Έχουμε αποπειραθεί να αναβιώσουμε και να «σχολιοποιήσουμε» πάμπολλα παραδοσιακά παιχνίδια στο Νηπιαγωγείο μας. Άλλα με μεγάλη επιτυχία, όπως το «Βασιλιά-Βασιλιά» και το «Μαντηλάκι» κι άλλα με μικρότερη, όπως το «Πατητό» ή το «περνά η μέλισσα». Άλλα γνωρίζουν μια δημοφιλία για λίγο χρονικό διάστημα και μετά η έκλειψή τους για χρόνια είναι θεαματική. Στα αρκετά χρόνια λειτουργίας του Νηπιαγωγείου τα «μήλα» δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλές παιχνίδι και να
που λάμπει τα δύο τελευταία χρόνια, όταν ένα κορίτσι το ανέσυρε από τη λήθη!
Το παίζουμε με μαλακή μπάλα βόλεϊ, όχι πολύ φουσκωμένη και σχεδόν το σύνολο των νηπίων ανήκει στην κατηγορία που μικροί τους προσάπταμε την μομφή «Τα μήλα κουλίεβα» – το λέγαμε κοροϊδευτικά σε όποιον δεν μπορούσε να πιάσει ποτέ τη μπάλα. Μπορεί όμως και τα μικρά παιδιά να έχουν τελικά μια ρεαλιστική επιβιωτική στρατηγική. Γιατί όσοι παραείναι ριψοκίνδυνοι, αν και κάποτε ηρωοποιούνται, εδώ
ελέγχονται για άγνοια κινδύνου: Έχω παρατηρήσει, όλο αυτό το διάστημα, μετρημένα στα δάχτυλα κερδισμένα μήλα και ούτε μία, αλτρουιστική, προσφορά μήλου σε βγαλμένο συμπαίκτη.
Μια σύντομη περιγραφή του παραδοσιακού παιχνιδιού, που παίζεται όμως με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλη την Ευρώπη:
Δύο παίκτες στέκονται αντικριστά, αρκετά μέτρα μακριά, ενώ στη μέση αυτής της απόστασης συγκεντρώνονται όσα μέλη τους όρισαν. Οι δυο παίκτες που στέκονται αντικριστά προσπαθούν με το τόπι να χτυπήσουν («κανέψουν»-όπως λέγεται στη Χίο) κάποιο από τα παιδιά που είναι μέσα, αυτό «καίγεται» και βγαίνει από το παιχνίδι. Αντίθετα, το παιδί που θα καταφέρει να πιάσει το τόπι χωρίς να πέσει κάτω κερδίζει «ένα μήλο» που θα του επιτρέψει, αν κάποια στιγμή «καεί» να μη βγει, αλλά να παραμείνει στο παιχνίδι, ή, αν καεί κάποιος φίλος του να του το παραχωρήσει. Όταν απομείνει ένα μόνο παιδί, οι δυο παίχτες με το τόπι μπορούν να κάνουν μόνο δέκα προσπάθειες να το χτυπήσουν. Αν τους ξεφύγει, τα ξαναφυλάνε και το παιχνίδι αρχίζει από την αρχή.

