληνας ιστορικώς ακροσφαλή”.
“Ένδοξε Πτολεμαίε, αυτά είν’ επουσιώδη”.

“Επουσιώδη, πώς; Εκφράζεσαι ρητώς
“Η υπερηφάνεια των Ελλήνων… εξηγέρθη
η αγνή φιλοπατρία… Η ακάθεκτος ορμή
προς τον ηρωισμόν εφάνη των Ελλήνων””

Ένδοξε Πτολεμαίε οι Έλληνες αυτοί,
είν’ Έλληνες της Τέχνης, συνθηματικοί,
υποχρεωμένοι να αισθανθούν ως εγώ”.

Εσκανδαλίσθη ο Πτολεμαίος κι απεφάνθη
“Οι Αλεξανδρινοί είν’ ανιάτως ελαφροί”.

Ο ποιητής: “Ένδοξε Πτολεμαίε
Των Αλεξανδρινών ο Πρώτος είσαι σύ”.

“Μέχρι τινός” υπέλαβεν ο Πτολεμαίος “μέχρι τινός.
Είμαι και Μακεδών το γένος αμιγής τελείως-
Α, μέγα έθνος μακεδονικόν, σοφέ ποιητή,
πλήρες και δράσεως και σωφροσύνης!”

Κι απ’ την πολυσαρκίαν βαρύς ως λίθος,
κι απ’ την πολυφαγίαν υπναλέος
ο Μακεδών ο ακραιφνέστατος
μόλις κρατούσεν ανοικτά τα μάτια του.

Είναι αλήθεια πως ο ποιητής της αυλής υπερβάλλει. Πολύ απίθανο να είχαν αισθανθεί έτσι οι Έλληνες. Μάλλον  οι περισσότεροι – και ειδικά οι Αθηναίοι – το είδαν σαν ευκαιρία να χτυπήσουν τους Σπαρτιάτες και μάλιστα με άφθονη περσική βοήθεια. Τελικός κερδισμένος και πάλι ο μεγάλος βασιλιάς (Αρταξέρξης Β΄) υπό την αιγίδα του οποίου υπογράφεται η αισχρότατη Ανταλκίδειος ειρήνη (ή ακριβέστερα Βασίλειος ειρήνη ή Ειρήνη του Βασιλέως) όπου του παραδίδονται οι πόλεις της Μ.Ασίας για την ανεξαρτησία των οποίων πολέμησε ο Αγησίλαος. Κατά βάθος έχει δίκιο ο μάλλον κυνικός και υπολογιστής Φύσκωνας. Όμως τον ποιητή δεν τον ενδιαφέρουν τα ιστορικά γεγονότα. Τον ενθουσιάζει η ιδέα της εκστρατείας στην Ασία, ταυτίζεται με το πανελλήνιο όραμα του Αγησίλαου και μεταφέρει τον ενθουσιασμό του – ποιητική αδεία φυσικά – και στους Έλληνες, τους εξιδανικευμένους και ωραίους Έλληνες της τέχνης του. Τι να καταλάβει από όλα αυτά ο κοιλιόδουλος Φύσκωνας. Ελαφρούς βρίσκει τους αλεξανδρινούς ενώ ο ίδιος κρατά από μακεδονική, λέει, γενιά: Είμαι και Μακεδών το γένος αμιγής τελείως- /  Α, μέγα έθνος μακεδονικόν, σοφέ ποιητή, / πλήρες και δράσεως και σωφροσύνης!” Μακεδών δήλωνε ο Φύσκων (και ενδιαφέρουσα εδώ η χρήση του όρου “έθνος” ως “γενιά”, καταγωγή). Αλλά δεν του χαρίζεται ο Καβάφης , ο οποίος ξεκάθαρα  ταυτίζεται με το προσωπείο του ποιητή της βασιλικής αυλής:  Κι απ’ την πολυσαρκίαν βαρύς ως λίθος, / κι απ’ την πολυφαγίαν υπναλέος / ο Μακεδών ο ακραιφνέστατος / μόλις κρατούσεν ανοικτά τα μάτια του.
Λαμπρότατο δείγμα καβαφικής ειρωνείας (ειδικά το ακραιφνέστατος είναι κορυφαίο) που μας δείχνει, για να γυρίσουμε πάλι στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, ότι μπροστά στο αίσχος αυτό Δίαιος και Κριτόλαος μοιάζουν πολύ πιο τίμιοι και καθαροί. Άλλωστε και οι δύο σκοτώθηκαν (ο Δίαιος αυτοκτόνησε) διασώζοντας την τιμή τους. Τι τιμή να διασώσουν, τότε και τώρα, οι διάφοροι ανά τους αιώνες Φύσκωνες, Λάθυροι, Παρείσακτοι και οι Κόκκες τους;

Ο φάκελος του ποιήματος περιέχει

  1. K.Θ. Δημαράς – H “ηθοποιία” του Kαβάφη
  2. Nάσος Bαγενάς – O Kαβάφης της κριτικής και ο Kαβάφης του Σεφέρη
  3. Ανάγνωση του ποιήματος από τον Μίμη Σουλιώτη, Ανέκδοτη ηχογράφηση, Αθήνα 2002
  4. Γιώργος Σεφέρης – Καβάφης, Ελιοτ παράλληλοι, Δοκιμές, Α΄, σελ 328-335
  5. Γιώργος Σεφέρης – Υστερόγραφο στη δοκιμή ‘Καβάφης – Έλιοτ Παράλληλοι’
  6. Δ.Ν.Μαρωνίτης – Η ρητορική της καθαρεύουσας (1)
  7. Δ.Ν.Μαρωνίτης – Η ρητορική της καθαρεύουσας (2)
  8. Ι.Α.Σαρεγιάννης – Σχόλια στον Καβάφη, σελ.92-6
  9. Βίκυ Λελεδάκη – Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες (περ. Ο Πολίτης, τευχ.55, σελ 82-86)
  10. Σόνια Ιλίνσκαγια – Κ.Π.Καβάφης. Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα, σελ. 222-5
  11. Τάκης Καγιαλής –  Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός. Ο Καβάφης και ο μοντερνισμός (περ. Ποίηση τευχ. 12, Φθιν-Χειμ. 1998)
  12. Τίμος Μαλάνος – Ο Καβάφης έλεγε, 1986, σελ.35-8
  13. Τίμος Μαλάνος – Ο ποιητής Κ.Π.Καβάφης, 1957, 356 – 9.

Έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου [“Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες”, μέρος πρώτο]

Ενενηντάχρονα μνήμης της μικρασιατικής τραγωδίας συμπληρώνονται τον φετινό Σεπτέμβρη.  Και δε θα μπορούσε να είναι χειρότερη η συγκυρία καθώς η χώρα βυθίζεται καθημερινά  στη δίνη μιας ατελείωτης κρίσης. Μιας κατ΄επίφαση οικονομικής κρίσης που δεν είναι όμως τίποτα άλλο από το αποτέλεσμα μιας πολυετούς ηθικής κρίσης. Δεν προχωρώ περισσότερο, οι αναγνώστες έχουν ήδη διαβάσει δεκάδες ανάλογα κείμενα με το κοντό και το μακρύ του καθενός για το χάλι μας. Εγώ επιλέγω να θυμάμαι, με αφορμή δύο εξαιρετικές αναρτήσεις στον πολύ καλό ιστότοπο εν κρυπτώ, (εδώ και εδώ) τους ήρωες που προχώρησαν στα σκοτεινά. Που πέρασαν την Αλμυρά Έρημο παλεύοντας να φτάσουν στην Άγκυρα. Και που σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, οδηγημένοι από μια ανίκανη στρατιωτική ηγεσία και ακόμα πιο ανίκανη – στα όρια της προδοσίας – πολιτική ηγεσία άφησαν τα κόκαλά τους στο Αφιόν Καραχισάρ, στο Αλή Βεράν ή αιχμάλωτοι στα βάθη της Μικρασίας. Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος και ο Κριτόλαος ψιθυρίζει ο Αχαιός του Καβάφη βλέποντας την πλήρη εξαχρείωση των κρατούντων στην εποχή του. Τα ελεεινά και αιματηρά παιγνίδια τους για έναν θρόνο-άθυρμα στα χέρια της Ρώμης. Άμωμοι πράγματι, ψιθυρίζουμε και μεις σήμερα καθώς το άθλιο αυτό έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου δεν λέει να τελειώσει, χρόνια τώρα. Το ποίημα:

Κ.Π.Καβάφης
Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες
[σύνθεση: 1922/ δημοσίευση: 1922]

Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’ ευκλεώς·
τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες.
Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος και ο Κριτόλαος.
Όταν θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,
«Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε
για σας. Έτσι θαυμάσιος θάναι ο έπαινός σας. –

Εγράφη εν Αλεξανδρεία υπό Αχαιού·
έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.

Αυτό που διαρκώς και επαναληπτικά εντυπωσιάζει τον αναγνώστη του καβαφικού έργου είναι η πολλαπλότητα των επιπέδων στα οποία αναπτύσσονται τα ποιήματα. Εδώ, λόγου χάρη, έχουμε ένα εξάστιχο επίγραμμα για τους νεκρούς της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Τίποτα το τρομερό σε πρώτη ανάγνωση. Προκύπτουν βέβαια κάποια ιστορικά ζητήματα, όπως το ζήτημα των ευθυνών του Δίαιου και Κριτόλαου και η ενδιαφέρουσα εναλλαγή καθαρεύουσας (τρεις πρώτοι στίχοι) και δημοτικής (στίχοι 4-6) αλλά τίποτα το εντυπωσιακό. Αυτό που αλλάζει τα πάντα είναι η προσθήκη των δύο τελευταίων στίχων που ανασημασιοδοτούν όλο το ποίημα. Αχαιός, στην Αλεξάνδρεια του Πτολεμαίου Θ΄ Λάθυρου, ένα χρόνο πριν τον θανατό του τελευταίου. Δεν είναι πια ένα ψυχρό επίγραμμα για κάποιους γενναίους νεκρούς του παρελθόντος· είναι ένα ελεγείο από έναν συμπατριώτη τους που, ξένος στην Αλεξάνδρεια του Πτολεμαίου Ρεβύθη (= Λάθυρος) ζει την έσχατη παρακμή του ελληνισμού και δεν μπορεί παρά να νοσταλγεί τη θυσία εκείνων που πέρασαν στην αφθαρσία και τη δόξα 66 χρόνια πριν.

Αυτόματα το επίγραμμα γίνεται πολιτικό σχόλιο και τα χρονικά επίπεδα διευρύνονται σε δύο, ορατούς και διακριτούς – αλλά και άμεσα συσχετιζόμενους – κύκλους: Κοντά στον πυρήνα ο κύκλος των ανδρείων και αμώμων νεκρών, τα ιστορικά γεγονότα του επιγράμματος με τη μάχη της Λευκόπετρας (146 πΧ) και τη συνεπακόλουθη καταστροφή της Κορίνθου από τον ύπατο Μόμμιο. Είναι το τέλος του ελληνικού κόσμου καθώς η Ελλάδα γίνεται οριστικά και επίσημα ρωμαϊκή επαρχία. Σε ομόκεντρο ευρύτερο κύκλο ο  ανώνυμος Αχαιός του 82 πΧ που συνθέτει το επίγραμμα κρυφοκοιτάζοντας με απελπισία τα καμώματα του Πτολεμαίου Θ΄και πίσω του τη Ρώμη, αόρατη, να κινεί τα νήματα. Οι δύο αυτοί ενδοκειμενικοί κύκλοι στηρίζουν ένα τρίγωνο προσώπων με κορυφή τους πανταχού νικήσαντας Ρωμαίους και βάση από τη μια τους μη φοβηθέντας του 146 πΧ και από την άλλη τον γελοίο  Πτολεμαίο Θ΄ Σωτήρα Β΄ (κατά τους αυλικούς) ή Λάθυρο (κατά τον λαό), υποχείριο και πρακτικά υποτελή της Ρώμης. Μεγάλη η διαφορά στη βάση του τριγώνου καθώς δεν είναι μόνο τα χρόνια που χωρίζουν τα δύο άκρα (Αχαιούς της Συμπολιτείας και Λάθυρο) αλλά κυρίως η χαώδης διαφορά ήθους.

