Δύο όμορφες παρουσιάσεις για τις μονάδες μέτρησης μήκους και τις μετατροπές τους. Εκτός από αυτά μην ξεχνάς ότι έχουμε μάθει και τον τρόπο με τον “άβακα”, το “πινακάκι”!
Μπορείτε να απολαύσετε τα τραγούδια που περιλαμβάνονται ως κείμενα στο βιβλίο της γλώσσας στην ενότητα 7 “Μουσική”. Μην ξεχάσετε να κάνετε κι εσείς τις δικές σας ζωγραφιές παίρνοντας έμπνευση από το τραγούδι “Μια βραδιά στο Πόρτο Λίλι” για να τις ανέβασουμε στο διαδίκτυο!
Μια δραστηριότητα με ενσωμάτωση εκπαιδευτικού παιχνιδιού. Προτείνεται για εργασία αξιολόγησης των γνωστικών στόχων στην ενότητα της γεωγραφίας που αφορά τα βουνά της Ελλάδας ( Ε΄τάξη ). Για να δείτε το παιχνίδι πατήστε:
Ποτέ δε ζήλεψα την τέχνη του σφουγγαρά· ποτέ στη ζωή μου! Αγάπησα τη θάλασσα, τους κόρφους, τα νησιά, τους θυμούς και τη γαλήνη της· μα τους θησαυρούς της όχι, ποτέ! Από μικρός αισθανόμουν αηδία εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξέρω πώς μου φαινόταν, δε θυμούμαι πώς την παρομοίαζα· όχι όμως ποτέ με πλεούμενο, ευχή του Θεού και καμάρι της θάλασσας. Κάτι σιχαμερό, του Σατανά χειροτέχνημα, φάνταζε πάντα στα μάτια μου. Όταν κάθε χρόνο, τη βδομάδα του Θωμά, το νησί μας βούρκωνε από το καρδιοχτύπι των μανάδων και στεφανωτικών, ή βούιζε από το γλέντι των βουτηχτάδων, εγώ δεν έβλεπα μπρος μου παρά Λάμια τη Μπαρμπαριά, να στρώνει τα κρυσταλλένια κρεβάτια της για να πλαγιάσει αξύπνητα εκείνους που ζηλεύουν τα πλούτη της. Και όταν πάλι το χινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν το γυρισμό τους, εγώ με κακή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι γύριζαν παράλυτοι, κουρέλια της ζωής, και πόσοι απόμειναν στο Ασπρονήσι, των Αραπάδων βρώση και μπαίγνιο.
Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω και γω. Οι συνομήλικοί μου πήγαν όλοι και πήραν προκαταβολή από το γερο-Μορφονιό, το μεγαλέμπορο. Πήραν τα λεφτά με τη συμφωνία να τους κατεβάσει με παιγνίδια στο καράβι, όταν θα μπαρκάρουν. Με μέθυσε η κακή παρακίνηση, πήγα μαζί τους. Ο μεγαλέμπορος μου μέτρησε δύο «άγκουρες» κι έναν «παππού»· μου έδωκε ακόμη και «νι φεούκ» για τρατάρισμα. Όλα μαζί χίλιες εκατόν είκοσι πέντε δραχμές. Δεν πήγα όμως να τα ρίξω στην ταβέρνα.
– Να, μάνα, της λέω· σου ’φερα τα πλάτικα. Μεθαύριο μισεύω με τους σφουγγαράδες.
– Φεύγεις με τους σφουγγαράδες! λέει εκείνη. Δεν πας καλύτερα να πέσεις στο Μαντράκι! Γλήγορα να δώκεις πίσω τα λεφτά. Ευκή και κατάρα μου άφηκε ο συχωρεμένος ο πατέρας σου, σφουγγαράς να μη γένει κανείς απ’ τη γενιά του.
– Ευχή και κατάρα!
– Ναι· τρέξε γρήγορα να δώκεις πίσω τα πλάτικα.
– Μωρέ μάνα· δε βλέπεις που δε βρίσκω δουλειά; Πώς θα ζήσουμε όλον τον καιρό; Τι θα φάμε;
– Τίποτα να μη φάμε· τίποτα. Να ψοφήσουμε στην ψάθα! Ο πατέρας σου το είπε ρητά: Κάλλιο ζητιάνος παρά σφουγγαράς!
Την άκουσα τη μάνα μου· έδωκα πίσω την προκαταβολή. Όχι τάχα πως ήμουν και τόσο υπάκουος. Αλλά η αντιπάθεια που έτρεφα στην τέχνη ξύπνησε μέσα μου με τον πρώτο λόγο της γριάς. Δεν μπορούσα όμως και να ξηγήσω τι ήταν εκείνο που έδενε το θέλημα του πατέρα μου τόσο σφιχτά με το αίσθημά μου! Τι διάβολο! κληρονομιά το είχαμε πάππου προς πάππου! Εγνώριζα πως ο πάππος μου ήταν ο καλύτερος βουτηχτής του καιρού του και συχνά παράβγαινε με τους Καλυμνιώτες. Κι ο πατέρας μου ήξερα πως έκανε την ίδια τέχνη, ως τη χρονιά που χάθηκε ο αδερφός του.
Ο χορός του μηχανικού
Ο χορός του μηχανικού χορεύεται σε διάφορες εκδηλώσεις είτε έχουν σφουγγαράδικο περιεχόμενο είτε όχι (γάμους, γλέντια, πανηγύρια) και είναι πολύ αγαπητός.Είναι απομίμηση του “πιασμένου” μηχανικού, δηλαδή του δύτη που βουτούσε με σκάφανδρο κι έχει πιαστεί, δηλαδή έχει πάθει τη νόσο των δυτών (ημιπαράλυση). Αυτός ο χορός ξεκίνησε σχεδόν πριν από 50 χρόνια. Όμως τις ρίζες του πραγματικού χορού με ήρωα αληθινά πιασμένο μηχανικό, θα τις αναζητήσουμε στα τέλη του περασμένου αιώνα. Τότε είχαμε τους πρώτους μηχανικούς και τους πρώτους «πιασμένους». Η παντελής άγνοια κανόνων κατάδυσης (βάθος, χρόνος, γενική συμπεριφορά) ήταν η αιτία που υπήρχαν πολλά θύματα «σκασμένοι και πιασμένοι». Τα γλέντια γινόντουσαν στις ταβέρνες με χορούς και βιολιά και λαούτα. Παρακολουθούσαν και αυτοί που η πίκρα τους ήταν πιο ελαφριά και μπορούσαν να σύρουν τα πόδια τους με το μπαστούνι. Μετά από ένα-δύο ποτηράκια δεν πίστευαν ότι δεν μπορούσαν να χορέψουν και ότι έπρεπε να αρνηθούν της χαρές της ζωής. Ο πιο ζωηρός ακουμπώντας πάνω στους άλλους προσπαθούσε να κάνει λίγα τρεμουλιαστά βήματα χορού και σιγά-σιγά όταν συνειδητοποιούσε ότι δεν μπορούσε να χορέψει, οι φίλοι του τον κρατούσαν με πόνο ψυχής, αναλογιζόμενοι ότι θα μπορούσαν κι εκείνοι να πάθουν τα ίδια. Και μετά αδύναμος καθώς ήταν καθόταν στην καρέκλα και του γέμιζαν το ποτήρι με κρασί για να σβήσει τον καημό του. Ο χορός του μηχανικού είναι γνήσια Καλύμνιος χορός και καθαρά αντρικός.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότερα