Ο Γέροντας Ηρωδίωνας της Καψάλας

 

Ο Γέροντας Ηρωδίωνας της Καψάλας ο δια Χριστόν σαλός

Όταν εις την καρδία κυκλοφορεί πάντοτε το γλυκύτατο όνομα του Ιησού Χριστού, η καρδία θερμαίνεται με θεία θέρμη, και διά της καρδίας, κάθε κύτταρο, κάθε μέλος του σώματος θερμαίνεται, εξαγνίζεται από κάθε ρυπαρό λογισμό, από λογισμούς μίσους, μνησικακίας, εκδικήσεως, φθόνου, ζηλοφθονίας, υπερηφάνειας, οιήσεως, αλαζονείας, φιλοδοξίας, φιλοπρωτείας, κοιλιοδουλείας, πολυφαγίας, καλοφαγίας, φιλυπνίας, ραθυμίας, ακηδίας, οκνηρίας, περιέργειας, πολυπραγμοσύνης, θλίψεως, μελαγχολίας, ταραχής, νευρικότητος, ανυπομονησίας και κάθε πάθους μικρού ή μεγάλου. Όμως εσκέφθη ο ασκητής μας ότι εδώ είς το μοναστήρι με τους τόσους θορύβους, δεν μπορεί η ψυχή να καλλιεργήση την καρδιακή προσευχή, διά τούτο και ανεχώρησε από το μοναστήρι και ήλθεν εις την έρημον της Καψάλας, είς την οποία πολλοί μοναχοί και πολλοί Ρουμάνοι ζούσαν ήσυχαστικόν βίον, με απόλυτη σιωπή, απομόνωση, νηστεία, είχον δε και πρόσφορους περιστάσεις διά την νοερά ή καρδιακή προσευχή.

Ο γέροντας με πολύ προσοχή κατεσκόπευσε τα καλύβια, τις σκήτες, τις μικρές συνοδείες και η ψυχή του αναπαύτηκε σε ένα κελλί πολύ απομονωμένο, του Αγίου Δημητρίου, απέχει σαράντα λεπτά από το δρόμο. Ήταν δε παντελώς έρημο, ακατοίκητο, μισοερειπωμένο. Τα παράθυρα κατεστραμμένα, οι πόρτες επίσης, οι λαμαρίνες επίσης. Όταν φυσούσε άνεμος, σφύριζε μέσα στο κελλί, όταν χιόνιζε, το κελλί ήταν πάντα χιονισμένο μέσα. Ό π. Παΐσιος γνωρίζοντας την κατάσταση του κελλιού του, του έστειλε τρεις υποτακτικούς του, να του τό διορθώσουν. Σαράντα χρόνια μελέτης του Θεού.

g irodion1

Εκεί έζησε σαράντα ολόκληρα χρόνια. Μόνος. Μονώτατος. Έρημος. Απλησίαστος ερημίτης. Δεν περιποιόταν καθόλου τον εαυτό του. Ποτέ του δεν πλύθηκε, Ποτέ του δεν φρόντισε να εύρη ένα καλό ρούχο. Δεν έπαιρνε καμιά μέριμνα διά τροφή. Πατέρες από τα γειτονικά κελλιά, Έλληνες και Ρουμάνοι, του άφηναν ευλογίες και με αυτές συνετηρείτο. Σαράντα χρόνια καρδιακής προσευχής. Σαράντα χρόνια πάλευε με τα στοιχεία της φύσεως και με τους δαίμονας. Από έγκλειστος και ήσυχαστής έγινεν κατά Θεόν σαλός. Κατά Θεόν τρελλός. Παλαβός, θεοπάλαβος. Έλεγε του κόσμου τις τρέλλες, ασυναρτησίες, έκαμε τρελλές χειρονομίες. Δεν ήταν ευγενής. Στους περίεργους πολύ απότομος. Όταν τους έδιωχνε και δεν φεύγανε, τους περιποιόταν με βρισίδι. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κατάλαβαν τί θησαυρός ήταν. Τί θησαυρό έκρυβε. Τί διορατικά και προφητικά χαρίσματα έκρυβε και πολλοί τον επεσκέπτοντο και αυτός έκαμε συγκατάβασι και τους δεχόταν.

Αναφέρει ένας. Αγοράσαμε μακαρόνια, μπισκότα, αχλάδια, ροδάκινα, ντομάτες και πήγαμε να τον δούμε. Μας δέχτηκε. «Ω, ευχαριστώ καλοί πατέρες. Ευχαριστώ πολύ». Του δώσαμε τα δώρα μας. Κόβει τα μπισκότα μικρά μικρά κομματάκια καί τα πετάει εις τον αέρα. «Να φάνε τα πουλάκια». Έπειτα, κομματιάζει τα μακαρόνια και τα πετάει σ’ όλες τις κατευθύνσεις. Έπειτα, παίρνει τα αχλάδια, τα ροδάκινα, τις ντομάτες και τις πετούσε στους τοίχους του κελλιού του. «Τα χρειαστήκαμε», έλεγαν. Μέσα, δε το κελλί του, μή χειρότερα. Στους τοίχους χυμένοι καφέδες, πορτοκαλάδες. Στο δάπεδο σε ύφος τριάντα εκατοστών, πεταμένα κουτιά κονσέρβας όλων των ειδών, φυάλες από πορτοκαλάδες, πόματα, και σκουπίδια πολλών ειδών. Και οι σύντροφοι του να ζουν ειρηνικά και να κυκλοφορούν ελεύθερα, άφοβα. Σαύρες, σαμιαμίθια, κατσαρίδες, μύγες, ποντίκια. Όλων των ειδών και όλων των μεγεθών. Και ο καλός μας Ηρωδίων να κινήται και να ζη μ’αυτά ο μονασμένος και συμφιλιωμένος. Είχε το διορατικό χάρισμα. «Εσύ, είσαι από την Κέρκυρα», λέγει σε έναν. «Εσύ να πας στη Συκιά», λέγει σε άλλον. Σε ποια συκιά, διερωτώταν. Συκιά λέγανε το χωριό του. Σαν τον Αδάμ, προτού αμαρτήσει είχε εξουσία είς τα στοιχεία της φύσεως, τα διέτασε και αυτά πειθαρχούσαν.

Τον επεσκέφθη κάποτε ένας ευσεβής και συνομίλησαν πολύ ώρα στο κελλί. Όταν τελείωσε η συζήτηση και βγήκαν έξω, να τον κατευοδώση, τον βλέπει μελαγχολικό. Αιτία, ο συννεφιασμένος ουρανός. Το παρατηρεί αυτό ο πατέρας μας και του λέγει. «Σε βλέπω μελαγχολικό. Θέλεις να σκορπίσω τα σύννεφα;». Υψώνει τα μάτια του εις τους ουρανούς και δίδει διαταγή εις τα σύννεφα: «σκορπισθείτε». Τα σύννεφα σκορπίσθηκαν και φάνηκε ζεστός ό ήλιος. Ρωτάει πάλι. «Θέλεις να πω στη γη να φυτρώσουν λουλούδια;». «Όχι, όχι», λέγει τρομοκρατημένος. Ένα απόγευμα, είχε βγει στον υποτυπώδη του κήπο δια να φύτευση κουκιά. Όμως ψιλόβρεχε. Υψώνει τα βλέμματα εις τον ουρανό και λέγει: «Σταμάτα». Και η βροχή σταμάτησε. Όταν φύτεψε τα κουκιά, υψώνει τα μάτια εις τον ουρανό και λέγε: «Τώρα βρέξε». Και άρχισε να βρέχη. Δεν τον είδαν ποτέ να μεταλάβη. Τι συμβαίνει; Ή άγγελος εξ ουρανού τού μετέδιδε την αγία κοινωνία, όπως συνέβαινε εις τους ερημίτες που κατοικούσαν εις τα βάθη της Αιγυπτιακής ερήμου, ή είχε δεχθεί την θεία Χάρι τόσο έντονα ώστε να μην έχη ανάγκη από την Χάρι που παρέχουν τα Μυστήρια.

Εις την σωματική διάπλασι ήταν εύσωμος, ευθυτενής, με ολίγα γένεια, τήδε κακείσε φυτρωμένα. Είχε απαλά, φυσιολογικά και συμπαθητικά χαρακτηριστικά. Πάντοτε χαμογελαστός. Οι οφθαλμοί του ήσαν γαλανοί, μεγάλοι, λαμπεροί. Ολόκληρος έλαμπε. Πολλές φορές το πρόσωπο του φωτιζόταν από το θείο φως, και τότε δεν μπορούσες να τον ιδής κατά πρόσωπον.

g irodion

Όταν παραγέρασε, τον πήρε ο πατήρ Μελέτιος, Ρουμανός κατά την φυλή, τον γηροκόμησε. Όταν δε εκοιμήθηκε εν Κυρίω την 12η Δεκεμβρίου 1990 τον έθαψε. Ο πατήρ Μελέτιος τον έκαμε μεγαλόσχημο και του έδωκε το όνομα Ηρωδίων. Ο άγιος Ηρωδίων, ήταν μαθητής του Παύλου. Πιστός μαθητής. Εχειροτονήθη πρεσβύτερος και επίσκοπος και διορίσθη επίσκοπος Νέων Πατρών. Ήταν ζηλωτής, δια τούτο και οι ειδωλολάτρες με τους Ιουδαίους αφού τον κατατυράνησαν, του απέκοψαν την κεφαλή. Η ανακομιδή του λειψάνου του γέροντα Ηρωδίωνα έγινε επτά χρόνια αργότερα, η δε αγία του κάρα φυλάσσεται εις το κελλίον του πατρός Μελετίου.

Ο πατήρ Μελέτιος είναι σήμερον υπερογδοηκοντούτης, μιμητής του γέροντα Ηρωδίονα. Μιμείται και την σαλότητά του. Ο Θεός δια πρεσβειών του Οσίου πατρός ημών Ηρωδίωνος, είθε να ελεήση και την αμαρτωλή μας ψυχή και να μας αξιώση της επουρανίου του βασιλείας και των επουρανίων του αγαθών. ΑΜΗΝ. Ένα νέο στοιχείο από τη ζωή του. Τον επεσκέφθη ένας θεοσεβής και του έδωσε δύο εικονίδια. «Πάρτα για τα παιδιά σου». «Μα δεν έχω δύο παιδιά, ένα έχω», «Πάρτα, πάρτα»…. Μετά ένα έτος, απέκτησε και δεύτερο παιδί!

Πηγή      http://ahdoni.blogspot.gr/2012/05/blog-post_6648.html

 

Στο παραπάνω κείμενο αναφέρεται: «Αναφέρει ένας. Αγοράσαμε μακαρόνια, μπισκότα, αχλάδια, ροδάκινα …» Αυτός ο ένας, όπως φαίνεται στο παρακάτω κείμενο, είναι ο Σεβασμιότατος Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος. Το δε κείμενο που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του   « Άγιο Όρος – Το υψηλότερο σημείο της γης».

Ήδη η ώρα περνούσε και έπρεπε να πάμε στον π. Ηρωδίωνα (έναν ρουμάνο που ήταν ή σαλός δια Χριστόν ή δεν ήταν άνρθωπος). Σε δέκα λεπτά φθάσαμε στον… σκουπιδότοπό του. Ο ήλιος είχε ήδη δύσει. Σ’ ένα ερείπιο γεμάτο σκουπίδια συναντούμε ένα νέο ήρωα. Ογδόντα δύο ετών, όρθιος στο κούφωμα μιας πόρτας … χωρίς πόρτα. Τα πόδια του κρατούσαν κόντρα στο ένα της δοκάρι. Η μέση του ακουμπούσε στο άλλο. Τα χέρια του στηριζόνταν στο πρώτο. Ώρες ολόκληρες περνούσε έτσι. Ο ίδιος δίχως ζωστικό. Μια μάλλινη φανέλλα κι ένα κουρελιασμένο παντελόνι κάλυπταν το εξαγιασμένο σώμα του. Η καλύβη του γεμάτη σκουπίδια. Δεν έβλεπες δάπεδο. Ένα στρώμα από κονσέρβες, κουκούτσια, σακούλες, τάπες, καπάκια από μπουκάλια, φλούδες, ό,τι μπορούσε κανείς να φαντασθεί, πάχους τριάντα εκατοστών και πάνω, αποτελούσε το πολύτιμο χαλί στο μυστηριώδες … παλατάκι του και ασφαλώς το στρώμα του, αν βέβαια κοιμόταν οριζόντιος. Στους τοίχους του τα αποτυπώματα χυμένων καφέδων και τα ζουμιά πεταγμένων πορτοκαλλάδων και, αντί για κατοικίδια ζώα, όλων των ειδών τα ζωύφια, μυγάκια, κατσαρίδες και ποντίκια.
– Ευλογείτε, γέροντα, είπε χαρούμενος ο απλοϊκός συνοδοιπόρος μου.
– Ο Κύριος, απαντά νηφάλιος ο ηρωικός ασκητής, χωρίς να δείχνει καθόλου ενοχλημένος για τον οικολογικό περίγυρό του.
– Σου φέραμε λίγες ευλογίες, κάτι να φας, συνεχίζει δίχως ενδοιασμό ο μοναχός φίλος μου.
– Ω! καλοί πατέρες. Πολύ ευχαριστώ, απαντά εκείνος.
Και παίρνοντας την σακούλα με τις ευλογίες και συνεχίζοντας να επαναλαμβάνει αυτές τις προτάσεις, με ιδιάζουσα δύναμη και εκφραστικότητα, πετούσε τις ντομάτες και τα ροδάκινα πάνω από τα κεφάλια μας στους τοίχους της καλύβης του. Τα χυμένα ζουμιά τους αποτύπωναν την δική μου απορία που, σκυμμένος μη με πάρουν τα βόλια, προσπαθούσα να καταλάβω την λογική της ευγνωμοσύνης του και, εντελώς ξαφνιασμένος, να αποτυπώσω το περιεχόμενο της ιδιότυπης μοναχικής προοπτικής του.
Αφού έσπασε τα μακαρόνια και τα έχυσε από το περίβλημά τους, αφού σκόρπισε τα μπισκότα όσο πιο μακριά μπορούσε, φωνάζοντας «να φάνε τα πουλάκια ,να φάνε τα πουλάκια», άρχισε να μιλάει για τον σταυρό του Χριστού, την προδοσία του Ιούδα και εν μέσω ασυνάρτητων κραυγών να δοξάζει το όνομα του Θεού.
Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει. Λίγο ακόμη και θα χάναμε το θέαμα. Θα χάναμε αυτό που ο π. Ηρωδίων έδειχνε. Μέσα όμως στη νύχτα της δικής μου λογικής είχα αρχίσει να υποψιάζομαι λίγο απ’ αυτό που έκρυβαν τα σκουπίδια, τα ακαταλαβίστικα λόγια και φυσικά η εντελώς ακατανόητη λογική ενός σαλού για την αγάπη του Χριστού. Θημήθηκα τον αββά Ισαάκ που, αναφερόμενος σ’  αυτούς τους ηρωικούς αγίους που ζουν «εν αταξίαις, εύτακτοι όντες», κατακλείει, «ταύτην την άνοιαν αξιώσει ημάς ο Θεός φθάσαι». Άραγε αυτή είναι η λογική για την οποία μιλούσε ο π. Παίσιος;
Γύρισα πίσω για μια τελευταία κλεφτή ματιά.
Το άσχημο από την φύση του και άγριο από τον τρόπο του, πρόσωπό του έλαμπε υπερβατικά από την χάρη του Θεού. Ήταν τόση η λάμψη του που υποχρέωνε τα πήλινα μάτια μου και την «μη ορώσα» καρδιά μου σε ασυνήθιστες οράσεις άλλου είδους και άλλου κόσμου. Η μυστηριώδης όψη του μένει ακόμη βαθειά χαραγμένη στην μνήμη μου.
Έφυγα και ξαναβυθίστηκα στα σκουπίδια του εαυτού μου. Εκείνος έμεινε πατώντας στα σκουπίδια της λογικής αυτού του κόσμου. Τον σκεπτόμουν και θαύμαζα την αντοχή και τον ηρωισμό του. Μέχρι σήμερα, ενώ αντιλαμβάνομαι την αξία και το μεγαλείο της λογικής του, δεν μπορώ να συλλάβω τη δομή της. Σίγουρα η λογική είναι μεγαλύτερη εκτροπή από την δια Χριστόν σαλότητα. Ίσως όμως και ο σταυρός της να είναι τελικά βαρύτερος από τον σταυρό του π. Hρωδίωνα.
  Πάνω στο πανεπιστήμιο των σκουπιδιών και της σαλότητος, τόλμησα να προβάλω την λογική, την αίγλη και την φινέτσα της νωπής τότε εμπειρίας μου στο Harvard και το ΜΙΤ. Τότε άρχισαν τα σκουπίδια να ευωδιάζουν σαν λουλούδια, τα ζωύφια να μεταμορφώνονται σε πουλάκια, οι ξεσχισμένες σακούλες σε πτυχία και δημοσιεύματα, και ο π. Ηρωδίων πιο «έξυπνος», πολύ πιο πετυχημένος από τους Νομπελίστες καθηγητές μου! Η λογική τους έμοιαζε με αγωνιστικο αυτοκίνητο, η λογική της δια Χριστόν σαλότητος με πύραυλο. Το πρώτο τρέχει μέχρι 320 χλμ. την ώρα. Το δεύτερο κατακόρυφα. Στην μία περίπτωση, αν υπερβείς το όριο, γκρεμοτσακίζεσαι. Στην δεύτερη, αν το ξεπεράσεις, εκτοξεύεσαι, ξεπερνάς την βαρύτητα της γης, διαφεύγεις, ελευθερώνεσαι. Οι πρώτοι, οι λογικοί, όσο κι αν τρέχουν πατάνε στην γη. Ο π. Ηρωδίων έφυγε από αυτόν τον κόσμο χωρίς να την έχει ακουμπήσει. Χωρίς να τον έχει ακουμπήσει …

 

Αφήστε μια απάντηση