Επιμέλεια κειμένου: Μενεγάτου Μαριλένα, νηπιαγωγός ολοήμερου τμήματος
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας λειτουργούν τις περισσότερες φορές ανεξάρτητα κατά την διάρκεια του παιχνιδιού επιλέγοντας πλέον τα άτομα με τα οποία θέλουν να προσεγγίσουν, να συνομιλήσουν, να παίξουν και να αλληλεπιδράσουν (Vygotsky, 2000). Ακολουθεί επίσης στην ηλικία αυτή, μια αλλαγή, τόσο στη δική τους συμπεριφορά, όσο και στη συμπεριφορά των γονέων τους (Cole & Cole, 2001). Πιο αναλυτικά η Maccoby (όπ. αναφ. στους Cole & Cole, 2001) αναφέρει ότι οι γονείς, αυτή την περίοδο στη ζωή των παιδιών, εντοπίζονται λιγότερο διαθέσιμοι για παιχνίδι μαζί τους και πιο αυστηροί, αφού θεωρούν ότι τα παιδιά οφείλουν να γίνουν πιο υπεύθυνα και πιο ανεξάρτητα. Οι γονείς στην ηλικία αυτή των παιδιών βασίζονται περισσότερο στη συζήτηση, το διάλογο και την λογική σκέψη αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τη φαντασία και το αυθόρμητο παιχνίδι μαζί τους (Σκουμπουρδή,2015).
Μέσα από το παιχνίδι με το παιδί, οι γονείς μπορούν να συλλέξουν πληροφορίες για τις εμπειρίες που βιώνει το παιδί μακριά τους (Erickson, 1985), να επικοινωνήσουν μαζί του αλλά και να εμπλουτίσουν τη γλώσσα, τη σκέψη και τη λογική τους (Bruner 1983). Τα πρώτα άτομα με τα οποία θα παίξει και θα επικοινωνήσει το παιδί είναι οι γονείς έτσι από πολύ νωρίς υπάρχει μια αλληλεπίδραση μέσα από την οποία γονέας και παιδί αποκτούν ένα δικό στους τρόπο επαφής και επικοινωνίας (Horowitz, Logsdon & Anderson, 2005). Οι γονείς είναι οι πρώτοι δάσκαλοι για τα παιδιά, τα πρώτα πρότυπα συμπεριφοράς. Από νωρίς διδάσκουν στα παιδιά πώς να παίζουν αλλά και την αξία του δίκαιου παιχνιδιού, αυτού που βασίζεται στην συνεργασία και τον σεβασμό.
Όταν ο ενήλικας αφιερώνει χρόνο για παιχνίδι, το παιδί μαθαίνει κανόνες, μαθαίνει να βρίσκει λύσεις, να συγκεντρώνεται, να παρατηρεί πιο ώριμες συμπεριφορές ακόμη και να συμβιβάζεται για να συνεχίσει να αλληλεπιδρά (Cole & Cole, 2001). Το κοινωνικό παιχνίδι θα λέγαμε ότι συνδέεται από πολλές έρευνες με τις μελλοντικές ακαδημαϊκές επιτυχίες. Επιπλέον συνδέεται με την εκμάθηση της διαχείρισης διάφορων συναισθημάτων που προκύπτουν και από τις δυο πλευρές κατά την διάρκεια του παιχνιδιού (Erickson, 1985). Σύμφωνα με τον Vygotsky, 2000 οι ενήλικές και ιδιαίτερα οι φροντιστές είναι τα μοντέλα για τα παιδιά και οι σημαντικότεροι δάσκαλοι αφού τα παιδιά μαθαίνουν ,μεθοδευμένα ή μη, πράγματα και συμπεριφορές. Επομένως, οι γονείς ως μοντέλα μίμησης μπορούν να διδάξουν μέσω του παιχνιδιού στα παιδιά στρατηγικές αυτοελέγχου ενισχύοντας τα παιδιά τους συναισθηματικά και κοινωνικά (Παπαβέντση,2009).