Γιατί όμως ο ποιητής να επιλέξει τον ανώνυμο Αχαιό ως ενδιάμεσο αφηγητή (καλύτερα: σχολιαστή), ως προσωπείο του; Σκοπεύει απλώς να αφήσει τον αναγνώστη να  σχολιάσει τη διαφορά ήθους που επισημάνθηκε πριν, κατασκευάζοντας ένα πορτραίτο και μόνο; Παρόλο που η απάντηση δεν είναι αυτονόητη – το γιατί θα το παρουσιάσω παρακάτω – αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στο χρόνο σύνθεσης αλλά και έκδοσης του ποιήματος: 1922. Ξαφνικά οι ανδρείοι Αχαιοί πολεμιστές, οι φταίχτες Δίαιος και Κριτόλαος αλλά και ο ξεπεσμένος Λαγίδης, γίνονται τραγικά σύγχρονες με τον ποιητή φιγούρες (και ναι, τραγικότατα σύγχρονες και με τον σημερινό αναγνώστη). Ένας τρίτος, εξωκειμενικός τώρα, κύκλος διακρίνεται με ιστορικό φόντο τη μικρασιατική τραγωδία. Και δε λείπουν ούτε οι γενναίοι της Συμπολιτείας που οδηγήθηκαν στον όλεθρο από τους σύγχρονους του Καβάφη Δίαιους και Κριτόλαους, την ανεπαρκέστατη στρατιωτική ηγεσία του 1920-1922, ούτε οι άθλιοι και άβουλοι έως προδοσίας Πτολεμαίοι Λάθυροι της πολιτικής ηγεσίας ούτε και ο ανώνυμος Αχαιός – σύγχρονός τους όμως πια – που  μνημονεύει τους ωραίους νεκρούς, ο ίδιος δηλαδή ο ποιητής. Όχι μόνο ομόκεντρος αλλά και σύστοιχος με τους προηγούμενους ο τρίτος κύκλος διαφέρει μόνο στους Ρωμαίους. Αλλά αν οι Τούρκοι μοιάζουν λίγοι για πανταχού νικήσαντες, ας αναλογιστεί κανείς και τη βοήθεια που έλαβαν από τους “συμμάχους” μας Γάλλους, Ιταλούς αλλά και Άγγλους ακόμη. Τρεις εποχές σε οκτώ στίχους: η πυκνότητα και λιτότητα του λόγου σε όλο της το μεγαλείο.

Το θέμα πάντως του τρίτου κύκλου έχει πολύ απασχολήσει τους κριτικούς. Ο Σεφέρης επιχειρώντας τον συσχετισμό Καβάφη  – Έλιοτ με τη χρήση της μυθικής μεθόδου [βλέπε το άρθρο του Nάσου Bαγενά, «O Kαβάφης της κριτικής και ο Kαβάφης του Σεφέρη» (1991)] χρησιμοποίησε ως παράδειγμα το συγκεκριμένο ποίημα [Γιώργος Σεφέρης, «K.Π. Kαβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ· παράλληλοι» (1946)]. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Τίμου Μαλάνου [Μαλάνος Τίμος, Καβάφης- Έλιοτ (είναι πράγματι παράλληλοι;) · Κριτική μελέτη, Αλεξάνδρεια, 1953] ο οποίος αντιτείνει ότι το ποίημα είναι γραμμένο το πολύ τον Φεβρουάριο του 1922 (η κατάρρευση του μετώπου έγινε τον Σεπτέμβριο) και επιπλέον παραθέτει μαρτυρίες ότι ο Καβάφης ενοχλούνταν όταν συσχετίζονταν ποιήματά του με την σύγχρονή του πραγματικότητα, κοινωνική ή πολιτική. Ο Σεφέρης απάντησε με μια επιστολή προς τον Μαλάνο που αρχικά σχεδίαζε να δημοσιεύσει [Γιώργος Σεφέρης – Υστερόγραφο στη δοκιμή ‘Καβάφης – Έλιοτ Παράλληλοι’] αλλά τελικά έμεινε ανέκδοτη. Ακολούθησε νέα τοποθέτηση του Μαλάνου αλλά πια η υπόθεση εξελίχθηκε ως ένα ακόμη επεισόδιο στη γνωστή προσωπική αντιδικία τους.

Τα επιχειρήματα του Μαλάνου δεν είναι αμελητέα, ωστόσο η εμμονή του στην ψυχαναλυτική ερμηνεία της καβαφικής ποίησης σε συνδυασμό με την αδυναμία του να κατανοήσει σημαντικά κομμάτια της ποιητικής του Καβάφη, τον αδικούν στις κρίσεις του. Το 1922 ήταν φανερό ότι το μέτωπο έστεκε επί ξυρού ακμής. Σοφοί δε προσιόντων έγραφε αλλού ο ποιητής  αλλά δε χρειαζόταν ιδιαίτερη σοφία να περιμένει κανείς το απευκταίο. Άλλωστε το πολιτικό κλίμα ήταν από χρόνια τόσο δηλητηριασμένο που, ανεξάρτητα με το αν και πότε θα συντελούνταν η καταστροφή, δικαίωνε τη θλιβερή ατμόσφαιρα που εκπέμπει το ποίημα. Επιπλέον είναι φυσιολογικό να μη θέλει ο ποιητής να συσχετίζονται ποιήματά του με σύγχρονα πολιτικά γεγονότα. Σπάνια η επικαιρική λογοτεχνία ξεπερνά το μέσο όρο και σπανιότερα μπορεί να υπερβεί το γεγονός που καταγράφει και να το υψώσει σε διαχρονικό σύμβολο. Το ότι ο Καβάφης βιώνει την αρχαία ιστορία ως σύγχρονο γεγονός, το ότι βλέπει τον αόρατο Θεόδοτο να περιφέρει το κεφάλι του Πομπήιου μέσα στην νοικοκυρεμένη ζωή μας, δε σημαίνει ότι αγνοεί το παρόν. Οι κραυγαλέες αναφορές τον ενοχλούν και τον απωθούν αλλά οι κρυπτικοί και διφορούμενοι συσχετισμοί με τη σύγχρονη πραγματικότητα μάλλον τον έλκουν, όπως απέδειξε και ο Στρατής Τσίρκας στα έργα του Ο Καβάφης και η εποχή του και Ο πολιτικός Καβάφης (γνωστότατη η διαφωνία του Μαλάνου και με τον τελευταίο). Ως απόδειξη των παραπάνω παραθέτω τη μαρτυρία του Πόλυ Μοδινού, φίλου του ποιητή: Μέσα Σεπτεμβρίου 1922 είχε συντελεστεί η καταστροφή του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ο Καβάφης καθισμένος στη συνηθισμένη θέση του στο σαλόνι, σκυθρωπός αμίλητος, περίλυπος. Ξαφνικά με πνιγμένη φωνή ξέσπασε: “Είναι τρομερό αυτό που μας συμβαίνει. Χάνεται η Σμύρνη, χάνεται η Ιωνία, χάνονται οι Θεοί.” Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Στο φως της λάμπας είδα τα δάκρυα να κυλούν στο ρυτιδωμένο πρόσωπό του. Από τότε ξέρω και πώς εκδηλώνεται και πώς δεν εκφράζεται ένας μεγάλος πόνος (Πόλυς Μοδινός, “Ο Καβάφης όπως τον γνώρισα”, Νέα Εστία τ. 1341, σελ. 635-642. Εδώ: σελ. 641)

Αντίοχος Δ΄ Επιφανής

Κάτι ακόμη που δεν έχει προσεχθεί είναι ότι το 1922 ο ποιητής συνθέτει και εκδίδει τρία μόνο ποιήματα. Πέρα από το συγκεκριμένο ποίημα επεξεργάζεται και εκδίδει το Σ΄ένα βιβλίο παλιό- και κυρίως το Προς τον Αντίοχον Επιφανή με την ιδιόρρυθμη μετρική του (κάθε στίχος αποτελείται από δύο ιαμβικούς επτασύλλαβους). Το τελευταίο αυτό ποίημα πρέπει να το ξεκίνησε κοντά στο 1911 αλλά του δίνει τελική μορφή και το εκδίδει το 1922. Και εδώ το θέμα του φόβου: δεν τολμά να μιλήσει ο Αντίοχος Δ΄Επιφανής υπέρ των Μακεδόνων του Περσέα που αγωνίζονται μόνοι πια για την τιμή των Ελλήνων απέναντι στους Ρωμαίους. Θυμάται τον πατέρα του Αντίοχο Γ΄Μέγα και την ήττα του στη Μαγνησία καθώς και τον αδελφό του Σέλευκο Δ΄Φιλοπάτορα που δολοφονήθηκε κάπως ύποπτα. Η θέρμη του νεαρού Αντιοχέα ίσως τον συγκινεί αλλά η πιθανότητα να μάθουν στη Ρώμη έστω και τη συμπάθειά του προς τον Περσέα τον αποθαρρύνει από το να μιλήσει. Και άλλωστε ταχέως επήλθε εις Πύδναν η απαισία λήξις.

Η Αλεξάνδρεια στις αρχές του 20ου αιώνα.

Είναι η ίδια ατμόσφαιρα φόβου και παρακμής ενός κόσμου που οδηγείται στην κατάρρευση. Ή μήπως στην αγγλοκρατούμενη Αλεξάνδρεια του 1922 θα ήταν δυνατόν ο ποιητής, εργαζόμενος σε αγγλική εταιρία, να εκφράσει ανοιχτά την συμπαράστασή του στον ελληνικό αγώνα της Μικράς Ασίας; Την εποχή εκείνη οι Άγγλοι είχαν ήδη εγκαταλείψει τους Έλληνες στην τύχη τους και από την άλλη ουδέποτε συμπάθησαν την ελληνική παρουσία στην Αίγυπτο, εμπόδιο στην εμπορική τους κυριαρχία . Το “Προς τον Αντίοχον Επιφανή” ανασύρεται, ολοκληρώνεται και δημοσιεύεται για να διαβαστεί μαζί με το “Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες”. Έτσι ο προσεκτικός αναγνώστης μπορεί πια να διακρίνει εναργέστερα τον τρίτο χρονικό κύκλο.

Τρεις λοιπόν εποχές (για να δανειστώ την ορολογία του Δ.Ν.Μαρωνίτη από τις Εποχές του Κρητικού) : εποχή της Λευκόπετρας (πεσόντες της συμπολιτείας), εποχή της Αλεξάνδρειας (Αχαιός), εποχή της Μικράς Ασίας (χρόνος δημιουργίας/έκδοσης). Διάλεξα να ονομάσω έτσι τις εποχές από το τρίγωνο – και πάλι! -που συνθέτουν οι τόποι στο ποίημα. Στη βάση του τριγώνου οι χώροι του δράματος: Λευκόπετρα του 146 π.Χ και Μικρά Ασία του 1922 μ.Χ. Μακρινοί στο χρόνο αλλά ταυτόσημοι όσον αφορά το ποιόν των δρώντων προσώπων: γενναίοι, άμωμοι, καύχημα των Ελλήνων. Στην κορυφή του τριγώνου η Αλεξάνδρεια του Αχαιού αλλά και του Καβάφη. Χώρος όπου η μνήμη καταγράφεται, αποκρυσταλλώνεται σε ποίημα και κρυπτογραφείται ως προς τις προεκτάσεις της και τις πιθανές συγκρίσεις· έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου σημειώνει ο Αχαιός για τον Λάθυρο και τους αόρατους Ρωμαίους, 1922 ετοιμάζει και εκδίδει άμεσα το ποίημα ο Καβάφης, τη χρονιά που οι Λάθυροι του παλατιού και οι Δίαιοι – Κριτόλαοι του στρατού παρέδωσαν με τη βοήθεια των “συμμάχων” την Ιωνία στον Κεμάλ.

Θα ακολουθήσει το δεύτερο μέρος της ανάρτησης με μια στενότερη προσέγγιση του ποιήματος και τον σχετικό φάκελο.