Το συναίσθημα του θυμού στα παιδιά

επιλογή φωτογραφίας : Νίκος Δημητρίου

Το ερώτημα που δημιουργείται εύλογα είναι τι μπορούμε εμείς, εκπαιδευτικοί και γονείς, να συμβουλέψουμε ένα παιδί να κάνει για να ελέγχει τα αρνητικά συναισθήματά του, να  εξωτερικεύει με υγιή τρόπο τον θυμό του και στη συνέχεια να είναι σε θέση να τα  διαχειριστεί όλα αυτά σωστά;

Το συναίσθημα του θυμού είναι ίσως από τα πιο «παρεξηγημένα» συναισθήματα. Προκαλεί φόβο τόσο σε αυτόν που τον εκφράζει, όσο και σε αυτόν που τον δέχεται. Αυτό συμβαίνει διότι τις περισσότερες φορές ο θυμός συνοδεύεται από μια σύγκρουση, μια κρίση ή ένα περιστατικό που δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε μικροί και μεγάλοι.

Η αρχαία λέξη «θυμός», που σημαίνει ψυχή, έχει την ίδια ρίζα με το θυμικό. Το θυμικό ως ψυχολογικός όρος χρησιμοποιήθηκε επιστημονικά για να καλύψει όλα εκείνα τα βιώματα στα οποία υπάρχει συναισθηματικός τόνος οποιουδήποτε χαρακτήρα. Ο θυμός είναι ένα ισχυρό συναίσθημα που τις περισσότερες φορές συνδέεται με καταστάσεις οργής, άγχους ή επιθετικότητας τόσο στους ενήλικες όσο και στα παιδιά. Εμφανίζεται όταν νιώθουμε ότι απειλείται η αυτοεκτίμηση, η αξιοπρέπεια, η ακεραιότητα ή η ιδιοκτησία μας, πράγματα δηλαδή που θεωρούμε κεκτημένα (Lazarus, 1993). Τα άτομα έχουν ιδιαίτερη δυσκολία να ασκήσουν έλεγχο στο συναίσθημα του θυμού (Goleman, 1995) με αποτέλεσμα να προκύπτουν αρκετά προβλήματα στην ανθρώπινη συμπεριφορά.

Από την αρχαιότητα ήδη ο Ιπποκράτης υποστήριζε ότι οι συγκινήσεις, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τα διάφορα συναισθήματα, επηρεάζουν τις ανθρώπινες σωματικές λειτουργίες. Ο θυμός αυξάνει τους καρδιακούς παλμούς, την αρτηριακή πίεση, τη ροή  του αίματος προς τους μύες, τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα καθώς και τις τιμές ορισμένων ορμονών. Πιο συγκεκριμένα, ενεργοποιείται η κορτιζόλη και άλλοι νευροδιαβιβαστές όπως για παράδειγμα η νοραδρεναλίνη. Ο θυμός εκτινάσσει την τιμή της αδρεναλίνης στο αίμα και  κάνει με αυτόν τον τρόπο το σώμα να αντιδρά λέγοντας «κίνδυνος».

Πολλές φορές μάλιστα όλος ο θυμός, η κακοκεφιά και η επιθετικότητα μπορούν να στραφούν εναντίον του εαυτού μας άλλοτε μέσω πραγματικών πράξεων αυτοτιμωρίας (αυτοτραυματισμοί, υπερβολές στο φαγητό, ναρκωτικά, ανώφελη έκθεση σε κινδύνους) και άλλοτε μέσω κρυμμένων συγκινήσεων ή συναισθημάτων(κατάθλιψη, ενοχές, ψυχοσωματικά προβλήματα). Κάθε φορά που νιώθουμε οργή ο μόνος τρόπος να γλυτώσουμε είναι να τη βγάλουμε από πάνω μας μετατρέποντάς τη σε δράση. Σε αντίθετη περίπτωση, το μόνο που θα καταφέρουμε, αργά ή γρήγορα, θα είναι να εξοργιστούμε με τον εαυτό μας (Μπουκάι, 2011:17).

Ο Robert Landy (2001), αναφέρει πως για να βρούμε την ηρεμία πρέπει να διαπραγματευτούμε με την τάση να διαταράσσουμε την ηρεμία. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να αφήνουμε να εκφραστεί ο θυμός και να ακούμε προσεκτικά το μήνυμά του, πόσο μάλλον όταν προέρχεται από ένα μικρό παιδί που έχει την ανάγκη να «ακουστεί» με τον δικό του τρόπο. Καταλυτικός παράγοντας για να μπορέσει ένα παιδί να εκφράσει και να ελέγξει τον θυμό του είναι η κατανόηση των συναισθημάτων των άλλων είτε μέσα στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού είτε κατά τη διαδικασία συναναστροφής του με τους συνομηλίκους (Lewis & Haviland-Jones, 1993·Lewis, Haviland-Jones & Barrett, 2008).

Επομένως το συναίσθημα του θυμού όταν αξιοποιηθεί με τον κατάλληλο τρόπο μπορεί να αποτελέσει πραγματικά ένα από τα πιο λειτουργικά συναισθήματα.

Το ερώτημα που δημιουργείται εύλογα είναι τι μπορούμε εμείς, εκπαιδευτικοί και γονείς, να συμβουλέψουμε ένα παιδί να κάνει για να ελέγχει τα αρνητικά συναισθήματά του, να  εξωτερικεύει με υγιή τρόπο τον θυμό του και στη συνέχεια να είναι σε θέση να τα  διαχειριστεί όλα αυτά σωστά;

Ενδεικτικά παραθέτουμε συνοπτικά μερικούς σημαντικούς κεντρικούς άξονες που μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση του θυμού των παιδιών και των εκρήξεων οργής τους (Χατζηχρήστου, 2011):

1. Συνήθως οι γονείς υιοθετώντας οι ίδιοι επιθετική συμπεριφορά (φωνές, απειλές, σωματική τιμωρία κλπ.) στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τον θυμό των παιδιών τους δίνουν το αντίθετο πρότυπο από αυτό που προσπαθούν να επιτύχουν.Τα παιδιά ως εκ τούτου αναπαράγουν και μιμούνται συμπεριφορές και πρότυπα αντίστοιχα με τις προσλαμβάνουσες που έχουν από το στενό τους περιβάλλον.

2. Τα παιδιά μπορούν να διαχειριστούν την ένταση που νιώθουν εκφράζοντας  τον θυμό τους λεκτικά (προφορικά ή/και γραπτά) ή μη λεκτικά (π.χ. παιχνίδι). Είναι φυσιολογικό να θυμώνει ένα παιδί και οφείλουμε να αποδεχτούμε το συναίσθημά του, όχι όμως την έκφρασή του με επιθετική μορφή.

3. Είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε και να δίνουμε μεγάλη βάση στο ότι τα παιδιά μπορεί να νιώθουν τόσο έντονα και μεγεθυμένα τα «δυσάρεστα» συναισθήματα και τις καταστάσεις ματαίωσης ή απογοήτευσης ώστε τα κάνουν να θυμώνουν ακόμη περισσότερο («Είμαι θυμωμένος/έξαλλος με τον εαυτό μου/κάποιον άλλο γιατί νιώθω τόσο πολύ θυμό μέσα μου και δεν ξέρω το γιατί»).

4. Σε περίπτωση που ένα παιδί εκδηλώσει αυτοκαταστροφικές ή επιθετικές μορφές συμπεριφοράς η παρέμβαση πρέπει να γίνει άμεσα και με διακριτικό τρόπο. Σκοπός είναι να λειτουργήσουμε σαν «πυροσβεστήρες» με την παρέμβαση που θα κάνουμε, αφού πρώτα θα έχουμε τονίσει στα παιδιά ότι τα αγαπάμε και ενδιαφερόμαστε ουσιαστικά γι’ αυτά προκειμένου να μην πάθουν κάτι κακό ή βλάψουν τον εαυτό τους. Σημαντικό είναι να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό ότι όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές παιδιών οφείλουμε να επιδείξουμε απόλυτη ψυχραιμία όχι μόνο στη διαχείριση της κατάστασης εκείνη τη στιγμή αλλά κυρίως μετά, στον διάλογο που θα κάνουμε μαζί τους εξατομικευμένα σε κλίμα απόλυτης ηρεμίας, εμπιστοσύνης και εχεμύθειας.

Καλό θα ήταν να μην δώσουμε μεγαλύτερες διαστάσεις στο συμβάν (οποιαδήποτε μορφή αυτοκαταστροφής) γιατί αν αντιληφθεί το παιδί ότι η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά που εκδήλωσε «κατάφερε» να φοβίσει τους ενήλικες λόγω της υψηλής επικινδυνότητάς της τότε ενδέχεται να την επαναλάβει στο μέλλον είτε με σκοπό να τραβήξει εκ νέου την προσοχή μας και να «τεστάρει» τα όριά μας είτε επειδή το βρίσκει «αστείο» ή «παιχνίδι».

5. Βοηθητικό στη διαχείριση του θυμού είναι να συναποφασίσουμε, να θεσπίσουμε και να τηρήσουμε σε συνεργασία με τα παιδιά σαφείς και ξεκάθαρους κανόνες (προφορικά ή ακόμη καλύτερα γραπτά) συνδυαστικά με τις επιβραβεύσεις ή τις τιμωρίες που συνεπάγεται αντίστοιχα η τήρηση ή η παραβίασή τους.

Βιβλιογραφία

  • Goleman, D. (1995). Emotionalintelligence.New York: Bantam Books.
  • Landy, R.J. (2001). Προσωπικότητα και Προσωπείο. (επιμ.) Στέλιος Κρασανάκης, (μτφρ.) Σοφία Γιαπιτζάκη – Κατσόγιαννου Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  • Lazarus, R.S. (1993). From psychological stress to emotions: A history of changing outlooks. In L. W. Porter, & M.R. Rosenweig (Eds.), Annual Review of Psychology, 44 (pp. 1-21). Palo Alto, CA: Annual Reviews
  • Lewis, M., &Haviland-Jones, J.M. (1993).Handbook of emotions. New York, NY: Guilford Press.
  • Lewis, M., Haviland-Jones, J.M., & Barrett L.F. (2008).Handbook of emotions. New York, NY: Guilford Press
  • Μπουκάι, Χ. (2011).Να σου πω μια ιστορία. (μτφρ.) Κρίτων Ηλιόπουλος. Αθήνα:opera
  • Χατζηχρήστου, Χ. (2011). Κοινωνική και συναισθηματική αγωγή στο σχολείο. Πρόγραμμα για την προαγωγή της ψυχικής υγείας και της μάθησης στη σχολική κοινότητα. Εκπαιδευτικό Υλικό II. Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Γ’, Δ’, Ε’, ΣΤ’ Δημοτικού. Αθήνα: Τυπωθήτω.

    Κωνσταντίνα Παπαγεωργίου Εκπαιδευτικός Α/θμιας  

ΠΗΓΗ: psychologynow.gr

Σχετικά με ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Είμαι δάσκαλος στο 10( Δέκατο ) Δημοτικό Σχολείο Κορίνθου. Υπηρετώ την εκπαίδευση για 33 έτη.


Περισσότερες πληροφορίες
Κατηγορίες: Επιστημονικά. Ετικέτες: , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση