Αρχεία για 8 Απριλίου 2011

Ο Παπαδιαμάντης, συγγραφέας παγκόσμιας εμβέλειας

Ο Παπαδιαμάντης, συγγραφέας παγκόσμιας εμβέλειας, που ξεπερνά τον εθνικό προσδιορισμό

Ο νεοελληνιστής Μισέλ Σονιέ με τη μελέτη του «Εωσφόρος και Αβυσσος. Προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη» («Αγρα») επιχειρεί να φωτίσει τα «κεκρυμμένα από καταβολής» στην ορθόδοξη ανάγνωση του Σκιαθίτη συγγραφέα. Για το λόγο αυτό επιστρατεύει το ψυχαναλυτικό ντιβάνι. Οντας μεταφραστής και ο ίδιος της «Φόνισσας», γνωρίζει πόσο άχαρο είναι να αγαπάς έναν συγγραφέα μέσα από «χαρακώματα», γι’ αυτό εξάλλου αρνείται να εμπλακεί στην πολεμική ανάμεσα στον Ελληνα και τον Ευρωπαίο Παπαδιαμάντη.Η γνώμη του για τάσεις, διαθέσεις και στρατηγικές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, νηφάλια ειρωνική, βοηθάει και τον πλέον δύσπιστο να κατανοήσει πως δεν είμαστε ούτε πτωχοί συγγενείς ούτε όμως και ο περιούσιος λαός.

ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ

– Διαβάζοντας την πρόσφατη μελέτη σας για τον Παπαδιαμάντη είχα την αίσθηση ότι, κατά βάθος, θέλετε να «πλήξετε» την κοσμοκαλόγερη εικόνα του Σκιαθίτη πεζογράφου. Με άλλα λόγια, να παρουσιάσετε την εωσφορική πλευρά ενός ανθρώπου που εκτός από τη γραφή ήταν βυθισμένος και στη χριστιανική παράδοση…

«Σκοπός μας δεν ήταν κατ’ αρχήν να «πλήξω» τίποτε, ούτε καν την εικόνα του «κοσμοκαλόγερου», αν και πιστεύω πως αδίκησε βαθύτατα τον Παπαδιαμάντη, όχι επειδή την προβάλανε, αλλά επειδή των εγκλωβίσανε εκεί μέσα. Προσπάθησα απλώς να κάνω μια σωστή, αντικειμενική, φιλολογική ανάγνωση. Θα ‘λεγα βέβαια ψέματα αν δεν ομολογούσα ότι με διασκεδάζει σφόδρα το «πλήγμα» που λέτε, αλλά δεν ήταν ο σκοπός μου».

– Σύμφωνοι, στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη αναπτύσσεται ο ηδονικός και ολέθριος μύθος του μητρικού υγρού, ο μύθος του θανάτου, ο οικογενειακός μύθος που υποθάλπει αινιγματικές αιμομιξίες, ομοφυλοφιλικές τάσεις και κεκρυμμένες πατροκτονίες. Η γλώσσα όμως του Παπαδιαμάντη, κατά τη γνώμη μου, μένει έξω από τα σχέδια της ψυχαναλυτικής προσέγγισης. Με άλλα λόγια: πώς να βάλεις στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή την παπαδιαμαντική ανεπανάληπτη γλώσσα;

«Δεν είπα, ούτε σκέφτηκα ποτέ ότι η ψυχανάλυση μπορεί να βοηθήσει στην προσπέλαση της γλώσσας ενός συγγραφέα. Το υφολογικό τικ που σημείωσα, χάρη στον Φρόιντ, έχει να κάνει με τη μυθολογία του Παπαδιαμάντη, όχι με τη γλώσσα του.

Συμβαίνει με τον Παπαδιαμάντη ένα φαινόμενο ανάλογο με εκείνο που συμβαίνει στα γαλλικά με τον Ρακίνα, παρά τις τεράστιες διαφορές του ύφους τους. Και οι δύο εκφράζουν φοβερά πράγματα: μίσος, βία, τρέλα, αλλοφροσύνη, αλλά το κάνουν σε μια γλώσσα εξαίσια, ήρεμη, ηδονική (πιο μπαρόκ, πιο πολύχρωμη στην περίπτωση Παπαδιαμάντη, πιο κλασική, πιο λιτή στον Ρακίνα), μια γλώσσα που τοποθετεί αμέσως την τραγωδία στο ύψος μιας υπέρτατης ποίησης».

– Εχετε μεταφράσει τη Φόνισσα. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Παπαδιαμάντης έχει τόσες απώλειες σε άλλη γλώσσα (όπως και στη δημοτική εξάλλου), που καταντάει αμετάφραστος.

«Κακώς το πιστεύουν. Ο Παπαδιαμάντη μεταφράζεται πολύ δύσκολα, αλλά μεταφράζεται, άμα δεχθεί ο μεταφραστής να κουραστεί όσο πρέπει. Πιστεύω πως το γαλλικό κοινό που διαβάζει τη μετάφρασή μου δοκιμάζει φιλολογική συγκίνηση ανάλογη μ’ εκείνη του ελληνικού κοινού (αν και η γαλλική γλώσσα είναι κάπως λιγότερο χρωματισμένη απ’ ό,τι η ελληνική, ιδίως του Παπαδιαμάντη). Αυτή ήταν και η γνώμη του Τσαρούχη».

– Στην Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, υπάρχουν δύο τάσεις στις παπαδιαμαντικές σπουδές: η πρώτη (ας τη χαρακτηρίσουμε ευρωκεντρική) και η δεύτερη (ελληνοκεντρική). Να υποθέσω ότι, άνευ όρων, συντάσσεστε με τη δεύτερη;

«Θεωρώ τον Παπαδιαμάντη απολύτως αντιπροσωπευτικό της Ελλάδας και του Ελληνισμού, αλλά και συγγραφέα παγκόσμιας εμβέλειας, που ξεπερνά επίσης απολύτως αυτόν τον εθνικό προσδιορισμό. Οταν ο Ελύτης πήρε το Νόμπελ, του έστειλα ένα σημειωματάκι με την εξής φράση του Giuseppe Verdi: «Οποιος αντιπροσωπεύει τον τόπο του και την εποχή του γίνεται μοιραία πανανθρώπινος, σήμερα και στο μέλλον»».

– Θα με ενδιέφερε να μάθω ποιο είναι το πρώτο ελληνικό βιβλίο που διαβάσατε και ποιο το πρώτο ελληνικό βιβλίο που καθόρισε την απόφασή σας να ασχοληθείτε συστηματικά με τη νεοελληνική λογοτεχνία.

«Δεν θυμάμαι ποιο είναι το πρώτο νεοελληνικό βιβλίο που διάβασα. Λίγο απ’ όλα πιστεύω: Σεφέρη, Καβάφη, Κοσμά Πολίτη (Λεμονόδασος)… Αλλά το βιβλίο που καθόρισε την απόφασή μου και χάραξε οριστικά τον προσανατολισμό της καριέρας μου και των ερευνών μου είναι η συλλογή δημοτικών τραγουδιών της Hedwing Lϋdeke και συγκεκριμένα το μοιρολόι:

Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παραλογιά μεγάλη / να στέκουν τα παλιόδεντρα και τα σαρακιασμένα / να πέφτουνε τα νιόδεντρα με τ’ άνθη φορτωμένα».

– Οταν αρχίσατε να επισκέπτεστε την Ελλάδα η εικόνα που είχατε μέσα από τα νεοελληνικά κείμενα και αυτήν που αποκομίζατε ως αυτόπτης μάρτυς παρουσίαζε μεγάλη ψαλίδα;

«Οταν πρωτοήλθα στην Ελλάδα ήμουν φοιτητής της Κλασικής Φιλολογίας και δεν ήξερα παρά ελάχιστα νέα ελληνικά. Με καταγοήτεψε ο τόπος -εννοώ όχι τα ερείπια, ο ζωντανός τόπος, με τους ανθρώπους του- και αποφάσισα αμέσως να μάθω τη γλώσσα. Την επόμενη χρονιά, όταν ανακάλυψα το μοιρολόι που είπα, διάλεξα το δρόμο μου».

