Φλεβάρη Κουτσοφλέβαρε

Το όνομα του (κοινώς Φλεβάρης) προέρχεται από τη λατινική λέξη februare (=εξαγνίζω), που σημαίνει καθαρτήρια γιορτή, γιατί κατά την διάρκεια  του γίνονταν στη Ρώμη γιορτές θρησκευτικού καθαρμού και εξαγνισμού. Επίσης λέγεται Φλιάρης, Κουτσουφλέβαρος ή Κουτσός, Κούντουρος ή Κούτσουρος (δηλ. με κομμένη την ουρά, Πόντος), Κουτσούκης ή Μικρός (Κύπρος) και Κλαδευτής. Από το 46 π.Χ. οπότε καθιερώθηκε το Ιουλιανό ημερολόγιο, οι ημέρες του μήνα αυτού, από 30  περιορίστηκαν σε 29, ενώ κατά την εποχή του Αυγούστου μειώθηκαν κατά μια ακόμη ημέρα, η οποία προστέθηκε στο μήνα Αύγουστο, για να τιμηθεί ο αυτοκράτορας. Για να συντονιστεί το ημερολόγιο των 365 ημερών προς το  ηλιακό έτος, καθιερώθηκε η αύξηση των ημερών του Φεβρουαρίου κατά μια, κάθε 4 χρόνια. Τότε λέμε πως η χρονιά είναι δίσεκτη. Το δίσεκτο έτος, θεωρείται από το λαό μας κακότυχο, γι’ αυτό δεν πρέπει να φυτεύουν αμπέλια οι γεωργοί ούτε να γίνονται γάμοι ούτε να χτίζονται σπίτια.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                Φυτεύουν πατάτες.
                Προετοιμάζουν τα χωράφια για να σπείρουν ανοιξιάτικα σιτηρά & ενισχύουν τα φθινοπωρινά, λιπαίνοντάς τα.
                Κλαδεύουν αμπέλια & δέντρα.
                Καθαρισμός μαντριών.
                Συντήρηση κοπριάς σε λάκκους.
                Σβάρνισμα χωραφιών.
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της αποκριάς.
ΜΠΟΥΛΕΣ & ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ (Νάουσα): Ένα έθιμο με βαθιές ρίζες, που στο πέρασμα της μακραίωνης ιστορίας του ενσωμάτωσε στοιχεία της τοπικής παράδοσης και των ηρωικών αγώνων.
Πρώτη μαρτυρία για το δρώμενο έχουμε το 1706, αντί μνημόσυνου για το παιδομάζωμα της προηγούμενης χρονιάς. Την μεγαλύτερη ακμή του γνώρισε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα και φθάνει αναλλοίωτο μέχρι τις μέρες μας.
Οι άνδρες συνηθίζουν να μεταμφιέζονται σε Γενίτσαρους και Μπούλες. Μπούλες ντύνονται οι λεπτοκαμωμένοι, ενώ Γενίτσαροι οι γεροδεμένοι. Η Μπούλα φορεί την τοπική γυναικεία νυφική φορεσιά και στολίζει το κεφάλι της με λευκό πέπλο, χρωματιστές κορδέλες και πολλά χάρτινα λουλούδια. Ο Γενίτσαρος φορεί φουστανέλα, τσαρούχια, μάλλινες μακριές κάλτσες και γιλέκο. Στολίζει το στήθος και την πλάτη του με πολλά νομίσματα και τη φουστανέλα του με πολλές αλυσίδες. Όταν περπατά, κουνάει το σώμα του και χοροπηδάει, για να κουδουνίζουν όσα φορεί. Στο κεφάλι, στη μέση και στο χέρι του δένει από ένα μαντίλι, ενώ στο λαιμό κρεμά σταυρό και αλυσίδα με φυλακτό. Η Μπούλα κι ο Γενίτσαρος φορούν στο πρόσωπο κέρινες μάσκες. Μαζεύονται παρέες-παρέες και κατεβαίνουν στην πλατεία της πόλης χορεύοντας.
Οι κάτοικοι της Νάουσας λένε, ότι στα χρόνια της τουρκοκρατίας, οι αρματολοί έβρισκαν στις Απόκριες την ευκαιρία να έλθουν στην πόλη μασκαρεμένοι και να γλεντήσουν με τους συγγενείς και τους φίλους τους, χωρίς να φοβούνται ότι θα τους αναγνωρίσουν οι Τούρκοι.
