Το πρώτο θερμόμετρο κατασκευασμένο από τον Γαλιλαίο, χρησιμοποιούσε αέρα κι επομένως ήταν επιρρεπές στις μεταβολές του καιρού. Για πρώτη φορά, το 1659 καταγράφεται η χρήση υδραργύρου στα θερμόμετρα, από το Γάλλο Ismael Bouliau. Το επόμενο βήμα ήταν να προσδιοριστεί ο τρόπος βαθμολόγησής του. Αρχικά επιλέχθηκε μία κρύα ημέρα του χειμώνα και μία ζεστή ημέρα του καλοκαιριού για τον καθορισμό των ανώτερων και κατώτερων τιμών του. Το 1665 ο Ολλανδός φυσικός Huygens επέλεξε τη θερμοκρασία του νερού που βράζει και τη θερμοκρασία του πάγου που λιώνει. Το 1742 ο Σουηδός Κέλσιος αντιστοίχισε στην μεν πρώτη τη θερμοκρασία 0 στη δε δεύτερη τη θερμοκρασία 100. Στη συνέχεια χώρισε το διάστημα μεταξύ αυτών των δύο αριθμών σε 100 ίσα μέρη και έτσι δημιουργήθηκε η κλίμακα θερμοκρασίας που ονομάστηκε εκατονταβάθμια κλίμακα ή κλίμακα κελσίου. Ο συνεργάτης τους Κελσίου, Stromer αντέστρεψε την κλίμακα και με αυτό τον τρόπο την χρησιμοποιούμε έως και σήμερα.
Κάθε ιατρικό θερμόμετρο αποτελείται από ένα μεταλλικό άκρο, το οποίο συνδέεται με τριχοειδές σωλήνα γεμάτο με υδράργυρο. Όταν η θερμοκρασία αυξάνεται, ο υδράργυρος διαστέλλεται κι ανέρχεται στο τριχοειδές. Τα θερμόμετρα αυτά είναι κατασκευασμένα για να μετρούν τη θερμοκρασία του σώματος, περίπου 36,7 βαθμούς κελσίου. Για αυτό είναι βαθμολογημένα από τους 35-42 βαθμούς κελσίου, με υποδιαιρέσεις ανά 0,1 βαθμό κελσίου.
Τα θερμόμετρα υδραργύρου δεν μπορούν να μετρήσουν θερμοκρασίες μικρότερες από -39 βαθμούς κελσίου, επειδή στη θερμοκρασία αυτή ο υδράργυρος στερεοποιείται, αλλά ούτε και μεγαλύτερες από +357 βαθμούς κελσίου γιατί στη θερμοκρασία αυτή ο υδράργυρος βράζει. Για αυτές τις θερμοκρασίες χρησιμοποιούνται εναλλακτικά θερμόμετρα όπως θερμόμετρα οινοπνεύματος, πετρελαίου ή ακόμα και ηλεκτρικά με δυνατότητα μέτρησης θερμοκρασίας μεταξύ – 260 βαθμούς κελσίου έως 1600 βαθμούς κελσίου.
Πηγή: sciencenews.gr
Αφήστε μια απάντηση