Εναν αιώνα μετά τον θάνατό του, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εξακολουθεί, στις δικές μας άγονες μέρες, να αποτελεί σημείο αναφοράς για την τέχνη του μα και την πνευματικότητά του.
Ανθρωπος απαλλαγμένος από την ανάγκη και το βάρος της κοινωνικής καταξίωσης, αποσυνάγωγος εργάτης και τεχνίτης της γραφής, μοίρασε τον βίον του ανάμεσα στις εκκλησιές και τα ταβερνεία. Γεννημένος στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851, από πατέρα ιερέα, τον Αδαμάντιο Εμμανουήλ, και θεοσεβούμενη μητέρα, την Αγγελική (Γκουλιώ) -το γένος Μωραΐτη-, τελείωσε το Δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στο νησί του. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874 – από το ίδιο Γυμνάσιο είχε αποφοιτήσει το 1871 και ο εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Το 1872 επισκέφθηκε το Αγιον Ορος, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του τού στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια.
Το 1878 θα γνωριστεί με τον Βλάση Γαβριηλίδη, ο οποίος θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα υπό τον τίτλο Η μετανάστις στον Νεολόγο Κωνσταντινουπόλεως. Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του Οι έμποροι των Εθνών στην εφημερίδα Μη χάνεσαι, ενώ παράλληλα άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. Η θέση του καλυτέρεψε κάπως, αλλά η ζωή του δεν άλλαξε, όταν άρχισε να συνεργάζεται με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Ενώ κέρδιζε αρκετά και από συνεργασίες του με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, που ήταν περιζήτητες, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Ηταν σπάταλος, ανοργάνωτος. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του, και η μεγάλη ανεμελιά του, συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατούσε σε κατάσταση αθλιότητας. Απλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του, και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του. Το 1902 θα επιστρέψει στη Σκιάθο, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1904. Την περίοδο αυτή θα δημοσιεύσει τη Φόνισσα. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» η εικοσιπενταετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Το 1909 επιστρέφει στο νησί του, το οποίο δεν θα εγκαταλείψει ώς το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου 1911 από πνευμονία. Την προηγούμενη ημέρα είχε πληροφορηθεί ότι είχε τιμηθεί με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος.
Ολόκληρη η ουσία της κατάθεσης στα νεοελληνικά γράμματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη περικλείεται μέσα σε μια φράση του ίδιου: «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω, και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Στενότερα ηθογράφος στην αρχή, διεύρυνε με τον καιρό τη θεματολογία και την τεχνική του, ώστε να θεωρείται ότι αυτός εγκαινίασε τη διηγηματογραφία στην Ελλάδα. Προσέδωσε στο έργο του τέτοια ποιότητα που τον καθιέρωσε ως πρωταγωνιστή της ελληνικής πεζογραφίας. Οι εμπνεύσεις του, τροφοδοτούμενες από ένα πλούσιο απόθεμα μνήμης, διαποτίζονται από ποιητικό οίστρο και μαγεία του λόγου. Οι ήρωές του, απλοί, ταπεινοί, γραφικοί και βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεών τους με τη ζωή. Η καθαρεύουσα που επέλεξε να χρησιμοποιεί εξαρχής, ελάχιστα δυσνόητη, σταδιακά απλοποιήθηκε με περισσότερα λαϊκά στοιχεία, ώστε λίγο πριν από τον θάνατό του να γράψει και διηγήματα στη δημοτική. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος, γόνιμη φαντασία και κατάνυξη, η οποία τον συγκλόνιζε από την παιδική του ηλικία.
Οσο ήταν εν ζωή, η κριτική εν πολλοίς τον προσπέρασε. Διεκδικήθηκε από τους δημοτικιστές, γιατί το έργο του ανήκει στην πρωτοπορία της εποχής του, αλλά δεν τον συμπαθούσαν για τη γλώσσα του. Ανάλογη ήταν και η στάση των οπαδών της καθαρεύουσας γιατί, ενώ μπορούσε να θεωρηθεί γλωσσικά συντηρητικός, λογοτεχνικά δεν ανήκε στο κλίμα τους. Οι μόνοι που ασχολήθηκαν μαζί του ήταν ο Κωστής Παλαμάς και ο Παύλος Νιρβάνας.
