Ασπρογάλανο πανί

“Ασπρογάλανο πανί”

της Γαλάτειας Σουρέλη

σημαία

Mιλούσανε δυο νεράιδες:

— Τι σημαία να δώσουμε σ’ αυτή τη χώρα; είπαν κι έδειξαν την Ελ­λάδα.

— Ας ρωτήσουμε την ίδια, είπε η μια.

— Ας ρωτήσουμε, συμφώνησε και η άλλη.

Βρήκαν την Ελλάδα να λούζεται σε μια καταγάλανη θάλασσα και να στεγνώνει κάτω από έναν ολόλαμπρο ήλιο.

— Κυρά, κυρά αρχόντισσα, κυρά μας παινεμένη, Ελλάδα δοξασμένη, τι χρώμα θέλεις να ‘χει η σημαία σου;

— Να ρωτήσω τα παιδιά μου, είπε η Ελλάδα.

Τα μισά παιδιά της ζούσαν στη στεριά, παιδεύονταν με τη γη και τα βουνά.

— Κυρά, κυρά αρχόντισσα, κυρά μας παινεμένη, Ελλάδα δοξασμένη, σκληρός ο τόπος. Και η δουλειά σκληρή. Μα άσπρα περιστέρια οι ψυχές μας. Γι΄ αυτό άσπρη, ολόασπρη τη θέμε  τη σημαία μας.

Τα ‘γραψε τα λόγια αυτά σε χρυσόδετο τεφτέρι η Ελλάδα.

— Ας πάω τώρα να ρωτήσω και τ’ άλλα μου παιδιά, τα παιδιά της θάλασσας, είπε η Ελλάδα.

Τα βρήκε να παλεύουν με τα δίχτυα. Να τα τραβούν με κόπο, γιατί ήταν γιομάτα απ’ ασημένια λαχταριστά ψάρια.

— Κυρά, κυρά αρχόντισσα κυρά μας παινεμένη, Ελλάδα δοξασμένη, εμάς οι ψυχές μας είναι δοξασμένες στο γαλανό νερό. Τούτη η θάλασσα η μεγάλη, που μας δίνει χαρά και ζωή, θέλουμε να χωρέσει τη σημαία μας.

Τα ‘γραψε και τούτα τα λόγια η Ελλάδα σε χρυσόδετο τεφτέρι και το ‘δωσε, το τεφτέρι, στις νεράιδες.

— Έτσι να γίνει, είπαν εκείνες.

Και τότε μέσα από την αφρισμένη θάλασσα βγήκε τ’ ασπρογάλανο πανί κι απλώθηκε σε ουρανό και γη. Κείνη την ώρα ο ήλιος άστραψε, έσκυψε, φίλησε το πανί και το φίλημά του έγινε ένας ολόχρυσος σταυρός.

— Η σημαία μας, είπε η Ελλάδα. Η σημαία για τα παιδιά της στεριάς, για τα παιδιά της θάλασσας.