PISA 2018: Ο εγγραμματισμός στην υπηρεσία της αγοράς

του Χρήστου Ρέππα

Στον διαγωνισμό του PISA 2018 τις υψηλότερες επιδόσεις απ’ όλες τις χώρες σημείωσαν το Πεκίνο, η Σαγκάη, η Jiangsu και Ζhejinang και η Σιγκαπούρη. Στις χώρες του ΟΟΣΑ τις υψηλότερες επιδόσεις σημείωσαν η Εσθονία, ο Καναδάς, η Φινλανδία και η Ιρλανδία. Το 77% των μαθητών των χωρών του ΟΟΣΑ σημείωσαν επιδόσεις πάνω από το βασικό επίπεδο του εγγραμματισμού σχετικά με την κατανόηση κειμένου ενώ στα δυο υψηλότερα επίπεδα επιδόσεων (επίπεδα 5 και 6) κατατάσσεται το 8,7% των μαθητών από τις χώρες αυτές. Για την Ελλάδα το ποσοστό των μαθητών που σημείωσαν επιδόσεις

στα δύο ανώτερα επίπεδα περιορίζεται στο 6,2% σε σχέση με το 15,7% των χωρών του ΟΟΣΑ ενώ στα χαμηλότερα επίπεδα (1 και 2) κατατάσσεται το 19,9% των μαθητών και για τα τρία γνωστικά αντικείμενα. Για τις χώρες του ΟΟΣΑ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 13,4%. Στην Ελλάδα στην κλίμακα των υψηλότερων επιδόσεων κατατάσσεται ένα ποσοστό 8% που προέρχεται από ευνοϊκό κοινωνικό περιβάλλον και μόνο 1% από μη ευνοϊκό και τα αντίστοιχα ποσοστά για τις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 17% από ευνοϊκό κοινωνικό περιβάλλον και 3% από μη ευνοϊκό. Διαπιστώνεται ακόμα ότι το 12% των Ελλήνων μαθητών που συμμετείχαν στον διαγωνισμό και που προέρχονται από μη ευνοϊκό κοινωνικό περιβάλλον σημείωσαν επιδόσεις που τους κατατάσσουν στο 25% των ανώτερων επιδόσεων της βαθμολογίας. Τέλος διαπιστώνεται η υστέρηση των μεταναστών μαθητών της χώρας σε σχέση με τους γηγενείς μαθητές με διαφορά 51% υπέρ των γηγενών μαθητών.

Η συσχέτιση του κοινωνικοοικονομικού παράγοντα με τις σχολικές επιδόσεις των μαθητών γίνεται σε τρία επίπεδα: α) της διάκρισης ευνοημένου και μη ευνοημένου περιβάλλοντος, β) του φύλου και γ) της μετανάστευσης. Σίγουρα οι αναλυτές του ΟΟΣΑ δεν πρόκειται να προσμετρήσουν με συγκεκριμένους αριθμητικούς δείκτες, όπως συνηθίζουν να κάνουν, τις δραματικές επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής και οικονομικής πολιτικής στη σχολική αποτυχία των μαθητών και μάλιστα σε χώρες όπως η Ελλάδα, που στην περίοδο μετά το 2010 πραγματοποιήθηκαν τρεις διαγωνισμοί PISA (2012, 2015 & 2018). Δεν θα εστιάσουν στις συγχωνεύσεις σχολείων, στις συμπτύξεις τμημάτων, στις απολύσεις εκπαιδευτικών, στην απουσία διορισμών και τη γιγάντωση της ελαστικής και μαύρης εργασίας, στην ανεργία και τη βίαιη φτωχοποίηση μεγάλων κομματιών του πληθυσμού που συντελέστηκε με τις πολιτικές του ΔΝΤ και της ΕΕ και με την ενθάρρυνση και στήριξη του ΟΟΣΑ. Μέσα σ’ αυτό το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα συγκρίνεται με τα ίδια κριτήρια και με το ίδιο πλαίσιο απαιτήσεων με τα εκπαιδευτικά συστήματα ανερχόμενων καπιταλιστικών οικονομιών για να διαπιστωθεί η «υστέρησή» του.

Και αυτός ο διαγωνιsμός PISA εγείρει μια σειρά σοβαρά πολιτικά ερωτηματικά για το όλο εγχείρημα και τους προσανατολισμούς που επιδιώκει να δώσει στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα. Σωστά έχει επισημανθεί ότι «το όλο εγχείρημα του PISA συνδέεται με τους πολιτικούς προσανατολισμούς και σκοπούς του Ο.Ο.Σ.Α» (Μαυρογιώργος, 2017) δηλαδή με τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της οικονομίας και την αποτελεσματική ανταπόκρισή της σε συνθήκες κρίσης και αναδιάρθρωσης της παραγωγής και των εργασιακών σχέσεων. Ο διαγωνισμός PISA είναι ένα ισχυρό εργαλείο νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης της εκπαίδευσης και μετάλλαξης της λειτουργίας των εκπαιδευτικών συστημάτων, των προσανατολισμών τους με βάση τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Ο PISA προωθεί μια διεθνοποιημένη εκπαιδευτική αγορά και λειτουργεί ως μηχανισμός πίεσης στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα, ώστε να προσαρμόσουν τα αναλυτικά τους προγράμματα και την οργάνωση της σχολικής γνώσης στις απαιτήσεις της αγοράς. Πρόκειται για μια εργαλειακή και οικονομίστικη προσέγγιση της γνώσης και της εκπαίδευσης ως μηχανισμών παραγωγής κέρδους. Η κοινωνικοπολιτική στόχευση του PISA είναι η δημιουργία πολιτών που θα μπορούν να αξιοποιούν τις ευκαιρίες που θα τους προσφέρει η οικονομία της αγοράς. Έτσι το μόνο που επιδιώκει ο διαγωνισμός είναι η διείσδυση της αγοραίας κουλτούρας στην καρδιά της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στο τι και πώς διδάσκεται ώστε αυτό να είναι άμεσα αξιοποιήσιμο από την αγορά. Η συμμετοχή στον διαγωνισμό αποφασίζεται ερήμην της εκπαιδευτικής κοινότητας ενώ οι μαθητές θεωρούνται απλά αντικείμενα ανάλυσης και κατεργασίας που ως αυριανοί εργαζόμενοι θα λειτουργούν αποτελεσματικά για την οικονομία, άσχετα από τη θέση και το μέλλον που αυτή τους επιφυλάσσει. Αξιοποιεί ένα γραφειοκρατικό πλαίσιο θεμάτων και κλειστών απαντήσεων σε τυποποιημένες ερωτήσεις που είναι ξένα προς τους στόχους, την εκπαιδευτική κουλτούρα και τον πολιτισμό των μαθητών αρκετών εκπαιδευτικών συστημάτων. Ο PISA το μόνο που κάνει με τη διαπίστωση της υστέρησης και την κατάταξη στις χαμηλότερες κλίμακες είναι η επιδίωξη της συμμόρφωσης στα αγοραία πρότυπα διδασκαλίας και γνώσης (βλ. Ρέππας, 2018). Η αξία ενός πραγματικού εγγραμματισμού έχει προϋποθέσεις εκ διαμέτρου αντίθετες απ’ αυτές του συγκεκριμένου διαγωνισμού και από τις κοινωνικοπολιτικές στοχεύσεις του προγράμματος γι’ αυτό και δεν υπάρχει κανένας λόγος να κυλήσουν δάκρυα για τ’ αποτελέσματα χαμηλής κατάταξης, αλλά υπάρχουν λόγοι και αναγκαιότητες για την απεμπλοκή από τις διαδικασίες του συγκεκριμένου διαγωνισμού.

(Τμήμα άρθρου που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο selidodeiktis.edu.gr)