Κινηγη Κοτσιφα

To κοτσύφι (επιστημονικό όνομα Turdus merula) είναι ένα είδος πουλιού της τάξης στρουθιόμορφα που αναπαράγεται στην ΕυρώπηΑσίαΒόρεια Αμερική και στην Ωκεανία, στην οποία εμφανίστηκε πρόσφατα. Έχει ένα αριθμό υποειδών τα οποία ζουν σε διάφορα μέρη του πλανήτη, ενώ κάποια ασιατικά υποείδη θεωρούνται διαφορετικά είδη. Ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, το κοτσύφι μπορεί να είναι ενδημικό ή μεταναστευτικό είδος.

Περιγραφη

Το αρσενικό είναι ολόμαυρο, με εξαίρεση το κίτρινο ράμφος και τον κίτρινο δακτύλιο γύρω από τα μάτια, ενώ το ενήλικο θηλυκό και τα νεαρά πουλιά έχουν σκούρο καφέ φτέρωμα. Αυτό το είδος αναπαράγεται στους κήπους ή στα δάση, κατασκευάζοντας μία τακτοποιημένη, καλλυμένη με λάσπη και με σχήμα μπολ φωλιά. Είναι παμφάγο, τρώγοντας μία μεγάλη ποικιλία από έντομαγεωσκώληκες, καρπούς και φρούτα. Έχει μήκος 23 με 29 εκατοστά, μακριά ουρά και βάρος 80 με 120 γραμμάρια. Το αρσενικό έχει πολλά διαφορετικά μελωδικά καλέσματα.

Και τα δύο φύλα έχουν περιοχές όσον αφορά την περιοχή αναπαραγωγής, με χαρακτηριστικές επιδείξεις απειλών, αλλά είναι πιο αγελαία κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης και στις περιοχές διαχείμασης.Γεννά 3-5(το πολύ 9) γαλαζοπράσινα αυγά με καστανοκόκκινες κηλίδες .Μπορεί να γεννήσει έως και 5 φορές το χρόνο.Το θηλυκό κλωσά τα αυγά του για 12 έως 15 ημέρες.Τα μικρά εγκαταλείπουν τη φωλιά περίπου στην ηλικία των 2 εβδομάδων.Τα ζευγάρια θα μείνουν στην περιοχή τους όλο το χρόνο αν η θερμοκρασία είναι αρκετά υψηλή. Υπάρχουν πολλές λογοτεχνικές και πολιτιστικές αναφορές σχετικά με το είδος, συχνά σχετιζόμενες με το τραγούδι του.

Στην Κύπρο λέγεται και μαυρότζικλα.

Πηγη:Βικιπαίδεια

Κινηγη Παπιας

Πάπια (Επιστ. ονομ.: ΝήσσαAnas), είναι η κοινή ονομασία που έχουν πτηνά της οικογένειας των Νησσιδών (Anatidae), που ανήκουν στην τάξη των Χηνόμορφων και δεν πετανε. Αποτελούν υδρόβια κυρίως πτηνά, μικρότερα ως επί το πλείστον σε σύγκριση με τα συγγενικά τους πουλιά, τους κύκνους και τις χήνες. Υπάρχουν περίπου 75 είδη πάπιας, τα οποία ζουν σε όλες τις περιοχές του πλανήτη[1]. Η ήμερη πάπια κατάγεται από την αγριόπαπια, η οποία είναι υδρόβιο και αποδημητικό πουλί. Η οικόσιτη πάπια διατήρησε τις συνήθειες και τα χαρακτηριστικά της αγριόπαπιας. Έτσι, μένει στα λιμναία ύδατα και σε ρυάκια για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι ζώο παμφάγο.

