Παραδοσιακά παραμύθια

Η τρίτη θεματική ενότητα του προγράμματος Διαγενεακής Αλληλεγγύης του Μουσικού Σχολείου Άρτας για το έτος 2012 – 2013 αφορούσε στα παραδοσιακά παραμύθια. Δύο από αυτά, που καταγράφηκαν από το μαθητή του Β1 Κωτσίλα Δημήτριο, μελοποιήθηκαν από την εκπαιδευτικό κα Δημοθεοδώρου Ευθαλία και παρουσιάστηκαν στους παππούδες και τις γιαγιάδες των μαθητών του Α1 κατά την τελική εκδήλωση διαγενεακής αλληλεγγύης του σχολείου στις 14 Μαΐου. Το τρίτο παραμύθι, το «Φιδόκαστρο», καταγράφηκε από τη μαθήτρια του Α1 Κολιούλη Φωτεινή και παρουσιάστηκε σε μαθητές και ηλικιωμένους δραματοποιημένο, ενώ παράλληλα οι μαθήτριες Ανδρέου Αλεξάνδρα και Κατσιγιάννη Ιωάννα φιλοτέχνησαν εικόνες εμπνευσμένες από το παραμύθι, που συνόδευσαν την αφήγηση. Το τέταρτο παραμύθι, «Η γριά μουγκή κι ο Θόδωρος», καταγράφηκε από το μαθητή του Β2 Πάνο Απόστολο.

Το Φιδόκαστρο

Τα πολύ παλιά χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν και ζούσαν με ιστορίες που άκουγαν από τους δικούς τους παππούδες και γιαγιάδες. Πίστευαν ότι υπάρχουν ξωτικά, φαντάσματα (ίσκιους τα ονόμαζαν), βασιλοπούλες, παλάτια, κτλ.

Ο παππούς μου γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ ένα χωριό το οποίο είναι κοντά σε θάλασσα, στον λεγόμενο Αμβρακικό Κόλπο όπου ο ποταμός Άραχθος χύνει τα νερά του.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Εκεί λοιπόν, σε μια περιοχή κοντά στη θάλασσα υπήρχε ένα πελώριο κάστρο που μέσα εκεί ζούσε ένας βασιλιάς με την κόρη του που την αγαπούσε πάρα πολύ. Μια χειμωνιάτικη βραδιά που έβρεχε πολύ και ο αέρας φυσούσε με μανία, η θάλασσα φούσκωσε και άρχισαν να βγαίνουν τα νερά της με μεγάλη ταχύτητα και έφτασε μέχρι το παλάτι.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Η βασιλοπούλα ξύπνησε και από το φόβο της που ήταν σκοτάδι και τα παράθυρα χτυπούσαν με δύναμη, κατέβηκε στο κάτω μέρος του παλατιού για να βρει τους γονείς της.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Από το φόβο της όμως, χωρίς να το καταλάβει, έπεσε μέσα στα νερά που είχαν φτάσει μέχρι το επάνω μέρος του παλατιού. Έτσι την παρέσυρε το νερό. Άρχισε να φωνάζει, αλλά δεν μπορούσε να την βοηθήσει κανένας γιατί το νερό της θάλασσας την τραβούσε κοντά του με μανία. Ο βασιλιάς άρχισε να κλαίει και να φωνάζει, αλλά δεν μπορούσε να τη βοηθήσει.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

 

Την άλλη μέρα που ο καιρός ξαστέρωσε και τα νερά είχαν υποχωρήσει, ο βασιλιάς βρήκε την κόρη του πνιγμένη. Η θλίψη του ήταν μεγάλη.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Πίστεψε ότι οι άνθρωποι του χωριού φταίνε, ότι αυτοί άφησαν τη θάλασσα και αποφάσισε να τους κάνει κακό. Έχτισε γύρω από το παλάτι μεγάλες πέτρες και μέσα στο παλάτι έχτισε μεγάλα πέτρινα αμπάρια τα οποία ήταν θεόρατα. Στο πρώτο μέσα έβαλε (όπως λένε οι παλιοί) όλα τα υπάρχοντά του, μαζί με όλο το χρυσάφι που είχε και όλα τα κοσμήματά του. Στο δεύτερο έβαλε σιτάρι και στο τρίτο έβαλε πελώρια και δηλητηριώδη φίδια. Έτσι όποιος θα το πλησίαζε και θα πήγαινε να ανοίξει, θα έβγαιναν τα φίδια και θα τον τσίμπαγαν. Γύρω-γύρω από το παλάτι έβαλε πάλι φίδια για να το προσέχουν. Ο ίδιος έμεινε μέσα στο παλάτι, περιμένοντας πως κάποιο βράδυ η θάλασσα θα του φέρει πίσω την πολυαγαπημένη του κόρη.

Ο καιρός περνούσε, ο βασιλιάς γέρασε, κάποια στιγμή πέθανε. Κανείς από τους χωρικούς δεν μπορούσε να πλησιάσει στο παλάτι γιατί έβγαιναν τα φίδια και τον τσιμπούσαν. Έτσι οι κάτοικοι ονόμασαν το κάστρο αυτό Φιδόκαστρο. Περάσανε τα χρόνια, το κάστρο αυτό έχει ερημώσει, αλλά κανείς δεν τόλμησε να το πλησιάσει, γιατί όπως λένε, όποιος τόλμησε να πάει για να πάρει το χρυσό, δεν μπόρεσε να μπει μέσα. Και άλλοι λένε πως κατά λάθος κάποιοι άνοιξαν το αμπάρι με τα φίδια και πέθαναν. Άλλοι λένε πως τα βράδια και ειδικά το χειμώνα που το ποτάμι, ο Άραχθος, φουσκώνει, βγαίνουνε διάφορες φιγούρες, άλλοτε γυναικείες, άλλες φορές βλέπανε ζώα, και όσοι πήγαιναν κοντά για να τις πιάσουν, πέφτανε στα παγωμένα νερά του ποταμού. Την  άλλη μέρα που το ποτάμι ηρεμούσε, βρίσκανε διάφορα αντικείμενα, ζώα που είχανε παρασυρθεί από το ποτάμι.

Η προγιαγιά μου έλεγε ότι όλα αυτά τα στοιχειωμένα βγαίνανε ειδικά τις ημέρες των Χριστουγέννων για να κάνουν κακό στους ανθρώπους. Ήταν κοντά, άσχημα ανθρωπάκια, με μεγάλα αυτιά, τα οποία κλέβανε τα τρόφιμα και έκαναν κακό στους ανθρώπους που ήταν κακοί. Την παραμονή των Φώτων όμως φεύγανε γιατί φοβόνταν τους παππάδες και το αγιασμένο νερό.

 

OLYMPUS DIGITAL CAMERA    OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Η γριά μουγκή κι ο Θόδωρος

Ο προπάππος μου (Θεόδωρος) μου έλεγε κάποτε ένα παραμύθι τοπικό (του κάμπου) που δεν το θυμόμουνα ακριβώς και μου το θύμισε η μητέρα μου.

Παλιότερα, την εποχή των Χριστουγέννων και συγκεκριμένα την παραμονή μέχρι την ημέρα των Φώτων υπήρχε η άποψη ότι όποιος κυκλοφορούσε έξω πολύ αργά τη νύχτα εκείνες τις μέρες τον περικύκλωναν κάποια «αερικά» (καλικάντζαροι) και προσπαθούσαν να του πάρουν κάτι από την ανθρώπινη υπόστασή του.

Τότε λοιπόν, στο χωριό του παππού ζούσε μια γριά γυναίκα που ήταν μουγκή.  Λέγανε ότι αυτή η γυναίκα είχε βγει για να πάει στο χωράφι της και βράδιασε χωρίς να το καταλάβει. Όταν ξεκίνησε για να πάει στο σπίτι της, σε μια ερημιά, την περικύκλωσαν τα αερικά. Της φωνάζανε το όνομά της κι εκείνη τους απάντησε: «Τι θέλετε; Ποιοι είστε;» Αμέσως εκείνα φύγανε γελώντας που πήρανε κάτι απ’ αυτή. Όταν έφτασε στο σπίτι της φοβισμένη άρχισε να μιλάει στους δικούς της γι’ αυτό που της συνέβη. Εκείνοι όμως την κοιτούσανε περίεργα χωρίς να καταλαβαίνουν γιατί ανοιγοκλείνει το στόμα της. Ξαφνικά κατάλαβε κι εκείνη γιατί την κοιτούσαν έτσι: δεν έβγαινε μιλιά από το στόμα της. Από τότε λέγανε ότι αυτή η γυναίκα ήταν μουγκή.

Όμως το παραμύθι δεν τελειώνει εδώ. Μετά από πολλά χρόνια συνέβη κάτι περίεργο σ’ ένα δεκαεξάχρονο αγόρι. Όπως είχε πάει στα κτήματα των δικών του (ημέρες Χριστουγέννων), βράδιασε χωρίς να το καταλάβει. Πήρε λοιπόν το δρόμο του γυρισμού για το χωριό. Σ’ ένα ερημικό δρομάκι άκουσε φωνές πίσω του να του μιλάνε. Κράτησε την ψυχραιμία του και δεν γύρισε πίσω. Ξαφνικά τον φωνάξανε με τ’ όνομά του: «Θόδωρε, γιατί δε μας μιλάς;» «Ορίστε!» απάντησε εκείνος και αμέσως γύρισε πίσω για να δει. Τότε εκείνα φύγανε από κοντά του ουρλιάζοντας. Για λίγο σάστισε, χωρίς να καταλαβαίνει τι του είχε μόλις συμβεί. Τρέχοντας τότε ξεψυχισμένα έφτασε στο σπίτι του και διηγήθηκε στη μάνα του τι του συνέβη πριν λίγο. Εκείνη του είπε ότι το παραμύθι που άκουγε για τη γριά μουγκή του χωριού μπορεί να ήταν αληθινό, όμως εκείνου δεν του κλέψανε καμιά ανθρώπινη υπόσταση γιατί η απάντηση που έδωσε στα αερικά ήταν «Ορίστε!», που σημαίνει ότι σε ορίζει ο Θεός.

Στα χρόνια που περνούσαν, οι κάτοικοι του χωριού δεν κυκλοφορούσαν έξω αργά τη νύχτα αυτές τις μέρες μέχρι την ημέρα των Φώτων που καθαρίζανε όλα με τον Αγιασμό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *