ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

   Αυτές τις ημέρες, οι μαθητές ετοιμάζονται για τις διακοπές των Χριστουγέννων, οι δρόμοι και οι πλατείες φωτίζονται γιορτινά, οι νοικοκυρές ετοιμάζονται για τα γιορτινά τραπέζια και όλοι αναρωτιόμαστε τι δώρο θα μας φέρει ο Άη-Βασίλης!
Αξίζει να αναφέρουμε όμως ότι κάθε περιοχή της Ελλάδας αυτή την περίοδο έχει τα δικά της ξεχωριστά έθιμα. Στη συνέχεια, θα δούμε τα έθιμα αυτά αναλυτικά:

Τα κάλαντα
Τα κάλαντα πήραν το όνομά τους από τις καλένδες του Ιανουαρίου. Οι καλένδες ήταν οι πρώτες ημέρες των ρωμαϊκών μηνών και συγγενείς και φίλοι αντάλλασσαν επισκέψεις και δώρα, που ήταν μέλι, ξερά σύκα, χουρμάδες, χυλός και μικρά νομίσματα. Τα κάλαντα είναι μείγμα θρησκευτικού και κοσμικού περιεχομένου. Στην αρχή εξαγγέλλεται και περιγράφεται το θρησκευτικό γεγονός και μετά ακολουθούν τα εγκώμια για τα διάφορα πρόσωπα της οικογένειας, ανάλογα με τα χαρίσματά τους, την ηλικία τους, το επάγγελμά τους ή την κοινωνική τους θέση.

To χριστουγεννιάτικο καράβι

Αποτέλεσμα εικόνας για χριστουγεννιάτικο καράβι
Έθιμο που υποχώρησε με το χρόνο, μπροστά σε αυτό του δέντρου, αλλά κανένας δεν δείχνει να το έχει ξεχάσει. Το ελληνικό παραδοσιακό καραβάκι αποτελεί παράδοση των παλαιών εποχών της χώρας μας, όταν τα παιδιά με αγάπη, χαρά και δημιουργικό νου κατασκεύαζαν τα παιχνίδια τους.

Αποτέλεσμα εικόνας για χριστουγεννιάτικο καράβι

Αποτελούσε, όμως, και ένα είδος τιμής και καλωσορίσματος στους ναυτικούς, που επέστρεφαν από τα ταξίδια τους. Πριν από 50 χρόνια δηλαδή, έως και την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, συναντούσαμε το καραβάκι σε πολλά ελληνικά σπίτια και στα χέρια των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα. Σήμερα, η παράδοση αυτή τείνει να εξαφανιστεί, μιας και έχει αντικατασταθεί από το ξενόφερτο έλατο.

Το χριστόξυλο
Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο, το πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται χριστόξυλο και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα) στο τζάκι του σπιτιού. Πριν ο νοικοκύρης φέρει το χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως λένε στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια.

Έτσι, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούργια φωτιά και μπαίνει στην πυροστιά το χριστόξυλο. Ο λαός λέει ότι καθώς καίγεται το χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός, εκεί στην κρύα σπηλιά της Βηθλεέμ. Σε κάθε σπιτικό οι νοικοκυραίοι προσπαθούν το χριστόξυλο να καίει μέχρι τα Φώτα.

Οι Μωμόγεροι του νομού Δράμας

Η λαϊκή φαντασία οργιάζει με τις σκανταλιές των καλικάντζαρων, που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν στον επάνω κόσμο, τότε που τα νερά είναι αβάφτιστα. Η όψη τους τρομακτική και οι σκανταλιές τους απερίγραπτες, αλλά και ο τρόμος τους άλλος τόσος για τη φωτιά. Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί της Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων, που προέρχεται από τους Πόντιους πρόσφυγες.

Η ονομασία τους προέρχεται από το μίμος ή το μώμος και το γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές τους κινήσεις. Φοράνε τομάρια λύκων ή τράγων ή είναι ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά και έχουν τη μορφή γέρων.

Οι Μωμόγεροι, προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες όλο το δωδεκαήμερο, ψάλλοντας τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους. Όταν οι παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή. Το ίδιο έθιμο με παραλλαγές γίνεται στην Κοζάνη και την Καστοριά με την ονομασία «Ραγκουτσάρια».

Το τάισμα της βρύσης στην Κεντρική Ελλάδα
Οι κοπέλες, τα χαράματα των Χριστουγέννων (αλλού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς) πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση «για να κλέψουν το άκραντο νερό» (άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δεν βγάζουν λέξη σ’ όλη τη διαδρομή). Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι και η ζωή των νοικοκυραίων.

Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φτάνουν εκεί ταΐζουν τη βρύση, με διάφορες λιχουδιές, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή αφήνουν ένα κλαδί ελιάς. Όποια θα πάει πρώτη στη βρύση, αυτή θα είναι και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, κλέβουν νερό και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες, μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.

Η γουρουνοχαρά
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας είναι η γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά. Λέγεται πως οι οικογένειες αγόραζαν το γουρούνι από το μήνα Μάιο και το συντηρούσαν με κολοκύθια και πίτυρα.

Το γουρούνι ήταν απαραίτητο για ένα αγροτικό σπίτι, καθώς από το γουρούνι έπαιρναν το λίπος, το κρέας, τα λουκάνικα κι έφτιαχναν τα γουρνοτσάρουχα από το δέρμα του. Θεωρούνταν ντροπή για ένα σπίτι να μην έχει γουρούνι, καθώς θεωρούνταν παρακατιανό, φτωχό κι ανοικοκύρευτο.

Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5–6 άνδρες, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Οικογένειες, συνήθως συγγενικές, καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε η καθεμία το γουρούνι της.

Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά. Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν «έλα να σφάξουμε το γουρούνι», αλλά «έλα, έχουμε γουρουνοχαρά».

Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5–6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Στεφάνου. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν «γρουνοστέφανος» ή «γουρουνοστέφανος». Υπάρχουν όμως και μικρές περιοχές, που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο μετά τα Χριστούγεννα.

Κατά το έθιμο, η νοικοκυρά έδινε μικρή ποσότητα αναμμένης στάχτης και θυμίαμα στο σφαγέα, ο οποίος, αφού θυμιάτιζε τους εργαζόμενους και όλους τους άλλους, για να έχουν την ευλογία του Χριστού και να εξαφανιστούν οι καλικάντζαροι, έριχνε τη στάχτη με το θυμίαμα στο λαιμό του γουρουνιού, για να είναι ευλογημένο και καλό το κρέας του. Ένας άλλος έπαιρνε λίγο αίμα κι επάλειφε τα μικρά παιδιά στο πρόσωπο, για να είναι γερά, ανθεκτικά στους ψύλλους, στις αρρώστιες και να μην επηρεάζονται από τα κακά πνεύματα. Στη συνέχεια, οι άνδρες έγδερναν το γουρούνι και το δέρμα, αφού το αλάτιζαν, το δίπλωναν στα τέσσερα και το κρατούσαν για να φτιάξουν τα γουρνοτσάρουχα για τις καλοκαιρινές δουλειές τους.

Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά τεμάχια. Το λίπος αυτό, αφού το έλιωναν πρώτα, το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά.

Ακόμα και το καλοκαίρι, στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί το ήταν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν έναν και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.

Στη συνέχεια, τεμάχιζαν το κρέας και τοποθετούσαν αλατισμένα τα κομμάτια σε πλιθάρια, που τα είχαν για φαγητό όλο σχεδόν το χειμώνα και τα μαγείρευαν με τραχανά και πλιγούρι. Επίσης έφτιαχναν και λουκάνικα. Έκοβαν τα πράσα σε μικρά τεμάχια και τα είχαν έτοιμα να γεμίσουν τα λουκάνικα.

Μετά το φαγητό, οι άνδρες έκοβαν το κρέας πάνω στην τάβλα με τα ψαλίδια, το οποίο ανακάτευαν με τα τριμμένα πράσα και το έβαζαν σε χάλκινη κατσαρόλα και τα ζέσταιναν, αφού έριχναν συγχρόνως ρίγανη, πιπέρι και αλάτι. Στη συνέχεια περνούσαν τα λουκάνικα σ’ ένα ξύλινο δοκάρι και τα κρεμούσαν για να στεγνώσουν.

Έφτανε πλέον το μεσημέρι. Η τάβλα ήταν έτοιμη για το φαγητό, με ντόπιο κρασί. Τσίπουρο έπιναν κατά την ώρα της δουλειάς.

Μετά, οι άνδρες έφευγαν για τα σπίτια τους, αλλά το βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι του νοικοκύρη για να φάνε και να γλεντήσουν, να χαρούν και να απολαύσουν τους καρπούς του κόπου τους. Οι γυναίκες είχαν έτοιμα τα φαγητά, όπως πίτες –συνήθως με τυρί–, κόκαλα βρασμένα, ψητό στη σχάρα και άφθονο κρασί από το αμπέλι. Τα μεσάνυχτα κι ύστερα από πολλά τραγούδια και χαρά, όπως κι ευχές προς το νοικοκύρη, έφευγαν για τα σπίτια τους.

Το χριστόψωμο στην Κρήτη

Αποτέλεσμα εικόνας για χριστόψωμο
Το ζύμωμα του χριστόψωμου στη Κρήτη είναι έργο θείο και έθιμο καθαρά χριστιανικό. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι το χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί, αφού θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του. Χρησιμοποιούν καλό αλεύρι και ακριβά υλικά, όπως ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Μαζεύονται οι γυναίκες του σπιτιού και μέχρι να γίνει το προζύμι τραγουδούν «ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει».

Πλάθουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λωρίδες από τη ζύμη και στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι, που συμβολίζει τη γονιμότητα. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το πιρούνι για να βγάλουν το κακό μάτι και να καρφώσουν την κακογλωσσιά. Ο νοικοκύρης του σπιτιού παίρνει το χριστόψωμο, το σταυρώνει, το κόβει και το μοιράζει σε όλους όσοι παρευρίσκονται στο τραπέζι, σαν συμβολισμό της Θείας Κοινωνίας, που ο Χριστός έδωσε τον άρτο της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του.

Ζάκυνθος: μπρόκολα, κουλούρες, μπλαούνες και καντάδες
Την Παραμονή των Χριστουγέννων, μόλις αρχίζει να βραδιάζει, μαζεύονται όλοι στο σπίτι, γύρω από το εορταστικό τραπέζι, όμως για δείπνο σερβίρονται μόνο μπρόκολα με ελιές και κρασί.

Την επόμενη μέρα ακολουθούσε το μεγάλο γιορτινό τραπέζι, το οποίο εκτός από κρέας με πατάτες, περιελάμβανε και αυγολέμονο. Επίσης, οι Ζακυνθινοί δεν έκοβαν βασιλόπιτα την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλά τα Χριστούγεννα, και η συνταγή της ήταν αρκετά διαφορετική. Επίσης, την Πρωτοχρονιά γυρνούσαν σε παρέες με μουσικά όργανα και έλεγαν τους περίφημους «Αϊ-Βασίληδες» (ζακυνθινά κάλαντα Πρωτοχρονιάς, τα οποία συνέθεταν οι ίδιοι). Στα σπίτια, το βράδυ της Παραμονής έφτιαχναν τις μπλαούνες, (τηγανίτες με αλεύρι και νερό) τηγανισμένες σε «νιο λάδι» και τις έτρωγαν βουτηγμένες σε πετιμέζι (βρασμένος μούστος σταφυλιών).

Οι παραδοσιακές φουφούδες
Με παραδοσιακές φουφούδες και την επίσκεψη του Καππαδόκη Αϊ–Βασίλη γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στην πόλη της Καβάλας. Το εμπορικό κέντρο της πόλης την παραμονή των Χριστουγέννων θυμίζει μια μεγάλη ψησταριά. Στους περισσότερους πεζόδρομους, αλλά και στα πεζοδρόμια, οι έμποροι στήνουν υπαίθριες ψησταριές, τις λεγόμενες φουφούδες, και προσφέρουν σε όλους τους περαστικούς ψητά κρέατα και ντόπιο κόκκινο κρασί.

«Πάντρεμα της φωτιάς»
Στα χωριά της Έδεσσας την παραμονή των Χριστουγέννων «παντρεύουν τη φωτιά», δηλαδή παίρνουν ένα ξύλο με θηλυκό όνομα, δηλαδή πχ κερασιάς, και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα, πχ από βάτο. Βάζουν τα ξύλα στο τζάκι να καούν και ανάλογα με τον κρότο ή τη φλόγα τους μπορούν να προβλέψουν τα μελλούμενα είτε για τον καιρό είτε για τη σοδειά τους. Η λαϊκή μας παράδοση θέλει τα αγκαθωτά δέντρα να απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους. Στη Θεσσαλία, όταν τα κορίτσια επιστρέφουν από την εκκλησία, ανήμερα Χριστούγεννα, βάζουν δίπλα στο τζάκι κλαδιά κέδρου που τα ξεδιαλέγουν να είναι λυγερά, ενώ τα αγόρια βάζουν από αγριοκερασιά. Τα λυγερά αυτά κλαδιά αντιπροσωπεύουν τις επιθυμίες τους για μια όμορφη ζωή. Όποιο κλωνάρι καεί πρώτο αυτό είναι καλό σημάδι, γιατί αυτός ο νέος ή η νέα θα παντρευτεί πρώτα.

Το έθιμο του αναμμένου πουρναριού στην Ήπειρο
Σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήτανε νύχτα σκοτεινή. Τότε, βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Από τότε στην Ήπειρο έχουν τη συνήθεια στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα για να πει τα χρόνια πολλά, να κρατούν ένα κλαρί από πουρνάρι ή από ό,τι άλλο δέντρο που καίγεται.

πηγή: E-Radio.gr

Τέλος,  ακολουθεί μια σχετική παρουσίαση για περισσότερες πληροφορίες: