Ξένες λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά
Παρακάτω επιλέξαμε κάποιες λέξεις που χρησιμοποιούμε στα ελληνικά από την τουρκική γλώσσα, την ιταλική, την αγγλική, αλλά και την γαλλική.
Λέξεις από την τουρκική γλώσσα
- Αγάς (δεσποτικός-αυταρχικός)
- Αγιάζι (πρωινό ή νυχτερινό κρύο)
- Αλάνα (ανοιχτός χώρος)
- Αλάνι (αλήτης)
- Γιακάς (περιλαίμιο)
- Γιαπί (οικοδομή)
- Γιαρμάς (ροδάκινο)
- Γιαούρτι (πηγμένο γάλα)
- Γιλέκο (περιθωράκιον)
- Γινάτι (πείσμα)
- Γιουρούσι (επίθεση)
- Γκάιντα (άσκαυλος)
- Γκέμι (χαλινάρι)
- Γλέντι (διασκέδαση)
- Γούρι (τύχη)
- Γρουσούζης (κακότυχος)
- Δερβένι (κλεισούρα)
- Εργένης (άγαμος)
- Ζαμάνια (μεγάλο χρονικό διάστημα)
- Ζαρζαβατικά (λαχανικά)
- Ζόρι (δυσκολία)
- Ζουμπούλι (υάκινθος)
- Καβγάς (φιλονικία)
- Καβούκι (καύκαλο)
- Καβουρδίζω (φρυγανίζω-ξεροψήνω)
- Καζάνι (λέβητας)
- Καΐκι (βάρκα)
- Καλέμι (γραφίδα)
- Καλούπι (μήτρα-πρότυπο)
- Κάλπικος (κίβδηλος)
- Καπάκι (σκέπασμα- κάλυμμα)
- Καραούλι (φρουρά-σκοπιά)
- Καρπούζι (υδροπέπων)
- Κασμάς (αξίνα-σκαπάνη)
- Κατσίκα (ερίφι-γίδα)
- Καφάσι (κιβώτιο)
- Κελεπούρι (ανέλπιστο εύρημα)
- Κέφι (ευδιαθεσία)
- Κιμάς (ψιλοκομμένο κρέας)
- Κιόσκι (περίπτερο)
- Κολάι (ευκολία-άνεση)
- Κολαούζος (οδηγός)
- Κόπιτσα (πόρπη)
- Κοτζάμ (τεράστιος-πελώριος)
- Κοτσάνι (μίσχος)
- Κότσι (αστράγαλος)
- Κουβαρντάς (γενναιόδωρος-ανοιχτοχέρης)
- Κουβάς (κάδος-αγγείο)
- Κουμπαράς (δοχείο χρημάτων)
- Κουσούρι (ελάττωμα-μειονέκτημα)
- Κουτουρού (ασύνετα-απερίσκεπτα)
- Λαγούμι (υπόνομος-οχετός)
- Λαπάς (χυλός)
- Λεβέντης (ανδρείος-ευσταλής)
- Λεκές (κηλίδα)
- Λελέκι (πελαργός)
- Λούκι (υδροσωλήνας)
- Μαγιά (προζύμη-ζυθοζύμη)
- Μαγκάλι (πύραυνο)
- Μαγκούφης (έρημος)
- Μαϊντανός (πετροσέλινο-μακεδονίσι)
- Μαντζούνι (φάρμακο)
- Μαούνα (φορτηγίδα)
- Μανάβης (οπωροπώλης)
- Μαράζι (φθίση)
- Μαραφέτι (μικρό εργαλείο)
- Μασούρι (μικρό ξύλο)
- Μαχαλάς (συνοικία)
- Μεζές (ορεκτικά)
- Μελτέμι (άνεμος ετησίας)
- Μενεξές (εύοσμο λουλούδι)
- Μεντεσές (στρόφιγγα)
- Μεράκι (πόθος)
- Μερεμέτι (επισκευή-επιδιόρθωση)
- Μουσαμάς (κερωμένο-αδιάβροχο ύφασμα)
- Μουσαφίρης (φιλοξενούμενος-επισκέπτης)
- Μπαγιάτικο (μη νωπό)
- Μπαγλαρώνω (δένω-φυλακίζω)
- Μπαϊράκι (σημαία)
- Μπακάλης (παντοπώλης)
- Μπαλτάς (πελέκι)
- Μπάμια (ιβίσκος ο εδώδιμος)
- Μπαμπάς (πατέρας)
- Μπάμπαλης (ο πολύ γέρος)
- Μπαξές (περιβόλι-κήπος)
- Μπαρούτι (πυρίτιδα)
- Μπατζάκι (κνήμη-σκέλη)
- Μπατζανάκης (σύγαμπρος-συννυφάδα)
- Μπατίρισα (πτωχεύω-χρεοκοπώ)
- Μπαχαρικό (αρωματικό άρτυμα)
- Μπεκρής (μέθυσος)
- Μπελάς (ενόχληση)
- Μπινές (κίναιδος-ασελγής)
- Μπογιά (βαφή-χρώμα)
- Μπογιατζής (ελαιοχρωματιστής)
- Μπόι (ανάστημα-ύψος)
- Μπόλικος (άφθονος)
- Μπόρα (καταιγίδα)
- Μπόσικος (χαλαρός)
- Μποστάνι (λαχανόκηπος)
- Μπούζι (πάγος-ψύχρα)
- Μπουλούκι (στίφος-άτακτο πλήθος)
- Μπουλούκος (καλοθρεμμένος-παχουλός)
- Μπουνταλάς (κουτός-ανόητος)
- Μπουντρούμι (φυλακή)
- Μπουρί (καπνοσωλήνας)
- Μπούτι (μηρός)
- Μπούχτισμα (κορεσμός)
- Νάζι (κάμωμα-φιλαρέσκεια)
- Νταβαντούρι (σύγχυση)
- Νταμάρι (φλέβα-λατομείο)
- Νταμπλάς (αποπληξία)
- Νταντά (παραμάνα-τροφός)
- Ντελάλης (διαλαλητής)
- Ντελής (παράφρονας)
- Ντέρτι (καημός)
- Ντιβάνι (κρεβάτι)
- Ντιπ για ντιπ (ολωσδιόλου)
- Ντουβάρι (τοίχος)
- Ντουλάπι (ιματιοθήκη)
- Ντουμάνι (καταχνιά-καπνός)
- Ντουνιάς (κόσμος-ανθρωπότητα)
- Παζάρι (αγορά-διαπραγμάτευση)
- Παντζάρι (κοκκινογούλι-τεύτλο)
- Πατζούρι (παραθυρόφυλλο)
- Παπούτσι (υπόδημα)
- Περβάζι (πλαίσιο θυρών)
- Πιλάφι (ρύζι)
- Πούστης (κίναιδος-ασελγής)
- Ραχάτι (ησυχία)
- Ρουσφέτι (χαριστική εξυπηρέτηση)
- Σακάτης (ανάπηρος)
- Σαματάς (θόρυβος)
- Σεντούκι (κιβώτιο)
- Σέρτικο (τσουχτερό, βαρύ)
- Σινάφι (συντεχνία, κοινωνική τάξη)
- Σιντριβάνι (πίδακας)
- Σιρόπι (πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης)
- Σαΐνι (ευφυής)
- Σοβάς (ασβεστοκονίαμα)
- Σόι (καταγωγή-γένος)
- Σοκάκι (δρόμος)
- Σόμπα (θερμάστρα)
- Σουγιάς (μαχαιράκι)
- Σουλούπι (μορφή-σχήμα)
- Ταβάνι (οροφή)
- Ταμπλάς (αποπληξία-συγκοπή)
- Ταπί (χωρίς χρήματα)
- Ταραμάς (αυγοτάραχο)
- Τασάκι (σταχτοδοχείο)
- Ταχίνι (αλεσμένο σουσάμι)
- Ταψί (μαγειρικό σκεύος)
- Τεκές (καταγώγιο)
- Τεμπέλης (οκνηρός-ακαμάτης)
- Τενεκές (δοχείο)
- Τερτίπι (τέχνασμα-απάτη)
- Τεφαρίκι (εκλεκτό-αριστούργημα)
- Τεφτέρι (κατάστιχο)
- Τζάκι (παραγώνι)
- Τζάμι (υαλοπίνακας-γυαλί)
- Τζάμπα (δωρεάν)
- Τζαναμπέτης (κακότροπος-δύστροπος)
- Τόπι (σφαίρα)
- Τουλούμι (ασκός)
- Τουλούμπα (αντλία)
- Τουμπεκί (σιωπή)
- Τράμπα (ανταλλαγή)
- Τσαίρι (λιβάδι-βοσκοτόπι)
- Τσακάλι (θώς)
- Τσακίρης (γαλανομάτης)
- Τσακμάκι (αναπτήρας)
- Τσάντα (δερμάτινη θήκη)
- Τσαντίρι (σκηνή)
- Τσαπατσούλης (ανοικοκύρευτος-άτσαλος)
- Τσάρκα (επιδρομή-περιπλάνηση)
- Τσαντίζω (εξοργίζω-προσβάλω)
- Τσαχπίνης (κατεργάρης-πονηρός)
- Τσέπη (θυλάκιο)
- Τσιγκέλι (αρπάγη-σιδερένιο άγκιστρο)
- Τσιγκούνης (φιλάργυρος)
- Τσιμπούκι (καπνοσύριγγα)
- Τσιράκι (ακόλουθος)
- Τσίσα (ούρα)
- Τσιφούτης (φιλάργυρος)
- Τσομπάνης (βοσκός-ποιμένας)
- Τσουβάλι (σακί)
- Τσουλούφι (δέσμη μαλλιών)
- Τσογλάνι (νέος)
- Φαράσι (φτυάρι-σκουπιδολόγος)
- Φαρσί (τέλεια-άπταιστα)
- Φιντάνι (φυτώριο)
- Φιστίκι (πιστάκη)
- Φιτίλι (θρυαλλίδα)
- Φλιτζάνι (κύπελλο)
- Φουκαράς (κακομοίρης-άθλιος)
- Φουντούκι (λεπτοκάρυο-λεφτόκαρο)
- Φραντζόλα (ψωμί)
- Χαβάς (μουσικός σκοπός)
- Χαβούζα (δεξαμενή νερού)
- Χάζι (ευχαρίστηση)
- Χαλαλίζω (συγχωρώ)
- Χάλι (άθλιο)
- Χαλί (τάπητας)
- Χαλκάς (κρίκος)
- Χαμάλης (αχθοφόρος)
- Χαμπάρια (αγγελία-νέα)
- Χάνι (πανδοχείο)
- Χάπι (καταπότι)
- Χαράμι (άδικα)
- Χαρμάνης (χασισοπότης)
- Χαρτζιλίκι (μικρό χρηματικό ποσό)
- Χασάπικο (κρεοπωλείο)
- Χατίρι (χάρη)
- Χαφιές (καταδότης)
- Χουζούρεμα (ανάπαυση)
- Χούι (ιδιοτροπία)
- Χουνέρι (πάθημα-εξαπάτηση)
Δάνεια από την αγγλική γλώσσα στα ελληνικά
- Βίντεο (video) μαγνητοσκόπιο, μαγνητοσκόπηση, ταινία
- Βόλεϊ (Volley) πετόσφαιρα, πετοσφαίριση
- Γκάλοπ (gallup) δημοσκόπηση
- Γκεστ σταρ (guest star) εκλεκτός καλεσμένος
- Γκλάμουρ (glamour) αίγλη, γοητεία, μεγαλείο
- Γκλίτερ (glitter) χρυσόσκονη, λάμψη
- Γουέμπ (World Wide Web) παγκόσμιος ιστός
- Γουίντ σερφ ιστιοσανίδα
- Έιρ κοντίσιον (air condition) κλιματιστικό
- Έιτζ ντι (HD) υψηλή ευκρίνεια
- Θρι ντι (3d) τρισδιάστατο
- Ίντερνετ (Ιnternet) διαδίκτυο
- Καμεραμάν (cameraman) εικονολήπτης
- Καμπάνια (campagna) εκστρατεία προβολής, προώθησης
- Κολεξιόν, κολέξιον (collection) συλλογή
- Κομπιούτερ (computer) υπολογιστής
- Κόνσεπτ (concept) έννοια, αντίληψη, ιδέα, σύλληψη
- Κόνσεπτ (concept) έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα
- Κόουτσ (coach) κουτσάρω προπονητής, προπονώ
- Μακιγιάζ (maquillage) καλλωπισμός, ψιμυθίωση
- Μάνατζερ (manager) διευθυντικό στέλεχος
- Μιούζικαλ (musical) μουσικοχορευτικό έργο
- Μότο (motto) απόφθεγμα, σύνθημα
- Μουντ (mood) διάθεση
- μπακστέιτζ (backstage) παρασκήνια
- Μπάρμαν (bar) σερβιτόρος /παρασκευαστής
- Μπάσκετ ((Basketball) καλαθόσφαιρα, καλαθοσφαίριση
- Μποξ όφις (box office) ταμείο θεάτρου / κινηματογράφου
- Μπούλινγκ (bullying) εκφοβισμός, εξαναγκασμός
- Μπρόουζερ (browser) φυλλομετρητής ιστοσελίδων
- Ντάουν λόαντ (download) κατέβασμα
- Ντεκόρ (décor) διακόσμηση
- Ντιζάιν (design) σχέδιο
- Ντίζιταλ (digital) ψηφιακό
- Ντίτζιταλ μάρκετ (digital market) ψηφιακή αγορά
- Οκέι (οκ) εντάξει
- Παζλ (Puzzle) γρίφος
- Παζλ (puzzle) γρίφος
- Πάνελ (panel) ομάδα
- Πινγκ πονγκ (Ping Pong) επιτραπέζια αντισφαίριση
- Πρες ρουμ (press room) αίθουσα σύνταξης
- Πρότζεκτ (project) εργασία, μελέτη, ερευνητικό σχέδιο
- Ρέκορντ (record) εγγραφή
- Ρέφερι (referee) διαιτητής
- Ρομπότ (robot) αυτοματοποιημένη συσκευή
- Ρούτερ (router) δρομολογητής
- Σάντουιτς (sandwich) αμφίψωμο
- Σασπένς (suspense) αγωνία, εναγώνια προσμονή
- Σελοτέιπ (sellotape) μικρή λεπτή ταινία με στρώμα κόλλας
- Σελφ σέρβις (self-service αυτοεξυπηρέτηση
- Σέλφι (Selfie) αυτοφωτογραφία
- Σέρβις (service) έλεγχος, εξυπηρέτηση,
- Σετ (set) σεταρισμένο ταιριαστό
- Σκρίνσοτ (screenshot) οθονογραφία, στιγμιότυπο οθόνης
- Σολντ άουτ (sold out) εξαντλήθηκαν
- Σόου (show) έκθεση, παράσταση, παρουσίαση,
- Σόουμπιζνες (show business) επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον κόσμο του οργανωμένου θεάματος
- Σόπινγκ (Shopping) ψώνια, αγορές
- Σόρι (I am sorry) συγγνώμη
- Σόσιαλ μίντια (social media) κοινωνικά δίκτυα
- Σούπερ μάρκετ (super market) υπεραγορά
- Σπικάζ (speakage) φωνητική περιγραφή
- Σπόρτσμαν (sportsman) αθλητής
- Στούντιο (studio) εργαστήριο (;)
- Στρίμινγκ (streaming) ροή
- Τάιμινγκ (timing) συγκυρία, χρονική στιγμή
- Τένις (tennis) αντισφαίριση
- Τηλεκοντρόλ (telecontrol) τηλεχειριστήριο, χειριστήριο
- Τρέντι (trendy)
- Φαξ (fax) τηλεομοιοτυπία
- Φαστ φουντ (fast food) ταχυφαγείο
- Φορμάτ (format) διαμόρφωση
- Χάι (high) υψηλής στάθμης, ποιότητας μοντέρνος
- Χόμπι (hobby) ερασιτεχνική απασχόληση
Από τη γαλλική γλώσσα
- Αμπαλάζ (emballage) περιτύλιγμα
- Ανιματέρ (animateur) διασκεδαστής, (εμψυχωτής)
- Ασανσέρ (ascenceur) ανελκυστήρας
- Γκαζόν (gazon) χαμηλή χλόη
- Κολάζ (collage) τεχνική επικόλλησης
- Μασάζ (massage) μάλαξη, χειρομάλαξη
- Μοντάζ (montage) συνδυασμός, προαρμογή
- Μπουτίκ (γαλ. boutique) μικρό κατάστημα που πουλάει ρούχα της μόδας
- Ντοκιμαντέρ (documentaire) ταινία έρευνας
- Οπερατέρ (opérateur) εικονολήπτης
- Ραντεβού (rendez-vous) συνάντηση
- Ρεπορτάζ (reportage) έρευνα
- Ρετρό (retro από το retrospective) αναδρομικός, -ή, -ό
- Σαξ (bleu de Saxe) γαλαζοπράσινος
- Σαξοφωνίστας (saxophoniste) μουσικός που παίζει σαξόφωνο
- Σαξόφωνο (saxophone) είδος πνευστού μουσικού οργάνου
- Σάρπα (écharpe) εσάρπα, σάλι
- Σασί (châssis) πλαίσιο, περιθώριο / το μέρος του σκελετού αυτοκινήτου που στηρίζεται στους άξονες
- Σασμάν (changement) το κιβώτιο ταχυτήτων του αυτοκινήτου
- Σατέν (satin) είδος λεπτού και στιλπνού υφάσματος
- Σεζλόνγκ (chaise longue) είδος πολυθρόνας
- Σεζόν (saison) εποχή του έτους / το χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμβαίνει ή διαρκεί κάτι
- Σεκάνς (sequence) σειρά πλάνων που αποτελούν μια σκηνή, μιαν αφηγηματική ή αισθητική ενότητα
- Σεμέν (chemin) εργόχειρο, κομμάτι υφάσματος κεντημένο που τοποθετείται πάνω σ’ ένα τραπέζι
- Σεμέν ντε φερ (chemin de fer) είδος χαρτοπαίγνιου
- Σενιάν (saignant) (για κρέας) ο ελαφρά ψημένος
- Σενσουαλισμός (sensualisme) αισθησιαρχία
- Σεξ (sexe) η γενετήσια ορμή / η γενετήσια πράξη
- Σεξισμός (sexism) διάκριση με βάση το φύλο
- Σέπαλο (sépale) καθένα από τα φυλλάρια που σχηματίζουν τον κάλυκα του άνθους
- Σεπαρέ (séparé) ιδιαίτερος χώρος για οικείες συναντήσεις
- Σεπτέτο (septuor) μουσική σύνθεση για επτά όργανα ή επτά φωνές
- Σερβάντα (servant) έπιπλο τραπεζαρίας, ο μπουφές
- Σερβί (servi) χαρτοπαικτικός όρος που σημαίνει: «δεν αλλάζω χαρτί»
- Σερβιέτα (serviette) Επεξεργασμένο βαμβάκι, που χρησιμοποιούν οι γυναίκες κατά την περίοδο της εμμηνορρυσίας
- Σερβίρω (server) παραθέτω φαγητά ή ποτά / υπηρετώ πρόσωπα που γευματίζουν ή πίνουν
- Σερβίς (service) αθλητικός όρος που δηλώνει την πρώτη βολή της μπάλας, την πρώτη μπαλιά στα παιχνίδια του τένις, του βόλεϊ-μπολ, του πινγκ πονγκ
- σερβίς (service) το πρώτο χτύπημα
- Σερί serie στη σειρά, συνέχεια
- Σερπαντίνα serpentin χρωματιστή χάρτινη κορδέλα τυλιγμένη σε κουλούρα
- Σεσουάρ (séchoir) όργανο κομμωτηρίου για το στέγνωμα των μαλλιών
- Σεφ (chef) αρχιμάγειρας
- Σιέλ (ciel) το ανοιχτό γαλάζιο χρώμα
- Σικ (chic) κομψότητα, χάρη
- Σικέ (chiqué) προσποιητός, στημένος / αγώνας σικέ, που το αποτέλεσμά του έχει
- Σιλανσιέ (silencieux) σιγαστήρας, εξάρτημα αυτοκινήτου
- Σιλό (silo) αποθήκη σιτηρών με μηχανικές εγκαταστάσεις για τη γρήγορη φόρτωση ή εκφόρτωση
- Σιλουέτα (silhouette) το περίγραμμα προσώπου ή πράγματος, σκιαγράφημα / οι γραμμές ενός σώματος στο σύνολό τους / κομψό γυναικείο σώμα
- Σουξέ (succès) επιτυχία
- Σουρεαλισμός (surrealism) υπερρεαλισμός
- Σουρεαλιστής/τρια (surréaliste) υπερρεαλιστής
- Σουτιέν (soutien) τηθόδεσμος
- Σουφλέ (soufflé ) είδος φαγητού ή γλυκίσματος που φουσκώνει με το ψήσιμο
- Σουφραζέτα (suffragette) γυναίκα που διεκδικεί το δικαίωμα ψήφου / φεμινίστρια
- Σοφέρ/ίνα (chauffeur)οδηγός αυτοκινήτου
- Σοφιστικέ (sophistiqué) εξεζητημένος, επιτηδευμένος / διανοουμενίστικος
- Σπεσιαλιτέ (spécialité) φαγητό ή γλύκισμα που παρασκευάζεται με ιδιαίτερο τρόπο
- Στριπτιζέζ (strip-teaseuse) αυτή που κάνει στριπτίζ
- Τατουάζ (tatouage) δερματοστιξία
- Τούλι (tulle) ύφασμα αραχνοΰφαντο
- Τούνελ (tunnel) η σήραγγα
- Τουπέ (toupet) αλαζονική στάση ή εμφάνιση / θράσος, αναίδεια
Από την ιταλική γλώσσα
- Νεποτισμός (nepotismo) η εύνοια δημόσιων λειτουργών προς συγγενείς και φίλους που εκδηλώνεται με παραχωρήσεις θέσεων και αξιωμάτων
- Νετάρω (nettare), τελειώνω κάτι
- Νέτος (netto) καθαρός, σκέτος
- Νιτερέσο (nteresso) το συμφέρον
- Νουβέλα (novella) λογοτεχνικό είδος ενδιάμεσο ως προς την έκταση και την πλοκή, μεταξύ διηγήματος και μυθιστορήματος
- Νούμερο (numero) αριθμός
- Ντάμα (dama) γυναίκα άγαμη ή έγγαμη που συνοδεύεται από άνδρα σε χορό ή σε περίπατο, γυναικεία φιγούρα σε χαρτί της τράπουλας