– Θα ήθελα τη γνώμη σας για τις σχετικά πρόσφατες ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Μπίτον και του Βίτι…

«Δεν θα εκφέρω καμία γνώμη. Κυρίως, άλλωστε, επειδή η Ιστορία της Λογοτεχνίας ως είδος δεν με πολυενδιαφέρει. Μ’ ενδιαφέρουν οι συγγραφείς (όχι όλοι!). Χρησιμοποιώ την Ιστορία του Λίνου Πολίτη, που περιέχει ελάχιστη φιλοσοφία και όπου βρίσκω σχεδόν όσες συγκεκριμένες πληροφορίες χρειάζομαι».

– Θα ήθελα να τοποθετηθείτε σχετικά μ’ ένα τελευταίο σύμπτωμα της σύγχρονης πεζογραφίας. Πολλοί νέοι πεζογράφοι, στην ανάγκη τού να αισθανθούν εφάμιλλοι των ξένων (να το πούμε απλούστερα: να αρέσουν στους ξένους εκδότες), καλλιεργούν έναν κατά παραγγελία κοσμοπολιτισμό. Εσείς πώς βλέπετε αυτό το φαινόμενο απ’ έξω;

«Δεν με πολυπροβληματίζει το γεγονός. Η παγκοσμιοποίηση, φαντάζομαι… Κατά τ’ άλλα, πολλοί Ελληνες συγγραφείς δεν πιστεύουν πως έχουν πραγματικά εκδοθεί όσον καιρό δεν έχουν μεταφραστεί. Πάντως, πολλοί από τους σύγχρονους έχουν μεταφραστεί. Οι κλασικοί ακόμα περιμένουν, τουλάχιστον στη Γαλλία».

– Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι οι Ευρωπαίοι έχουν μια εικόνα για τη νεοελληνική πραγματικότητα κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μιας εξωτικής Ελλάδας. Αλλοι θεωρούν ότι οι σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς ομφαλοσκοπούνται μέσα από τα βιβλία τους. Κάποια άλλη μερίδα μιλάει για τη μικρή εμβέλεια της ελληνικής. Εσείς πού αποδίδετε το γεγονός της αποσπασματικής παρουσίας της παλαιότερης και σύγχρονης λογοτεχνίας μας εκτός των συνόρων;

«Το θέμα έχει συζητηθεί πολλές φορές, και πρόσφατα πάλι στο Βερολίνο, με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού. Στη Γαλλία, ακόμα και στην πρόσφατη εποχή, όπου μεταφράζονται πολλά νεοελληνικά έργα (τώρα υπάρχει μεγάλη κάμψη), όλη αυτή η προσπάθεια δεν είχε την απήχηση που μπορούσε δικαιολογημένα να περιμένει κανείς. Το ίδιο συμβαίνει, φαίνεται, λίγο-πολύ παντού στην Ευρώπη. Χρειάζεται έντονη, συντονισμένη και συστηματική δράση εκ μέρους του ΙΕΠ, του ΕΚΕΒΙ, του ΥΠΠΟ προς τα ΜΜΕ, τους δημοσιογράφους, τα μεγάλα και μικρότερα βιβλιοπωλεία, και λίγο πιο έξυπνη εμπορική, διαφημιστική πολιτική: σε εκθέσεις σαν το Expolangues, στο Παρίσι, αντί να οργανώσει η πολιτεία συζητήσεις στα ελληνικά για κάποιο ζήτημα της ελληνικής γλώσσας, όπως έκανε τουλάχιστον πέντε συνεχόμενες χρονιές (είναι σχεδόν απίστευτο κι όμως, δυστυχώς, αληθινό), να οργανώσει εκδηλώσεις απευθυνόμενες στους ξένους, και φυσικά στη γλώσσα τους, όπως κάνουν (δεν αστειεύομαι) οι Τούρκοι.

Ταυτόχρονα, πρέπει να γίνει συστηματική πίεση για την ανάπτυξη της διδασκαλίας της νεοελληνικής γλώσσας στα γυμνάσια, ώστε να δημιουργηθεί προοδευτικά ένα κοινό. Πάει μακριά η βαλίτσα».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 01/02/2002

http://archive.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=01/02