“Ο χαμός του Γιώργη & άλλες ιστορίες” Μια βιβλιοπαρουσίαση

«Ο Χαμός  του Γιώργη και άλλες ιστορίες»

Βιβλιοπαρουσίαση από τη φιλόλογο

Μαρία Παλάσκα- Ιωαννίδη

 

Θεωρώ ότι είναι μεγάλη η τιμή για μένα  που ο Αλέξανδρος Τσαγκαρέλλης μου ζήτησε να παρουσιάσω αυτήν τη συλλογή των διηγημάτων του, σήμερα στη διοργάνωση του  παραρτήματος  της «Παναθηναϊκής », στην πόλης μας.

 Τον αγαπητό Αλέξανδρο Τσαγκαρέλλη τον γνώρισα μέσα από την ενεργή κοινωνική του παρουσία σε πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου μας και γρήγορα έμαθα ότι ο ήρεμος αυτός άνθρωπος με το μειλίχιο βλέμμα και το χαμογελαστό πρόσωπο, ασχολείται παράλληλα με τις άλλες πολύπλευρες δραστηριότητές  του με τη συγγραφή βιβλίων..

Το βιβλίο που μου εμπιστεύτηκε να παρουσιάσω σήμερα είναι μια συλλογή διηγημάτων – ιστορίες τις αποκαλεί ο ίδιος –που μπορεί να είναι από τις πιο πρόσφατες εκδοτικές του παρουσίες αλλά περιλαμβάνει αρχικά τα 2 πρώτα του διηγήματα που τα έγραψε όταν ήταν ακόμα φοιτητής, και κυκλοφορούσαν στην εφημερίδα του αγαπημένου του πατρογονικού νησιού, στο «Λεσβιακό Κήρυκα». Τα διηγήματα αυτά : το Χαμό του Γιώργη που δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο , και το Νικολή τα διέσωσε στην έντυπη πρώτη τους κυκλοφορία η αγαπημένη του μητέρα….

Έχουμε λοιπόν μπροστά μας μια έκδοση που την προσέχεις, πριν προχωρήσεις στο περιεχόμενο, πρωταρχικά από την αισθητική της. Στο εξώφυλλο βλέπουμε μια παλιά φωτογραφία εποχής του κόλπου της Γέρας του εύφορου αυτού κόλπου της Λέσβου, που γαλούχησε πνευματικά τον Ελύτη αλλά και το Θεόφιλο, το Μυριβήλη και  τον Ασημάκη Πανσέληνο- όλοι αγαπημένοι του συγγραφέα μας……και συνεχίζουμε στην αφιέρωση: το βιβλίο του το αφιερώνει στον Γ. Φωτίου, τότε Διευθυντή της εφημερίδας στο Λεσβιακό κήρυκα που διαβάζοντας  τα πρώτα του γραπτά είχε την διορατικότητα να δει  και να του πει ότι είχε μπροστά του ένα έτοιμο / ώριμο συγγραφέα –παρατηρητή της ζωής, έναν θυμόσοφο γνώστη της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και είναι αυτός που τον παρακίνησε να γράψει και να εκτεθεί…

Και πράγματι αυτό έκανε και κάνει  ο Αλέξανδρος Τσαγκαρέλλης!

 

Με διεισδυτική ματιά  καταγράφει αριστοτεχνικά τον κόσμο του νησιού του, ανατέμνει καρδιές και  χαρακτήρες ανθρώπων  με αδυναμίες και πάθη, με ελαττώματα και προτερήματα που αγωνίζονται να βρουν την ταυτότητά τους κόντρα στο χρόνο, στη μοίρα αλλά  και στις συνθήκες που ορίζουν κάθε φορά τη ζωή τους, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα μικρά και στα μεγάλα πράγματα που απαρτίζουν την καθημερινή τους ζωή.

 

Διαβάζοντας τα διηγήματά του Τσαγκαρέλλη εύκολα διαπιστώνουμε ότι το επιστημονικό του υπόβαθρο και η ευρεία κατάρτισή του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του προσωπικού ύφους της γραφής του, που διαπερνά όλο του το έργο.

 

Οι ήρωες – όπως λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του- εκπέμπουν  διαχρονικά  μηνύματα: για την αδυναμία του ανθρώπου να ζήσει σε αρμονία με τα όνειρά και τις επιθυμίες του εξαιτίας της εξάρτησής του απ’ τις κοινωνικές συμβάσεις και τα γενικότερα ιστορικά δρώμενα αλλά και τις δικές του ελλείψεις και λανθασμένες επιλογές.

 

Όλα αυτά και πολλά ακόμη συναρπαστικά μας τα αναδεικνύει, μας τα εκθέτει  στα διηγήματα του:  διηγήματα    γραμμένα με ψυχή και με την ιδιαίτερη χαρακτηριστική γραφή του συγγραφέα που ανιχνεύει τις μύχιες πτυχές της ανθρώπινης φύσης, μπλέκοντας έξοχα τη μυθοπλασία με τα προσωπικά του βιώματα. Φαίνεται  να έχει φυλάξει στο κελάρι της μνήμης του κάποιες ιστορίες που γι΄αυτόν είναι σαν  πολύτιμα πετράδια .. Τα είχε φυλάξει με σεβασμό, γιατί και κάποιος άλλος- εμείς δηλαδή, οι αναγνώστες- έπρεπε να ακούσουμε την ιστορία τους…  Έτσι πολύ πετυχημένα ανατρέχει στη ζωή της γειτονιάς του και βάζει  τη γειτονοπούλα του τη Γαρυφαλλιά να είναι  το μοιραίο πρόσωπο στην ιστορία του «Η καρδιά της Γαρυφαλλιάς». Εδώ, πολύ εύστοχα ο συγγραφέας σε ρόλο ετεροαφηγητή μας λέει: «έχει μάτια ο κόσμος γερακίσια και βλέπει, βλέπει καθώς βλέπουνε τα αρπαχτικά, από μίλια μακριά, πίσω από κλειστές κουρτίνες, βλέπει και παράθυρα κουφωμένα, τρυπά το ρούχο με το μάτι του, τρυπά και τη ψυχή σου, σαν θέλει να μάθει τα δικά σου, να μάθει εκείνο που σε κόβει , που σε σπαράζει. Τούτο γιατί ο κόσμος ο πολύς βρίσκει μια χαρά, μιαν αγαλλίαση νοιώθει σαν βλέπει τον πόνο σου κι ας κάνει δήθεν πως σε συμπονά, πως λυπάται τάχα…»

Έτσι και «Ο Νικολής» ο ήρωας της πρώτης ιστορίας ζει τη ζωή που πάντα λαχταρούσε μέσα από τις ναυτικές διηγήσεις του καπετάν Αντρέα που… «όταν του τις έλεγε πετούσε λεύτερος στην αγκαλιά της θάλασσας ενώ  από το συναπάντημά του με το Νικολή «…ανασάλεψε στο στέρνο του μέσα μια αίσθηση καινούργια …ζω λες και ύστερα γελάς…σ΄αρέσει…γιατί τώρα ήτανε στο σπιτικό του με τη ψυχή του λεύτερος να κάνει κείνο που βούλεται…».

 

Ο Αλέξανδρος Τσαγκαρέλλης  επιβεβαιώνει ακόμα μια φορά ότι, αν δεν ήταν ένας  πολύ καλός συγγραφέας, θα μπορούσε να είναι ένας  πολύ καλός σεναριογράφος. Η μυθιστορία του έχει κινηματογραφική δομή και προκαλεί εικόνες που εισβάλουν μέσα μας. Στο διήγημα: «Ο Χαμός του Γιώργη» που έδωσε και τον ομώνυμο τίτλο στο βιβλίο η φαντασιακή σκηνοθεσία της μυθοπλασίας του προκαλεί τον αναγνώστη σε ένα εκπληκτικό δημιουργικό ταξίδι! Η αφήγηση της ιστορίας ξεκινάει in medias res δηλ. με αναδρομή στο κρισιμότερο σημείο της πλοκής …. «Άνοιξε η πόρτα μια στιγμή, πρόβαλε στο κατώφλι ο άντρας , στάθηκε λίγο , έκανε το σταυρό του, καταπώς είχε μάθει από τη μάνα του τη συχωρεμένη που τον ανάθρεψε μοναχή της, χήρα από τη χρονιά που παντρεύτηκε , και πήρε τον δρόμο τον κατηφορικό. Δυο βήματα έκανε, τρία το πολύ , σαν άνοιξε πάν΄από το κεφάλι του σχεδόν , το παραθύρι το ένα , με πάταγο και φάνηκε η γυναίκα του, που κρεμάστηκε σχεδόν στο περβάζι, τα στήθια της να πατάνε στο πέτρινο χείλος του και να ζουλιούνται και τούτη να μη δίνει σημασία, να μη γνοιάζεται… Γιωργή έκανε η Ανθή, μη φύγεις Γιωργή , σε παρακαλώ» και έπειτα, με αναδρομή στο παρελθόν, παρουσιάζονται όσα προηγούνται του σημείου αυτού: «Παλικάρι γύρω στα τριάντα ήτανε ο Γιωργής, ομορφάντρας, λιγάκι αδύνατος σαν κυπαρίσσι στητός, με το μουστακάκι του να χαράζει μια ψιλή γραμμή πάν΄απ τα χείλια του που λάμπανε κατακόκκινα και κάνανε πολλές γυναίκες να τον πεθυμάνε στον ύπνο τους μα και στον ξύπνιο τους..»

Με την τεχνική αυτή διεγείρεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη και η αφήγηση όχι μόνο δεν γίνεται κουραστική αλλά σου εξάπτει το ενδιαφέρον….  Και χωρίς να το αντιληφθείς κρατάς την ανάσα σου από τη δύναμη των εικόνων και των περιγραφών.  Ως το τέλος που καταλήγει σε απροσδόκητη  και ανατρεπτική εξέλιξη.. «σέρβιρε η Ανθή το φαί στο τραπέζι, όρμησε ο Γιωργής στο πιάτο με βουλιμία και καταβρόχθιζε το περιεχόμενό του δίχως ανάσα. Έβλεπε η γυναίκα τα βρώμικα νύχια του, να χώνονται στο ψωμί, τα ένιωθε στο σώμα της, της ήρθε να βάλει φωνή, κρατήθηκε, δεν μίλησε , μα τη ξεσκίζανε οι πόνοι…»

Από την τέταρτη και τελευταία του ιστορία που και χρονικά γράφτηκε τελευταία  ένα πράγμα αναδεικνύεται  απλά και ξεκάθαρα: ο κόσμος που μας περιβάλλει, η εποχή που ζούμε έχει αλλάξει τη ζωή μας , έχει μετατοπίσει την πορεία μας! Είναι σίγουρο ότι το παρόν της Κρίσης και της προσφυγιάς θα το δούμε σε πολλά ελληνικά διηγήματα και μυθιστορήματα- γράφονται άλλωστε πολλά και θα γραφτούν ακόμα περισσότερα-, όταν όμως ο Αλέξανδρος Τσαγκαρέλλης έγραφε το «Χριστό Απορεμένο» το τελευταίο διήγημα  αυτού του βιβλίου,  δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο ο τόπος του, η Μυτιλήνη, θα γινόταν τόσα χρόνια μετά πάλι, για μια ακόμη φορά,  χώρος υποδοχής αλλά και μαρτυρίου για νέους πρόσφυγες…