ΓΕΡΟΙ & ΚΟΡΕΛΕΣ (Σκύρος). Τοπικός μύθος ο οποίος λέει: Ήταν κάποτε ένας γέρος με τη γριά του κι είχαν πολλά κατσίκια. Όμως μια νύχτα του χειμώνα έπεσε στο βουνό χιόνι κι άγρια παγωνιά κι όλα τα κατσίκια ψόφησαν. Στην απελπισία τους οι βοσκοί ζώστηκαν τα κουδούνια των νεκρών ζώων και ροβόλησαν τις δύσβατες πλαγιές του βουνού μέχρι τη Χώρα. Με το κτύπο των κουδουνιών έφεραν στους χωριανούς τους το μήνυμα της καταστροφής. Από τότε κρατούν το έθιμο.
Οι μεταμφιεσμένοι, με ζωόμορφη όψη, κρατώντας μακριές ξύλινες μαγκούρες και ζωσμένοι πολλά κουδούνια που ζυγίζουν ως και 50 κιλά (Γέροι), και οι Κορέλες, άντρες ντυμένοι γυναικεία, γυρίζουν δρόμους και σπίτια σηκώνοντας το νησί με χαρούμενες φωνές, ορχηστρικές κινήσεις, τραγούδια, χορούς και προπαντός με τους δυνατούς και αρμονικούς χτύπους των κουδουνιών.
«ΜΠΑΜΠΟΥΓΕΡΑ» (Δράμα): Στην Καλή Βρύση πρωταγωνιστούν τα “Μπαμπούγερα“, άντρες μεταμφιεσμένοι ζωόμορφα, ζωσμένοι βαριά κουδούνια. Με το πέρας της τελετής του αγιασμού τα Μπαμπούγερα έχουν ήδη συγκεντρωθεί έξω από την εκκλησία και με την εντυπωσιακή και θορυβώδη παρουσία τους κυριαρχούν σ’ όλο το χωριό την ημέρα των Θεοφανίων και τις δύο επόμενες (6-8 Ιανουαρίου). Η αμφίεση των Μπαμπούγερων αποτελείται από άσπρη περισκελίδα, γυναικείο μαύρο επενδύτη αμανίκωτο, φλοκωτό στην εσωτερική μεριά, άσπρο πουκάμισο και πέντε μεγάλα κουδούνια που ζώνονται στη μέση. Η κεφαλή καλύπτεται με προσωπίδα από μάλλινο λευκό ύφασμα του αργαλειού. Στο μέτωπο ράβεται ένα στρογγυλό καθρεπτάκι, ενώ με ρούχα σχηματίζουν μεγάλη καμπούρα στη ράχη του μεταμφιεσμένου. Αποκορύφωμα και λήξη του γιορτασμού αποτελεί η σατιρική αναπαράσταση γάμου στις 8 Ιανουαρίου, με συμμετοχή στη χαρά και το γλέντι όλου του χωριού και των πολλών επισκεπτών, που τη μέρα αυτή συρρέουν στην Καλή Βρύση όχι μόνο από την περιοχή της Δράμας αλλά και από μακρινά μέρη. Η αναπαράσταση μιμείται το τοπικό εθιμικό τυπικό, με κάποιους νεωτερισμούς ή ευρηματικές προσαρμογές στην πραγματικότητα. Εντυπωσιακό στοιχείο αποτελεί η ξαφνική αρπαγή της νύφης από τα Μπαμπούγερα η οποία όμως αμέσως απελευθερώνεται. Παρότι το στοιχείο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως υστερογενές, αποτελεί παραδοσιακό μοτίβο. Την τρίτη μέρα, 8 Ιανουαρίου της Αγίας Δομνίκης, τιμούσαν τη μαμή, της οποίας η παρουσία ήταν τόσο πολύτιμη στην παραδοσιακή κοινότητα και κοινωνία.
Μπαμπούγερα ντύνονται και παιδιά, στοιχείο της συνέχισης του εθίμου το οποίο στην Καλή Βρύση βιώνεται ως έκφραση ψυχικής ανάγκης και λειτουργεί ως συνειδητό χρέος στην προγονική κληρονομιά. Τα αναβιωμένα εθιμικά δρώμενα συνοδεύουν τα παραδοσιακά όργανα της περιοχής, η γκάιντα (είδος ασκού, μουσικού οργάνου γνωστού και στην αρχαιότητα), η λύρα και ο νταχαρές ή νταϊρές (ντέφι). Εκτός από αυτά όμως, ως μέσα μουσικής έκφρασης χρησιμοποιούνται και αντικείμενα της καθημερινής ζωής (κουδούνια και σήμαντρα). Το ανθρώπινο δε σώμα ως ηχοποιητικό μέσο με τα πόδια που χτυπούν στο έδαφος καθώς και ο τρόπος που κινείται φανερώνουν το πρωταρχικό στοιχείο της μουσικής, το ρυθμό.
ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ (=Καλός γέρος). Θρακικό δρώμενο (στη Βιζύη) τη Δευτέρα της «Τυρινής».         Τελείται σε 3 διαδοχικές σκηνές:
                1. την μπάμπω με το εφταμηνίτικο
2. το φόνο του καλόγερου
3. την ψευδοαροτροίωση
Οι 2 πρώτες σκηνές είναι σατυρικές, η τελευταία σοβαρή. Έπαιρναν μέρος τα εξής πρόσωπα: οι 2 καλόγεροι (εκλέγονταν από τους προεστούς κάθε 4 χρόνια κι έπρεπε να ‘ναι παντρεμένοι), 2 κορίτσια ή Νύφες (2 ανύπαντροι νέοι που έπρεπε να μην παντρευτούν αυτά τα 4 χρόνια), η Μπάμπω (=μαμή) με το εφταμηνίτικο παιδί της, 2 κατσίβελοι (γύφτοι) και 2 Ζαπτιέδες (χωροφύλακες)
Οι καλόγεροι φορούσαν δέρματα ζώων, στο κεφάλι τους περικεφαλαία από τομάρι λύκου ή αλεπούς και μάσκα στο πρόσωπό τους πάλι από δέρμα. Γύρω από τη μέση τους κρεμούσαν κουδούνια. Ο Αρχικαλόγερος κρατούσε στο χέρι του ένα τόξο που μ’ αυτό πετούσε στάχτη αντί για βέλη ενώ ο άλλος καλόγερος κρατούσε ένα ραβδί. Η Μπάμπω φορούσε κουρέλια, ήταν καμπούρα κι είχε «κροκιδένια μαλλιά». Το εφταμηνίτικο παιδί της (ομοίωμα) το είχε μέσα σε ένα καλάθι. Οι κατσίβελοι ήταν ντυμένοι με ρούχα φτωχικά, με πρόσωπα μουντζουρωμένα κι έλεγαν πειράγματα κι αστεία. Τέλος οι Ζαπτιέδες βαστούσαν όπλα κι ακολουθούσαν τους καλόγερους.
Η πομπή ξεκινούσε με τύμπανα και γκάιντες. Περνούσε από τα σπίτια του χωριού κάνοντας έλεγχο σε κάθε σπιτικό, αν τα γεωργικά του εργαλεία ήταν στη θέση τους. Αφού επισκέπτονταν και το τελευταίο σπίτι κατέληγαν στην πλατεία του χωριού. Έτσι άρχιζε το δράμα με τις 3 σκηνές που προαναφέραμε. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά από την τρίτη σκηνή της «ψευδοαροτροίωσης», οι θεατές συμμετείχαν ενεργά. Έπιαναν διπλό και τριπλό χορό-μπροστά οι καλόγεροι- και χόρευαν ως αργά το βράδυ.
ΟΙ «ΦΑΝΟΙ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ». Ένα διονυσιακό έθιμο, που αναβιώνει την Αποκριά στην Κοζάνη είναι ο Φανός. Η παράδοση θέλει με το άναμμα του φανού το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς να ξεκινούν τραγούδια, τα οποία εξιστορούν τα κατορθώματα των κλεφτών, αλλά και τον έρωτα. Τα τραγούδια ονομάζονται ξενίντραπα, μασκαραλίτκα ή νοικοκυρίσια κι έχουν σατιρικό χαρακτήρα και έντονες φαλλικές αναφορές. Στο έθιμο συμμετέχει όλη η Κοζάνη, ανάβουν συνολικά δεκατρείς φανοί, ένας σε κάθε γειτονιά της Κοζάνης.
Φωτιές που στήνονται στις γειτονιές ως είδος βωμού. Κάθε γειτονιά προσπαθεί να παρουσιάσει όχι μόνο τον ωραιότερο φανό, αλλά και τους πιο καλούς τραγουδιστές, που να έχουν θέση ξεχωριστή στην τοπική κοινωνία.
ΧΑΣΚΑΣ ή ΧΑΣΚΑΡΗΣ ή ΧΑΨΑΡΟΣ ή ΧΑΨΑΛΟΣ (Πανελλήνιο). Το πιο διασκεδαστικό έθιμο. Ένα παιχνίδι με αβγό καθαρισμένο, σπανιότερα ακαθάριστο. Έδεναν το αβγό με μια κλωστή από το ταβάνι και κάποιος το στριφογύριζε. Όποιος το έπιανε με το στόμα ήταν ο τυχερός. Αλλού το αβγό το έδεναν με κλωστή σ’ ένα μακρύ ξύλο που το κουνούσε ο νοικοκύρης. Αλλού πάλι προσπαθούσαν να το πιάσουν τα παιδιά με το στόμα, γονατιστά και με τα χέρια δεμένα.
                ΑΛΕΥΡΟΜΟΥΤΖΟΥΡΩΜΑΤΑ (Γαλαξίδι). Στο Γαλαξίδι την Καθαρά Δευτέρα δεν παίζουν με σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο, αλλά παίζουν “αλευροπόλεμο” με βασικό υλικό το αλεύρι. Αυτό το έθιμο διατηρείται από το 1801. Εκείνα τα χρόνια, παρ’ όλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό την Τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Απόκριες για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους. Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άνδρες. Φορούσαν μάσκες ή απλά έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στην συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και ή ώχρα. Στο μουντζούρωμα συμμετέχουν όλοι ανεξαιρέτως ηλικίας.
Ο γαμπρός και η νύφη (πάλι άντρας παρελαύνουν στη παραλία και στη συνέχεια οι παρευρισκόμενοι στο έθιμο, που ραίνουν το ζευγάρι με φούμο (αλεύρι), αρχίζουν να αλληλομουτζουρώνονται, χορεύοντας και διασκεδάζοντας.
                ΜΠΟΥΡΑΝΙ (Τίρναβος). Διονυσιακό έθιμο. Μια αλάδωτη χορτόσουπα που ετοιμάζεται και μοιράζεται με τη συνοδεία άσεμνων τραγουδιών και τολμηρών χειρονομιών.
               
ΒΛΑΧΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ (Θήβα). Η Θήβα φημίζεται για την αναπαράσταση του Βλάχικου Γάμου, κάθε Καθαρή Δευτέρα. Είναι ένα έθιμο που φθάνει στις ημέρες μας από το 1830 περίπου, μετά την απελευθέρωση των ορεινών περιοχών. Οι Βλάχοι, δηλ. οι τσοπάνηδες από την Μακεδονία, την Ήπειρο, Θεσσαλία και Ρούμελη, εγκατέλειψαν τότε την άγονη γη τους και βρήκαν γόνιμο έδαφος νοτιότερα. Το έθιμο αφομοιώθηκε και διατηρήθηκε μόνο στην Θήβα, την πατρίδα του Διονύσου. Πιστεύεται ότι ο Βλάχικος γάμος είναι κατάλοιπο Διονυσιακής Παράδοσης, (Πομπή, Πυρρίχιος χορός, Βακχευόμενος Σάτυρος ) στους βλάχους της Πίνδου.
Προξενιό, προικοπαράδοση, ξύρισμα γαμπρού, νυφοστόλισμα και όλα τα άλλα γαμήλια νόμιμα γίνονται με την καθιερωμένη εθιμική τάξη. Παλαιότερα, σήμερα παραλείπεται, σε κάποια στιγμή ένας συμπέθερος ή και ο ίδιος ο γαμπρός έπεφτε καταγής, ύστερα δήθεν από κάποια φιλονικία, προσποιούμενος τον πεθαμένο. Άρχιζε μοιρολόγημα και κοπετός (θρήνος με στηθοκτυπήματα). Ξαφνικά όμως ο πεθαμένος σηκωνόταν σαν να ανασταινόταν, με όλους τους συμβολισμούς μιας τέτοιας παράστασης.
               
ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ (Μεθώνη). Ανάμνηση πραγματικού γάμου, που έγινε στην πόλη αυτή πριν από αιώνες. Γαμπρός ήταν ο «καβαλάριος κυρ Ιωάννης ο Κουτρούλης», ο οποίος, ύστερα από πολλών χρόνων αναμονή και υπομονή, γιατί αντιδρούσε η εκκλησία, παντρεύτηκε την γυναίκα που αγαπούσε. Ο γάμος μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι και πραγματικά έγινε παροιμιώδης.
               
Η ΜΟΝΟΗΜΕΡΗ ΚΛΩΣΤΗ (Βάρος Λήμνου). Γύρω στα 1916, μια ξαφνική αρρώστια έπληξε το Βάρος. Την αποκάλεσαν πανούκλα και θέριζε πραγματικά.
                Μέσα στο γενικό χαμό, μια γυναίκα του χωριού είδε στον ύπνο της τον Άγιο Χαράλαμπο, που τη συμβούλεψε να γνέσουν, σε μία μόνο μέρα, κλωστή, από τα βαμβάκια που καλλιεργούσαν, να την ενώσουν τρίκλωνη και να ζώσουν μ’ αυτή το χωριό.
Πράγματι, την άλλη μέρα, όλες οι γυναίκες του χωριού έκαναν αυτό, που τους είπε ο Άγιος και το χωριό σώθηκε από την επιδημία.
Από τότε, κάθε χρόνο, στη διάρκεια της Σαρακοστής, οι γυναίκες μαζεύονται σ’ ένα μεγάλο χορό και γνέθουν την κλωστή, την κάνουν τριπλή και φτιάχνουν 13 μεγάλα κουβάρια.
Από την εκκλησία, ξεκινάει η πομπή, με επικεφαλής τον παπά του χωριού και μια γυναίκα, που κουβαλάει τα κουβάρια με τη μονοήμερη κλωστή. Στο παρεκκλήσι του Αγίου Χαράλαμπου γίνεται η πρώτη στάση για δέηση και ξεκινάει το ζώσιμο του χωριού.
«ΜΠΡΑΜΔΕΣ» ή «ΟΙ ΚΑΛΕΣ» (Σκόπελος). Οι πιο αριστοκρατικές μεταμφιέσεις του νησιού. Φορούν τοπικές ενδυμασίες (φουστανέλες, βράκες, τουαλέτες εποχής…) και πολλά εξαρτήματα. Γυρίζουν από γειτονιά σε γειτονιά και τραγουδούν το επικό τραγούδι της «Βλάχας»:
                                       Άντε να πάμε Βλάχα στον πέρα καφενέ
Να σε τρατάρω Βλάχα σουμάδα κι αργιλέ
Δε θέλω τη σουμάδα ούτε τον αργιλέ
Μον θέλω ένα λουκούμι κι ένα γλυκό καφέ
                Οι Μπράμδες μαζεύονται την Κυριακή της Τυρινής στις πλατείες κι άλλα κεντρικά σημεία του νησιού, τραγουδούν και χορεύουν, ενώ παράλληλα τους κερνούν ρυζόγαλο, γαλατομπούρεκο κι άφθονο κρασί.
«Το έθιμο του Αχυρένιου-Γληγοράκη» αναβιώνει κάθε Καθαρά Δευτέρα  στην πόλη της Βόνιτσας. Είναι μια νότα παράδοσης που καταφέρνει συνδυάζοντας σάτιρα και διασκέδαση να προσφέρει κάθε φορά ξεχωριστές στιγμές στους επισκέπτες και τους ντόπιους. Οι απόψεις για τη προέλευση του εθίμου διίστανται. Κατά μία εκδοχή το έθιμο είναι εξέλιξη της σκωπτικής παράστασης κάποιων μοναχών της Αγίας Παρασκευής εις βάρος ενός μοναχού με το όνομα Γρηγόριος. Άλλοι υποστηρίζουν ότι το έθιμο είναι κληρονομιά από τους Βενετσιάνους από την περίοδο που κατείχαν την περιοχή. Όμως η επικρατέστερη άποψη είναι αυτή που θέλει τον Γληγοράκη ψαρά ο οποίος αρνήθηκε τη θάλασσα και έψαξε τη τύχη του στη στεριά. Η θάλασσα όμως τον εκδικήθηκε και τον έριξε στα ξένα, να ταλαιπωρείται και να μην μπορεί να έχει σταθερή δουλειά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το δρώμενο έχει στοιχεία των Διονυσιακών τελετών και των αρχαίων τελετών που γίνονταν για την υποδοχή της Άνοιξης.
Η διατήρηση και ο εμπλουτισμός του δρώμενου οφείλεται σίγουρα στους ντόπιους ψαράδες. Κάθε χρόνο την Αποκριά, οι ψαράδες ξαναθυμούνται εκείνο τον ψαρά, τον Γληγοράκη, και τον καταδικάζουν με το δικό τους τρόπο. Αφού πιουν, μασκαρευτούν από το Σαββατόβραδο της Τυρινής έως την Καθαρά Δευτέρα βλέπουν τον αρνητή της θάλασσας να έρχεται όπως τότε, που τον έφεραν σηκωτό για να τον πάνε στο Κοιμητήριο του ψαράδικου συνοικισμού.
Πρόχειρα φτιαγμένος από άχυρο και παλιά ρούχα κάνει την είσοδό του πάνω σε ένα γάιδαρο που τον τραβά ένας αγροφύλακας και του προσφέρουν βοήθεια δύο γιδοβοσκοί. Οι ρόλοι είναι από χρόνια μοιρασμένοι. Η μάνα, η γυναίκα, οι μοιρολογίστρες, ο γιατρός, οι συγγενείς, ο παπάς. Κάθε χρόνο καινούργια βάσανα περιμένουν τον Γληγοράκη. Κάθε στάση που κάνει δίνεται και μια μικρή θεατρική παράσταση. Ο γιατρός βγάζει γνωμάτευση κάνοντας ερωτήσεις στους συγγενείς και εξετάζει τον ασθενή. Με το πέρασμα των χρόνων η γνωμάτευση άρχισε να προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής και κατέληξε σε αναπαράσταση και διακωμώδηση της επικαιρότητας.
Μέσα σε μοιρολόγια και θρήνους πλησιάζει ο παπάς με τα παπαδοπαίδια. Τα λόγια του παραλλαγμένα τροπάρια της νεκρώσιμης ακολουθίας. Το δειλινό στην κεντρική πλατεία της Βόνιτσας δίνεται η πιο μεγάλη παράσταση. Γλέντι με θαλασσινά, άφθονο κρασί, χορός και τραγούδι. Προς το τέλος της τελετής, σε κάποια διακοπή του γλεντιού, κάποιος εκφωνεί τον επικήδειο, που δεν είναι παρά μια καυστική σάτιρα της επικαιρότητας. Το απόβραδο ο Γληγοράκης στην άκρη του γιαλού ή μέσα σε πρόχειρα κατασκευασμένη βάρκα, ρίχνεται στη φωτιά. Γύρω από τον αχυρένιο που σιγοκαίγεται, γίνεται το γλέντι κορυφώνεται με χορό και ποτό. Άλλη μια Αποκριά φεύγει… μαζί με το «Γληγοράκη…
»
                ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ.  
               
ΓΙΟΡΤΕΣ:
               
ΣΥΜΟΓΙΟΡΤΑ.
1)Ο Άγιος Τρύφων (1/2). Προστατεύει τα αμπέλια & τους αγρούς από τα τρωκτικά.
2) Η  Παναγία η Υπαπαντή (2/2). Προστατεύει μυλωνάδες & αγρότες. Λένε στην ΑΙΤΩΛΙΑ: Ό,τι καιρό κάνει της Υπαπαντής, τέτοιο καιρό θα κάνει τις επόμενες 40 μέρες.
3) Ο Άγιος Συμεών (3/2). Οι έγκυες την ημέρα αυτή δε δούλευαν για μη σημαδευτούν τα παιδιά στην κοιλιά τους.
ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ. Είναι η Πέμπτη της Κρεατινής, που κάθε σπίτι ήθελε να «τσικνώσει τη γωνιά του», να ψήσει δηλαδή κρέας και η τσίκνα να απλωθεί ολόγυρα. Σήμερα, βέβαια, είναι απλά μία ακόμη ευκαιρία για διασκέδαση.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει και λησμόνησε να πάψει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. Μα αν τύχει και θυμώσει, μες το χιόνι θα σε χώσει».
«Φλεβάρης, κουτσοφλέβαρος και του τσαπιού ο μήνας».
«Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό».
«Παπαντή καλοβρεμένη, η κοφίνα γεμισμένη».
«Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς, Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς».

                «Άγιε Πολύκαρπε βόηθα το σπόρο να φυτρώσει και να πολυκαρπίσει».
«Άμα αγκιάξει ο Κουτσοφλέβαρος το πόδι του, θα μας χώσει στα χιόνια».
«Αν δεν βγει ο Φλεβάρης δεν μπαίνει ο Μάρτης».
«Αν της Υπαπαντής δεν φανεί ο ήλιος, θα βρέχει 40 ημέρες. Αν φανεί θα έρθει καλή χρονιά».
«Άσπρος Φλεβάρης, χαρούμενος ο χωραφιάρης».
«Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη, φλέβισέ το».
«Γενάρη και Φλεβάρη καταβολάδα και ξινάρι».
«Γενάρης με τα κρούσταλλα, Φλεβάρης με τα χιόνια».
«Γεναριάτικο αρνί και Φλεβαριάτικο κατσίκι».
«Ζεστός Φλεβάρης, το Πάσχα κρύο».
«Η Παπαντή διώχνει τις γιορτές με τ’ αντί».
«Θύμωσε ο Φλεβαράκης, πλάκωσε ο χιονάκης».
«Κάλλιο Μάρτης με παλούκια παρά Φλεβάρης με μπουμπούκια».
«Καλοκαιριά της Υπαπαντής, Μαρτιάτικος Χειμώνας».
«Κύριε ελέησον, Φλεβάρη, και στο χάλκωμα με βάνεις [δηλ. από το κρύο μπαίνω να ζεσταθώ μέσα στο καζάνι».
«Ο μήνας Φλεβάρης ή τις φλέβες (του νερού) ανοίγει ή τις φλέβες κλείνει».
«Ο Φλεβάρης αν θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει του Καλοκαιριού μυρίζει κι αν τις φλέβες του ανοίξει, θε να κάψει να φλογίσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει του Καλοκαιριού μυρίζει, κι αν αλήθεια φλογίσει πόσους σκύλους θα ψοφήσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει, πάλι ή άνοιξη μυρίζει μα κι αν τύχη να θυμώσει, μες στα χιόνια θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει κι άμα πει και θυμώσει μέσ’ τα χιόνια θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει, μ’ αν τις φλέβες του ανοίξει ξεροπήγαδα γιομίζει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, μα κι αν δώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, πάλι άνοιξη θ’ ανθίσει. Μα αν κάμει και πεισμώσει, μες τα χιόνια θα μας χώσει».
«Ο Φλεβάρης φλέβες ανοίγει και πόρτες σφαλάει».
«Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό».
«Ότι έφτιασε ο Φλεβάρης έχει ο Αλωνάρης».
«Ότι ημέρα κάμει της Παπαντής, θα την κάνει σαράντα μέρες».
«Παπαντή καλοβρεμμένη, η κοφίνα γεμισμένη».
«Παπαντούλα βροχερή και τ’ αλώνια σαν σωροί».
«Παπαντούλα χιονισμένη, και τ’ αμπάρια γιομισμένα».
«Σου ‘πανε Φλεβάρη βρέξε και λησμόνησες να πάψεις».
«Στα μαλακά Φλεβάρη μου και έχει ο Θεός».
«Στις δέκα εφτά του Φλεβάρη θα ζεσταθεί το νύχι του βοδιού» [δηλ. αρχίζει να ζεσταίνει ο καιρός]
«Στις δεκαπέντ’ από Φλεβάρη βαρεί το άλογο ποδάρι».
«Τα γέρικα γαϊδούρια Φλεβάρη ψοφάνε».
«Τα έκανε ο Φλεβάρης κι έσκασε ο Μάρτης».
«Τα χιόνια του Φλεβάρη, βγάζουν τον Μάρτη παλικάρι».
«Τα χρέη του Φλεβάρη, ο Μάρτης τα πλερώνει».
«Την Τυρινή και των Βαγιών μπαίνει ο διάβολος στο γιαλό».
«Της Κρεατινής τα κομμάτια τα τρώει η Τυρινή και της Τυρινής τα σκυλιά».
«Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς, Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς».
«Τον Γενάρη κλάδευε και τον Φλεβάρη απόσκαφτε».
«Τον κακό Φλεβάρη ψοφούν οι λύκοι απ’ την πείνα».
«Τον καλό τον Φλεβαράκη σκάρισε τ’ αρνάκι».
«Τον ξερό Φλεβάρη, σου παίρνει ο διάβολος το γαλάρι».
«Τον Φλεβάρη ανοίγουνε οι φλέβες».
«Τον Φλεβάρη τον καλό ανοίγει η γης από το νερό».
«Του Αϊ-Τρυφώνου μην δουλέψεις και τα χέρια σου κλαδέψεις».
«Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει και λησμόνησε να πάψει».
«Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει κι αλησμόνησε να πάψει».
«Του Φλεβάρη το κριθάρι του Μάρτη το κατσίκι».
«Τρεις τα γέννα, τρεις τη Φώτα κ’ έξι τα μεγάλα Πάσχα».
«Υπαπαντή καλοβρεγμένη, η κοφίνα γιομισμένη».
«Φλέβαρε – κουτσοφλέβαρε, καταραμένε μήνα, το έκανες το παράκανες με πέθανες απ’ την πείνα».
«Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε καταραμένε μήνα, μας χιόνισες, μας απόπειρες, μας έλιωσες στην πείνα».
«Φλεβάρη μήνα κοίταγε ήλιο και φεγγάρι, πάρε και γνώμη από αστρί και κάνε ότι βγάλει».
«Φλεβάρη το ‘πες, Φλεβάρη το ‘κάνες».
«Φλεβάρη, φλέβες (νερού) μ’ άνοιξες».
«Φλεβάρης ,κουτσοφλέβαρος, έρχεται κούτσα κούτσα, όλο νερά και λούτσα».
«Φλεβάρης κουτσοφλέβαρος, και του τσαπιού ο μήνας».
«Φοβήθηκε ο παπάς τον Νοέμβρη και ο Δεσπότης τον Φλεβάρη».
«Φυλάξου από τον διάβολο κι από Φλεβαριάτικο κρύο».
«Χιόνι το Φλεβάρη βάνει στάπα στο κελάρι».
«Χιόνι Φλεβαριάτικο, αλώνι αβερτιάτικο».
«Χιόνια του Φλεβαριού, χρυσάφι του καλοκαιριού».

Σε ποιον έτυχε το φλουρί;

Το έθιμο της βασιλόπιτας

Υπάρχουν δύο παραδόσεις για το έθιμο αυτό. Η πρώτη λέει ότι ο ίδιος ο Άγιος Βασίλειος σκέφτηκε το τέχνασμα αυτό, θέλοντας να προσφέρει χαρά χωρίς να ακούει ούτε ένα ευχαριστώ. Ήθελε να βλέπει τα πρόσωπα των ανθρώπων να φωτίζονται από χαρά. Τι έκανε λοιπόν; Έπαιρνε λίρες, τις έβαζε μέσα στις πίτες και τις μοίραζε στους φτωχούς. Έπειτα καθώς έτρωγαν τις πίτες, έβρισκαν το δώρο του Αγίου Βασιλείου και περνούσαν όμορφα τις γιορτές. Έτσι διατηρήθηκε η παράδοση να βάζουμε και εμείς φλουρί για να τιμήσουμε τον Άγιο Βασίλειο και προς τιμήν του ονομάσαμε την πίτα, βασιλόπιτα.
Η δεύτερη παράδοση έχει να κάνει με μία ιστορία που έλαβε χώρα πριν 1500 χρόνια περίπου στην πόλη Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε βοηθώντας κάθε φτωχό και ανήμπορο. Κάποια μέρα ένας στρατηγός-τύραννος της περιοχής ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης αλλιώς θα την πολιορκούσε και θα την κατακτούσε. Ο Μέγας Βασίλειος προσευχόταν όλο το βράδυ για να σώσει ο Θεός την πόλη. Την  επόμενη μέρα ο στρατηγός περικύκλωσε με το στρατό του την Καισάρεια και εισέβαλε απαιτώντας να δει τον δεσπότη ο οποίος εκείνη την ώρα προσευχόταν στο ναό, διατάσσοντας να του δοθεί αμέσως όλο το χρυσάφι της πόλης.
Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι κάτοικοι της πόλης δεν είχαν τίποτα το αξιόλογο να του δώσουν. Ο στρατηγός θύμωσε τόσο πολύ που απείλησε ότι θα εξορίσει τον δεσπότη, λέγοντας ότι μπορεί και να τον σκοτώσει αν δεν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του.
Οι χριστιανοί της Καισαρείας όμως αγαπούσαν τόσο πολύ τον δεσπότη τους που έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Τι έκαναν λοιπόν; Μάζεψαν ό,τι χρυσαφικά είχαν και τα παρέδωσαν στον στρατηγό…Αυτός όμως ήταν τόσο εξοργισμένος που διέταξε τον στρατό του να επιτεθεί στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος για να προστατέψει την πόλη προσευχήθηκε και έδωσε στον στρατηγό ένα σεντούκι με ό,τι χρυσαφικά είχαν μαζευτεί.
Όταν όμως ο στρατηγός πήγε ν’ ανοίξει το σεντούκι έγινε ένα θαύμα! Όσοι ήταν εκεί αντίκρισαν μία λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να επιτίθεται με δέος πάνω στον στρατηγό και τους δικούς του. Αμέσως εξαφανίστηκαν τόσο ο στρατηγός όσο και ο στρατός του. Ο καβαλάρης ήταν ο άγιος Μερκούριος και οι στρατιώτες του ήταν οι άγγελοι.
Αφού όμως σώθηκε η πόλη, ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε μπροστά σε ένα μεγάλο πρόβλημα…Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους και η μοιρασιά θα έπρεπε να είναι απόλυτα δίκαιη. Προσευχήθηκε λοιπόν πάλι για να τον φωτίσει ο Θεός τι να κάνει. Και η λύση βρέθηκε!
Κάλεσε τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο κάθε ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά και τα μοίρασε σαν ευλογία στους πιστούς. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν αλλά η μεγάλη έκπληξη ήρθε όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμί και έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της. Αυτό το ψωμάκι ήταν η βασιλόπιτα, η οποία έφερνε χαρά και ευλογία στους ανθρώπους.
Έκτοτε φτιάχνουμε και εμείς βασιλόπιτα βάζοντας ένα φλουρί μέσα την πρώτη μέρα του χρόνου, την ημέρα του Αγίου Βασιλείου.