Μικρές Ανθρώπινες Ιστορίες: Το «χτικιό» στα χωριά της Αρκαδίας

Κοιτάζοντας κάποιες φωτογραφίες από εκδρομές στην Πλάκα Λασιθίου που έχουν ως φόντο την Σπιναλόγκα, σκέπτομαι πώς ένας τόπος που κρύβει τόσο πόνο, τόση θλίψη και απελπισία, έχει τη δύναμη να μας μεταδώσει όλα αυτά τα συναισθήματα  μέσα από την σιωπηλή και έρημη παρουσία του. Συνάμα, ένας τέτοιος τόπος μπορεί να ανασύρει από τη μνήμη μας ιστορίες που έχουμε ακούσει  από αγαπημένα πρόσωπα και οι οποίες διαδραματίστηκαν σε όχι γνωστά μέρη, σε όχι επισκέψιμους τόπους μα είναι ιστορίες που κρύβουν τον ίδιο ανθρώπινο πόνο, την ίδια θλίψη και απελπισία.

Στις αρχές του 20ου αιώνα τα χωριά της ορεινής Αρκαδίας  μαστίζονταν από την φυματίωση. «Χτικιό» την έλεγαν και ήταν πραγματική κατάρα. Μια μεταδοτική αρρώστια που οδηγούσε στο θάνατο.  Η πλειοψηφία των ασθενών ήταν νέοι, δυνατοί και όμορφοι άντρες. Πίστευαν πως ο πόλεμος (Μικρασιατικός) ήταν η αιτία που αποκτούσαν αυτήν την κατάρα οι νέοι άνθρωποι και επέστρεφαν από αυτόν άρρωστοι. Μεγάλο δεινό για τα χωριά χωρίς να υπάρχει κάποια θεραπεία για τη μάστιγα αυτήν.

Το καλοκαίρι, λοιπόν, οι συγγενείς του ασθενή τον μετέφεραν στον Μαλεβό (Πάρνωνα). Το ελατόδασος που υπήρχε εκεί πίστευαν ότι θα τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει αυτήν την αρρώστια των πνευμόνων. Θεωρούσαν πως τα έλατα «έκαναν καλό». Μέσα στο δάσος έφτιαχναν μια «καλατζούκα» , η οποία αποτελείτο από τέσσερις κορμούς που είχαν βάλει στο έδαφος όρθιους και πάνω τους έβαζαν ξύλα και έφτιαχναν κάτι σαν κρεβάτι. Πρόκειται για μια κατασκευή ψηλή και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν σκάλα οι άρρωστοι για να ανεβαίνουν . Ο λόγος που την έφτιαχναν τόσο ψηλή ήταν για να προστατεύονται από τους λύκους και από τα άλλα άγρια ζώα που κυκλοφορούσαν στο δάσος.

trees

Εκεί άφηναν τον άρρωστο και έφευγαν, επέστρεφαν στο χωριό και στην καθημερινότητά τους με την ελπίδα ότι το ελατόδασος θα «κάνει το θαύμα του». Οι άρρωστοι βίωναν την απόλυτη μοναξιά και εγκατάλειψη. Τα βράδια τα περνούσαν πάνω στην «καλατζούκα» και τις μέρες κάτω στη σκιά της. Τη νύχτα τα ουρλιαχτά των λύκων δημιουργούσαν τρόμο και γι’ αυτό άναβαν φωτιές, ώστε να τους αποτρέψουν να πλησιάσουν την «καλατζούκα» και βέβαια τους ίδιους. Κάθε τρεις – τέσσερις μέρες η μάνα του κάθε αρρώστου, διανύοντας μια μεγάλη απόσταση και περπατώντας 5- 6 ώρες, τον επισκέπτονταν και του έφερνε φαγητό και  ρούχα. Καθόταν λίγο και επέστρεφε με λυγμούς στο χωριό. Όλο το χωριό άκουγε το θρήνο της.

μανα

Τον χειμώνα έφερναν τους άρρωστους στο χωριό και τους έβαζαν να μείνουν μόνοι  σε ακατοίκητα σπίτια, ώστε να μην κινδυνεύσουν οι άλλοι από την μεταδοτική αυτή ασθένεια. Και πάλι μόνο η μάνα τους επισκέπτονταν και τους πήγαινε είδη πρώτης ανάγκης.

Υπήρχαν και σπηλιές στην περιοχή, όπου παίζοντας τα μικρά παιδιά, έβρισκαν προσωπικά πράγματα ( ρεμπούμπλικες, γιλέκα από ακριβό υλικό κτλ) που δεν ανήκαν σε κατοίκους του χωριού – αφού ήταν ιδιαίτερα φτωχοί-  και πίστευαν ότι εκεί είχαν αφήσει στο παρελθόν ανθρώπους από μακρινά μέρη που είχαν φυματίωση.

Ακούγοντας συγκεκριμένες πραγματικές ιστορίες, όπως την παρακάτω,   συγκλονιζόμαστε.

Σε ένα από αυτά τα μικρά χωριά λοιπόν της ορεινής Αρκαδίας ένας νεαρός άνδρας, λεβέντης  που είχε φυματίωση ζούσε το χειμώνα μόνος σε ένα ακατοίκητο πέτρινο σπίτι που μια μεγάλη σκάλα οδηγούσε σε αυτό. Είχε ένα παράθυρο στο δρόμο και μπροστά του είχαν τοποθετήσει μία τάβλα πάνω στην οποία η μάνα του νέου είχε βάλει βασιλικούς. Αυτός καθόταν με τις ώρες στο παράθυρο και τραγουδούσε.  Έλεγαν ότι είχε υπέροχη φωνή. Κάποιο μικρό κοριτσάκι περίπου δέκα χρονών μια μέρα ανέβηκε τη μεγάλη σκάλα και θαύμασε από κοντά τη φωνή του νεαρού άντρα.  Μόλις το έμαθε όμως η μητέρα του κοριτσιού τρόμαξε και άρχισε να τής φωνάζει: « Κουρούνα, πού πήγες; Θα σε κολλήσει χτικιό»!  Επικράτησε μεγάλη αναστάτωση. Η μικρή φοβήθηκε και την επόμενη μέρα ανέβασε πυρετό μα τελικά, ευτυχώς, δεν ήταν κάτι.

5e3a45e5f89d5a9d018b24e651429839

Αυτός ο νέος άντρας μετά από λίγο καιρό πέθανε αλλά κανείς δεν πλησίαζε το σπίτι, γιατί υπήρχε ο φόβος πως θα κολλήσουν. Παλικάρι δυο μέτρα και η μάνα μόνη προσπαθούσε να το μεταφέρει κάτω, ώστε να το θάψει. Η εικόνα τραγική. Προσπαθούσε, μοιρολογώντας να κατεβάσει ,σέρνοντας το νεκρό σώμα του παιδιού της από τη μεγάλη σκάλα ολομόναχη. Σκαλί – σκαλί το κεφάλι πρώτα μετά τα πόδια κτλ.  Όλοι έβλεπαν από μακριά.  Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει.  Κατόπιν, ένας χωριανός με οικονομική επιφάνεια αγόρασε ένα φάρμακο και ψέκασε ολόγυρα στην περιοχή και έτσι πήγαν οι χωριανοί να τον κηδέψουν. Η μάνα αυτή δεν κόλλησε ποτέ φυματίωση, έστω κι αν καθημερινά ερχόταν σε επαφή με το παιδί της.

Πόσο δύσκολες εικόνες , ρεαλιστικές και σκληρές, πόσο δύσκολες συνθήκες, πόσο δύσκολο να τα συνειδητοποιήσει όλα αυτά ο νους του ανθρώπου. Σίγουρα όμως συνειδητοποιούμε ότι  πολλές φορές ο άνθρωπος ξεπερνά τα όριά του και γίνεται υπεράνθρωπος και άλλοτε πάλι  δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και γίνεται υπάνθρωπος.

Ποιος να θυμάται τα σημεία που είχαν στήσει τις «καλατζούκες» πάνω στις οποίες είχαν φύγει τόσοι νέοι άνθρωποι μόνοι και αβοήθητοι; Ποιος να θυμάται πού είναι το σπίτι εκείνο στις σκάλες του οποίου διαδραματίστηκε μια τόσο απάνθρωπη σκηνή, βγαλμένη από αρχαία τραγωδία;  Ίσως να μην έχει και σημασία. Σίγουρα υπήρχαν και άλλα τέτοια σπίτια, πολλά. Και άλλοι τέτοια άνθρωποι, πολλοί.

Ιστορίες επαναλαμβανόμενες που φανερώνουν τις δυσκολίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο ανθρώπινος πόνος αδιάκοπος, συνεχής, έχοντας αμέτρητες μορφές μάς συνοδεύει πάντα στο σύντομο αυτό ταξίδι μας.

THLIPSI-2

Αναμνήσεις της γιαγιάς Μαρίας (Μάρκαινα) που έφτασαν στα αυτιά μου μέσα από τις διηγήσεις της μαμάς Ευσταθίας.

Μ.Π.