Το ενδιαφέρον άρχισε αμέσως μετά τον θάνατό του. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο οποίος ενόσω ζούσε ο Παπαδιαμάντης δεν είχε αναφερθεί ούτε κατ’ ελάχιστο στο έργο του, του αφιέρωσε ένα από τα εγκωμιαστικότερα κείμενά του. Ο Φώτος Πολίτης και ο Κώστας Αθάνατος δεν δίστασαν να τον παραβάλουν με τον Διονύσιο Σολωμό. Κάποιοι νέοι, όμως, μεταξύ των οποίων ο Αγγελος Τερζάκης και ο Τέλος Αγρας, διατύπωσαν κάποιες «επιφυλάξεις», μίλησαν, δηλαδή, για έλλειψη κοινωνικού περιεχομένου, αρνούμενοι σχεδόν κάθε αξία στο έργο του. Και εδώ ο Ξενόπουλος υπεραμύνθηκε της πνευματικής κατάθεσης του Παπαδιαμάντη, τονίζοντας ότι είναι δημιουργός συγγραφέας και αξεπέραστος ακόμη και στους μεταγενέστερους. Η σχολή του Κ. Θ. Δημαρά, αλλά και οι περί τον Παναγιώτη Μουλλά «μείωσαν» τρόπον τινα την αξία του, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για λαογραφικά κείμενα ηθικού χαρακτήρα και αμφιβόλου λογοτεχνικής αξίας, προσάπτοντάς του παράλληλα προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Στον αντίποδα οι περί την Ορθοδοξία -επειδή δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία αλλά διεισδύει στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής, ενσταλάζοντας στις εικόνες του τον βυζαντινό μυστικισμό-, αναδείχτηκαν ένθερμοι υποστηρικτές του, χωρίς όμως να αναγνωρίζουν -ή μάλλον αναγνωρίζοντας διστακτικά- όλες τις εκφάνσεις του τόσο σημαντικού έργου του.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν είδε τυπωμένο σε βιβλίο κανένα από τα έργα του. Αμέσως μετά τον θάνατό του, τη διετία 1912-1913, λόγω του έντονου ενδιαφέροντος που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομά του, οι εκδόσεις Φέξη εξέδωσαν έντεκα τόμους, όπου συγκεντρώθηκαν όσα διηγήματα μπόρεσαν να εντοπιστούν. Από το 1925 έως το 1930 εξέδωσε πέντε τόμους ο εκδοτικός οίκος Ελευθερουδάκη. Το 1945 από τις εκδόσεις Αθ. Καραβία κυκλοφόρησε ένας τόμος με Θαλασσινά διηγήματα. Επειτα από μία δεκαετία, το 1955, από τον Εκδοτικό Οίκο Δημητράκου εκδόθηκαν τα Απαντά του σε επιμέλεια Γιώργου Βαλέτα. Το 1963, τα Απαντα του Παπαδιαμάντη εκδόθηκαν σε τρεις τόμους από την Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, με προλόγους και επιμέλεια Μιχάλη Περάνθη. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ερευνητική έξαρση πάνω στο έργο του Σκιαθίτη με την «καθαυτό ρωμαίικη λαϊκή ψυχή». Εκτός των φιλολόγων μελετητών, έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον τους πεζογράφοι και ποιητές. Σε τούτο είναι βέβαιο ότι συνέβαλε η πεντάτομη κριτική έκδοση όλου του συγγραφικού του έργου, των Απάντων του, από τον Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο (εκδ. Δόμος, 1981-1988), καθώς και η με εξαιρετική φιλολογική και τυπογραφική επιμέλεια περιοδική έκδοση Παπαδιαμαντικά Τετράδια (από το 1992), από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.
Αλήθεια, διαβάζεται ο Παπαδιαμάντης σήμερα; Επικρατεί η άποψη ότι ο αριθμός των αναγνωστών του συρρικνώνεται. Ισως να μην ανήκει στα ζητούμενα ή τις αναζητήσεις των νεοτέρων. Από την άλλη, όμως, τίθεται και το ερώτημα για τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται ο Παπαδιαμάντης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τρόπος που καθορίζει εν πολλοίς τη στάση των νέων αναγνωστών απέναντι στο έργο. Αλλά το τελευταίο δεν αφορά μόνο τη δεξίωση του παπαδιαμαντικού έργου, αλλά γενικότερα τον τρόπο πρόσληψης του λογοτεχνικού έργου από τις νεότερες γενιές· εντάσσεται σε μια άλλη συζήτηση, που ξεφεύγει από τη θεματική του παρόντος αφιερώματος.
06/05/2011 στις 23:44
Πολύ ωραίο !!!!!Μπράβο σε αυτόν που το έγραψε.