Η Βοϊδοκοιλιά κρύβει στα νερά της μια ολόκληρη ιστορία.

Ένα ανεπανάληπτο φυσικό και ιστορικό τοπίο. Η ομορφιά και η μοναδικότητα του τοπίου της Βοϊδοκοιλιάς, της Βουφράδος του Θουκυδίδη, έχει ξεπεράσει τα όρια της χώρας μας. Γι’ αυτές τις χάρες της, άλλωστε, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή επέλεξε στη δεκαετία του ’70 τη Βοϊδοκοιλιά για να τη δώσει ως δώρο στον τότε Γάλλο πρόεδρο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν για την υποστήριξή του στην ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ. Ένα δώρο που, τελικά, ευτυχώς δεν ολοκληρώθηκε εξαιτίας των αντιδράσεων που υπήρξαν τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στη Γαλλία, της αποφασιστικότητας των αρχαιολόγων που εργάζονταν στην περιοχή, αλλά και μιας άλλης ηθικής που χαρακτήριζε τότε την πολιτική ζωή του τόπου. Αυτήν την ομορφιά του τοπίου και την ιδιαιτερότητά του είχαν εκτιμήσει ανέκαθεν οι άνθρωποι που από τα Νεολιθικά χρόνια μέχρι σήμερα είχαν διαλέξει τη Βοϊδοκοιvoidokilia_beachλιά και τη γύρω περιοχή για κατοικία, για λιμάνι, για πεδίο της δουλειάς τους, της διασκέδασης και γενικότερα της ζωής τους. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει άλλη περιοχή της Μεσσηνίας με τόση πυκνότητα μνημείων και διαχρονικότητα χρήσης. Στα Νεολιθικά χρόνια (4η χιλιετία π.Χ.) οι κάτοικοι της περιοχής ζούσαν στο σπήλαιο του Νέστορα (ανασκαφές Ερρίκου Σλήμαν, Δ. Ρ. Θεοχάρη, W. A. McDonald, Γ. Σ. Κορρέ), στο βόρειο βραχίονα του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς (ανασκαφή Γ. Σ. Κορρέ), στη θέση του Κορυφασίου κάτω από το Παλαιοναβαρίνο (ανασκαφή Σ. Μαρινάτου). Η εξαιρετικής ποιότητας κεραμική από εκείνη την εποχή δείχνει υψηλό βιοτικό επίπεδο. Το σπήλαιο του Νέστορα με τους σταλακτίτες του, συνδέεται με διάφορα μυθολογικά συμβάντα. Εκεί έλεγαν ότι είναι ο στάβλος του Νηλέα και μετά του Νέστορα με τις θεσσαλικές αγελάδες του Ιφίκλου και εκεί ο σκανδαλιάρης Ερμής έκρυψε το κλεμμένο κοπάδι του Απόλλωνα. Το σπήλαιο το αναφέρει ο Παυσανίας ότι το είδε (κατά την επίσκεψή του στην πόλη τον 2ο αιώνα μ.Χ.) και ότι βρισκόταν μέσα στην πόλη της Πύλου. Η οροφή του σπηλαίου, πάχους 3 μ., διαθέτει τρύπα, από την οποία προφανώς έβγαινε ο καπνός από τις φωτιές που υπήρχαν στο εσωτερικό του κατά τις περιόδους χρήσης του. Από την κεραμική που ανευρέθηκε μέσα στο σπήλαιο του Νέστορα φαίνεται ότι, εκτός από τα Νεολιθικά χρόνια, χρησιμοποιήθηκε καθ’ όλη την 3η και 2η χιλιετία π.Χ. και στα Ελληνιστικά χρόνια. Στα Πρωτοελλαδικά χρόνια (3η χιλιετία π.Χ.) κατοίκηση έχει εντοπισθεί στο βόρειο και στο νότιο βραχίονα του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς, στην περιοχή δυτικά του Τυφλομύτη, κοντά στις εκβολές του, και δυτικά του Παλαιοναβαρίνου. Τα ευρήματα αυτής της εποχής είναι το βιοτεχνικό κέντρο ενός οικισμού με εργαστήριο αγγειοπλαστικής, κλίβανο, μέγαρο με διπλούς τοίχους, αυλές πλακοστρωμένες με μυλόλιθους, αποθήκες και κουζίνες με εστίες (ανασκαφή Κορρέ). Η εποχή της μεγάλης ακμής της Βοϊδοκοιλιάς είναι η δεύτερη Πρωτοελλαδική φάση (2500 – 2100 π.Χ.).

Είναι κιόλας φανερό ότι οι Πρωτοελλαδίτες της Βοϊδοκοιλιάς προμηθεύονται οψιανό και άλλα είδη πρώτης ανάγκης από το Αιγαίο και ότι μετέχουν στο θαλασσινό εμπόριο, που αναπτύσσεται εντυπωσιακά εκείνα τα χρόνια. Έχει εντοπισθεί, επίσης, το νεκροταφείο του πληθυσμού αλλά δεν έχει ακόμη ανασκαφεί. Με δύο εκπληκτικούς τύμβους με λίθινους μανδύες εκπροσωπείται η Μεσοελλαδική εποχή (20ός και 19ος αιώνας π.Χ.). Ο ένας έχει κατασκευασθεί πάνω στον πρωτοελλαδικό οικισμό στο βόρειο βραχίονα της Βοϊδοκοιλιάς και περιείχε ταφές σε πίθους τοποθετημένους ακτινωτά (ανασκαφή Κορρέ). Ο δεύτερος βρίσκεται κάτω ακριβώς από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στο λόφο του Αγίου Νικολάου και έχει έλθει στο φως ένα πολύ μικρό τμήμα του από λαθρανασκαφή. Για να γίνει η ανασκαφή του πρέπει να μεταφερθεί, έστω και προσωρινά, το εκκλησάκι. Λίγο πριν από το 1500 π.Χ., στα πρώτα μυκηναϊκά χρόνια, στο βόρειο βραχίονα της Βοϊδοκοιλιάς, οι κάτοικοι της περιοχής άνοιξαν ένα “πηγάδι” στο κέντρο του τύμβου και έφτιαξαν ένα θολωτό τάφο με στόμιο προς νότο και με δάπεδο στρωμένο από στρώμα θαλασσινών χαλικιών. Ο τάφος μοιάζει να ξεπηδάει μέσα από τον τύμβο και κατά τον καθηγητή Γ. Κορρέ, προδίδει την προέλευση του μνημείου από το προγενέστερο μεσοελλαδικό ταφικό μνημείο. Η διάμετρος του μνημείου ξεπερνούσε τα 5 μ. Είχε χρησιμοποιηθεί ως οικογενειακός τάφος και είχε τουλάχιστον επτά ταφές. Ήταν συλημένος, αλλά σώθηκαν λίγα κτερίσματα (μικρά πήλινα ειδώλια, αγγεία, χρυσά κοσμήματα και ημιπολύτιμοι λίθοι). Μέσα στον τάφο βρέθηκαν, επίσης, 30 αιχμές βελών και μια λίθινη θήκη με μια ανακομιδή.

Ο ανασκαφέας του θολωτού τάφου Σπυρίδων Μαρινάτος τον ταύτισε με τον αναφερόμενο από τον Παυσανία τάφο του Θρασυμήδη, γιου του Νέστορα. Και όντως, πρέπει να ήταν κάποιος ξεχωριστός ο νεκρός του τάφου γιατί, κατά τις ανασκαφές του καθηγητή Γ. Σ. Κορρέ στα ανατολικά του τάφου, πάνω σε μικρά διευθετημένα θρανία βρέθηκαν δεκάδες πήλινα πλακίδια με παραστάσεις ήρωα Έλληνα ιππέα, νεκρόδειπνου, δεξίωσης κ.τ.λ. των Ελληνιστικών χρόνων, που δείχνουν ότι οι κάτοικοι της ελληνιστικής Πύλου τιμούσαν κάποια σπουδαία μορφή που η ιστορία της και ο τόπος ταφής της είχαν διασωθεί από την παράδοση μετά την παρέλευση περισσοτέρων από χίλια χρόνια. Στο νότιο βραχίονα της Βοϊδοκοιλιάς ο Μαρινάτος ανέσκαψε κτίρια μιας πόλης των Ύστερων Κλασικών (5ος αιώνας π.Χ.) και των αμέσως επόμενων Ελληνιστικών χρόνων και το τείχος της πάνω από τα απόκρημνα βράχια. Ένας πρωτογεωμετρικός τάφος δείχνει ότι η περιοχή κατοικείτο και προγενέστερα. Οι Σπαρτιάτες αποκαλούσαν αυτή την πόλη Κορυφάσιον. Οι Μεσσήνιοι και οι σύμμαχοί τους Αθηναίοι την έλεγαν Πύλο. Εδώ εγκαταστάθηκε ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης και οι στρατιώτες το 425 π.Χ., συντρίβοντας στη συνέχεια τους Σπαρτιάτες στη Σφακτηρία στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Ο Παυσανίας επισκέφθηκε την πόλη τον 2ο αιώνα π.Χ. και περιγράφει το ιερό της Κορυφασίας Αθηνάς στην κορυφή του λόφου (προφανώς εκεί που είναι τώρα το Παλαιοναβαρίνο), το σπήλαιο του Νέστορα μέσα στην πόλη, το σπίτι του Νέστορα με τοιχογραφία, τον τάφο του Νέστορα και τον τάφο του Θρασυμήδη, του γιου του Νέστορα, κοντά στην πόλη. Ο όρμος της Βοϊδοκοιλιάς πρέπει να χρησιμοποιείτο ως λιμάνι, όπως δείχνουν τα λιμενικά έργα που έχουν εντοπισθεί. Κατά τις εργασίες για την αποξήρανση της λιμνοθάλασσας του Διβαρίου (ή λιμνοθάλασσα Οσμάναγα ή Ντάλιανη), εκεί στο τέλος της δεκαετίας του ’50, αρχές του ’60, αποδείχθηκε ότι η λιμνοθάλασσα σχηματίσθηκε κατά τους ρωμαϊκούς ή υστερορρωμαϊκούς χρόνους.
Κι αυτό, γιατί στον αποξηραμένο βυθό της βρέθηκαν λείψανα κτιρίων και ένα μεγάλο νεκροταφείο (ανασκαφή Ν. Γιαλούρη), που ξεκινούσε από τη Γιάλοβα κι έφτανε μέχρι τους πρόποδες του Παλαιοναβαρίνου. Περιλάμβανε κιβωτιόσχημους και κεραμοσκεπείς τάφους, οργανωμένους καθ’ ομάδες. Ο Γιαλούρης γράφει ότι πρέπει να ήταν διατεταγμένοι δεξιά και αριστερά του δρόμου που οδηγούσε στην ελληνιστική Πύλο. Από τα νεώτερα μνημεία σημαντικότερο είναι το κάστρο του Παλαιοναβαρίνου ή Παλαιόκαστρο.

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.