ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ – 3ος ΘΕΜΑΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ – Ενδιαφέρομαι και Ενεργώ – Κοινωνική Συναίσθηση και Ευθύνη —- Θέμα: Ανθρώπινα Δικαιώματα— Τίτλος: «Οικογένεια σαν μουσική, μαγική μελωδική, κάποιες νότες υψηλές κι άλλες τόσες χαμηλές»

«Μια ευτυχισμένη οικογένεια είναι σαν ένας προγενέστερος παράδεισος».

Τζωρτζ Μπερναντ Σο

 

swan 2494925 960 720

Βασικοί στόχοι του προγράμματος:

-Καλλιέργεια των δεξιοτήτων του 21ου αιώνα

-Γνωρίζω την έννοια και τις αρχές της οικογένειας, τα δικαιώματα των μελών της αλλά και τις υποχρεώσεις τους μέσα στα πλαίσιά της

-Επικοινωνία, Συνεργασία, Σεβασμός, Κατανόηση, Όρια και Περιθώρια μέσα στην οικογένεια

-Οι πολλές μορφές μιας οικογένειας σήμερα

Διάρκεια περίπου 7 εβδομάδες (5-7 εργαστήρια 2-3 ωρών την εβδομάδα)

Περίοδος υλοποίησης: Φεβρουάριος – Μάρτιος 2023

«Η οικογένεια δεν είναι σημαντική, είναι το παν»- Michael J. Fox

 

 

Δες εδώ την ιστορία του ΕΛΦΙ του ΟΥΡΑΝΟΚΑΤΕΒΑΤΟΥ :

http://play.byethost8.com/elfi/?i=1

 

της ΙΩΑΝΝΑΣ ΜΑΝΑΦΗ

εικονογράφηση: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΙΤΜΕΡΙΔΗΣ

Μήπως Χειμώνιασε Επιτέλους ;

πηγή:

www.youtube.com/@LenkaPeskou

 

 

πηγή:

www.youtube.com/watch?v=wNy4IzeiQcU

 

received 477737997725411 received 717894133169452 received 744536670349075

 

ΠΑΡΑΜΥΘΙ:

Ο χιονάνθρωπος που δεν ήθελε να λιώσει

του ΜΑΝΟΥ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ

 

Μια φορά κι έναν καιρό, στην κορυφή ενός ψηλού, χιονισμένου βουνού, ζούσε ένας χιονάνθρωπος.

Για μάτια είχε δυο κουκουνάρια, για μύτη ένα βελανίδι, τα χέρια του ήταν δυο ξερά κλαριά από πεύκο, το στόμα του —μια φού­ντα θυμαριού — το είχε χάσει. Ήταν χειμώνας, έκανε κρύο πάνω στο βουνό κι ένας τέτοιος καιρός άρεσε πολύ στον χιονάν­θρωπο.

Μα κάποιος αγριοκούνελος τον πληροφόρησε πως σε λίγο θα τε­λείωνε ο χειμώνας, θα ερχότανε η άνοιξη με τον ήλιο της και το χιόνι θα έλιωνε.
“Που να πάω για να σωθώ;” ρώ­τησε ο χιονάνθρωπος τον αετό. Αυτός άπλωσε τη φτερούγα του και του έδειξε κατά το βοριά. Βρήκε ο χιονάνθρωπος ένα ζευ­γάρι παλιά, ξεχασμένα πέδιλα του σκι, τα φόρεσε και κίνησε προς τα εκεί που του έδειξε ο αετός. Έφτασε σε μια πολιτεία, τον εί­δανε τα παιδιά που παίζανε στην πλατεία, τον πήρανε μαζί τους. “Δες τα μάτια του!” φώναξε η Κατερίνα.

“Τι αστεία χέρια που έχει!” γέλα­σε ο Στέφανος.

Κι ο Κωστής του κόλλησε ένα καπάκι από Κόκα Κόλα για στόμα.

Ο χιονάνθρωπος διασκέδαζε με τα καμώματα των παιδιών, μα δεν ξεχνούσε πως έπρεπε να συ­νεχίσει το ταξίδι του. Σα νύχτωσε, λοιπόν, κι άδεια­σε η πλατεία, πήρε πάλι τους δρόμους.

“Από εδώ πάνε για το βοριά;” ρώτησε ένα λεωφορείο.

“Πήγαινε στο λιμάνι και τα κα­ράβια θα σου πούνε!” του απά­ντησε το λεωφορείο. Ο χιονάνθρωπος έψαξε για το λιμάνι, το βρήκε, είδε τα αραγ­μένα καράβια, τα ρώτησε αν ξέ­ρουν πώς πάνε στα βορινά. “Θα σε πηγαίναμε εμείς, μα έχει τρικυμία αυτές τις μέρες και δε σαλπάρουμε” τον απογοήτεψαν τα καράβια.

“Και τώρα τι θα κάνω;” δάκρυσε ο χιονάνθρωπος κι έκανε μια γκριμάτσα και ξεκόλλησε το κα­πάκι της Κόκα Κόλα κι έμεινε ξανά χωρίς στόμα. Τον είδε έτσι λυπημένο μια βαρκούλα –ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ- τη λέγανε.

“Άντε να σε πάω εγώ!” του είπε κι ο χιονάνθρωπος καταχάρη­κε. Βολεύτηκε κάπου στην πλώ­ρη κι ανοίχτηκαν στο πέλαγο. Η φουρτούνα ήταν δυνατή. Να κάτι θεόρατα κύματα χτυπάγανε τη βάρκα κι έτριζαν τα γέρικα ξύλα, “κριτς!” ράγισε το σκαρί. Μπήκαν νερά. Πάει, βούλιαξε η ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ, βρέθηκε στο βυθό ο χιονάνθρωπος. Τον είδανε τα ψάρια, τα μικρά τρομάξανε, τα πιο μεγάλα ξαφνιαστήκανε. Ήταν κι ένας καρ­χαρίας που όρμηξε και “χαπ!” κό­βει ένα κομμάτι από την κοιλιά του χιονάνθρωπου. Μα ήταν παγωμένη η μπουκιά και του πονέσανε οι αμυγδαλές και το ‘βαλε στα πόδια ο καρ­χαρίας.

Ο χιονάνθρωπος κοιτούσε γύρω με τα δυο κουκουναρομάτια του, κοιτούσε και χάζευε τα ψάρια, τα φύκια, τα όστρακα και τα κο­χύλια. Μετά, άρχισε να λιώνει. “Βοήθεια!” φώναξε, αλλά δεν υπήρχε κανείς στον βυθό που θα μπορούσε να τον σώσει. Έλιωσε, λοιπόν, κι έγινε νερό. Ένα αυλάκι παγωμένο, που κά­ποτε ήταν χιονάνθρωπος. Πέρασαν πολλές μέρες, πέρα­σαν μήνες και το νερό αυτό που κάποτε ήταν χιονάνθρωπος, βρέ­θηκε σε μιαν άλλη παραλία. Το έριξαν τα κύματα στα βρά­χια, κύλησε σε μια λακκούβα κι έμεινε εκεί. Βγήκε ο ήλιος και το ζέστανε, το έκανε μικρές σταγόνες, π’ ανα­σηκώθηκαν ψηλά, μέχρι τον ου­ρανό φτάσανε, ενώθηκαν όλες μαζί, φτιάξανε ένα σύννεφο. Ο άνεμος έσυρε μαζί του το σύν­νεφο, το έφερε πάνω από το βου­νό το χιονισμένο, απ’ όπου ο χιο­νάνθρωπος είχε ξεκινήσει κι εκεί το σύννεφο έπεσε σα χιόνι πάνω στην κορυφή.

Κάτι περαστικοί ορειβάτες άρ­χισαν τον χιονοπόλεμο και μετά φτιάξανε ένα χιονάνθρωπο. Του βάλανε δυο κουκουνάρια για μάτια, ένα βελανίδι για μύτη, δυο ξερά κλαριά από πεύκο για χέρια. Μετά φύγανε και ξεχάσανε το στόμα.

Μα αυτό δεν στενοχώρησε τον χιονάνθρωπο. . Ήταν τόσο χα­ρούμενος, που δεν χάθηκε ούτε στην πλατεία, ούτε στη μανια­σμένη θάλασσα, ούτε και στο βυθό με τα κοχύλια του, τα ψά­ρια του κι εκείνον τον απαίσιο, τον κακό καρχαρία του.

 

Φ Ε Β Ρ Ο Υ Α Ρ Ι Ο Σ

Παροιμίες…

 

 

για το Φεβρουάριο Σελίδα 3 για το Φεβρουάριο Σελίδα 4 για το Φεβρουάριο Σελίδα 5

για το Φεβρουάριο Σελίδα 1 1

Πώς αλλιώς τον λένε;

λαϊκές για το μήνα Φεβρουάριο Σελίδα 3

 

ΜΑΣ ΦΕΡΝΕΙ Ο ΦΛΕΒΑΡΗΣ Σελίδα 1

πηγή : dreamkindergarten.blogspot.com/

 

και ΠΑΡΑΜΥΘΙ!

Ο Κουτσοφλέβαρος

(διασκευή από το ομώνυμο διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα)

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια τεράστια σπηλιά ζούσαν οι δώδεκα μήνες τρώγοντας, πίνοντας και περιμένοντας ώσπου να έρθει η σειρά του καθενός. Μέσα στη σπηλιά είχαν βάλει ένα βαρέλι γεμάτο με κρασί κι όταν ήρθε η ώρα να το πιουν άνοιξε ο καθένας από μια τρύπα κι έβαλε τη βρύση του. Ο Μάρτης έβαλε τη βρύση του όσο πιο χαμηλά μπορούσε. Οι άλλοι μήνες τον κορόιδευαν πως έτσι θα πιει τα κατακάθια, αλλά αυτός χαμογελούσε πονηρά. Είχε το σκοπό του.

Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες και οι μήνες διασκέδαζαν πίνοντας από λίγο κρασί τη φορά προσεχτικά για να μην τους τελειώσει γρήγορα. Μια μέρα όμως που έλειπαν οι άλλοι μήνες, ο Μάρτης άνοιξε τη βρύση του και ρούφηξε όλο το κρασί. Όταν επέστρεψαν οι υπόλοιποι μήνες έτρεξαν διψασμένοι προς το βαρέλι.

-Μάρτη, φέρε μας κρασί φώναξε ο Θεριστής που φορούσε ψάθινο καπέλο και στο χέρι του κρατούσε ένα δρεπάνι.

-Ναι, ναι κρασί, φώναξαν και οι άλλοι μήνες.

-Μα δεν τα μάθατε; φώναξε γελώντας ο Νοέμβρης.

-Τι να μάθουμε; ρώτησε ο Αλωνάρης που το κεφάλι του ήταν ξερό και άγονο σαν το αλώνι.

-Ο Μάρτης ξαναπαντρεύτηκε και τώρα έχει δυο γυναίκες, μια όμορφη και φτωχιά και μια άσχημη και πλούσια. Όταν είναι με την όμορφη ο καιρός είναι καλός ,ενώ όταν είναι με την άσχημη βρέχει και χιονίζει…

Ο Απρίλης που ήταν ο πιο όμορφος από όλους τους μήνες γελούσε. Γελούσε γιατί σε λίγες μέρες θα τελείωναν οι μέρες του Μάρτη και θα ερχόταν η σειρά του.

-Κρασί, κρασί ακούστηκε τότε η φωνή του Φλεβάρη. Τι μας νοιάζει εμάς τι κάνει ο Μάρτης με τις γυναίκες του; Κι έτρεξαν όλοι στο βαρέλι. 

Εκεί όμως βρήκαν το Μάρτη ξαπλωμένο, με τη μακριά του φουστανέλα μούσκεμα από το κρασί! Οι άλλοι μήνες άρχισαν να γελάνε μόλις όμως άνοιξαν τη βρύση τους να πιουν τίποτα! το στόμα τους γέμισε αέρα. Τότε κατάλαβαν πως ο Μάρτης τους ήπιε όλο το κρασί από το βαρέλι και θυμωμένοι άρχισαν να τον βαράνε με κλοτσιές και μπουνιές. Τον έκαναν μαύρο από το ξύλο. Όμως ο Μάρτης είναι ο πιο δυνατός από όλους τους μήνες και τον φοβούνται ακόμα και οι άνθρωποι, και πιο πολύ η γριά Γαλανή.

-Φύλα ξύλα για το Μάρτη να μην κάψεις τα παλούκια έλεγε.

Η γριά Γαλανή είχε δέκα κατσίκες και έλπιζε να κάνουν κατσικάκια, να τα πουλήσει ώστε να μπορέσει να ζήσει. Έτσι κι έγινε. Οι κατσίκες γέννησαν και τα κατσικάκια χοροπηδούσαν χαρούμενα. Κι ενώ ο Μάρτης έφτανε στο τέλος του, βροντές ηχούσαν στον αέρα κι ένα παγωμένο χαλάζι χτύπησε την καημένη γριούλα στο πρόσωπο την ώρα που έτρεξε να περιμαζέψει τα κατσικάκια στο μαντρί.

       -Στα κομμάτια να πας, παλιό- Μάρτη, είπε. Δε σε έχω πια ανάγκη, σε λίγο έρχεται ο καλός και ζεστός Απρίλης, φώναξε η γριά Γαλανή.

Όμως ο Μάρτης την άκουσε, θύμωσε πολύ κι αποφάσισε να την τιμωρήσει. Έτσι όταν τον επισκέφτηκε ο ήρεμος και καλός Φλεβάρης για να του ζητήσει συγνώμη για το ξύλο που του έριξε μαζί με τους άλλους μήνες, ο Μάρτης έκανε πως το είχε ξεχάσει. Είχε το σχέδιό του. Κέρασε με κρασί τον Φλεβάρη κι όταν τον ζάλισε καλά καλά του είπε:

-Ξέρεις Φλεβάρη, σήμερα τελειώνει η σειρά μου και αύριο έρχεται η σειρά του Απρίλη. 

Ο Φλεβάρης θύμωσε γιατί δεν συμπαθούσε καθόλου τον Απρίλη που ήταν όμορφος με ξανθά μαλλιά και όλα τα  κορίτσια ήταν ερωτευμένα μαζί του.

-Λέω να τον κάνουμε να σκάσει από το κακό του, είπε ο Μάρτης. Να μου δανείσεις δυο μέρες σου, τις χειρότερες με βροχή και χαλάζι.

-Στις δίνω είπε ο Φλεβάρης μουδιασμένος μιας και οι μήνες δε δίνουν εύκολα τις μέρες τους.

Κι έτσι η γριά Γαλανή εκεί που περίμενε να έρθει ο Απρίλης, έπεσε τέτοιο χαλάζι που δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Δεν είχε που να κρυφτεί…

Ο Μάρτης, όταν η καταστροφή τελείωσε, γύρισε στη σπηλιά. Τον είδε ο Φλεβάρης και του ζήτησε πίσω τις δύο του μέρες.

-Ποιες μέρες, είπε αυτός. Αυτές είναι οι μέρες της γριάς. 

Κι έτσι έμεινε ο Φλεβάρης με εικοσιοχτώ μέρες μόνο, γι’αυτό και τον λένε Κουτσοφλέβαρο.