Περιγραφή

Το πτηνό έχει στο σώμα του πυκνά φτερά, τα οποία είναι ελαφριά. Επίσης, το σχήμα του σώματός της μοιάζει με λέμβο. Ο λαιμός της είναι κοντός. Τα τρία εμπρόσθια δάκτυλα των ποδιών της είναι συνδεδεμένα με νηκτική μεμβράνη, οπότε τα πόδια λειτουργούν σαν κουπιά, ενώ το τέταρτο δάκτυλο είναι ελεύθερο, προς τα πίσω. Το φτέρωμά της έχει χρώμα λευκό και σε άλλες φυλές γκρι ή και πιο έντονο, ανάλογα με το φύλο και την εποχή του χρόνου. Στο ράμφος έχει μαλακό δέρμα , όπου βρίσκονται τα απτικά νεύρα. Με τα τελευταία το πτηνό υποβοηθάται στο να αντιλαμβάνεται την ποιότητα και το είδος της τροφής μέσα στη λάσπη. Μέσα από τις σχισμές (όπως η φάλαινα έχει τις μπαλένες) που έχει στο ράμφος, αποβάλλει το νερό που βάζει στο στόμα της μαζί με τη λάσπη, από τα μέρη όπου βρίσκει την τροφή της. Έπειτα, μέσα από τη λάσπη διαλέγει τις ουσίες που τρώγονται. Κοντά στην ουρά φέρει έναν αδένα, με τον οποίο εκκρίνει μία λιπώδη ουσία. Με το ράμφος της η πάπια αλείφει αυτό το υγρό σε όλο της το σώμα, καθιστώντας αδιαπέραστο από τα νερά το φτέρωμά της. Επίσης, αυτό γίνεται για να αποφύγει την αύξηση του βάρους της και για να διευκολυνθεί στο κολύμπι.

Τροφή

Όντας παμφάγο πτηνό, η πάπια τρέφεται με ποικιλία τροφών, όπως χόρτα, υδρόβια φυτά, έντομα, μικρά αμφίβια [2]σκουλήκια και μικρά μαλάκια. Ορισμένα είδη πιάνουν και ψάρια, με τα οποία τρέφονται

Αναπαραγωγή

Το πτηνό γεννά 40-50 αυγά το χρόνο και τα επωάζει σε διάστημα απο 23 έως 26 ημέρες ανάλογα με το είδος. Τα μικρά σύντομα αρχίζουν να περπατούν και να κολυμπούν με μεγάλη ευκολία.

Πάπια με τα παπάκια της στο νερό

Εχθροί

Οι πάπιες βρίσκονται σε όλο τον κόσμο και έτσι είναι φυσικό να έχουν πολλούς εχθρούς. Επίσης, οι κυνηγοί πτηνών αλλά και τα μεγάλα ψάρια και ζώα, όπως οι κροκόδειλοι εκμεταλλεύονται τη συχνή αδυναμία των πτηνών να πετάξουν και τα τρώνε. Εχθροί τους είναι επίσης πολλά ψαροφάγα πτηνά. Συχνά γίνονται επιθέσεις γερακιών, αετών και αλεπούδων σε φωλιές πάπιας.

Χρησιμότητα

Η πάπια θηρεύεται για το κρέας της, που είναι πολύ νόστιμο. Επίσης, εκτρέφεται για τα αυγά της, το φτέρωμά της και συχνά εκτίθεται σε ζωολογικούς κήπους. Όλες οι κατοικίδιες πάπιες προέρχονται από την αγριόπαπια (Anas platyrhynchos), με εξαίρεση την πάπια Muscovy Duck[3]. Η μεγαλύτερη αγορά πάπιας σύμφωνα με τον FAO το 2004 ήταν η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, με δεύτερο το Βιετνάμκαι άλλες χώρες στην νοτιοανατολική Ασία.

Φυλές

Υπάρχουν διάφορες φυλές κατοικίδιας πάπιας. Η αγριόπαπια (νήσσα η βοσκάδα) είναι αποδημητικό πτηνό, δηλαδή μεταναστεύει σε νοτιότερες περιοχές κατά τους χειμερινούς μήνες. Ζευγαρώνει την άνοιξη, κατά την επιστροφή της σε βορειότερες περιοχές. Γνωστά είδη πάπιας είναι επίσης η νήσσα η οξύουρος, η νήσσα η χονδροκέφαλος, η νήσσα η ασπριδόραμφος, η βαλανοφάγα, η αμερικάνικη, η πηνελόπη και άλλα.

Πηγη:Βικιπαιδεια

 

Κινηγη Περδικας

Το περδικι είναι κοινή ονομασία πτηνών του γένους Πέρδιξ ή Αλεκτορίς που ανήκουν στην οικογένεια των Φασιανιδών και στην τάξη των Ορνιθόμορφων. Το γένος αυτό περιλαμβάνει οκτώ είδη. Πρόκειται για ενδημικά πτηνά, που ζουν κατά σμήνη , στις εύκρατες ζώνες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, και αναπαράγονται νωρίς την άνοιξη, οπότε και χωρίζονται σε ζευγάρια. Κάθε αρσενικό ορίζει μια δική του περιοχή, την οποία υπερασπίζεται με φανατισμό και αποκλείει την είσοδο των άλλων αρσενικών σε αυτή. Την ίδια περίοδο τα αρσενικά εκφέρουν μια κραυγή, που είναι προειδοποιητική για τα άλλα αρσενικά και συγχρόνως κάλεσμα για το θηλυκό. Τους θερινούς μήνες ανεβαίνουν σε ορεινές και δροσερές περιοχές, ενώ το χειμώνα πηγαίνουν χαμηλότερα. Ο μεγαλύτερος εχθρός τους είναι τα σαρκοβόρα ζώα που τις κυνηγούν για το νόστιμο κρέας τους. Το πτηνό αυτό απειλείται στην Ελλάδα, καθώς ο αριθμός της έχει μειωθεί σημαντικά.[εκκρεμεί παραπομπή] Ως αποτέλεσμα αυτού, το κυνήγι της πέρδικας σε αρκετές ελληνικές περιοχές είναι εντελώς απαγορευμένο

Περιγραφή

Το πτηνό φθάνει σε μήκος τα 20-30 εκ. και σε βάρος τα 500 γραμμάρια. Έχουν κοντές και στρογγυλές φτερούγες, μικρό κεφάλι και κοντό, μυτερό ράμφος. Το βάδισμα και το πέταγμά της γίνεται με γοργό ρυθμό και με μεγάλη ευκολία. Χρησιμοποιεί τα φτερά της μόνο σε περίπτωση κινδύνου. Η φωνή της είναι ιδιόμορφη. Η τροφή τους είναι έντομα, σκουλήκια, σπόρους, φύλλα, τρυφερούς βλαστούς και θεωρείται γενικά ωφέλιμη για τους γεωργούς παρά επιζήμια. Αποτελεί βασικό κυνήγι κατά την κυνηγετική περίοδο

Πολλαπλασιασμός

Το αρσενικό μετά το ζευγάρωμα επιλέγει το πιο προφυλαγμένο σημείο της περιοχής του και σκάβει τρύπες στη γη. Το θηλυκό διαλέγει μία από αυτές και γεννά 10-15 αυγά, τα οποία επωάζει για σχεδόν έναν μήνα. Σε δύο ημέρες τα μικρά πουλιά είναι ικανά να πηγαίνουν μαζί με τη μητέρα τους σε αναζήτηση τροφής. Είναι χαρακτηριστική η αυτοθυσία αμφότερων των γονέων για τα μικρά τους. Η οικογένεια μένει ενωμένη ως το φθινόπωρο, οπότε τα μικρά είναι ικανά να αυτοπροστατεύονται, ενώ την επόμενη άνοιξη είναι έτοιμα για αναπαραγωγή. Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, από το Φεβρουάριο μέχρι τα μέσα του φθινοπώρου, απαγορεύεται το κυνήγι της πέρδικας

Είδη

  • πεδινή πέρδικα (Perdix perdix – Πέρδιξ η πέρδιξ): Είναι γνωστή στον ελληνικό χώρο και ως πέρδικα του κάμπου (λιβαδοπέρδικα) . Απαντάται σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη. Ποικιλίες: πέρδικα η γνήσια: Ζει στην Ευρώπη, στη Μικρά Ασίαπέρδικα η κοινή: αναπαράγεται στις χώρες της Μεσογείου, λευκή πέρδικα, και πέρδικα της Σαρδηνίας.
  • Πετροπέρδικα (Alectoris graeca – Αλεκτορίς η ελληνική): Αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα είδη, το οποίο καλείται και ορεινή πέρδικα. Το φτέρωμά της έχει διάφορα χρώματα και γκριζογάλαζες αποχρώσεις, μαύρες κηλίδες και καφεκίτρινες ταινίες στα πλευρά. Απαντάται στα νότια Βαλκάνια και στην Ιταλία.
  • Νησοπέρδικα (Alectoris graeca)
  • βραχοπέρδικα (Alectoris barbara)
  • Κοκκινοπέρδικα (Alectoris rufa

Πηγη:Βικιπαίδεια

ΤΣΙΧΛΑ: Κυνήγι με δύσκολες και γρήγορες τουφεκιές

ΤΣΙΧΛΑ: Κυνήγι με δύσκολες και γρήγορες τουφεκιές

Ταχύτητα, επιδεξιότητα, δεινή ικανότητα στο τουφέκισμα και γρήγορες κινήσεις απαιτεί το κυνήγι της τσίχλας. Λόγω του μικρού μεγέθους της, της μεγάλης ταχύτητας που αναπτύσσει, αλλά και της δυνατότητάς της να κάνει γρήγορους ελιγμούς, αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα θηράματα.

Όμως, όποιος έχει στην κατοχή του τα σωστά εργαλεία (όπλο και φυσίγγια), αλλά και γνωρίζει τους σωστούς τρόπους κυνηγιού, μπορεί να πετύχει τον στόχο του, να απολαύσει τη διαδικασία, αλλά και να πάρει τον δρόμο της επιστροφής με γεμάτη τη σακούλα του. Μάλιστα, τόσο για τους αρχάριους όσο και τους πιο έμπειρους, το κυνήγι της τσίχλας μπορεί να θεωρηθεί ως ένα… ταχύρρυθμο τμήμα εκμάθησης, που όταν… αποφοιτήσουν απ’ αυτό με επιτυχία, τότε μπορούν να κυνηγήσουν οποιοδήποτε θήραμα. Παράλληλα, θα έχουν γίνει άριστοι και γρήγοροι σκοπευτές, αλλά και γνώστες των κατάλληλων φυσιγγίων.

Η κοκκινότσιχλα, η κεδρότσιχλα και η κελαηδότσιχλα είναι τα πιο γνωστά είδη του πτηνού αυτού, που θεωρείται και πουλί του δάσους και το συναντάμε σε όλη την Ελλάδα. Ως αποδημητικά πουλιά, ξεκινούν να έρχονται στη χώρα μας από τα μέσα Σεπτέμβρη για να μείνουν έως τον Μάρτιο. Βρίσκουν καταφύγιο και ζουν οπουδήποτε υπάρχουν δέντρα ή θάμνοι που να συνοδεύονται με ανοιχτές χορτολιβαδικές εκτάσεις, στρώματα με ξερά φύλλα κάτω από τα δέντρα ή υγρό έδαφος εφοδιασμένο με ζωικούς οργανισμούς που αποτελούν την τροφή τους.

Το καρτέρι

Το καρτέρι και το περπατητό κυνήγι, που το καθένα χρειάζεται ιδιαίτερες κυνηγετικές ικανότητες, είναι οι δύο τρόποι κυνηγιού αυτού του θηράματος. Το πρωί που η τσίχλα κατεβαίνει στους κάμπους προς αναζήτηση τροφής και το απόγευμα που ανεβαίνει για να κουρνιάσει είναι οι κατάλληλες στιγμές για να στηθούν τα καρτέρια. Ιδανικά μέρη για πρωινό καρτέρι θεωρούνται αυτά που δεν έχουν πυκνή βλάστηση και συνδυάζουν κάμπο με πλαγιά βουνού.

Πιο δύσκολο είναι το πρωινό καρτέρι, επειδή τα πουλιά κατεβαίνουν με μεγάλη ταχύτητα, ενώ το κυνήγι διαρκεί περίπου μία ώρα, μιας και τα πουλιά έρχονται όλα μαζί. Οι τουφεκιές που απαιτούνται πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη γρηγοράδα και σβελτάδα. Χρήσιμο εργαλείο γι’ αυτό, αποτελεί ένα όπλο με ανοιχτή κάννη, καθώς και φυσίγγια με σκάγια Νο 8, 9, 10.

Αντίστοιχα, στο απογευματινό καρτέρι, που τα πράγματα γίνονται λίγο περίπλοκα, καθώς τα πουλιά περνούν χαμηλά, αλλά και ψηλά, είναι αναγκαίο ένα όπλο που να διαθέτει δύο κάννες, αλλά και φυσίγγια με σκάγια Νο 7, 8, 9, 10.

Περπατητό

Μετά το καρτέρι, ο δεύτερος τρόπος για ένα καλό κυνήγι είναι το περπατητό, που γίνεται συνήθως σε ρεματιές και σε περιοχές που έχει θάμνους. Με το περπάτημά του ο κυνηγός καταφέρνει να… ξεσηκώνει τις τσίχλες και να πυροβολεί σε μικρές αποστάσεις. Χρειάζεται όπλο με ανοιχτή κάννη και φυσίγγια διασποράς ή με μάλλινες τάπες, ενώ επειδή οι περισσότερες τουφεκιές είναι στο ύψος του ανθρώπου οι κυνηγοί πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί.

Το περπατητό κυνήγι της τσίχλας έχει και αυτό τις δυσκολίες του. Και αυτό γιατί χρειάζεται γρήγορη επώμιση και άμεσο πυροβολισμό. Έτσι, το όπλο του κάθε κυνηγού πρέπει να εφαρμόζει καλά στον ώμο και να στέλνει τα σκάγια εκεί ακριβώς που σκοπεύει. Παράλληλα, καλύτερες αποδόσεις παρουσιάζουν όσοι κυνηγούν με παρέα στο περπατητό κυνήγι. Όμως, η παρέα πρέπει να είναι καλά συντονισμένη μεταξύ της, να σχεδιάζει τις κινήσεις της και ιδιαίτερα όταν βρίσκεται σε μέρη όπου υπάρχει πυκνή βλάστηση και η ορατότητα είναι περιορισμένη.

Όσοι είναι λάτρης του περπατητού κυνηγιού, χρειάζονται πιο… γρήγορα όπλα. Ιδανικά θεωρούνται αυτά με μήκος κάννης 61 και 66 εκατοστά, ενώ στο καρτέρι προτιμότερα είναι τα όπλα με μήκος κάννης 66 και 71 εκατοστά. Για εκείνους, όμως, που επιδίδονται και στους δύο τρόπους κυνηγιού, μια μέση λύση που θεωρείται ως η καλύτερη είναι τα όπλα με μήκος κάννης 66-71 εκατοστά.

Πιάστηκε στο… δόκανο

ΤΣΙΧΛΑ: Κυνήγι με δύσκολες και γρήγορες τουφεκιές

Με έξι δόκανα και 90 ξόβεργες πιάστηκε στα… δίχτυα των θηροφυλάκων ένας 68χρονος συνταξιούχος αγρότης από τη Ρόδο. Συγκεκριμένα, οι θηροφύλακες της Ρόδου, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Δασών Δωδεκανήσου, συνέλαβαν τον 68χρονο στην περιοχή Καμαράκι Σαλάκου, ο οποίος είχε στην κατοχή του έξι δόκανα πλήρως λειτουργικά, το ένα εκ των οποίων ήταν σε θέση για να παγιδεύσει ελάφι. Ακόμη, βρέθηκαν 90 ξόβεργες, τις οποίες έκρυβε στο χωράφι του, μέσα σε ένα φορτηγό ψυγείο, το οποίο χρησιμοποιούσε για αποθηκευτικό χώρο.

Στο παρελθόν, και συγκεκριμένα πριν από τρεις μήνες, ο ίδιος αγρότης είχε συλληφθεί ξανά για τοποθέτηση παγίδων στην ίδια περιοχή. Επειδή, όπως φάνηκε, δεν πήρε το… μάθημά του, ο εισαγγελέας τού άσκησε διώξεις για τον νόμο περί θήρας και όρισε δικάσιμο για τις 20 Ιουνίου 2017.  

Πηγη https://www.ypaithros.gr

Κινηγη αγριογούρουνου

Το αγριογούρουνο ζει και αναπαράγεται σε όλη τηνΕυρωπαϊκήήπειρο, κάτω από τον 58ο βόρειο παράλληλο, στην βόρειαΑφρική, στην κεντρική και νότια Ασία. Έχει εισαχθεί επίσης με επιτυχία στη βόρεια Αμερική και την Αυστραλία. Στην Ελλάδα υπήρχε σχεδόν παντού από χιλιάδες χρόνια, ενώ σήμερα συναντάται στη Μακεδονία,Θράκη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και στη νήσο Σάμο. Έχει επίσης επανεισαχθεί από τις Κυνηγετικές Οργανώσεις με μεγάλη επιτυχία στην Πελοπόννησο και πολύ πρόσφατα έγινε εισαγωγή του στη νήσο Λέσβο, συγκεκριμένα στο όρος Όλυμπος του νησιού.

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αγριογούρουνο είναι είδος δασόβιο. Ζει στα πυκνά θαμνώδη δάση πλατύφυλλων, δρυός, καστανιάς και οξιάς. Συχνά όμως μετακινείται για αναζήτηση τροφής σε ελώδεις εκτάσεις, σε γεωργικές καλλιέργειες που συνορεύουν με δάση ή ακόμα σε μεγάλα υψόμετρα το καλοκαίρι στην αλπική ζώνη.

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε πλήρη ανάπτυξη φτάνει τα 110-180 εκ. σε μήκος και τα 170-200 κιλά σε βάρος. Πολλές φορές όμως ξεπερνά τα 250 κιλά. Έχει πολύ ανεπτυγμένη όσφρηση και ακοή ενώ η όρασή του είναι περιορισμένη, αντιλαμβάνεται κυρίως την κίνηση και όπως τα περισσότερα θηλαστικά δεν βλέπει τα χρώματα. Το τρίχωμα του αποτελείται από δύο ειδών τρίχες, το κυρίως τρίχωμα είναι τρίχες μακριές, σκληρές και αραιές ενώ το πυκνό υπόστρωμα είναι τρίχες μαλακές και κοντές για να το προφυλάσσουν από τις χαμηλές θερμοκρασίες. Το τρίχωμα αλλάζει δυο φορές το χρόνο, τον Οκτώβριο και τον Μάιο. Ο χρωματισμός του ποικίλλει ανάλογα τις εποχές, τις τοπικές γενιές και τον τόπο διατροφής του, από καφεκόκκινος, γκρι έωςμαύρος. Είναι πολύ δυνατό ζώο και όταν τρέχει μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα έως 40 km/h παρασύροντας τα πάντα στο διάβα του.

Το κοντόχοντρο χαρακτηριστικό σχήμα του αγριόχοιρου οφείλεται στο δυσανάλογα μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι του. Τα αυτιά του είναι σχετικά μεγάλα, τα οποία κινεί συνεχώς για να συλλάβει και τον πιο ανεπαίσθητο ήχο. Η μύτη έχει μακριά κατάληξη η οποία του επιτρέπει με την βοήθεια των δοντιών του να σκάβει προς αναζήτηση τροφής.

Χαυλιόδοντες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι 4 κυνόδοντες εμφανίζονται αμέσως μετά την γέννησή του. Οι κυνόδοντες της πάνω σιαγόνας είναι μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι απ’ αυτούς της κάτω και όλοι έχουν διεύθυνση προς τα πάνω. Τα αρσενικά έχουν μεγαλύτερους κυνόδοντες από τα θηλυκά. Κλείνοντας οι σιαγόνες, η εξωτερική πλευρά των πάνω κυνοδόντων έρχεται σε επαφή με την εσωτερική πλευρά των κάτω. Το εύρος της τριβής των κυνοδόντων είναι διαγνωστικό στοιχείο της ηλικίας των ζώων. Στα ανήλικα είναι ανύπαρκτη και αυξάνει με την πάροδο των χρόνων. Ένας άλλος τρόπος να διαπιστωθεί εμπειρικά η ηλικία των ζώων μιας ομάδας είναι ο τρόπος που σκάβουν το έδαφος. Τα νεαρά άτομα σκάβουν ακανόνιστα, ενώ τα ενήλικα δημιουργούν συνεχείς κανονικές αυλακώσεις. Γίνεται επικίνδυνο όταν πρόκειται να υπερασπιστεί τα μικρά του ή όταν είναι τραυματισμένο όπου στήνει και ενέδρες. Έχουν σημειωθεί έως και θανάσιμοι τραυματισμοί κυνηγών από αγριόχοιρους.

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αγριογούρουνο τρέφεται με τσιτάλστην Ινδία

Ο αγριόχοιρος είναι παμφάγο ζώο. Τρέφεται κυρίως με βελανίδια, κάστανα, διάφορα φρούτα και καρπούς, ρίζες και βολβούς τα οποία βγάζει σκάβοντας το έδαφος. Οι επιδρομές του είναι συχνές σε καλλιέργειες με πατάτες, παντζάρια και καλαμπόκια, ιδίως όταν οι καρποί είναι σε γαλακτώδη ακόμα μορφή. Το διαιτολόγιο συμπληρώνεται με μύκητες (μανιτάρια), σκουλήκια, σαλιγκάρια, προνύμφες εντόμων, έντομα, αμφίβια, ερπετά, τρωκτικά, αυγά εδαφόβιων πτηνών αλλά καιψοφίμια. Τα ψοφίμια είναι όμως συχνά πτώματα ζώων φορέων της τριχινιάσεως, ασθένειας που μεταδίδεται στον άνθρωπο, γι’ αυτό το κρέας του αγριόχοιρου πρέπει να βράζεται καλά.

Κοινωνική δομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αγριόχοιροι διαβιούν σε ομάδες οι οποίες αποτελούνται από την μητέρα και τα μικρά των τελευταίων δύο ετών. Συχνά ενώνονται δύο ή περισσότερες ομάδες και σχηματίζουν κοπάδι. Αρχηγός της ομάδας ή του κοπαδιού είναι το γηραιότερο θηλυκό. Τα μικρά του κοπαδιού σχηματίζουν μια ομάδα επιτηρούμενη από τα θηλυκά από μια απόσταση,ενώ σε περίπτωση κινδύνου ειδοποιούνται από τους βρυχηθμούς του θηλυκού που τα επιτηρεί. Τα αρσενικά που είναι μεγαλύτερα των δύο ετών, σχηματίζουν μικρές ομόφυλες ομάδες ενώ τα γηραιότερα ζουν μόνα τους (μονιάδες). Επίσης συχνά γύρω από την ομάδα ειδικότερα την περίοδο αναπαραγωγής βρίσκονται ενήλικα αρσενικά τα οποία την ακολουθούν από μία σχετική απόσταση.

Οι ομάδες διατηρούν περιοχές επικράτειας και δεν τις εγκαταλείπουν όσο υπάρχει αρκετή τροφή εκεί. Οι περιοχές αυτές εκτείνονται ανάλογα με την επάρκεια τροφής για την συγκεκριμένη ομάδα και συχνά επικαλύπτονται με άλλες γειτονικής ομάδας. Η “σήμανση” της περιοχής επικράτειας γίνεται με το ξύσιμο ή την αποφλοίωση των κορμών των δέντρων. Η μετακίνηση της ομάδας για την τροφή γίνεται σε όλες σχεδόν της ώρες της ημέρας όταν δεν ενοχλείται, με συχνά διαλείμματα τις μεσημεριανές ώρες κυρίως. Όταν όμως ενοχλείται έντονα όπως στην περίοδο του κυνηγίου, γίνεται κατά την διάρκεια της νύχτας. Σε περιόδους με έλλειψη τροφής, η ομάδα μπορεί να διανύσει έως και 80 χιλ. Κατά την μακρά αυτή μετακίνηση η ομάδα σχηματίζει φάλαγγα, το ένα ζώο πίσω απ’ το άλλο και είναι δύσκολη η καταμέτρησή τους από τα ίχνη.

Ο αγριόχοιρος λατρεύει τα λασπόλουτρα, τα οποία τον απαλάσσουν από τα παράσιτα ενώ συγχρόνως το δέρμα του λαμβάνει διάφορα ορυκτά άλατα και ιχνοστοιχεία. Αυτή του η δραστηριότητα τον αναγκάζει συχνά να διανύει μεγάλες αποστάσεις για να βρει κατάλληλο τόπο. Μετά το λασπόλουτρο τρίβεται στους κορμούς των δέντρων ώστε να καθαρίσει την ξεραμένη λάσπη η οποία απομακρύνεται μαζί με τα παράσιτα.

Μικρά αγριογούρουνα: είναι απαραγνώριστα χάρη στις οριζόντιες ρίγες τους

Προσδόκιμο ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ζει κατά μέσο όρο 10 χρόνια, σε σπάνιες περιπτώσεις φτάνει όμως και παραπάνω από 15.

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι είδος πολυγαμικό. Η περίοδος του οίστρου ξεκινά στα τέλη Δεκεμβρίου και τελειώνει στα τέλη Ιανουαρίου. Η διάρκεια του οίστρου των θηλυκών είναι 48 ώρες. Όλη αυτήν την περίοδο τα αρσενικά πλησιάζουν τις ομάδες των θηλυκών και τότε επιδίδονται σε άγριες μάχες, αν και όχι θανατηφόρες, για την επικράτηση των πιο ισχυρών αρσενικών τα οποία θα σχηματίσουν τα “χαρέμια” τους, τα οποία συνήθως περιλαμβάνουν έως 8 θηλυκά.

Η κυοφορία στις πρωτότοκες θηλυκές διαρκεί 114-130 ημέρες, ενώ στις ώριμες 133-140. Γεννούν από 3 έως 10 μικρά. Σε περιοχές ή σε περιόδους πολυκαρπίας με άφθονη τροφή, οι γεννήσεις είναι κατά μέσο όρο 6 μικρά, ενώ σε φτωχές περιόδους πολύ λιγότερα. Τα θηλυκά ωριμάζουν για αναπαραγωγή στην ηλικία των 12 μηνών, ενώ τα αρσενικά στους 18-24. Με ευνοϊκές συνθήκες διατροφής είναι δυνατόν τα θηλυκά να έχουν οργασμό σε μικρότερη ηλικία.

Το θηλυκό απομακρυνόμενο απ’ την ομάδα για την γέννα, κατασκευάζει υποτυπώδη φωλιά και γεννά μικρά με ανοικτά τα μάτια και ευθυβαδιστικά. Την πρώτη εβδομάδα παραμένουν στη φωλιά για προστασία από το ψύχος και ο θηλασμός τους διαρκεί 2-3 μήνες. Γεννιούνται με κοκκινωπό χρώμα με τις χαρακτηριστικές ανοικτοκίτρινες ραβδώσεις που τους δίνουν κάποια προσαρμογή με τον χρωματισμό του περιβάλλοντος. Οι ραβδώσεις διατηρούνται έως την ηλικία των 6 μηνών, (απαγορεύεται η θήρα τέτοιων μικρών) μετά την παρέλευση των οποίων, το χρώμα τους γίνεται καφέ, ενώ με την συμπλήρωση του πρώτου έτους αποκτούν τον χρωματισμό της ομάδας των ενηλίκων και ανεξαρτητοποιούνται. Η θνησιμότητα των νεογνών είναι μεγάλη τους πρώτους μήνες και φτάνει το 40-50% και οφείλεται στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, στην αρπακτικότητα μεγάλων θηλαστικών και στα παράσιτα. Η έντονη σεξουαλική δραστηριότητα εξασθενίζει τα αρσενικά που χάνουν έως και το 20% του βάρους τους. Σε ευνοϊκές περιόδους πολυκαρπίας είναι δυνατόν να γίνουν δύο γέννες το χρόνο, μία τον Ιανουάριο και η δεύτερη στο τέλος Ιουλίου με αρχές Αυγούστου.

ΠΗΓΗ: βικιπαιδεια