Νικηφόρος Λύτρας , Τα κάλαντα, 1872

«Η αγάπη προς το ωραίον είναι η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου»,  Νικηφόρος Λύτρας.

Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου, 1832 – Αθήνα, 13 Ιουνίου 1904) ήταν ένας από τους πιο αξιόλογους  Έλληνες ζωγράφους και δασκάλους της ζωγραφικής κατά τον 19ο αιώνα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου και πρωτοπόρος στην διαμόρφωση της διδασκαλίας των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα.

Στον πίνακα απεικονίζεται το ελληνικό έθιμο της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, τα Κάλαντα, και φιλοτεχνήθηκε από τον Νικηφόρο Λύτρα το 1872.

Τα Κάλαντα αποτελούν χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό δείγμα της ηθογραφίας που καλλιεργήθηκε στην Ελλάδα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η ακριβής απόδοση των λεπτομερειών, η χρωματική αρμονία, οι μουντοί τόνοι και η έλλειψη φωτός παραπέμπουν στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της καλλιτεχνικής παραγωγής της Σχολής του Μονάχου.

Αρκούσε αυτό το έργο για να αποδοθεί στον κορυφαίο Έλληνα καλλιτέχνη ο τίτλος «ο ζωγράφος των Χριστουγέννων». Το έργο αυτό θεωρείται ως η κορυφαία στιγμή στην ηθογραφική ζωγραφική της Ελλάδας και προκαλεί συγκίνηση και θαυμασμό, καθώς αποτυπώνει μια ομάδα παιδιών διαφόρων εθνικοτήτων να ψάλλουν  τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Με την πολυπολιτισμικότητα να πρωταγωνιστεί, ο ζωγράφος υπενθυμίζει το γνήσιο πνεύμα των γιορτών. Την αγάπη για τον πλησίον και την αποδοχή της διαφορετικότητας.  Το τραγούδι και ο σκοπός του είναι κοινός. Δεν γνωρίζει διακρίσεις και χρώμα. Το μήνυμά του είναι διαχρονικό, καθώς -ακόμη και σήμερα- δυστυχώς  επικρατούν αντιλήψεις φανατισμού, ρατσισμού και μισαλλοδοξίας.

Ο ζωγράφος, δίπλα στην πόρτα του σπιτιού τοποθετεί ένα αρχαίο άγαλμα, που παραπέμπει στη Νίκη της Σαμοθράκης. χαρακτηριστικό στοιχείο που οδηγεί στην ελληνική αρχαιότητα. Στην άλλη πλευρά της πόρτας, η χορτάρινη σκούπα και το ξεραμένο φυτό αποτελούν ενδεχομένως σύμβολα της φτώχειας της ελληνικής κοινωνίας κατά το 19ο αιώνα Η οικία απεικονίζεται να περιβάλλεται από ψηλό μαντρότοιχο, δείγμα της τοπικής αρχιτεκτονικής, και πίσω από αυτόν διακρίνεται ανθρώπινη φιγούρα που παρακολουθεί τη σκηνή.

 Ενδιαφέρουσα η ανάλυση της επιμελήτριας της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαριλένας Κασιμάτη: «Τα ποιητικώτατα Κάλαντα διαφεύγουν με την εσωτερικότητα και την επινόηση του χρόνου στην ελληνικότατη ηθογραφική αυτή σκηνή, από κάθε κοινοτοπία. Τα σύμβολα που εισάγει, χωρίς τυμπανοκρουσίες -το μαρμάρινο θωράκιο της Νίκης, που δένει το σανδάλι της, αλλά ειρωνικά σχεδόν, βαλμένο δίπλα σε μια χορταρένια σκούπα, το γυάλινο ποτήρι με το νερό, που παραπέμπει στην κάθαρση που έρχεται από τα Ελληνόπουλα, που δεν εμφανίζονται ως γραφικά δείγματα μιας γνωστής τυπολογίας φορεσιών, το ξερό, άνυδρο δέντρο που δηλώνει την υφέρπουσα φτώχεια στο πρόσωπο της σκοτεινής μορφής, που μόλις φαίνεται πίσω από τον τοίχο».

Το έργο καταδεικνύει τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την ιστορική και ηρωική θεματολογία στη διερεύνηση των ηθών και των λαϊκών εθίμων και παραδόσεων της χώρας, η οποία συνδέεται με τις πρώτες λαογραφικές έρευνες.