Νηπιαγωγείο

Σύμφωνα με το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών (ΔΕΠΠΣ) για το Νηπιαγωγείο, τόσο οι θεματικές προσεγγίσεις όσο και τα σχέδια εργασίας «δίνουν έμφαση στη διαθεματικότητα, στην ολιστική αντίληψη της γνώσης και στην αξιοποίηση του ενδιαφέροντος, των ιδεών και των Βιωμένων εμπειριών των παιδιών στη διαδικασία της μάθησης. Οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται είναι κυρίως συλλογικές και ευνοούν την αλληλεπίδραση, την επικοινωνία, τη χρήση της τεχνολογίας, τον προφορικό και το γραπτό λόγο» (ΔΕΠΠΣ, 2003).
Η οργάνωση δραστηριοτήτων που συνδέονται με διαφορετικούς γνωστικούς και αναπτυξιακούς τομείς γύρω από ένα θέμα το οποίο προσελκύει το εν­διαφέρον τους δίνει στα μικρά παιδιά τη δυνατότητα να αντιληφθούν τη σφαιρική διά­σταση της γνώσης, να συνδέσουν μεταξύ τους διαφορετικές εμπειρίες και, το πιο σημα­ντικό, να ασκηθούν στη σε Βάθος παρατήρηση, τη διερεύνηση και την αναπαράσταση φαινομένων του περιβάλλοντος τους, να εισαχθούν δηλαδή σε πρακτικές οι οποίες χαρα­κτηρίζουν τον επιστημονικό τρόπο εργασίας. Επίσης, δουλεύοντας στο πλαίσιο θεματικών προσεγγίσεων και σχεδίων εργασίας, «…δίνεται στα παιδιά η δυνατότητα να αντιληφθούν και να αντιμε­τωπίσουν την τάξη ως κοινότητα. Το ήθος της κοινότητας δημιουργείται όταν αναμένεται από όλα τα παιδιά να συνεισφέρουν στη ζωή της ομάδας και ενθαρρύνονται σε αυτήν τους την προσπάθεια, ακόμη και αν το επιτυγχάνουν με διαφορετικούς τρόπους το καθένα..
«Μάθηση είναι το να χρησιμοποιείς νοητικές και κοινωνικές
στρατηγικές για να ανακοινώσεις, να προσκαλέσεις, να πείσεις,
να σχεδιάσεις μαζί με άλλους…»
Στον παραπάνω ορισμό της μάθησης είναι προφανές ότι η κατάκτηση της γλώσσας είναι η κυρίαρχη προϋπόθεση για την προσέγγιση της. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα εξωτερικεύουμε αυτά που έχουμε μάθει, αλλά και ρωτάμε για να μάθουμε περισσότερα. Στην καθημερινή ζωή με τη γλώσσα επικοινωνούμε, ενημερώνουμε και ενημερωνόμαστε, διεκδικούμε, παραπονιόμαστε, διαμαρτυρόμαστε, αστειευόμαστε, ευχόμαστε και ευχαρι­στούμε, δηλαδή στην ουσία ρυθμίζουμε τις σχέσεις μας με τους άλλους. Σε ό,τι αφορά τη σχολική πραγματικότητα, το επίπεδο κατάκτησης του προφορικού, αλλά κυρίως του γραπτού λόγου, δηλαδή της ανάγνωσης και της γραφής, όπως αναφέρεται σε σχετικές μελέτες, έχει συνδεθεί με τη μαθησιακή εξέλιξη των παιδιών και τη σχολική τους επιτυχία ή αποτυχία. Η σχέση που αναπτύσσεται με την ανάγνωση και τη γραφή στο ξεκίνημα της σχολικής διαδρομής, δηλαδή στο νηπιαγωγείο, θεωρείται εξαιρετικά σημαντική για τη θετική σχολική εξέλιξη των παιδιών και τη συνακόλουθη ένταξη τους σε μια κοινωνία γραπτής επικοινωνίας, όπως είναι η σημερινή. Σύμφωνα με έκθεση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων της ευρωπαϊκής κοινότητας για τις δεξιότητες-κλειδιά που απαιτούνται στις σύγχρονες κοινωνίες (Μάρτιος 2002), η καλή γνώση της μητρικής γλώσσας, τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή εκδοχή της, αποτελεί προαπαιτούμενο για την ομαλή κοινωνική ένταξη και τη συμμετοχή σε δραστηριότητες πολιτισμικού, οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα της σύγχρονης ζωής. Η δόμηση μιας θετικής σχέσης με τον προφορικό και το γραπτό λόγο είναι το κλειδί για κάθε μάθηση και για την ανάπτυξη των ικανοτήτων που συνδέονται με αυτήν (Πικροδημήτρη, 2004). Η καλή συγκρότηση του προφορικού λόγου ευνοεί την προσωπική ανάπτυξη και τη δόμηση συγκροτημένης κοινωνικής ταυτότητας (Καλλιφατίδης, Ι99Α.
Η επιτυχία του νηπιαγωγείου
Εφόσον τα παιδιά, ολοκληρώνοντας τη φοίτηση τους στο νηπιαγωγείο, έχουν κατανοήσει την κεφαλαιώδη σπουδαιότητα της γραπτής γλώσσας για το σύγχρονο άνθρωπο και είναι έτοιμα να «αγωνισθούν» για να τη μάθουν, το έργο της προσχολικής εκπαίδευσης αξίζει να θεωρείται επιτυχημένο, ακόμη κι αν τυπικά το νηπιαγωγείο δεν έχει «διδάξει» στους μικρούς μαθητές του να γράφουν ή να διαβάζουν. Κατανοώντας τη λειτουργία του γραπτού λόγου, τα παιδιά αποκτούν τα κίνητρα που χρειάζονται προκειμένου να υποστούν τους κόπους και τις δυσκολίες που προϋποθέτει η εκμάθηση της γραπτής γλώσσας.