Διαβάζουμε το παραμύθι
“Δωσ’ μου μια δεύτερη ευκαιρία”, ένα παραμύθι για την ανακύκλωση
από τη Χρυσάνθη Καραΐσκου, με τις ζωγραφιές του Νεστορα Ξουρή,
από τις εκδόσεις Διάπλαση.
Οι ήρωες του παραμυθιού μας θα περάσουν πολλές δοκιμασίες που θα τους τρομάξουν και θα τους απογοητεύσουν.
Θα καταφέρουν άραγε να ξαναγίνουν κάτι χρήσιμο; θα έχουν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή;;
Καθημερινά θα βρίσκετε στο blog μας τη συνέχεια από τις περιπέτειες της Μένιας της Αλουμινένιας, της Λίτσας της γυαλίτσας, του Τόνι του χαρτόνι και της Ρίας της μπαταρίας!
Ένα ανοιξιάτικο απόγευμα σ’ ενα μικρό δάσος όλα φαίνονται να κυλούν ήρεμα. Κάποιες φωνές στο βάθος του δάσους έρχονται να ταράξουν την ήρεμη ατμόσφαιρα. Ας πλησιάσουμε να δούμε τι συμβαίνει.
“Πήγαινε λίγο πιο πέρα, με την ενοχλείς”, ακούστηκε η φωνή της Μένιας της αλουμινένιας. “Εγώ ήρθα πρώτη σε αυτό το μέρος, αν δε σου αρέσει να φύγεις”, απάντησε η η Λίτσα η γυαλίτσα. “Από την πρώτη στιγμή που ήρθα σε αυτόν τον τόπο κατάλαβα πως είσαι στριμμένη”, απάντησε η Μενια. “Για να σου πω, πρόσεχε πως μου μιλάς. Αρκετή υπομονή έκανα μαζί σου”, φώναξε οργισμένη η Λίτσα η γυαλίτσα. “Δεν βλέπεις τα χάλια σου, λέω εγώ, που ασχολείσαι όλο με μένα; Αλλά ξέρω γιατί τα λες αυτά”. “Γιατί;” ρώτησε η Μένια. “Είναι ολοφάνερο. Με ζηλεύεις”, απάντησε η Λίτσα παίρνοντας ύφος υπεροπτικό. “Σε ζηλεύω; Εγώ; Εγωωω; Τι να ζηλέψω από εσένα;” ρώτησε η Μένια. “Με ζηλεύεις γιατί ήσουν, είσαι και θα είσαι ένα άσχημο κουτί που προσπαθεί να μου μοιάσει, αλλά φυσικά δεν μπορεί να τα καταφέρει”. “Ε όχι και να σου μοιάσω! Εγώ είμαι πολύ καλύτερη σου. Αυτό φαίνεται και από το πόσο συχνά μας χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στη ζωή τους”.
“Άκου να σου πω αλουμινένια, και βαλ’ το καλά στο μυαλό σου. Εγώ υπήρχα πολλά χρόνια πριν εμφανιστείς εσύ στη ζωή των ανθρώπων. Είμαι από τις πιο παλιές εφευρέσεις του ανθρώπου και όλοι με αγαπούν πολύ. Γι’αυτό προσπαθούν να με κάνουν όσο το δυνατόν πιο όμορφη”.
“Προσπαθούν αλλά δεν το πετυχαίνουν”.
“Δεν το βλέπεις γιατί χρειάζεσαι οφθαλμίατρο. Αν μπορούσες να δεις καλύτερα, θα έβλεπες το υπέροχο σχήμα μου, το μοναδικό μου χρώμα, τη λαμπερή και γυαλιστερή μου πλάτη…”
“Τον ραγισμένο σου λαιμό, τη γρατζουνισμένη σου πλάτη, το ξεθωριασμένο χρώμα σου”, συμπλήρωσε η Μένια η αλουμινένια.
“Ε, εντάξει, δεν είμαι και στα καλύτερα μου τώρα. Αλλά εξακολουθώ να είμαι ομορφότερη από σένα”.
“Εγώ είμαι άσχημη; Εγώ; Που όταν κυκλοφόρησαν στην αγορά ήρθε ένα παιδί και, αφού με είδε, έκλαιγε για να με αγοράσει η μητέρα του; Ακούς; Έκλαιγε για μένα. Έχω κάψει καρδιές”, είπε με καμάρι η Μένια. “Σιγά το μοντέλο”, κάγχασε ειρωνικά η Λίτσα.
“Σταματήστε επιτέλους! Δεν σας αντέχω άλλο”, ακούστηκε εξοργισμένος ο Τόνι το χαρτόνι.
“Μπα, ξύπνησες, χρυσέ μου;” τον ρώτησε ειρωνικά η Λίτσα. “Με ρωτάτε αν μπόρεσα να κοιμηθώ καθόλου; Όλο φωνές και φασαρία είστε. Εγώ όμως δεν αντέχω. Είμαι πολύ ευαίσθητος και συναισθηματικός”.
“Αν δεν σου αρέσει, σήκω και φύγε”, του είπε θυμωμένη η Μένια η αλουμινένια. “Ο χώρος είναι δημόσιος”.
“Αν μπορούσα να φύγω και να γυρίσω πίσω από εκεί που ήρθα θα το είχα κάνει ηδη. Βλέπετε, εγώ είμαι συνηθισμένος να βρίσκομαι κοντά στους ανθρώπους και στα γράμματα. Μου αρέσει να διαβάζω τα άλλα χαρτιά η ν’ ακούω τις ιστορίες τους. Ειμαι παιδί της γνώσης και του πνεύματος”.
“Ε, ψιτ, παιδί της γνώσης και του πνεύματος, δεν πας λίγο πιο πέρα γιατί κοντευουμε να πάθουμε ασφυξία;”
“Καλα σου λέει. Μας σκεπαστές και δεν μπορούμε να πάρουμε αέρα”, συμπλήρωσε η Λίτσα η γυαλιτσα.
“Και που να πάω, βρε κορίτσια;” ρώτησε ο ο Τόνι το χαρτόνι. “Εδώ με άφησαν οι άνθρωποι, κι αν δεν φυσήξει δυνατός αέρας δεν μπορώ να πάω πουθενά”.
“Δεν σε άφησαν, σε πέταξαν”, είπε η Μένια η αλουμινένια όλο κακία.
“Θα σκάσετε από τη ζήλια σας γιατί εγώ είμαι ο καλύτερος”, είπε ο Τόνι και φούσκωσε από περηφάνια.
Η κουβέντα αυτή προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, νέες μάχες μεταξύ των τριών φίλων μας. Κάποια στιγμή ακούγεται δυνατά η φωνή της Λίτσας γυαλίτσας: “Ε, για κάντε λιγάκι ησυχία. Μου φαίνεται πως ακούω φωνές ανθρώπων”.
“Δίκιο έχεις”, είπε ο Τόνι το χαρτόνι. “Είναι δυο παιδιά και έρχονται προς το μέρος μας. Για να δούμε τι θέλουν εδώ”. Στο μεταξύ τα παιδιά έφτασαν κοντά στους φίλους μας και κοντοστάθηκαν.
“Προς τα που λες να πάμε;” Ρώτησε το αγόρι. “Εγώ προτείνω να πάμε προς τα εδώ”, απάντησε το κορίτσι και έδειξε με το χέρι του προς το μέρος των φίλων μας.
“Όχι εδώ, είναι γεμάτο σκουπίδια, δε βλέπεις;” είπε πάλι το αγόρι.
Σκουπίδι είσαι και φαίνεσαι, είπαν με ένα στόμα η Μένια, η Λίτσα και ο Τόνι.
“Ποιοι με αποκάλεσαν σκουπίδι;” ρώτησε αγριεμένο το αγόρι και κοίταξε ολόγυρα. “Εγώ δεν άκουσα τίποτε”, είπε το κορίτσι.
“Μα πως, αφού άκουσα κάποιους να λένε “σκουπίδι είσαι και φαίνεσαι”, είπε απορημένο.
“Θα παράκουσες. Τέλος πάντων, ας τα αφήσουμε αυτά κι ας αποφασίσουμε προς τα που θα πάμε”, είπε το κορίτσι.
“Εντάξει, εγώ λέω ν’ ακολουθήσουμε αυτό το μονοπάτι. Σίγουρα θ’ ανακαλύψουμε κάτι σημαντικό, μια σπηλιά, μπορεί και κανένα θησαυρό’, πρότεινε το αγόρι.
“Ναι, και τότε θα γίνουμε διάσημοι και θα μας θαυμάζουνε όλοι στο σχολείο”, είπε το κορίτσι ενθουσιασμένο..
“Μισό λεπτό ν’ αλλάξω τις μπαταρίες στο φακό, γιατί μπορεί να το χρησιμοποιήσουμε”.
Και καθώς έλεγε αυτά, άλλαξε τις μπαταρίες και τις παλιές τις πέταξε στο σωρό με τα σκουπίδια.
“Έτοιμος, φύγαμε!” είπε και τα παιδιά πήραν το μονοπάτι που θα τους οδηγούσε σε μεγάλες και ένδοξες περιπέτειες, όπως πίστευαν.
Κι ενώ τα παιδιά απομακρύνονταν, οι φίλοι μας υποδέχονταν ένα νέο επισκεπτη. Η Ρία η μπαταρία έπεσε πάνω τους.
“Εσύ μας έλειπες, είπε η Μένια και ξίνισε τα μούτρα της. “Λίγο ακόμη και θα με τραυμάτιζες σοβαρά”, γκρίνιαξε η Λίτσα.
“Συγγνώμη, φίλοι μου, για την απότομη είσοδο μου, αλλά όπως είδατε και εσείς δεν φταίω εγώ που ήρθα εδώ. Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Είμαι η Ρία η μπαταρία κι ελπίζω να περάσουμε καλά όσο καιρό θα είμαστε μαζί”.
“Θα μπορούσες, να κυλήσεις λίγο πιο πέρα”, είπε η Μένια χωρίς να δώσει σημασία σε αυτά που τους έλεγε η Ρία.
“Καλά σου λέει η φίλη μου”, είπε η Λίτσα η γυαλίτσα. “Εδώ όπως βλέπεις μαζευτήκαμε πολλοί. Έτσι όπως πάνε θα πιάσουμε κοριούς”.
“Και τι θέλεις να κάνω τώρα;” ψέλλισε η Ρία η μπαταρία.
“Να σηκωθείς και να φύγεις, είπαν όλοι μαζί, με ενα στόμα, μιά φωνή.
Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, δεν γίνεται”, τους είπε με ήρεμο τόνο. “Θα πρέπει να κάνετε υπομονή, και να με ανεχτείτε μέχρι να περάσουν να μας μαζέψουν για να μας πάνε στη χωματερή”.
“Στη χωματερή; Τι είναι αυτό;” ρώτησε η Λίτσα.
“Η χωματερή είναι ένας μεγάλος τόπος όπου οι άνθρωποι μαζεύουν τα σκουπίδια τους και τα πετάνε εκεί”.
“Και θέλεις να μου πεις πως εγώ, μια Λίτσα γυαλίτσα, θα πάω και θα ζήσω για πάντα σ’ έναν άλλο τόπο μαζί με κάθε λογής σκουπίδια; Και μόνο στη σκέψη τρελαίνομαι”.
“Έχεις δίκιο, χρυσή μου, είπε η Μένια “αυτή η χωματερή, δεν είναι τόπος για μας”.
“Εμείς είμαστε σημαντικά υλικά και δεν αξίζουμε κάτι τέτοιο. Στη χωματερή πρέπει να πας μόνο εσύ”, είπε ο Τόνι.
“Αν νομίζετε πως αξίζετε κάτι παραπάνω, τότε μπορεί να έρθουν οι άνθρωποι, να σας πάρουν και να σας πάνε για ανακύκλωση”.
“Ανακύκλωση; Τι είναι πάλι αυτό;” ρώτησε ο Τόνι.
“Φαίνεται πως είστε πολύ καιρό εδώ, γι’ αυτό δεν έχετε ακούσει τίποτα για την ανακύκλωση”.
“Αυτό είναι αλήθεια”, μονολόγησε η Λίτσα. “Δεν ξέρω πόσα χρόνια βρίσκομαι εδώ σ’ αυτή τη θέση”.
“Λοιπόν, ανακύκλωση είναι όταν οι άνθρωποι δεν πετούν όλα τα υλικά στα σκουπίδια, αλλά παίρνουν κάποια από αυτά, τα επεξεργάζονται και τα ξανακάνουν χρήσιμα υλικά. Έτσι έχουν λιγότερα σκουπίδια και δεν καταστρέφουν το περιβάλλον”.
“Και ποια είναι αυτά τα χρήσιμα υλικά;” ρώτησε με αγωνία η Μένια.
“Αυτά είναι το αλουμίνιο, το χαρτί, το γυαλί, οι ηλεκτρικές συσκευές, κάποια πλαστικά και φυσικά, οι μπαταρίες”.
“Μμμ, μούτρα που πιστεύουν πως είναι χρήσιμα”, είπε η Λίτσα, που από τη στιγμή που η Ρία πάτησε το πόδι της στο μέρος τους, δεν τη συμπάθησε καθόλου, αφού κόντεψε να τη χτυπήσει, έστω και καταλάθος.
“Πες το ψέματα”, είπε ο Τόνι, που και αυτός δεν τη συμπάθησε, γιατί τον τσαλάκωσε λιγάκι.
“Και όμως. Και εγώ είμαι χρήσιμη γι’ αυτό οι άνθρωποι με ανακυκλώνουν”.
“Καλά σε πιστέψαμε”, είπε η Μένια απαξιωτικά και στράφηκε προς τους άλλους.
“Λοιπόν, φίλοι μου, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε να έρθουν οι άνθρωποι να μας μαζέψουν και να μας πάνε για ανακύκλωση.
Ανυπομονώ ν’ αποκτήσω νέο σώμα”, είπε η Λίτσα περιχαρής.
“Θα περιμένετε πολύ, γιατί οι άνθρωποι δεν ανακυκλώνουν συχνά τα σκουπίδια τους. Μάλλον σπάνια”, είπε η Ρία και έκοψε πρόσκαιρα τον ενθουσιασμό τους.
“Αυτά μας τα λες γιατί εσύ είσαι άχρηστη και δεν θα ανακυκλωθείς ποτέ”, απάντησε οργισμένη η Λίτσα και ένιωσε τον Τόνι να της χαϊδεύει τρυφερά τον ώμο και να την παρηγορεί.
“Ασ’ τη τη ζηλιάρα, μην της δίνεις σημασία”, της είπε όλο στοργή.
Έτσι κυλούσε ο καιρός, με τη Λίτσα, τη Μένια και τον Τόνι να τσακώνονται μεταξύ τους και όλοι μαζί να τα βάζουν με τη Ρία την μπαταρία. Ώσπου ένα πρωινό κάποιοι άνθρωποι εμφανίστηκαν στο δάσος, κρατώντας σάκους στα χέρια τους. Πλησίασαν τους φίλους μας κι άρχισαν να τους βάζουν σε διαφορετικό σάκο τον καθένα.
“Που μας πάνε;” ρώτησε η Ρία. “Εμάς για ανακύκλωση, εσένα σίγουρα στη χωματερή”, είπε με κακία η Λίτσα η γυαλίτσα.
“Γεια σας, κορίτσια, ελπίζω να ξαναβρεθούμε”, είπε ο Τόνι το χαρτόνι και βούτηξε μέσα στο σάκο.
“Επιτέλους θα αποκτήσω νέο σώμα”, αναφώνησε η Μένια και κόντεψε να κλάψει από τη χαρά της. Αμέσως βρέθηκε μέσα στο σάκο.
Τι λέτε, λοιπόν, παιδιά; τι θα συμβεί στους φίλους μας; θα καταφέρουν να πραγματοποιήσουν το όνειρο τους και να ζήσουν μια δεύτερη ζωή μέσα από την ανακύκλωση ή θα καταλήξουν στη χωματερή σαν τα άλλα, άτυχα σκουπίδια;
Αύριο η συνέχεια!
Και τώρα η συνέχεια!!!
Η μεταμόρφωση της Μένιας
“Γεια σας, φίλοι μου”, είπε η Μένια στα άλλα αλουμίνια και προσγειώθηκε πάνω στα κεφάλια τους.
“Εσύ μας έλειπες”, ήταν το καλωσόρισμα των αλουμινίων.
“Συγνώμη παιδιά αλλά όπως είδατε και εσείς δεν φταίω εγώ”, είπε η Μένια με απολογητική διάθεση. “Άλλωστε τι θα μπορούσα να κάνω;”
“Θα μπορούσες να πας κάπου αλλού. Είμαστε που είμαστε στριμωγμένοι, ήρθες και εσύ τώρα και δέσαμε”, απάντησαν κάποια άλλα αλουμίνια, εκνευρισμένα από την παρουσία της φίλης μας… Η Μένια δεν απάντησε, μιας και όλο αυτό της θύμισε τον τρόπο που είχε υποδεχτεί τη Ρία. Αποφάσισε να μείνει σιωπηλή και να μην απαντά στις προκλήσεις των άλλων αλουμινίων.
Έτσι σιωπηλή, περίμενε με καρτερικότητα τη στιγμή της πραγματικής της αλλαγής μετρώντας τις μέρες. Και η στιγμή αυτή δεν άργησε να έρθει.
Μια μέρα αισθάνθηκε το σάκο να αναποδογυρίζει και αυτή να μπαίνει σ’ ένα χώρο όπου είδε ένα μεγάλο μηχάνημα να περνά και να κόβει τα άλλα αλουμίνια. Κρύος ιδρώτας έλουσε το τσαλακώνει της κορμί, καθώς έβλεπε ότι πλησίαζε η σειρά της. Άρχισε να φωνάζει με όλη της τη δύναμη “βοήθεια!!!”
Άδικος κόπος! Το μεγάλο μηχάνημα είχε αρχίσει πλέον να την κόβει σε μικρά κομμάτια. Πριν προλάβει να συνέλθει και να καταλάβει τι της συμβαίνει, πέρασε από ένα μεγάλο μαγνήτη όπου έβλεπε άλλα κουτιά, σιδερένια, να περνούν από δίπλα της με φόρα και να κολλάνε πάνω στο μαγνήτη. Και πάνω που σκέφτηκε Ουφ, εγώ το γλίτωσα αυτό, πέρασε μέσα από ένα άλλο μηχάνημα και μεμιάς έχασε όλο της το χρώμα. Απογοητευμένη η Μένια με όλα αυτά που περνούσε, δεν είχε δύναμη να πει η να κάνει τίποτε. Απλά περίμενε να δει τι άλλο θα της συμβεί. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε να της παίρνουν τα κομμάτια της και να τα πηγαίνουν σ’ ένα πελώριο μέρος. “Μμμμ, πισίνα”, είπε ανακουφισμένη. “Επιτέλους θα δροσιστώ λιγάκι και θα κάνω και κανένα μπανάκι να ξεκουραστεί το κουρασμένο μου κορμάκι”.
Όσο όμως πλησίαζε προς την πισίνα, τόσο άρχιζε να ζεσταίνεται. Όταν βρέθηκε από πάνω της, κατάλαβε πως δεν θα δροσιστεί, καθώς η ζέστη είχε γίνει ανυπόφορη. Τεντώθηκε να δει τι υπήρχε μέσα στην πισίνα κι αμέσως έβγαλε μια κραυγή τρόμου. Η πισίνα δεν είχε δροσερό νεράκι, αλλά ήταν γεμάτη λιωμένο αλουμίνιο. Τότε κατάλαβε πως θα έλιωνε και αυτή κι έκλεισε τα μάτια της. Ήθελε οι τελευταίες τις στιγμές, να έχουν εικόνες χαράς. Άρχισε να θυμάται την παλιά της ζωή στα ράφια, τους φίλους της στο δάσος, ενώ ένιωθε να βυθίζεται στο λιωμένο αλουμίνιο.
Και τώρα η συνέχεια με τις περιπέτειες της Λίτσας της γυαλίτσας και του Τόνι του χαρτόνι!
Η μεταμόρφωση της Λίτσας
Η Λίτσα η γυαλίτσα, μόλις έπεσε μέσα στο σάκο με τα άλλα γυαλιά, αναφώνησε όλο χαρά: “Γεια σας, αγαπημένα μου γυαλιά. Σήμερα είναι μια υπέροχη μέρα, δεν συμφωνείτε;”
“Σιγά θα μας χτυπήσεις!” φώναξαν έντρομα κάποια γυαλιά.
“Ε, συγνώμη δεν το ήθελα. Θα είμαι πιο προσεκτική”, είπε η Λίτσα και το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της. “Αντί να είσαι πιο προσεκτική, καλά θα κάνεις να φύγεις”, είπε ένα θυμωμένο γυαλί.
“Δίκιο έχει”, απάντησαν τα άλλα γυαλιά. “Σαν πολλοί δε μαζευτήκαμε εδώ μέσα;”
Όλος αυτός ο διάλογος θύμισε και στη Λίτσα τον τρόπο που φέρθηκε η ίδια και οι φίλοι της, στη Ρία τη μπαταρία. “Τελικά όλα εδώ πληρώνονται” σκέφτηκε και αποφάσισε να μην απαντά στις προσβολές των άλλων και να μην δικαιολογείται.
Έκλεισε τα μάτια της και ονειρευόταν τη στιγμή που θα γινόταν ένα νέο, όμορφο γυάλινο αντικείμενο. Προσπαθούσε μάλιστα να μαντέψει πως θα ήταν το νέο της σώμα. Εκεί που κοιμόταν αμέριμνη, αισθάνθηκε κάποιος να σηκώνει το σάκο και να τον αδειάζει σε ένα σ’ ένα μέρος με πολλά και διαφορετικά είδη γυαλιών. Έβλεπε τους ανθρώπους να παίρνουν τα γυαλιά και να τα πηγαίνουν σε διάφορα μέρη.
“Γιατί δε μας βάζουν όλα μαζί;” ρώτησε το διπλανό της. “Μας ξεχωρίζουν ανάλογα με το χρώμα”, απάντησε ένα πράσινο μπουκάλι. “Εσύ θα πας εκεί με τα άσπρα γυαλιά”. “Και πως το ξέρεις αυτό;” ρώτησε η Λίτσα. “Εγώ δεν είμαι πρωτάρης σαν εσενα. Παλιότερα ήμουν τζαμί παραθύρου”, απάντησε το μπουκάλι, παίρνοντας το ύφος του σοφού. Πράγματι μετά από λίγη ώρα, πήραν τη Λίτσα και την έβαλαν σ’ ένα σωρό από άσπρα γυαλιά. Ήταν τόσο ευτυχισμένη! Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή περιμένοντας αυτό που τόσο καιρό ονειρευόταν. Η χαρά της όμως δεν κράτησε για πολύ. Σε λίγο άρχισε να χάνει το χρώμα της, όταν είδε τ’ άλλα γυαλιά να τα σπάνε σε μικρά κομμάτια. “Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος;” σκέφτηκε και έκανε υπομονή, βλέποντας το σώμα της να διαλύεται.
Αφού πέρασε αυτό το στάδιο αναστέναξε με ανακούφιση. “Ύστερα από αυτό τίποτα χειρότερο δεν μπορεί να μου συμβεί”, σκέφτηκε αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη της άρχισε να αισθάνεται μια ανυπόφορη ζέστη. Κατάλαβε ότι πλησίαζε προς το μέρος όπου βγαίνει η ζέστη και άρχισαν να τη ζώνουν τα φίδια.
Με όση δύναμη της είχε απομείνει από την ταλαιπωρία που είχε υποστεί, σήκωσε το κεφάλι της και είδε να πλησιάζει σ’ ένα τεράστιο καζάνι.”Που μας πάνε;” ρώτησε τα τα άλλα γυαλιά αλλά απάντηση δεν πήρε.
Το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν ο τρόμος στα μάτια τους! Πριν προλάβει να κάνει δεύτερη σκέψη, αισθάνθηκε να πέφτει σ’ αυτό το καζάνι που είχε λιωμένο γυαλί. Κόντεψε να πάθει συγκοπή και άρχισε να φωνάζει: “Βοήθεια!!!”
Το ταξίδι του Τόνι
Ο Τόνι με τη σειρά του μπήκε και αυτός σε ένα σάκο. “Ωχ, πρόσεχε που πας!” του είπαν τα άλλα χαρτιά. “Συγνώμη συνάδελφοι”, είπε χαρούμενος ο Τόνι, “αλλά δεν φταίω εγώ”.
“Μαζευτήκαμε πολλοί και κοντεύουμε να σκάσουμε”, είπε ένα άλλο χαρτί.
“Και τι θέλετε να κάνω εγώ;” ρώτησε ο Τόνι.
“Να σηκωθείς και να φύγεις”, του είπαν τα άλλα χαρτιά, με ένα στόμα, μια φωνή. “Αχ, Ρία, Ρία μπαταρία, τι τράβηξες από εμάς;” σκέφτηκε ο Τόνι και αποφάσισε κι αυτός να μη μιλήσει άλλο στα αγενή χαρτιά που βρίσκονταν μαζί του.
Έκανε αρκετές μέρες υπομονή κλεισμένος στο σάκο, χωρίς να απαντά στις κακίες των άλλων χαρτιών, περιμένοντας τη μέρα που θα γινόταν και πάλι χρήσιμο χαρτί. Και η μέρα αυτή επιτέλους έφτασε!
Αφού άδειασαν οι άνθρωποι όλους τους σάκους στην αυλή του εργοστασίου, πήραν το τον Τόνι και τα άλλα χαρτιά και τα έριξαν σ’ ένα μεγάλο στρογγυλό μηχάνημα.
“Ωραία, όταν θα βγω από εδώ θα έχω καινούργιο σώμα”, σκέφτηκε. Σε λίγο το μηχάνημα άρχισε να γυρίζει γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα.
“Σταματήστε το! Βοήθεια!” Φώναζαν όλα τα χαρτιά, αλλά κανείς δεν τα άκουγε.
Έβλεπαν διάφορα άλλα αντικείμενα να φεύγουν μακριά τους και τους έπιασε πανικός. Ύστερα από αρκετή ώρα το μηχάνημα σταμάτησε. Ο Τόνι και τα άλλα χαρτιά, κατάκοπα, έμειναν στο κεντρικό από εκεί τα έβαλαν να περάσουν μέσα από ένα σωλήνα. Ο Τόνι ήταν πολύ ζαλισμένος από τις στροφές και περπατούσε σαν μεθυσμένος, ώσπου έφθασε σ’ ένα άλλο μέρος.
Πριν προλάβει να πάρει ανάσα, αισθάνθηκε τα χρώματα του να φεύγουν. “Αυτό ήταν” σκέφτηκε, “τώρα που καθάρισα είμαι έτοιμος και όμορφος”.
Αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Γιατί αμέσως τον έριξαν σ’ ένα τεράστιο μπλέντερ με νερό και άρχισαν να τον ανακατεύουν.
“Άντε πάλι τα ίδια”, είπε και έκλεισε το στόμα του να μην καταπιεί νερό.
Μετά τον πήραν και τον πήγαν σε σ’ ένα άλλο μηχάνημα, που τον πατούσε για να βγάλει το νερό που είχε πιει. “Σιγά, θα σκάσω!” φώναζε.
Στο τέλος, τον πήραν και τον ξάπλωσαν κάπου όπου έπεφτε πάνω του ατμός και στέγνωσε. “Α, εδώ μάλιστα, εδώ έπρεπε να με βάλουν από την αρχή”, είπε και τέντωσε το κορμί του.
Άραγε άξιζαν όλες οι δυσκολίες που πέρασαν οι φίλοι μας; Θα καταφέρουν να έχουν μια νέα καλύτερη ζωή;
Θα είναι ποτέ ξανα όλοι μαζί;;
Αύριο η συνέχεια και το τέλος της ιστορίας μας!!!
Αρκετούς μήνες αργότερα…
Σ’ ένα μεγάλο κατάστημα παιχνιδιών πολλά παιδιά πηγαινοέρχονται μαζί με τους γονείς τους. Τα περισσότερα σταματούν μπροστά σ’ ένα διαστημικό σταθμό.
“Πω, πω, τι ωραίο που είναι; Αυτό θα ζητήσω να μου φέρει ο Άη Βασίλης”, είναι μεταξύ άλλων τα σχόλια που ακούγονται.
“Δεν είναι υπέροχο που περνούν και μας θαυμάζουν;” ρώτησε η Μένια.
“Ποιος θα περίμενε τέτοια αλλαγή από όλους μας”, είπε ο Τόνι.
“Είμαι πολύ ευτυχισμένη, παιδιά, που βρεθήκαμε και πάλι μαζί κάτω από τόσο ωραίες συνθήκες”, είπε η Λίτσα η γυαλίτσα.
“Ξέρετε, φίλες μου”, είπε πάλι ο Τόνι και το πρόσωπο του σκοτείνιασε. “Πολλές φορές σκέφτομαι τη Ρία τη μπαταρία και τον άσχημο τρόπο που της φερθήκαμε”.
“Πράγματι, ήμασταν πολύ σκληροί μαζί της’, είπε η Μένια φανερά στεναχωρημένη.
“Κι εγώ αισθάνομαι τύψεις”, συμπλήρωσε η Λίτσα. “Μακάρι να μπορούσαμε να της ζητήσουμε συγνώμη. Αυτό όμως δυστυχώς είναι αδύνατο”.
“Πότε δεν είναι αργά”, ακούστηκε η φωνή της Ρίας μέσα από το παιχνίδι.
“Ρία, καλή μας Ρία”, αναφώνησαν με ενθουσιασμό οι υπόλοιποι. “Μα καλά, εσύ πως βρέθηκες εδώ;”
“Σας είπα πως και εγώ ανακυκλώνομαι αλλά δε με πιστέψατε”, τους απάντησε η Ρία χαμογελώντας.
“Και γιατί δε μας μιλούσες τόσο καιρό;” ρώτησε η Λίτσα.
“Γιατί δεν ήθελα να περάσω τα ίδια που πέρασα στο δάσος. Άλλωστε προβλέπω ότι θα είμαστε πολύ καιρό μαζί.”
“Όλα αυτά που περάσαμε μετά το χωρισμό μας μας έκαναν να σκεφτούμε πολύ και να μετανιώσουμε για τη συμπεριφορά μας”, είπε η Μένια.
“Θα μας συγχωρέσεις;” ρώτησε ο Τόνι με αγωνία.
“Κι από εδώ και πέρα δεν θα μαλώσουμε ποτέ ξανά”, είπε η Λίτσα.
“Λοιπόν, φίλοι;”
“Φίλοι”, απάντησε η Ρία περιχαρής.
“Ζήτω!” φώναξαν όλοι ευτυχισμένοι.
“Παιδιά κοιτάξτε ποιος έρχεται προς το μέρος μας”, είπε η Λιτσα.
“Ποιος είναι;” ρώτησε η Μένια.
“Ένα από τα παιδιά που συναντήσαμε στο δάσος. Αυτό που μας είπε σκουπίδια”.
“Καλά λες”, είπε ο Τόνι. “Κοιτάξτε τον, ψάχνει για παιχνίδι. Λέτε να μας διαλέξει;”
“Αυτό θέλω”, είπε το αγόρι στους γονείς του και πήρε το παιχνίδι με τους φίλους μας στην αγκαλιά του. “Είναι τέλειο και δεν το αφήνω”. Οι γονείς του, βλέποντας τη λαχτάρα του γι’ αυτό το παιχνίδι, δέχτηκαν να του το αγοράσουν. Μόλις έφτασε στο σπίτι του, έτρεξε στο δωμάτιο του και άνοιξε τη συσκευασία. Το κοιτούσε και το θαύμαζε. “Είναι τέλειο, είναι τέλειο”, έλεγε και ξαναλέμε.
“Τώρα δεν είμαστε σκουπίδια;” τον ρώτησε η Μένια θυμωμένη.
“Ποιος μιλά;” ρώτησε το αγόρι και έψαχνε στο δωμάτιο του να βρει από που ακούστηκε η φωνή.
“Εμείς είμαστε που μιλάμε”, του είπε ο Τόνι. “Εσύ δε μας θυμάσαι, αλλά σε θυμόμαστε εμείς”.