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας διαμέσου του παιχνιδιού βάζουν τις βάσεις για την δημιουργία της «Ζώνης επικείμενης ανάπτυξης» όπου έχοντας ποιοτικό χρόνο παιχνιδιού με τους ενήλικες, η μάθηση ενδυναμώνεται με αποτέλεσμα να ενισχύεται κυρίως η γνωστική ανάπτυξη των παιδιών (Vygotsky, 2000) αφού σύμφωνα με τον ερευνητή το παιδί μαθαίνει καλύτερα άμα μαθαίνει από γνωστικά ανώτερους. O γονέας μπορεί να συμβάλει σημαντικά στο παιχνίδι του παιδιού υιοθετώντας μια θετική και υποστηρικτική στάση απέναντι στις προτάσεις του παιδιού για παιχνίδι (Vygotsky 2000).
Δυστυχώς όμως ο χρόνος δημιουργικής απασχόλησης των παιδιών προσχολικής ηλικίας με τους ενήλικες μειώθηκε σημαντικά λόγω του πολυάσχολου τρόπου ζωής (Ginsburg, 2007). Ο γρήγορος ρυθμός της καθημερινής ζωής αλλά και οι αυξημένες δραστηριότητες των παιδιών για βελτίωση της ακαδημαϊκής τους επίδοσης , μειώνει σημαντικά τον χρόνο παιχνιδιού γονέων και παιδιών (Michnik-Golinkoff, Hirsh-Pasek, & Singer, 2006). Αρκετές έρευνες που αφορούν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία έχουν καταλήξει ότι οι ευκαιρίες για παιχνίδι έχουν μειωθεί, με αποτέλεσμα το ομαδικό κάποτε παιχνίδι, με γονείς ή φίλους, να αντικατασταθεί με το μοναχικό ή την παρακολούθηση βίντεο (Κωτσόπουλος, 2009).
Είναι πιθανό ορισμένοι ενήλικες να υιοθετούν ακόμη μια πιο παλαιά άποψη σχετικά το ελεύθερο παιχνίδι. Σύμφωνα με έρευνες ένα ποσοστό ενηλίκων εκλαμβάνει το παιχνίδι ως εμπόδιο στη μάθηση των παιδιών αλλά και χάσιμο χρόνου, αμφισβητώντας και παραβλέποντας το. Συνάμα , διάφοροι εξωγενείς παράγοντες, όπως οικονομικές δυσκολίες, το άγχος, οι επαγγελματικές υποχρεώσεις αλλά και η συναισθηματική αστάθεια , μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την ψυχολογική κατάσταση του γονέα και συνεπώς την διάθεση για παιχνίδι με το παιδί (Παπαβέντση, 2009). Συμπερασματικά η συμβολή των γονέων στο παιχνίδι, σχετίζεται τόσο με την δική τους άποψη περί παιχνιδιού όσο και με την ψυχολογική τους κατάσταση.
Η Γεωργιάδου (2019) υποστηρίζει ότι αν, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, ο γονέας έχει τον πρώτο ρόλο και δίνει συνεχώς κατευθύνσεις και εντολές τότε το παιδί δυσκολεύεται να αναπτύξει δικές του στρατηγικές καθώς δεν έχει χρόνο να σκεφτεί ώστε να επιλύσει το πρόβλημα. Το να κατευθύνει ο γονέας το παιχνίδι, μπορεί να είναι θετικό σε περιστάσεις όπου γίνεται με όρια, αφού το παιδί διδάσκεται τον αυτοέλεγχο, αλλά όταν αυτό γίνεται έντονα τότε είναι πιθανό να προκαλέσει αντίθετα αποτελέσματα. Ο γονέας καθοδηγεί το παιδί όταν και όπου είναι αναγκαίο διδάσκοντας έτσι στρατηγικές λύσης και ενισχύοντας την μεταξύ τους σχέση αλλά και την αυτοπεποίθησή του.
Η εμπλοκή των γονέων στο παιχνίδι κατά τη προσχολική ηλικία, ενισχύει την κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού, την αυτοπεποίθηση του και αποτελεί βέβαια και μια δραστηριότητα που δημιουργεί στο παιδί αισθήματα χαράς και αισιοδοξίας. Το παιχνίδι είναι το μέσο εξερεύνησης και μάθησης του παιδιού και οι γονείς θα ήταν χρήσιμο να εμπλουτίζουν αυτό και να διδάσκουν μέσα από αυτό, τον αυτοέλεγχο και τη συνεργασία. Η θετική στάση, η καλή διάθεση, η συνεργασία, η προθυμία και η συνέπεια του γονέα για το παιχνίδι με το παιδί, μπορεί να συμβάλουν σημαντικά στην ενίσχυση του ρόλου του.
Καταλήγοντας θα λέγαμε ότι αυτό που ενέχει ιδιαίτερη σημασία είναι η βαθιά ικανοποίηση που λαμβάνει το παιδί μέσα από τη διαδικασία του παιχνιδιού η ενίσχυση της μάθησης καθώς και η ανάπτυξη ισχυρών δεσμών με τους ενηλίκους (Κωτσόπουλος, 2009). Έτσι, οι γονείς, σεβόμενοι τις ανάγκες του παιδιού, αφιερώνοντας χρόνο και ξεφεύγοντας από τον πολυάσχολο τρόπο ζωής, μπορούν να αλληλεπιδράσουν με το παιδί δημιουργικά. Ο γονέας μπορεί να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες , να χτίσει και να επεκτείνει το παιχνίδι που προτείνει το παιδί, δίνοντας με τον τρόπο αυτό αξία στις ιδέες και τις σκέψεις του.
Βιογραφικές αναφορές
(Εικόνες1,2,3)
Soosh , 2020, Ο Μπαμπάς μου (παιδικό παραμύθι) Διαθέσιμο στo: <https://www.youtube.com/watch?v=bDmDMsqoH_E>
Cole, M. & Cole S. (2001). Η Ανάπτυξη των Παιδιών: Η Αρχή της Ζωής. Αθήνα: Τυπωθύτω-Γιώργος Δαργάνος.
Michnik-Golinkoff, R., Hirsh-Pasek, K. & Singer, G. (2006). Why play = learning: a challenge for parents and educators. In D.G. Singer, R. Michnik-Golinkoff & K. Hirsh-Pasek (Eds.), Play= learning: how play motivates and enhances children’s cognitive and social-emotional growth (pp.3-12). New York: Oxford University Press.
Bruner, J. (1983). Play, Thought and Language. Peabody Journal of Education, 60(3), 60-69.
Horowitz, A., Logsdon, C. & Anderson, K. (2005). Measurement of maternalinfant interaction. Journal of the American Psychiatric Nurses Association, 11 (3), 164-172.
Vygotsky, L. (2000). Νους στην κοινωνία: Η ανάπτυξη των ανώτερων ψυχολογικών διαδικασιών. Αθήνα: Gutenberg.
Παπαβέντση, Σ. (2009). Προικισμένα μωρά εμπνευσμένοι γονείς: για μια άλλη προσχολική ηλικία. Αθήνα: Πατάκη.
Ginsburg, R. (2007). The importance of play in promoting healthy child development and maintaining strong parent-child bonds. Pediatrics, 119(1), 182-191.
Erickson, J. (1985). Play contributes to the full emotional development of the child. Education, 105(3).
Κωτσόπουλος, Σ. (2009). Η περιθωριοποίηση του παιδιού. Εγκέφαλος, 46(4),170-173.
Παπαβέντση, Σ. (2009). Προικισμένα μωρά εμπνευσμένοι γονείς: για μια άλλη προσχολική ηλικία. Αθήνα: Πατάκη.
Σκουμπουρδή, Χ. (2015). Το παιχνίδι στη μαθηματική εκπαίδευση των μικρών παιδιών. [ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών.