Μήπως Χειμώνιασε Επιτέλους ;

πηγή:

www.youtube.com/@LenkaPeskou

 

 

πηγή:

www.youtube.com/watch?v=wNy4IzeiQcU

 

received 477737997725411 received 717894133169452 received 744536670349075

 

ΠΑΡΑΜΥΘΙ:

Ο χιονάνθρωπος που δεν ήθελε να λιώσει

του ΜΑΝΟΥ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ

 

Μια φορά κι έναν καιρό, στην κορυφή ενός ψηλού, χιονισμένου βουνού, ζούσε ένας χιονάνθρωπος.

Για μάτια είχε δυο κουκουνάρια, για μύτη ένα βελανίδι, τα χέρια του ήταν δυο ξερά κλαριά από πεύκο, το στόμα του —μια φού­ντα θυμαριού — το είχε χάσει. Ήταν χειμώνας, έκανε κρύο πάνω στο βουνό κι ένας τέτοιος καιρός άρεσε πολύ στον χιονάν­θρωπο.

Μα κάποιος αγριοκούνελος τον πληροφόρησε πως σε λίγο θα τε­λείωνε ο χειμώνας, θα ερχότανε η άνοιξη με τον ήλιο της και το χιόνι θα έλιωνε.
“Που να πάω για να σωθώ;” ρώ­τησε ο χιονάνθρωπος τον αετό. Αυτός άπλωσε τη φτερούγα του και του έδειξε κατά το βοριά. Βρήκε ο χιονάνθρωπος ένα ζευ­γάρι παλιά, ξεχασμένα πέδιλα του σκι, τα φόρεσε και κίνησε προς τα εκεί που του έδειξε ο αετός. Έφτασε σε μια πολιτεία, τον εί­δανε τα παιδιά που παίζανε στην πλατεία, τον πήρανε μαζί τους. “Δες τα μάτια του!” φώναξε η Κατερίνα.

“Τι αστεία χέρια που έχει!” γέλα­σε ο Στέφανος.

Κι ο Κωστής του κόλλησε ένα καπάκι από Κόκα Κόλα για στόμα.

Ο χιονάνθρωπος διασκέδαζε με τα καμώματα των παιδιών, μα δεν ξεχνούσε πως έπρεπε να συ­νεχίσει το ταξίδι του. Σα νύχτωσε, λοιπόν, κι άδεια­σε η πλατεία, πήρε πάλι τους δρόμους.

“Από εδώ πάνε για το βοριά;” ρώτησε ένα λεωφορείο.

“Πήγαινε στο λιμάνι και τα κα­ράβια θα σου πούνε!” του απά­ντησε το λεωφορείο. Ο χιονάνθρωπος έψαξε για το λιμάνι, το βρήκε, είδε τα αραγ­μένα καράβια, τα ρώτησε αν ξέ­ρουν πώς πάνε στα βορινά. “Θα σε πηγαίναμε εμείς, μα έχει τρικυμία αυτές τις μέρες και δε σαλπάρουμε” τον απογοήτεψαν τα καράβια.

“Και τώρα τι θα κάνω;” δάκρυσε ο χιονάνθρωπος κι έκανε μια γκριμάτσα και ξεκόλλησε το κα­πάκι της Κόκα Κόλα κι έμεινε ξανά χωρίς στόμα. Τον είδε έτσι λυπημένο μια βαρκούλα –ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ- τη λέγανε.

“Άντε να σε πάω εγώ!” του είπε κι ο χιονάνθρωπος καταχάρη­κε. Βολεύτηκε κάπου στην πλώ­ρη κι ανοίχτηκαν στο πέλαγο. Η φουρτούνα ήταν δυνατή. Να κάτι θεόρατα κύματα χτυπάγανε τη βάρκα κι έτριζαν τα γέρικα ξύλα, “κριτς!” ράγισε το σκαρί. Μπήκαν νερά. Πάει, βούλιαξε η ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ, βρέθηκε στο βυθό ο χιονάνθρωπος. Τον είδανε τα ψάρια, τα μικρά τρομάξανε, τα πιο μεγάλα ξαφνιαστήκανε. Ήταν κι ένας καρ­χαρίας που όρμηξε και “χαπ!” κό­βει ένα κομμάτι από την κοιλιά του χιονάνθρωπου. Μα ήταν παγωμένη η μπουκιά και του πονέσανε οι αμυγδαλές και το ‘βαλε στα πόδια ο καρ­χαρίας.

Ο χιονάνθρωπος κοιτούσε γύρω με τα δυο κουκουναρομάτια του, κοιτούσε και χάζευε τα ψάρια, τα φύκια, τα όστρακα και τα κο­χύλια. Μετά, άρχισε να λιώνει. “Βοήθεια!” φώναξε, αλλά δεν υπήρχε κανείς στον βυθό που θα μπορούσε να τον σώσει. Έλιωσε, λοιπόν, κι έγινε νερό. Ένα αυλάκι παγωμένο, που κά­ποτε ήταν χιονάνθρωπος. Πέρασαν πολλές μέρες, πέρα­σαν μήνες και το νερό αυτό που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος, βρέ­θηκε σε μιαν άλλη παραλία. Το έριξαν τα κύματα στα βρά­χια, κύλησε σε μια λακκούβα κι έμεινε εκεί. Βγήκε ο ήλιος και το ζέστανε, το έκανε μικρές σταγόνες, π’ ανα­σηκώθηκαν ψηλά, μέχρι τον ου­ρανό φτάσανε, ενώθηκαν όλες μαζί, φτιάξανε ένα σύννεφο. Ο άνεμος έσυρε μαζί του το σύν­νεφο, το έφερε πάνω από το βου­νό το χιονισμένο, απ’ όπου ο χιο­νάνθρωπος είχε ξεκινήσει κι εκεί το σύννεφο έπεσε σα χιόνι πάνω στην κορυφή.

Κάτι περαστικοί ορειβάτες άρ­χισαν τον χιονοπόλεμο και μετά φτιάξανε ένα χιονάνθρωπο. Του βάλανε δυο κουκουνάρια για μάτια, ένα βελανίδι για μύτη, δυο ξερά κλαριά από πεύκο για χέρια. Μετά φύγανε και ξεχάσανε το στόμα.

Μα αυτό δεν στενοχώρησε τον χιονάνθρωπο. . Ήταν τόσο χα­ρούμενος, που δεν χάθηκε ούτε στην πλατεία, ούτε στη μανια­σμένη θάλασσα, ούτε και στο βυθό με τα κοχύλια του, τα ψά­ρια του κι εκείνον τον απαίσιο, τον κακό καρχαρία του.