“Ποιοι είστε; Που είστε;” ρωτούσε σαστισμένο το αγόρι.
“Εμείς είμαστε το παιχνίδι. Εδώ, εδώ κοίτα, του φώναξαν όλοι μαζί”. Το αγόρι στράφηκε προς το παιχνίδι και το κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα.
“Μα… μιλούν τα παιχνίδια;” ψέλλισε.
“Φυσικά και μιλούν. Ειδικά εμείς που είμαστε και παλιοί γνώριμοι”.
“Και ποιοι είστε εσείς;”
“Να σου συστηθούμε. Εγώ είμαι ο Τόνι. Από δω οι φίλες μου, η Μένια, η Λίτσα και η Ρία”.
“Χαι… χαίρω πολύ, Κώστας”, ήταν οι μόνες κουβέντες που μπόρεσε να ξεστομίσει το αγόρι.
“Α, τώρα λες ότι χαίρεσαι που μας γνωρίζεις. Ενώ παλιά ούτε από δίπλα μας δεν ήθελες να περάσεις”, του είπε η Μένια φανερά εκνευρισμένη.
“Μα από που γνωριζόμαστε;” ρώτησε το αγόρι
“Θυμάσαι κάποτε, πριν από πολύ καιρό όταν εσύ και η φίλη σου πήγατε στο δάσος για ν’ ανακαλύψετε κάτι σημαντικό;” τον ρώτησε ο Τόνι.
“Ναι. Και;”
“Είχατε περάσει από μπροστά μας κι εσύ μας αποκάλεσες σκουπίδια. Το θυμάσαι;”
“Τώρα θυμήθηκα! Αλλά για μια στιγμή, κάνετε ένα μεγάλος λάθος. Δεν είπα εσάς σκουπίδια αλλά κάτι χαρτιά, γυαλιά και αλουμίνια που ήταν πεταμένα εκεί.”
“Εμείς είμαστε τα χαρτιά, τα γυαλιά και τα αλουμίνια, είπαν όλα μαζί”.
“Εσείς είστε; Και πως αλλάξατε έτσι;”
“Αλλάξαμε γιατί κάποιοι καλοί άνθρωποι μας μάζεψαν και μας πήγαν για ανακύκλωση.”
“Καταπληκτικό!” Αναφώνησε ο Κώστας.
“Είδες πως μεταμορφωθήκαμε;” ρώτησε ο Τόνι, που δεν ήταν πια παλιό χαρτόνι.
“Έχω ακούσει για την ανακύκλωση, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τι μπορεί να κάνει”.
“Δεν είμαστε υπέροχοι;” ρώτησε η Λίτσα.
Ο Κώστας δεν απάντησε.
“Καλέ σου μιλάω, γιατί δεν απαντάς;” ξαναρώτησε η Λίτσα. “Τι αγενής!”
“Σσς, σκέφτομαι”, ήταν η απάντηση του Κώστα. Κάθισε στο γραφείο του, κοιτούσε το παιχνίδι και βυθίστηκε στις σκέψεις του.
“Το βρήκα, το βρήκα”, φώναξε μετά από αρκετή ώρα ενθουσιασμένος.
“Τι βρήκες;” τον ρώτησαν οι άλλοι;
“Τόσο καιρό εγώ και η φίλη μου ψάχνουμε να βρούμε η να κάνουμε κάτι που θα είναι σημαντικό”.
Και το βρήκατε αυτό το σημαντικό; ρώτησε η Ρία.
“Ναι, είναι εδώ δίπλα μου και μου μιλάει. Είναι η ανακύκλωση. Θα μιλήσω στους φίλους μου για αυτήν και θα τους πείσω να ανακυκλώνουμε όλα τα υλικά. Θα μιλήσω και στους συμμαθητές μου στο σχολείο και στη δασκάλα μας. Όλοι μαζί θα το πούμε και στους μεγάλους, στους γονείς αλλά και σε όλο τον κόσμο. Έτσι θα έχουμε λιγότερα σκουπίδια στην πόλη μας, αλλά και στον πλανήτη μας”.
“Μπράβο, Κώστα. Η ιδέα σου είναι καταπληκτική”.
“Φεύγω, τρέχω να τους οργανώσω όλους. Δεν πρέπει να χάσω χρόνο”. “Όλοι στην ανακύκλωση”, φώναξε ο Κώστας και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο του.
Τέλος!
Τι λέτε λοιπόν, παιδιά; Άξιζαν όλες αυτές οι δοκιμασίες που πέρασαν οι φίλοι μας;
Ζωγραφίστε ότι σας έκανε εντύπωση από το παραμύθι και στείλτε μας τις ζωγραφιές σας!