 «Ο Χριστός απορεμένος», λοιπόν,  το διήγημα που είναι βασισμένο στο ποίημα Μυτιληνιού ποιητή, είναι γεμάτος ανατροπές . Η Ασημίνα, προσφυγοπούλα από το Αϊβαλί, γνωρίζει το βαρκάρη και σωτήρα της Στρατή και μαζί του φτιάχνει σπίτι και φαμίλια στο φιλόξενο νησί! «…ήτανε τυχερή η Ασημίνα , τυχερή και ευλογημένη!και για τούτο γονάτιζε κάθε βράδυ μπροστά στο ένα και μοναδικό εικόνισμα , εκείνο του Χριστού με το καθαρό πρόσωπο, τα καταγάλανα, γαλήνια μάτια του που κοιτάζανε τον κόσμο μ΄απέραντη αγαθότητα από το μικρό εκείνο ράφι στη γωνιά της κάμαρής  της…», ωστόσο η ανάγκη την κάνει  να πάει να πουλήσει αυτή τη μοναδική της πραμάτεια… Αυτά λοιπόν τα δύσκολα χρόνια της φτώχιας της ζωής της, της γεμάτης όμως με αληθινό νόημα ζωής, μας τα ξετυλίγει με λογοτεχνική δεξιοτεχνία ο Αλέξανδρος επιτυγχάνοντας να μας πείσει ότι η ομορφιά του κόσμου και της ζωής είναι καθαρά εσωτερικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου.

Στην τεχνική μάλιστα της γραφής του  αν πρέπει να αποδώσω ένα χαρακτηριστικό στοιχείο, αυτό είναι η παράδοξη αλήθεια πως για όλες σχεδόν τις ανατροπές ο αναγνώστης  δεν έχει προετοιμαστεί…

Είναι γεγονός ότι με την εμφάνισή του στον πεζό λόγο με τα διηγήματα αυτά ο  Αλέξανδρος Τσαγκαρέλλης μας αποδεικνύει ότι είναι ένας άξιος λογοτέχνης που γνωρίζει καλά να χειρίζεται τον πεζό λόγο και μάλιστα τον θαυμάσιο λόγο της ντοπιολαλιάς του νησιού του, που τον συνοδεύει και με χρήσιμες επεξηγήσεις, μιας ντοπιολαλιάς που δίνει ιδιαίτερη χάρη και ομορφιά στο κείμενο.

 

Ο  συγγραφέας λοιπόν και στα 4 διηγήματα αγαπάει τους ήρωες του , πώς αλλιώς θα τους βλέπαμε τόσο ζωντανούς μπροστά μας; Είναι σίγουρο ότι όλα τα συναισθήματα των ηρώων του πέρασαν αρχικά από τον ίδιο..

Πιστεύω ότι όταν γράφει ο Αλέξανδρος θα πρέπει να ζει τις πιο όμορφες στιγμές του!  Πάνω στο χαρτί του βάζει εικόνες, σκιαγραφεί χαρακτήρες, ζει  ζωές …

 Είμαι σίγουρη ότι γράφει για να περνάει ο ίδιος καλά αλλά τελικά καταφέρνει να δίνει σε μας τους αναγνώστες του ωραίες εικόνες που με αυτές μπορούμε να ησυχάσουμε το μυαλό μας, να γεμίσουμε τη σκέψη μας, να πλουτίσουμε το ψυχισμό μας….

Κλείνοντας,  θα ήθελα να πω ότι μπορεί ο Αλέξανδρος  Τσαγκαρέλλης να ταξίδεψε λόγω της  δουλειάς του και να γύρισε  όλο τον κόσμο μια και δύο φορές, στην τουλάχιστον 20η ετή υπηρεσία του στην Ολυμπιακή Αεροπορία, γεγονός που του έδωσε την ευκαιρία να εμπλουτίσει το λογοτεχνικό του υπόβαθρο με πλήθος ξεχωριστών φυσικών τόπων και εικόνων χωρίς όμως να λησμονήσει ποτέ τα πάτρια εδάφη της Λέσβου που αποτέλεσαν και την πηγή έμπνευσής του για το βιβλίο του: «Ο Χαμός  του Γιώργη και άλλες ιστορίες», στο οποίο με τη γραφίδα του δίνει σε όλους εμάς τους αναγνώστες του,  τη δυνατότητα να ταξιδεύουμε- να γίνουμε και μείς ταξιδευτές  μέσα στις ψυχές των ηρώων του…

Σ΄ ευχαριστούμε πολύ Αλέξανδρε , ευχόμαστε να μας δίνεις πάντα τέτοια κι άλλα πολλά γοητευτικά ταξίδια….

Αφήστε μια απάντηση