- Ντάνα (tana) στήλη εμπορευμάτων τοποθετημένων ομοιόμορφα
- Νταραβέρι (dare-avere) (δούναι – λαβείν), εμπορική δοσοληψία, συναλλαγή, σχέση οικειότητας, κίνηση, φασαρία
- Νταρντάνα (tartana) μεγάλο, βαρύ πλοίο, μεγαλόσωμη γυναίκα
- Ντεκρεσέντο (decrescendo) προοδευτική μείωση της έντασης του ήχου σε μουσική σύνθεση
- Ντελίριο (delirio) παραλήρημα
- Ντεμπούτο (debutto) κάνω την αρχή, τα πρώτα βήματα στη σταδιοδρομία μου
- Ντεπόζιτο (deposito) δοχείο για εναποθήκευση νερού ή άλλου υγρού, χρηματικό ποσό σε χέρια τρίτου για φύλαξη
- Ντίβα (diva) διάσημη τραγουδίστρια ή ηθοποιός
- Ντιβιζιονισμός (divisionismo) τεχνική των εμπρεσιονιστών εκείνων ζωγράφων που παρέθεταν απλώς τα χρώματα, χωρίς να τα αναμιγνύουν, για να επιτύχουν τους διάφορους χρωματικούς τόνους
- Ντοκουμέντο (documento) Απόδειξη, τεκμήριο
- Ντόλτσε βίτα (dolce vita) γλυκιά ζωή, ο ευχάριστος βίος, η καλοπέραση
- Ντουέτο (duetto) τραγούδι για δύο φωνές, διωδία
- Ντούρος (duro) σκληρός, άκαμπτος, γερός, ίσιος, ευθυτενής
- Ομπρέλα (ombrella) ελαφρό φορητό κατασκεύασμα για ατομική προφύλαξη από τη βροχή ή από τον ήλιο
- Όπερα (opera) σκηνικό έργο που βασίζεται σε κείμενο εξ ολοκλήρου μελοποιημένο
- Οπερέτα (operetta) ελαφρό θεατρικό είδος με μουσικά μέρη και διαλόγους σε πεζό
- Ορντινάντσα (ordinanza) στρατιώτης αποσπασμένος στην προσωπική υπηρεσία αξιωματικού
- Όρτσα (orza) αντίθετα προς τη διεύθυνση του ανέμου
- Ουρλιάζω (urlare) βγάζω άγρια φωνή, ωρύομαι, σκούζω
- Πάγκος (banco) μακρύ κάθισμα, χωρίς ράχη, στο οποίο μπορούν να καθίσουν πολλά άτομα μαζί
- Πακέτο (pacchetto) δέμα από κάθε είδους πράγματα περιτυλιγμένα με χαρτί
- Παλαμάρι (palamaro) χοντρό σκοινί της πρύμνης για δέσιμο του πλοίου στη στεριά, κάλως
- Παλέτα (paletta), πινακίδα όπου ο ζωγράφος ανακατεύει τα χρώματα, η χρωματική κλίμακα που χρησιμοποιεί καλλιτέχνης
- Παλιάτσος (pagliaccio) μίμος πανηγυριών ή τσίρκων, γελωτοποιός
- Παλκοσένικο (palcoscenico) σκηνή θεάτρου, το σανίδωμα της σκηνής του θεάτρου, η σκηνή του θεάτρου, η θεατρική τέχνη
- Παλτό (palto) πανωφόρι
- Παντιέρα (bandiera) σημαία
- Παπαράτσι (paparazzo), φωτορεπόρτερ, για γεγονότα πολιτικά, κοσμικά κ.λπ.
- Παπαρούνα (papaverone), το φυτό μήκων η ροιάς, αγριολούλουδο με κατακόκκινα πέταλα
- Παράγκα (baracca) ξύλινο παράπηγμα
- Παραμάνα (paramano) είδος καρφίτσας ασφαλείας
- Παράτα (parata) παρέλαση
- Πάρλα (parla) φλυαρία, πολυλογία
- Πασαπόρτι (passaporto) διαβατήριο
- Πασάρω (passare) πασέρνω, εγχειρίζω, δίνω πάσα, μεταβιβάζω έντεχνα ή κρυφά
- Πάσο (passo) βήμα, πέρασμα, βήμα
- Πάστα (pasta) ζυμαρικό, είδος γλυκίσματος των ζαχαροπλαστείων, πολτός από μείξη διαφόρων υλικών
- Πατρόνα (patrona), η σύζυγος του οικοδεσπότη, οικοδέσποινα, ιδιοκτήτρια καταστήματος ή η σύζυγος του καταστηματάρχη
- Πένα (penna) φτερό, γραφίδα από φτερό ή μεταλλική
- Πέργκολα (pergola) μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει ως στήριγμα αναρριχητικών φυτών και δημιουργεί σκιερό υπόστεγο
- Περούκα (perrucca) πρόσθετα τεχνητά μαλλιά, φενάκη
- Πέτο (petto) το μπροστινό τμήμα του γιακά ενός σακακιού, παλτού, πουκαμίσου, φορέματος, το οποίο αναδιπλώνεται πάνω στο θώρακα
- Πέτσα (pezza) δέρμα, επιδερμίδα, λεπτό στρώμα, σχετικά σκληρό, που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια, η κρούστα του γάλακτος, η κόρα του ψωμιού
- Πετσέτα (pezzetta) κομμάτι από απορροφητικό ύφασμα που χρησιμοποιείται για το σκούπισμα μελών του σώματος μετά το πλύσιμο ή το στέγνωμα υγρών αντικειμένων
- Πιατέλα (piattella) μεγάλο ρηχό πιάτο για σερβίρισμα
- Πιάτο (piatto) σκεύος στο οποίο σερβίρεται φαγητό
- Πιάτσα (piazza) πλατεία, αγορά, παζάρι
- Πικάρω (piccare) πικαρίζω, πειράζω με λόγια ή πράξεις, πεισμώνω, ερεθίζω,
- Πινέλο (pennello) μικρό βουρτσάκι κατάλληλο για βάψιμο, χρωστήρας
- Πίπα (pipa) μικρός σωλήνας που χρησιμοποιείται για κάπνισμα
- Πιπιλίζω (pipilare) ρουφώ με τα χείλη, βυζαίνω
- Πισίνα: piscina (= ιχθυοτροφείο), τεχνητή δεξαμενή για κολύμβηση
- Πίτα (pitta) είδος άζυμου ψωμιού, λαγάνα
- Πίτσα (pizza) είδος ιταλικής πίτας, που καλύπτεται με ντομάτες, τυρί, ζαμπόν κτλ. και ψήνεται στο φούρνο
- Πιτσιρίκα (piccirillo) μικρό και ζωηρό παιδί
- Πόζα (posa) φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμέψει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη
- Πολιτικάντης (politicante) άτομο επιτήδειο να εκμεταλλεύεται πολιτικές καταστάσεις ή γνωριμίες για προσωπικά του οφέλη
- Πολυθρόνα (poltrona) αναπαυτικό κάθισμα με πλάτη και μπράτσα, για ένα άτομο
- Πόμολο (pomolo), χερούλι πόρτας ή παραθύρου
- Ποντάρω (pontare) βάζω σημάδι, καταθέτω χρηματικό ποσό σε νούμερο ή χαρτί, υπολογίζω, στηρίζομαι σε κάτι
- Ποπολάρος (popolare) άνθρωπος του λαού
- Πορτιέρης/ισσα (portiere) θυρωρός
- Πόρτο (porto) λιμάνι
- Πορτοφόλι (portafogli) μικρή θήκη από δέρμα, ύφασμα ή πλαστικό που μεταφέρεται στην τσέπη και χρησιμεύει για την τοποθέτηση χρημάτων
- Πόστο (posto) θέση στην οποία εκτελεί κάποιος ορισμένη εργασία
- Πούντα (punta) πνευμονικό κρυολόγημα
- Πουτάνα (puttana) πόρνη, γυναίκα ανήθικη
- Πρέζα (presa) ποσότητα κονιοποιημένης ουσίας που παίρνεται με τον αντίχειρα και τον δείκτη, μικρή ποσότητα, ποσότητα ναρκωτικής σκόνης που ρουφιέται από τη μύτη
- Πρεμούρα (premura) βιασύνη, φούρια, ιδιαίτερος ζήλος
- Πρέσα (pressa) πιεστήριο, μηχάνημα για ισχυρή πίεση
- Πρίμος (primo) πρώτος, ευνοϊκός, ούριος
- Πρόβα (prova) δοκιμή φορέματος, δοκιμαστική εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου