ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΑΙΡΗΣ

ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΑΙΡΗΣ

Μελετώντας τη ζωή και το έργο του Θεόφιλου Καΐρη, βρισκόμαστε μπροστά σε μία προσωπικότητα που σημάδεψε την Ιστορία των Ιδεών και την πνευματική μας πορεία κατά τον 19ο αιώνα του νέου Ελληνισμού. Είναι μια προσωπικότητα με κύρος διαχρονικό που άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στην νεοελληνική πνευματική και κοινωνική μας Ιστορία!
Γιατί επιβιώνει η μνήμη του και μας γοητεύει η προσωπικότητα του Θεόφιλου Καΐρη, για ποιο λόγο διατηρείται αδιάπτωτο το ενδιαφέρον γι’ αυτόν;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε να κάνουμε με μία ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου προικισμένου με εξαιρετικά χαρίσματα αλλά και με αντιφάσεις που σημάδεψαν τον ίδιο και την εποχή του.
Αναντίρρητα πρόκειται για άνθρωπο με έντονο το αίσθημα της ελευθεροφροσύνης. Πολύγλωσσος και άριστος δέκτης των νεωτερικών ιδεών του Διαφωτισμού, χωρίς να αποκοπεί ωστόσο από τη βιώματα της νεότητας και της ορθόδοξης χριστιανικής του παιδείας• μάλλον ποτέ δεν ξεκαθάρισε ο ίδιος ποιο από τα δύο τον επηρέασε περισσότερο στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και της πνευματικής του συγκρότησης.
Για να προσεγγίσουμε το πνευματικό και συγγραφικό του έργο που δεν έπαψε να απασχολεί το ενδιαφέρον των ερευνητών και να αποτελεί αντικείμενο μιας μεγάλης βιβλιογραφίας, θα πρέπει να δούμε σύντομα τις σπουδές , τις επιρροές και τις διδαχές που δέχτηκε ο ίδιος.

Διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα στην Άνδρο, στη Σχολή του Κάτω Κάστρου, από τον ιεροδιάκονο Ιάκωβο. Στα 1794 έχασε τον πατέρα του σε ηλικία δέκα ετών και έτσι ο αδελφός της μητέρας του και ανάδοχός του ο Σωφρόνιος Καμπανάκης, εφημέριος στο ναό του Αγίου Γεωργίου στις Κυδωνίες, τον πήρε κοντά του εξασφαλίζοντάς του μια καλύτερη εκπαίδευση. Οι Κυδωνίες ευημερούσαν χάρη στα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο σουλτάνος και παρείχαν στους νέους καλά σχολεία, με αποτέλεσμα το 1802 να ιδρυθεί η περιώνυμη Ακαδημία ή Ελληνομουσείον.

 Σπουδές

Ο Καΐρης φοίτησε στην Ακαδημία και κάλυπτε τα έξοδά του προσφέροντας βοηθητικές υπηρεσίες στο σπίτι του Χατζή Διαμαντή, γαμπρού του Γρηγορίου Σαράφη, καθηγητή της σχολής, ο οποίος εκτιμώντας τη φιλομάθειά του τον φρόντιζε. Στην Ακαδημία διδάχθηκε φιλολογία και φιλοσοφία από τον ίδιο τον Σαράφη, μαθηματικά και φυσικές επιστήμες από τον Βενιαμίν Λέσβιο, «το καύχημα των Κυδωνιών» όπως τον χαρακτήρισε στην απολογία του. Ακολουθώντας τον Σαράφη συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή της Πάτμου, όπου δίδασκε ο Δανιήλ Κεραμεύς και στη Σχολή της Χίου, όπου δίδασκαν ο Αθανάσιος Πάριος και ο Δωρόθεος Πρώιος.

Το 1801 έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος αλλάζοντας το όνομά του από Θωμά σε Θεόφιλο. Επιθυμώντας μια ευρύτερη παιδεία, το 1803 με δαπάνες του θείου του και μερικών πλουσίων Κυδωνάτων έφυγε στην Ευρώπη
Μιλούσε πολλές γλώσσες, όπως αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Αγγλικά. Το 1803 και σε ηλικία δεκαοκτώ χρόνων θα βρεθεί πρώτα στην Ελβετία για να µελετήσει την οργάνωση των διδακτηρίων του Πεσταλότσι. Μετά θα µεταβεί στην Πίζα, όπου και θα σπουδάσει φιλοσοφία, µαθηµατικά και φυσική, παρακολουθώντας παράλληλα µαθήµατα φυσιολογίας στην ιατρική σχολή. Κατόπιν, το 1807, τον βρίσκουµε στο Παρίσι«μετά πνεύματος απλήστου τείνοντος εις το να μάθει τα πάντα και υπό μηδενός κωλύματος εσωτερικού και μηδεμιάς προκαταλήψεως περιοριζομένου», όπως λέει ο βιογράφος του Δημ. Πασχάλης.
«Η ευρωπαϊκή σκέψη δυνάμωσε τον λόγο του, την πίστη στην ελευθερία και την ανεμπόδιστη έρευνα, την πεποίθηση ότι η ελευθερία στην κρίση και στη σκέψη είναι ο μοναδικός δρόμος για την αλήθεια», αναφέρει ο Β.Ν. Τατάκης.
Η παραµονή του στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισµού ασκούσαν ακόµα έντονη επίδραση, έδρασε καταλυτικά στη διαµόρφωση των αντιλήψεών του. Εκεί, ο Καΐρης, µε βάση τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, συγκρότησε τη µεθοδολογία και το περιεχόµενο της διδασκαλικής του θεώρησης, στην οποία κυριαρχούσαν οι ανθρωπιστικές του πεποιθήσεις. Παρέµεινε περί τα τέσσερα έτη στο Παρίσι και είχε την ευκαιρία να συνδεθεί στενά µε τον Αδαµάντιο Κοραή, που τον αποκαλούσε «της ασθενούς Ελλάδος αληθινό ιατρό».
Μετά την πάροδο αρκετών χρόνων, τον Αύγουστο του 1814, ο Καΐρης γράφει στον Κοραή: «Όχι µόνον εις ταύτην την ζωή, αλλά και εις αυτόν τον Άδη, θέλω ενθυµείσθαι, τας µετά σού συναναστοφάς εκείνας! Είναι των αδυνάτων αδύνατον, όταν πέση λόγος περί µαθήσεως, να µην αναφέρω το όνοµά σου. Και πώς όχι, όταν οι Έλληνες όλοι, νέοι και γέροντες, χρεωστούσι να σε έχωσι και εις την καρδιάν και εις τα χείλη;».

Το 1810 ο Καΐρης αποφασίζει να επιστρέψει στη σκλαβωµένη του πατρίδα, γεµάτος νέες ιδέες και πάθος να τις µεταλαµπαδεύσει στη νέα γενιά των Ελλήνων ως απαραίτητη προϋπόθεση αυτοσυ-νειδησίας και εθνικού καθήκοντος, προκειµένου το Έθνος φωτισµένο να οδηγηθεί στην πολυπόθη-τη απελευθέρωση…
Τον Ιούλιο του 1810, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση των Κυδωνιατών, επέστρεψε στις Κυδωνίες για να διδάξει στην Ακαδημία. Το Φεβρουάριο το 1811 ανέλαβε τη διεύθυνση της Ευαγγελικής Σχολής στη Σμύρνη, την οποία, όμως, εγκατέλειψε στο τέλος της χρονιάς, επειδή η σχολή δεν τήρησε όσα του είχε υποσχεθεί, και επέστρεψε στις Κυδωνίες. Μέσα στο 1812 οι διχόνοιες μεταξύ Σαράφη και Λέσβιου τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τα μαθήματα και να φύγει για την ¶νδρο. Έπειτα από παράκληση των Κυδωνιατών επέστρεψε για άλλη μια φορά στην Ακαδημία. Από το 1811 διεύθυνε ήδη ελληνόφωνα σχολεία στη Μικρά Ασία.
Η παρουσία του Καΐρη και ειδικά, όπως παρατηρεί ο βιογράφος του Δημ. Πασχάλης, «η φυσική ευγλωττία του, ο αφελής και πειστικός τρόπος καθ’ ον εδίδασκεν, η πληθύς των εκ της καθημερινής πείρας παραδειγμάτων, άτινα παρενέβαλλεν εν τη διδασκαλία, ο αυστηρός βίος του, ενάρετος, ανυπόκριτος και ανεπίδεικτος» έδωσαν νέα αίγλη και κύρος στη σχολή.
Πήρε ενεργό μέρος στον εθνικό-απελευθερωτικό αγώνα του 1821 (1819-1826) και μάλιστα στις 10 Μαΐου του 1821 κήρυξε την επανάσταση στην Άνδρο σηκώνοντας την ελληνική σημαία στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εγκαταλείποντας τα πάντα, σχολή και μαθητές, πολέμησε σαν κοινός στρατιώτης (τραυματίστηκε μάλιστα τρεις φορές) και έφτασε μέχρι τον ΌλυμποΟρίστηκε επανειλημμένα πληρεξούσιος της Άνδρου στην εθνική συνέλευση, χρημάτισε πρόεδρος του Βουλευτικού και εκλέχτηκε ομόφωνα να χαιρετίσει δια λόγου τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια την 11η Ιανουαρίου 1828 κατά την τελετή της υποδοχής του. Ανέπτυξε σημαντική φιλανθρωπική δράση και το 1836 ίδρυσε το Ορφανοτροφείο της Άνδρου.

  •  ΒΙΒΛΙΑ-ΕΝΤΥΠΑ
  • Κατάλογοι συνδρομής υπέρ του εν Άνδρω Ορφανοτροφείου από το 1831 μέχρι το1835.
  •  Το δεύτερο μέρος για την περίοδο 1835-1839.
  •  Λόγος Θ. Καΐρου , 1839
  • Μέρος της ομιλίας που εκφώνησε στο ορφανοτροφείο της Άνδρου για το τέλος των μαθημάτων , 1839
  •  Γνωστική ή του ανθρώπου γνώσεων . Σύντομος έκθεσις υπό Θεόφιλου Καΐρη. Με τη επιστασία Σ. Γλαυκωπίδου, Αθήνα 1849
  •  Στοιχεία Φιλοσοφίας ή των περί τα όντα γενικώτερον θεωρούμενων τα στοιχειωδέστερα. Αθήνα 1851
  •  Επιτομή της Θεοσεβικής Διδασκαλίας και Ηθικής – Θεόν Σέβου. Λονδίνο νβ΄(1852)
  •  Θεοσεβών προσευχαί και ιερά άσματα. Έκδοσις Δευτέρα-Θεόν Σέβου. Λονδίνο νβ΄(1852)
  •  Φιλοσοφικά και φιλολογικά .Έκδοσις Πατρών 1875

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Η «Γνωστική ή των του ανθρώπου γνώσεων σύντομος έκθεσις» (1849) και τα «Στοιχεία Φιλοσοφίας ή των περί τα όντα γενικώτερον θεωρούμενα τα στοιχειωδέστερα. Εισαγωγή» (1852) αποτελούν τα βασικά εγχειρίδια για τη διδασκαλία της φιλοσοφίας που συνέγραψε ο Θεόφιλος Καΐρης. Η φιλοσοφία του βέβαια παραμένει άγνωστη ακόμα , γιατί η ταραχώδης ζωή του και η πολυσχιδής δράση του το επεσκίασε σε μεγάλο βαθμό. Η «Γνωστική» καθώς και τα «Στοιχεία Φιλοσοφίας» κυκλοφόρησαν κατά τα τελευταία χρόνια του διωγμού του που ήδη είχε ξεσπάσει από το 1839. Οι εκδόσεις αυτές τυπώθηκαν με την επιστασία του Κωνσταντινουπολίτη Σπυρίδωνα Γλαυκωπίδη, μαθητή του και συγκατηγορούμενου στην πολύκροτη δίκη. Ήταν μια προσπάθεια των φίλων και υποστηρικτών του, ώστε το ευρύτερο κοινό να γνωρίσει τις σκέψεις του και να αποδείξουν ότι οι κατηγορίες εναντίον του ήταν αβάσιμες. Εκτός όμως από αυτόν το σκοπό , τα δύο φιλοσοφικά έργα, γράφτηκαν κυρίως εκδόθηκαν ώστε μέσα από τη φιλοσοφία να οδηγηθεί ο αναγνώστηςστη θεωρία της θεοσέβειας.
Από τα μαθητικά του χρόνια ο Καΐρης γνώρισε στις Κυδωνίες και στη Χίο τις πρωτοποριακές ιδέες στον τομέα της φιλοσοφίας και των θετικών επιστημών χάρη στους δασκάλους του.. Αργότερα, στην Πίζα και στο Παρίσι ,συναντά μια μεταβατική περίοδο στη φιλοσοφία με δύο ρεύματα αντίθετα, τη διανόηση των Γάλλων ιδεολόγων αφενός, που προσπαθούν να μείνουν πιστοί στον ορθολογισμό και αφετέρου τη δημιουργία του γερμανικού ιδεαλισμού από τον οποίο ο Καΐρης θα συγκρατήσει τις θεωρίες του Schelling. Οι δύο αυτές κατευθύνσεις διέπουν το φιλοσοφικό του έργο, ο πυρήνας του οποίου είναι βαθύτατα ελληνικός. Φυσικά υπάρχει πάντα η παρουσία της θρησκευτικότητάς του και όπως υποστηρίζουν οι Β. τατάκης και Δ. Πολέμης , ο Καΐρης αντλεί από τη βυζαντινή προγονική σοφία και οι ευρωπαϊκές επιδράσεις του είναι ελάχιστες. Η αλήθεια είναι ότι στο σημείο αυτό οι απόψεις διύστανται έτσι ο πυρήνας της κοσμοαντίληψής του δεν μπορεί να ερμηνευτεί εύκολα.
Η «Γνωστική» αποτελεί μια ολοκληρωμένη γνωσιολογική θεωρία ,που κινείται προς δύο αλληλοσυμπληρούμενες κατευθύνσεις που καθορίζονται από τη σχέση υποκειμένου – αντικειμένου. Οι γνώσεις του ανθρώπου σύμφωνα με τον Καΐρη, διαιρούνται σε δύο είδη: εκείνες που αναφέρονται στους γνωστικούς μηχανισμούς της νόησης και εκείνες που αναφέρονται στο εκάστοτε αντικείμενο της γνώσης, που μπορεί να είναι ιστορικό, τεχνολογικό, βιομηχανικό, καλλιτεχνικό, επιστημονικό, φιλοσοφικό, θεολογικό, όπου περιλαμβάνεται και η Αποκάλυψη. Ο Καΐρης καταλήγει ότι οι γνωσιολογικές αυτές δυνατότητες του ανθρώπου φανερώνουν την υπεροχή του ως προς τα άλλα κτίσματα του Θεού, Αυτή η υπεροχή υποχρεώνει τον άνθρωπο να αναπτύξει τη θεοσεβική του δύναμη και είναι αυτή η οποία τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο. Θεοσέβεια είναι η εγγενής τάση της ψυχής του ανθρώπου να αναζητά το θείο.Θεωρεί τον Θεό πρώτη αιτία των ανθρωπίνων γνώσεων, δεύτερη την ψυχή και τρίτη τις έμφυτες ανάγκες του ανθρώπου, που τον οδηγούν στην τάση του για τη θεοσέβεια.
Τα «Στοιχεία Φιλοσοφίας», αποτελούν μια εισαγωγή στη φιλοσοφία και την ιστορική της διαδρομή από τις φιλοσοφικές σχολές της αρχαιότητας έως την εποχή του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Σε ένα δεύτερο τμήμα του βιβλίου αναπτύσσεται μια ψυχολογία, στην οποία περιλαμβάνεται ένα τμήμα σχετικά με τις γνωστικές δυνάμεις της ψυχής. Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο των «Στοιχείων Φιλοσοφίας» έχουμε τη θεωρία του θεοσεβικού που ακολουθεί λογικά το προηγούμενο κεφάλαιο το «επ’ άπειρον τατικόν ή απειροτατικόν». Η Θεοσέβεια κατά τον Καΐρη αποτελεί μαζί με το απειροστατικόν (την τάση της ψυχής προς το άπειρο) μία ενέργεια που σπρώχνει την Ψυχή προς το Θεό. Αυτές είναι δύο από τις κυριότερες δυνάμεις του ανθρώπου μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η γνωστική, η συναισθηματική, η λογική, και η βουλησιακή λειτουργία.
Ο Καΐρης δεν δογματίζει και δεν είναι αισθησιοκράτης ή υλιστής, ούτε ιδεαλιστής ή σκεπτικιστής. Ο διωγμός του εξέφραζε δυνάμεις που υπερίσχυαν στο πολιτικό προσκήνιο του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους το οποίο άρχιζε να διαμορφώνει την ιδεολογία του και την πολιτιστική του ταυτότητα.
Στο πολυεπίπεδο έργο του μπορεί κανείς να ανιχνεύσει στοιχεία από τον πυθαγορισμό, από το πάθος του γνωστικισμού, από την ανεικονική θρησκευτικότητα του ιουδαϊσμού, από τον μυστικισμό του νεοπλατωνισμού, από τον θεϊσμό, τη θεοσοφία και τον τεκτονισμό αλλά και από τον ορθολογικό ευρωπαϊκό Διαφωτισμό.
.Σύμφωνα με τον Νικήτας Σινιόσογλου, δρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Cambridge, ο οποίος επιμελήθηκε την επανέκδοση των δύο έργων από την Καΐρειο βιβλιοθήκη το 2008 , εξετάζοντας συστηματικά τις πηγές τηςΚαΐρικής σκέψης, τόσο από τον αρχαιότητα (Πυθαγόρας, Πλάτων, νεοπλατωνισμός) όσο και από τον δέκατο ένατο αιώνα (Victor Cousin, Saint-Simon, Auguste Comte, ντεϊστικός αντικληρικαλισμός, κινήσεις για την οικουμενική θρησκεία), αναλύεται το θεολογικό αλλά και πολιτικό υπόβαθρο του καϊρικού διωγμού, Ο διωγμός του Καιρη είναι αποτέλεσμα ενός βαθύτερου φιλοσοφικού διχασμού ανάμεσα στα ελληνικά και χριστιανικά στοιχεία που αντιπάλευαν να επικρατήσουν στην υπο διαμορφωση νεοελληνικής ταυτότητας.
Η θεοσέβεια

Πράγματι, ο Καΐρης διαμόρφωσε ένα θεολογικό σύστημα που το ονόμασε «Θεοσέβεια», υιοθετώντας έναν αρχαίο ελληνικό όρο για την έννοια της θρησκείας. Το θρησκευτικό του σύστημα εκφράζεται κυρίως στα έργα «Θεοσεβών προσευχαί και ιερά άσματα και στην «Επιτομή της θεοσεβικής διδασκαλίας και ηθικής».
Ο Καΐρης πιστεύει στην ισότητα και την ουσιαστική ελευθερία του ατόμου, στην αθανασία της ψυχής, δέχεται ότι υπάρχει ένας και μόνο Θεός αλλά απορρίπτει τη θεϊκή φύση του Ιησού, τον οποίο θεωρεί ως έναν απλό Εβραίο διδάσκαλο της ηθικής, την τριαδικότητα του Θεού, τα μυστήρια, τις εικόνες και την λατρεία τους, στην θέση των οποίων, προτείνει να αναγράφονται σοφά ρητά. Επίσης, εισήγαγε νέο ημερολόγιο που το χρησιμοποιούσαν οι μαθητές του στην καθημερινότητά τους, , όρισε νέους κανονισμούς στην ανέγερση των ναών και την ίδρυση φιλανθρωπικών καταστημάτων. Παράλληλα, δίδασκε και τις αρχές των άλλων θρησκειών, χωρίς να ασκεί καμία κριτική σε αυτές. Το φιλοσοφικό – θεολογικό σύστημά του στηριζόταν στις αρχές του φιλελεύθερου χριστιανισμού και του ιδεαλιστικού ανθρωπισμού.

Τα κυριότερα σημεία της διδασκαλίας του είναι τα εξής:
Κατ’ αρχάς, ειδοποιός διαφορά τού ανθρώπου από τα ζώα, είναι η δυνατότητά του να αναζητά την πρωτεύουσα αλήθεια και να τείνει προς το άπειρον και το απόλυτον. Δύο βασικές έμφυτες δυνάμεις διαθέτει ο άνθρωπος: Το απειροτατικόν και το θεοσεβικόν, δυνάμεις οι οποίες πείθουν τον άνθρωπο για την ύπαρξη του απειροτελείου Θεού και για το ότι έχει ο ίδιος ψυχή άυλη και αθάνατη.
Ο Θεός τού Καΐρη δεν είναι ωστόσο ο προσωπικός Θεός τού Χριστιανισμού, ο εξωκοσμικός ο οποίος δημιουργεί τον κόσμο εκ του μηδενός, αλλά το απρόσωπο θείον τού Πλάτωνα, των νεοπλατωνικών και του Πλήθωνα. Χαρακτηριστικά τού Θεού είναι, μεταξύ άλλων, το ενιαίο, το αιώνιο, το άτρεπτο, το απλό, το πανταχού παρείναι, το πάνσοφο και το δημιουργικό. Ορισμένες δε από τις ιδιότητές του, όπως τη δικαιοσύνη και τη σοφία δύναται να τις αποκτήσει και ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι επίσης, ούτως ή άλλως, κατά τον Καΐρη, προικισμένος με πλειάδα ψυχικών δυνάμεων (γνωστικών, συναισθηματικών, βουλητικών, λογικών και άλλων) χάρις στις οποίες μπορεί να ερευνά τον κόσμο και να ανακαλύπτει τις αιτίες των διαφόρων φαινομένων. Σύνθημα των θεοσεβών είναι το ρητό «Θεόν σέβου». Επίσης, ο Καΐρης συνθέτει θεοσεβικούς ύμνους και θεοσεβικά αναγνώσματα. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στους ύμνους και τις προσευχές υιοθετεί την δωρική διάλεκτο. Το «Σύμβολον της θεοσεβικής πίστεως» αρχίζει με τους εξής λόγους: «Έναν οίδα Θεόν, Πωατάν, και Προνοατάν, και Συντηρατάν, και Κυβερνάταν του Παντός• Παντοδύναμον, Πάνσοφον, Πανάγαθον, απειροτέλειον Νουν, το υπέρτατον και μακαριώτατον Ον, το ακρότατον των εφετών και των αγαθών, το αυτάγαθον και αυτοκαλόν». Γράφει δε περαιτέρω: «Ομολογώ την αθανασίαν τού ανθρώπου, και πάντων των θεοσεβείν δυναμένων λογικών όντων».
Ο Δημήτριος Ι. Πολέμης αναφέρει:
«Η θεοσέβεια είχε την ιδικήν της δογματικὴν θεολογίαν. Απέρριπτε βεβαίως την Καινὴν Διαθήκην και ολόκληρον την παράδοσιν της Εκκλησίας, Ορθοδόξου και μη. Είχεν επίσης ίδιον τελετουργικὸν με ναούς, «θειαγοὺς» και ύμνους (ες δωρικὴν διάλεκτον αλλ’ ουσιαστικώς εμπνευσμένους εκ της ορθοδόξου υμνολογίας δια της απαλείψεως κάθε αναφοράς ες τον Χριστόν, την Παναγίαν και τους Αγίους), ίδιον ημερολόγιον και τα παρόμοια, τα οποία έξω του μικρού κύκλου μερικών μαθητών και φίλων του Καΐρη ουδένα ήτο δυνατὸν να συγκινήσουν και να ελκύσουν. Με τον θάνατον του Καΐρη θνήσκει και η θρησκεία του˙ μόνον ὁ Γλαυκωπίδης έμεινε πιστὸς έως θανάτου».
Το ανωτέρω απόσπασμα του Δ. Ι. Πολέμη για τον Θ. Καΐρη περιλαμβάνεται στον τόμο, Αλληλογραφία Θεοφίλου Καΐρη, εκδιδομένη υπό Δ. Ι. Πολέμη, Μέρος έκτον: Προσωπογραφικά, Άνδρος: Καΐρειος Βιβλιοθήκη 2003, 138-148.

 ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ(κυρίως σημειώσεις μαθητών του)

  •  Φυσική ( Σχολή της Σύμης, Βιβλιοθήκη της Βουλής, Βιβλιοθήκη της Πάτμου, Πατριαρχική Βιβλ. Αλεξανδρείας
  •  Αστρονομία (Βιβλιοθήκη της Βουλής)
  •  Της ποσοτικής επί τινών της Μηχανικής Θεωρημάτων και Προβλημάτων εφαρμογής (Βιβλιοθήκη της Βουλής)
  • Αριθμητική (Μεγάλη του Γένους Σχολή, Εθνική Βιβλ. Ελλάδας, Καΐρειος Βιβλιοθήκη Άνδρου, Μονή Βατοπεδίου)
  • Γεωμετρία (Εθνική Βιβλ. Ελλάδας)
  •  Φιλολογικά και Φιλοσοφικά (Εθνική Βιβλ. Ελλάδας , Μαθητικές σημειώσεις Κωνστ. Ξένου, μαθητή του Θ. Καΐρη)
  • Γραμματική (Βιβλ. Ρουμανικής Ακαδημίας)
  •  Θεοσέβεια Πατριαρχική Βι΄λ. Αλεξανδρείας, Εθνική Βιβλ. Ελλάδας, Καΐρειος Βιβλιοθήκη Άνδρου

Στο Παρίσι ήρθε σε επαφή µε τις µεγάλες επιστηµονικές κατακτήσεις του 18ου αιώνα. Ήδη είχαν κάνει την εµφάνισή τους οι µεγάλες βιοµη-χανικές µονάδες, οι οποίες εφάρμοσαν τα επιστη-µονικά επιτεύγµατα στην παραγωγική διαδικασία. Η επιστηµονική έρευνα στα πρώτα βήµατά της χρη¬σιµοποιήθηκε σαν εργαλείο επίλυσης προβληµάτων της παραγωγής. Στο Παρίσι µελέτησε την εξέλι¬ξη της αστρονοµίας και τις διάφορες υποθέσεις για το άπειρο, τη δηµιουργία των ουράνιων σωµάτων και την προέλευση της κίνησης. Στην Πίζα και το Παρίσι, σε ιταλικά και γαλλικά πανεπιστήμια, μελέτησε τα νέα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης και του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, που άξονά του είχε τις φυσικές-θετικές επιστήμες. Εκεί γνώρισε το μηχανιστικό υλισμό των Γάλλων υλιστών του 18ου αιώνα, αλλά και το έργο των μεγάλων επιστημόνων και φιλοσόφων Φράνσις Μπέικον, Ρενέ Ντεκάρτ, Ζαν Λε Ρον ντΆ Αλαμπέρ, Ισαάκ Νεύτωνα, Κριστιάν Γουλφ, Αντουάν-Λοράν Λαβουαζιέ και πολλών άλλων κορυφαίων στοχαστών της εποχής, η σκέψη των οποίων άσκησε σοβαρή επίδραση στη διαμόρφωση των αντιλήψεών του και στη μετέπειτα διδασκαλία του.
Ταυτόχρονα µελέτησε τη φιλοσοφική διδασκαλία του Βολταίρου, από τον οποίο δέχτηκε σοβαρές επιδράσεις, αλλά και των προγενέστερων στοχα¬στών, όπως του Γκασεντί και των ουτοπιστών.
Τα χειρόγραφα αφορούν κυρίως σημειώσεις των μαθητών του από τις Διδασκαλίες του και είναι σίγουρο ότι δεν γνωρίζουμε όλα τα χειρόγραφα του Καΐρη.Δίδαξε στην Ακαδημία Κυδωνιών φυσική και μαθηματικά, όπως γράφει ο ίδιος στον Κοραή το 1814, αλλά και χημεία, όπως γράφει ο Αμβρόσιος Φερμίν Ντιντό, σπουδαστής στις Κυδωνίες το 1817. Αργότερα, όμως, φαίνεται ότι μοιράστηκε και τα φιλοσοφικά με τον Σαράφη. Η σχολή περιελάμβανε τριετείς σπουδές και όλα τα μαθήματα, φιλολογία, φιλοσοφία, μεταφυσική, ηθική, ρητορική, ποιητική, ανώτερα μαθηματικά, πειραματική φυσική, αστρονομία κλπ, τα δίδασκε ο ίδιος ο Καΐρης, χωρίς άλλους βοηθούς εκτός των παλαιότερων μαθητών που προετοίμαζαν τους νεώτερους. Στην ανώτερη τάξη της σχολής, εκτός των άλλων δίδασκε και θρησκειολογία, κατά την οποία ανέπτυσσε τις βάσεις κάθε θρησκείας, χωρίς να εκφέρει καμία κρίση γι’ αυτές. Ειδικά για το έργο του στις θετικές επιστημες και την επιστημονική του αρτιότητα, ήταν αποκαλυπτικά διαφωτιστικό το συμπόσιο της Ένωσης Ανδρίων επιστημόνων, το Σεπτέμβρη του 2011, τα πρακτικά του οποίου εκδόθηκαν πρόσφατα.

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ – ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
 Επιστολές που απέστειλε σε προσωπικότητες της εποχής του , ακόμα και στον βασιλιά Όθωνα, ως δάσκαλος, ως μαχητής και ως διωκόμενος.
 Επιστολές που απέστειλε σε δημόσιες υπηρεσίες, σχολικές εφορίες, αδελφότητες κ.λ.π
 Η αλληλογραφία με την αδελφή του Ευανθία Καΐρη
 Η αλληλογραφία της Ευανθίας ως μέρος του κύκλου Καΐρη .
 Επιστολές που παρέλαβε από 170 περίπου επιστολογράφους που είτε απαντούν σε δικές του επιστολές , είτε προκαλούν δική του απάντηση.
 Ο Λόγος που εκφώνησε τον Ιανουάριο του 1828 στην Αίγινα, για την υποδοχή του Ιωάννη Καποδίστρια.
 Επιστολές που παρέλαβε από 170 περίπου επιστολογράφους που είτε απαντούν σε δικές του επιστολές , είτε προκαλούν δική του απάντηση. Αν υπολογίσουμε και αυτούς που αλληλογραφούσαν με την αδελφή του Ευανθία , ως μέρος του πνευματικού κύκλου του Καΐρη, φτάνουν τους 330 άτομα. Οι 100 ήταν Άνδριοι.

Ο ίδιος κρατούσε αντίγραφα των επιστολών του Κώδικες Επιστολών) όπου τα ονόματα των αποδεκτών γράφονται μόνο με τα αρχικά τους.
Οι επιστολές του παρουσιάζονται πλήρως μέσα από τις εκδόσεις της Καιρείου Βιβλιοθήκηες , με την επιμέλεια του αείμνηστου μελετητή και ιστορικού , Δημητρίου Πολέμη.
Επίσης το 2006 έγινε πολύτομη, ολοκληρωμένη έκδοση από την Καρειο Βιβλιοθήκη , με την επιμέλεια του Δ. Κυρτάτα.
Έτσι έχουμε τη δυνατότητα να τον προσεγγίσουμε πιο ολιστικά και μάλιστα σε ανάδραση με πρόσωπα που βρέθηκαν στο προσκήνιο της ταραγμένης σύστασης του πρώτου ελληνικού κράτους, που δοκιμάστηκαν φιλίες αλλά κυρίως στη σχέση του ίδιου και άλλων ατόμων με την την εξουσία.
Σ τις επιστολές του που είναι πράξεις επικοινωνίας, ο Θεόφιλος εξέφραζε τα ευγενή αισθήματα του ανθρώπου: τον πατριωτισμό, την ακλόνητη πίστη προς το Θεό, την αγάπη για τον άνθρωπο, την θυσία του ατόμου για τα κοινά, την περιφρόνηση προς τους διωγμούς και τους κινδύνους.
Άλλοτε γράφει ως μαχητής , άλλοτε ως δάσκαλος, άλλοτε ως «ον πολιτικόν», μέσα από όλες τις εκφορές του διακρίνουμε την ακεραιότητα του ατόμου που εργάζεται για την προαγωγή και την πρόοδο.
Είναι πράγματι εκπληκτικό ότι σε μια τόσο πυκνή αλληλογραφία ενός ανθρώπου ο οποίος επί σχεδόν δεκαπέντε χρόνια βρισκόταν σε συνεχή διωγμό, ούτε μία φορά η πικρία, η αγανάκτηση και ο θυμός δεν ξεπέρασαν τα όρια των τελείως αόριστων εκφράσεων κατά των «διωκτών» του ή κατά των «καλών εκείνων ανθρώπων», όπως έγραφε. Δεν καταδέχθηκε να κατονομάσει κανέναν από τους εχθρούς του και πολύ περισσότερο να εξυβρίσει.

Ο Λόγος που εκφώνησε τον Ιανουάριο του 1828 στην Αίγινα, για την υποδοχή του Ιωάννη Καποδίστρια.
«……Μὴ λησμονήσῃς ποτὲ, ὅτι ἔπειτα τὸ ψεῦδος, ἡ διαβολὴ, αἱ συκοφαντίαι, ἡ ὕπουλος καὶ ῥᾳδιοῦργος ἀντενέργεια, αἱ κατὰ χάριν καὶ κατὰ βίαν γενόμεναι ἐκλογαὶ, αἱ χαμερπεῖς ἰδιοτέλειαι, ἡ κατάχρησις τῶν κοινῶν, ἡ παράβασις αὐτοῦ τοῦ ἰδίου συντάγματος, οἱ ἐμφύλιοι πόλεμοι μᾶς ἔκαμαν νὰ θρηνήσωμεν διὰ τὴν Χίον, νὰ κλαύσωμεν διὰ τὴν Κρήτην, διὰ τὴν Κάσσον, διὰ τὰ Ψαῤῥὰ……»
• «……. . Ἀξίωσε δὲ καὶ ἡμᾶς νὰ ἰδῶμεν τελευταῖον τὰς τόσον ἐπιθυμητὰς καὶ εὐκταίας ἡμέρας τῆς δικαίας καὶ ἀληθινῆς κυβερνήσεως, τὴν πατρίδα ἀληθῶς ἐλευθέραν, αὐτόνομον, καὶ ἀνεξάρτητον, καὶ νὰ καυχώμεθα ὅτι, οὐχὶ πάθος χαμερπὲς, οὐδὲ ἰδιοτέλεια, οὐδὲ πνεῦμα φατρίας, ἀλλ’ αὐτὸ τὸ δίκαιον, αὐτὸ τῆς Ἑλλάδος τὸ Πολιτικὸν Σύνταγμα, αὐτὸς Σὺ κυβερνᾷς τὴν Ἑλλάδα διὰ τοῦ αὐτῆς Κυβερνήτου. Γένοιτο!»
Γενική Ἐφημερίς τῆς Ἑλλάδος (Ἀριθμ. 7 Ἔτος Γ’) Σάββατο 28 Ἰανουαρίου 1828

Η προσφώνηση του Καΐρη στην άφιξη του Καποδίστρια απαγγέλθηκε εκ μνήμης. Όπως ήταν γενική διαπίστωση , ήταν έξοχος ομιλητης και έδινε στους λόγους του περιεκτικότητα . Η συγκεκριμένη ομιλία «αποτελεί δείγμα υψηλού ρητορικού λόγου..» ‘όπως αναφέρει η Αικατερίνη Κουμαριανού Η διάρθρωση του κειμένου είναι σωστή και το κείμενο είναι πλούσιο σε νοήματα και διακατέχεται από πνεύμα ηθικής , αξιοπρέπειας, ελευθεροφροσύνης και έντιμης πολιτικής σκέψης.
Εξέθετε την άσχημη κατάσταση της πατρίδας από τη διχόνοια , τις σκευωρίες και τις φατρίες. Επαινούσε τις αρετές του κυβερνήτη και καλούσε και τον Κυβερνήτη και τους συμπατριώτες του να πορευτούν με νομιμότητα και με Πολιτικόν Σύνταγμα. Η συχνή αναφορά του στο σύνταγμα καθώς και η υπόδειξη προς τον Κυβερνήτη να προσέξει τις Μεγάλες Δυνάμεις και εννοούσε και τους εγχώριους εκπροσώπους τους, ενόχλησαν κάποιους και μάλιστα με μαρτυρία του νικ Κασομούλη, ο γεώργιος Μαυρομιχάλης τον πλησίασε και τραβώντας τον από το ρούχο του έλεγε να σταματήσει .
Ολόκληρη η ομιλία του περιέχει τις έννοιες : Σύνταγμα, Ελευθερία , δικαιοσύνη με βάση τις οποίες ονειρευόνταν να δημιουργηθεί το ελεύθερο ελληνικό κράτος.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Αικατερίνη Κουμαριανού επισημαίνει: «Αναντίρρητα πρόκειται για άνθρωπο με έντονο το αίσθημα της ελευθεροφροσύνης. Πολύγλωσσος και άριστος δέκτης των νεωτερικών ιδεών και των προταγμάτων του Διαφωτισμού, χωρίς να αποκοπεί ωστόσο από τη βιώματα της νεότητας και της ορθόδοξης χριστιανικής του παιδείας• μάλλον ποτέ δεν ξεκαθάρισε ο ίδιος στη συνείδησή του και στον ιστορικό του βίο, ποιο από τα δύο αυτά πνευματικά ρεύματα άρδευε περισσότερο την ψυχή του. Δηλαδή οι ιδέες και οι αντιλήψεις του Διαφωτισμού και της γαλλικής του ωριμότητας ή οι εμβιώσεις της Ορθοδοξίας και της ελληνικής παράδοσης διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του και βάρυναν περισσότερο στην πνευματική του συγκρότηση εντέλει στο “βίο και την πολιτεία” του, αφότου πάτησε το έδαφος της επαναστατημένης Ελλάδας. […]
Ο Καΐρης έζησε στο μεταίχμιο της νεοελληνικής ιστορίας. Οραματίστηκε την απελευ¬θέρωση της πατρίδας του, πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις για την πνευματική αναγέννηση του λαού, επηρεασμένος από τις ιδέες της Γαλλικής Επανά¬στασης και του Διαφωτισμού. Προσπάθησε να ανοί¬ξει νέους δρόμους στη σύγχρονη ελληνική σκέψη. Έλαβε μέρος ενεργά με το όπλο στο χέρι στην απελευθέρωση της πατρίδας, εργάστηκε για την οργά¬νωση της ελεύθερης ζωής του Έθνους και, τέλος, πέθανε στη φυλακή επειδή τολμήσει να υψώσει το ανάστημά του στον σκοταδισμό και το συντηρητισμό της εποχής του.

 

Ο Θεόφιλος Καΐρης και η Θεοσέβεια
Του Γιαννη Σπανδωνη
Π. Καζολέα – Ταβουλάρη: «Θεόφιλος Καΐρης: Από τη Φιλοσοφική Ψυχολογία στη Θεοσεβική Ηθική». Τυπωθήτω 2005.
«Υπάρχει, ναι υπάρχει αιώνιος δικαιοσύνη», διακηρύσσει έμπλεος πάθους ο καταδικασμένος λόγω των ιδεών του ως αιρεσιάρχης Ανδριώτης φιλόσοφος Θεόφιλος Καΐρης (1784-1853), μια από τις εμβληματικότερες μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Αποσυνάγωγος από την κατεστημένη ιδεολογία του καιρού του, ανέστιος, απόβλητος και ποινικά κολάσιμος πεθαίνει στις φυλακές της Σύρου, ο εμπνευστής του καινοφανούς συστήματος της Θεοσέβειας, αφού υποστεί κάθε είδους λυκανθρωπική μεταμόρφωση στο συλλογικό φαντασιακό του εξημμένου και εμμανούς όχλου των συγχρόνων του. Λοιδορούμενος και διασυρόμενος από ποικίλους συντηρητικούς και ιδιοτελείς κύκλους ως γκροτέσκα εικόνα «διαφθορεύς» των νέων, «λυμεών της κοινωνίας», «Βελζεβούλ», θρησκευτικός και πολιτικός ανατροπέας, ο μέγας αυτός εικονοκλάστης ενεργοποιεί τα συγκαλυμμένα και λανθάνοντα αντανακλαστικά μιας ανηλεούς επιθετικότητας και των πλέον σκοτεινών παρορμήσεων της εποχής του. Τα έργα του σεβάσμιου ιδρυτή του Ορφανοτροφείου της Ανδρου θεωρούνται απειλή απέναντι στο παλλαϊκό αίτημα συγκρότησης εθνικής ταυτότητας κατά την περίοδο της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους (1830), εφόσον στις βασικές συνιστώσες της ιδιοπροσωπίας μας συγκαταλέγονται τα πλέον αντιφατικά ιδεολογικά θραύσματα, όπως ένας υπερφίαλος και ενίοτε αντιδυτικός ορθόδοξος βυζαντινισμός, αλυτρωτικών ή μεγαλοϊδεατικών προεκτάσεων κατά περίπτωση που υποτίθεται ότι κινδυνεύει από τον καϊρισμό, ρομαντικές παλινωδίες αρχαιολατρίας, νεωτερικές δυτικοευρωπαϊκές επιδράσεις κ.ά. Απέναντι σε ελλοχεύουσες, υπαρκτές και πολυεπίπεδες, συγχρονικές ή διαχρονικές αιτίες διάσπασης της επιδιωκόμενης εναγωνίως ενότητας του νεότευκτου κράτους, ο ριζοσπαστισμός του Θεόφιλου Καΐρη είναι ελάχιστα ανεκτός. Με τις ιδέες του υποτίθεται ότι υπονομεύει, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, άρα μια θεμελιώδη, δομική συνιστώσα της εθνικής αυτοσυνειδησίας. Εύγλωττα και λακωνικότατα συνόψιζε αργότερα με μια φράση το υπαρξιακό πρόβλημα αυτοπροσδιορισμού ή ετεροπροσδιορισμού των Νεοελλήνων ο Στέφανος Κουμανούδης «Τι είναι η Ελλάς… Ανατολή ή Δύσις;».
Η άκρως δαιμονοποιημένη περίπτωση του Καΐρη όμως δίχαζε και διχάζει, πυροδοτεί εμπάθειες. Ο «Ιανός», όπως τον αποκάλεσαν, της νεοελληνικής μας γραμματείας προκαλεί και κινήσεις εκ του αντιθέτου. Αντίρροπες κρίσεις, δηλωτικές της ανεκτικότητας απέναντι στην υψιπετή και διακριτή ατομικότητά του και στην αποκλίνουσα θρησκευτική του αυτονόμηση διατυπώθηκαν και διατυπώνονται. Υπερβαίνοντας τη χωροχρονική εντοπιότητα και ανήκοντας στο μαρτυρολόγιο των ιδεολόγων, ο δάσκαλος, χαρακτηρίσθηκε ως «νέος Σωκράτης» από διεθνείς κύκλους και η δίκη του ως «δικαστικό σκάνδαλο», ενώ καταιγιστικός υπήρξε και ο συνήγορος υπεράσπισης μετά τον θάνατό του. «Ο Καΐρης απέθανε και απέθανεν αθώος», διακηρύσσει ο διαπρεπής νομικός Κ. Ν. Σαρίπολος, ενώ ο Μ. Ρενιέρης επαυξάνει «Ο χριστιανισμός δεν φοβείται τον Καΐρην». Πρόσφατα ποικιλόμορφα συλλογικά ενοχικά σύνδρομα και η κοινή αίσθηση δικαίου ωθούν Συριανούς δικηγόρους στην κατάθεση αίτησης προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με σκοπό τη δικαστική αποκατάστασή του, σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα «Αποψη». Σε περιόδους ανηλεών φονταμενταλιστικών συγκρούσεων που κάθε άλλο παρά επαγγέλλονται έναν νιτσεϊκό θάνατο του Θεού και αναζωπυρώνουν αρχαϊκές συμπεριφορές και στερεότυπα στη μάχη κατά του κακού, φαίνεται ότι η περίπτωση του εισηγητή της θεοσέβειας αυτόχρημα επικαιροποιείται.
Τα προαναφερθέντα εισαγωγικά όμως ελάχιστα συμβάλλουν στη δεοντολογικά ευκταία αποϊδεολογικοποίηση της ιστοριογραφίας. Οι παντοίες σκοπιμότητες και μισαλλοδοξίες δεν χωρούν κατά το δέον στην προβάλλουσα αξιώσεις επιστημοσύνης ιστορική έρευνα και στη διαθέτουσα ως κριτήριο εγκυρότητας την ουδετεροποίηση από ιδεολογικές φορτίσεις, ιστορική γλώσσα. Μια μονογραφία με καϊρική θεματική καθίσταται κατά ταύτα ιδιαζόντως δυσχερής, όταν αναδιφεί αυτό το εξαιρετικά φορτισμένο από εξωεπιστημονικές παραμέτρους και πάθη, πεδίο. Η νέα αυτή προσεγμένη έκδοση επιτυχώς παρακάμπτει τους επιστημολογικά απαράδεκτους υφάλους της ιστορικής πόλωσης. Στις αρετές της ιστορικοφιλοσοφικής μελέτης της διδάκτορος της Ιστορίας της Ψυχολογίας Π. Καζολέα – Ταβουλάρη, συγκαταλέγονται η συστηματική αποφυγή αγιοποιήσεων και εξιδανικεύσεων, ο εξορθολογισμένος, περιγραφικός και στέρεα τεκμηριωμένος επί των πηγών λόγος, η αντικειμενότροπη κειμενοκεντρικότητα που προφυλάσσει από εξόφθαλμες παραχαράξεις στην απόπειρα ερμηνείας της ιστορίας των ιδεών, η εξαντλητική παράθεση αντιτιθεμένων απόψεων, ο πλουραλισμός των βιβλιογραφικών παραθεμάτων που φανερώνει σφαιρική γνώση των προηγηθεισών καϊρικών ερευνών, ο πλούτος των πραγματολογικών δεδομένων. Στο πλαίσιο άλλωστε της γλωσσολογικής στροφής της σύγχρονης ιστοριογραφίας με τις κατά το κρατούν παράδειγμα σχετικιστικές τάσεις, ο συνεπής ιστορικός γνωρίζει να αυτοπεριορίζεται κινούμενος στα όρια του μέτρου, αποφεύγοντας όσο το δυνατόν τις απολυτοποιήσεις και έχοντας επίγνωση των ορίων του και της πολλαπλότητας των δυνατών ερμηνειών των επιλεκτικά προβαλλομένων γεγονότων. Επιπρόσθετα κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της ήδη από τον πρόλογό της η συγγραφέας οριοθετεί και εξειδικεύει σαφώς το θέμα της. Κατά τη δεδηλωμένη σκοποθεσία της δεν συγγράφει μια βιογραφία του Θεόφιλου Καΐρη, παρά το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνει στη μελέτη της πλήθος σχετικών πληροφοριών, όταν απαιτείται, αλλά επικεντρώνει στη φιλοσοφική ψυχολογία του και τις προεκτάσεις της.
Απαραίτητο προαπαιτούμενο για την κατανόηση της ανάπτυξης της σύγχρονης ανεξάρτητης, εμπειρικής και θετικιστικής κατεύθυνσης με ίδια μεθολογικά εργαλεία, σκοπούς και θεωρητικό πλαίσιο, επιστήμης της Ψυχολογίας, αποτελεί γενικά η φιλοσοφική ψυχολογία, ως προηγηθέν χρονολογικά και με μεγαλύτερη διάρκεια, στάδιο εξέλιξης. Μακροσκοπικά με τη βαθμιαία εδραίωση του χριστιανικού κοσμοειδώλου όμως, ένας λόγος περί ψυχής ανανοηματοδοτείται με βάση τα θεολογικά δόγματα, συνδέεται με την έννοια του Θεού και καλύπτει σταδιακά μια μακρά περίοδο, κατά την οποία αποκρυσταλλώνεται μια εμφανώς θεολογίζουσα ψυχολογία. Η ψυχολογία του Ανδριώτη λογίου εντάσσεται σε αυτήν κυρίως την κατηγορία, ενώ με τα ίδια χαρακτηριστικά κυκλοφορούν και άλλα ελληνόφωνα, αλλά και ξένα έργα. Παρ’ ότι η ψυχολογία του Καΐρη είναι μεν θεολογίζουσα, αλλά όχι συμβατή με το θεμελιώδες τριαδολογικό και χριστοκεντρικό δόγμα, εν τούτοις διατηρεί άλλα επιμέρους δομικά χαρακτηριστικά που απαντώνται σε ανάλογα έργα. Πρόκειται για ψυχολογίες, οι οποίες αναφέρονται τόσο στην έννοια της ψυχής ως ουσίας, όσο και στις εξωτερικές της εκφάνσεις, τις ψυχικές δυνάμεις και λειτουργίες, στις σχέσεις ψυχής και σώματος, στο πρόβλημα της αθανασίας της ψυχής, αλλά και σε πρώιμα επιστημονικά ερωτήματα, διερευνητικά του ρόλου του εγκεφάλου ή του νευρικού συστήματος στις γνωστικές λειτουργίες, στη συνείδηση κ.ά. Επιπλέον ένα από τα μείζονα χαρακτηριστικά αυτής της ψυχολογίας που θα ξένιζε έναν μη επαρκώς μυημένο στην ιστορία της επιστήμης του σημερινό ψυχολόγο, ο οποίος θέτει πλέον διαφορετικά ερωτήματα – υποθέσεις προς διερεύνηση, είναι το γεγονός ότι κάθε διερεύνηση της ψυχής τότε, συνάπτει με λιγότερη ή μεγαλύτερη, κατά περίπτωση έμφαση το είναι με το δέον. Πρόκειται για μια ψυχολογία, όπως είναι και η περίπτωση του Καΐρη, που φιλοδοξεί να συναρμόσει το επιστημονικό πρόταγμα του Διαφωτισμού για επιστημονική γνώση της ψυχής μέσω ουδέτερης, ορθολογικής περιγραφής των παρατηρήσιμων λειτουργιών της με μεταφυσικές, κανονιστικές διατυπώσεις περί της ηθικής της ψυχικής ζωής. Οπως στην κοινή αντίληψη όμως της εποχής κάθε έννοια ηθικότητας απορρέει από τον Θεό και δεν νοείται μορφή ηθικής ανεξάρτητη του θείου, έτσι και στην καϊρική ψυχολογία κυριαρχούν οι δομικές και αλληλένδετες έννοιες της ψυχής και του Θεού και η οντολογική τους θεμελίωση που απολήγουν σε ρυθμιστικές του βίου ηθικολογικές αναφορές. Η καϊρική ψυχολογία συνάπτεται με τον αφηρημένο μονοθεϊσμό του και κορυφώνεται στο ρηξικέλευθο υβρίδιο της Θεοσέβειας, για την οποία τόσα δεινά υπέστη.
Αξιομνημόνευτη είναι η συγκριτική και τεκμηριωμένα κριτική στάση της συγγραφέως όταν ανιχνεύει ιδεολογικές συνάφειες και πρόδηλες ή άρρητες ωσμώσεις του ψυχολογισμού του Καΐρη προς ετερόκλητες προϋπάρχουσες διανοητικές παραδόσεις. Στοιχεία από τον πυθαγορισμό, από το πάθος του γνωστικισμού, από την ανεικονική θρησκευτικότητα του ιουδαϊσμού, από τον μυστικισμό του νεοπλατωνισμού, από τον θεϊσμό, τη θεοσοφία και τον τεκτονισμό αλλά και από τον αισιόδοξο ορθολογικό ευρωπαϊκό Διαφωτισμό κ.ά., συγκροτούν παρά τα χαοτικά μεγέθη και την ετερογένειά τους, ανιχνεύσιμες διακειμενικές προκείμενες του δεκτικού πολυεπίπεδων αναγνώσεων καϊρικού έργου. Η καϊρική μεταφυσική των ψυχικών δυνάμεων του απειροτατικού και του θεοτατικού και η υπερβατολογική θεολογία του που συνδέει ευθέως την ψυχή με το υπέρτατο ον, αποτελούν το κέντρο του αδιαμφισβήτητου εκλεκτικισμού του που ως επιτομή ορθολογικών και μυστικιστικών επιδράσεων απολήγει σε έναν συγκερασμό των διισταμένων, σε μια καινοφανή ιδιοπρόσωπη σύνθεση, σε μια θεοκεντρική ανθρωπολογία, πλήρη πνευματικότητος. Αυτοπροσδιοριζόμενα τα θεοσεβικά όντα κατευθύνονται προς μια οικουμενική άχρονη πατρίδα και θρησκεία αγαθότητας και αρετής, πληρούντα με νόημα το υπαρξιακό κενό και τον αξιακό αγνωστικισμό τους.
Μεσαιωνικός υπήρξε ο Καΐρης ως προς την πεπυρακτωμένη θρησκευτικότητά του, νεωτερικός ως προς τον σεβασμό του στην έλλογη γνώση της δυτικής εκκοσμίκευσης που εξασφαλίζει πρόσβαση των ψυχικών δυνάμεων στο φιλοσοφικοεπιστημονικό οικοδόμημα και στον εγκυκλοπαιδισμό του καιρού του, τελεολογικός ως προς την εσχατολογική μεγαλειώδη σύλληψη της προσπέλασης της υπέρτατης οντότητας του Θεού, αντιυλιστής στο πλαίσιο ενός καρτεσιανού δυισμού που στο έργο του εξικνείται στην αγνόηση της θνητότητας των σωμάτων, οραματιστής μιας υποβλητικής ουτοπίας των θεοσεβών, κρυπτικός στο πλαίσιο ενός βαθέος εσωτερισμού που κινείται στο πεδίο μιας μη ευκλείδειας πραγματικότητας και στοχεύει προς ένα μονοεστιακό, παρμενίδειας περίπου ενικότητας, υπέρτατο ον. Μοχλός της ανιούσας πορείας των όντων, οι ψυχικές δυνάμεις που με την αυτεξουσιότητά τους οδεύουν μέσω μιας ενορατικής ενσυναίσθησης και μιας ασκητικής ηθικής προς το οντολογικά υπέρτατο.
Η αξιόλογη αυτή μελέτη της φιλοσοφικής ψυχολογίας του Καΐρη εμπλουτίζει τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή του πεδίου της νεοελληνικής γραμματείας, διαθέτοντας λογική συνοχή, ιεράρχηση των διαπραγματευομένων ερωτημάτων και εξαντλητική διερεύνηση των πρωτογενών και δευτερογενών πηγών, πολυφωνικότητα στη διαλεκτική παράθεση επιχειρημάτων όπως και περιορισμό της προβολής του παρόντος στο ιστορικό παρελθόν. Συμβάλλει στην εθνική μας αυτογνωσία και αφορά όχι μόνο επαΐοντες και ακαδημαϊκούς κύκλους αλλά και κάθε σοβαρό μεμονωμένο μελετητή. Διαθέτει ευρετήριο και παράρτημα με αναπαραγωγή του ανωνύμως εκδοθέντος, δυσεύρετου έργου του Καΐρη «Θεοσεβών προσευχαί και ιερά άσματα» για την επαφή του αναγνώστη με αυθεντικό κείμενο, πέραν διαμεσολαβήσεων. Σύμφωνα με τη συγγραφέα οφείλει πολλά, εκτός άλλων στην Καΐρειο Βιβλιοθήκη της Ανδρου και προσωπικά στον αξέχαστο ιστορικό Δημήτρη Πολέμη.

Π. Καζολέα – Ταβουλάρη: «Θεόφιλος Καΐρης: Από τη Φιλοσοφική Ψυχολογία στη Θεοσεβική Ηθική». Τυπωθήτω 2005.