ΔΟΜΗΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΡΟΣ:
Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ο Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Ερμούπολη της Σύρου, γνωστός και ως «Παναγία των Ψαριανών» χτίστηκε στην περίοδο 1826-29 και ανήκει στο ρυθμό της τρίκλιτης Βασιλικής χωρίς τρούλλο, με στοιχεία μπαρόκ και αναγεννησιακά στο γυναικωνίτη. Ο Ναός συνδυάζει ξύλο και μάρμαρο, καθώς η είσοδος και το τέμπλο, έργο του Αντ. Νικ. Φραγκούλη που ανακαινίστηκε το 1867, είναι μαρμάρινα , ενώ ο Άμβωνας, το Δεσποτικό και Βημόθυρα από ξύλο και επενδυμένα με φύλλο χρυσού. Στην οροφή παρατηρείται διάκοσμος από χριστιανικά σύμβολα των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Εξωτερικά ο Ναός είχε παλαιότερα ανοιχτές τοξοστοιχίες, που σήμερα έχουν κλειστεί με σιδερένια υαλόφρακτα παράθυρα.
Στη βόρεια και ανατολική πλευρά του περιβόλου έχουν χτιστεί κελιά. Εντοιχισμένη επιγραφή στη νότια πλευρά της εισόδου αναφέρει τις χρονολογίες οικοδόμησης (1829) και ανακαίνισης (1847-50) και τον ρόλο του Μητροπολίτη Χίου και έπειτα Κυκλάδων Δανιήλ.
Ο Ναός βομβαρδίστηκε το 1943 (23.10.1043)με συνέπεια την πλήρη καταστροφή του Ιερού Βήματος του οποίου η αποπεράτωση έγινε το 1951. (σχετική επιγραφή στη βόρεια είσοδο).
Αρκετές εικόνες του είναι αφιερωμένες από σωματεία και συντεχνίες, όπως η εικόνα των Σαράντα μαρτύρων του Δ. Κωσταράκη, αφιερωμένη από τους αχθοφόρους του Ναυπηγείου το 1863, καθώς και η εικόνα του Αγ. Αντωνίου, έργο του ιερέα Δ. Μιχάλοβιτς, από το σινάφι των μπουργουζήδων (τρυπανιστών) το 1872.
Οι παλαιότερες εικόνες είναι εκείνες του Ευαγγελισμού (1826) και των Δώδεκα Αποστόλων (1827), έργα Σμυρναίου ζωγράφου, καθώς και μια εικόνα της Πλατυτέρας σε λαμαρίνα, στην άκρη της ανατολικής στοάς (1827).
Ωστόσο , η εικόνα που αποτελεί πολύτιμο κόσμημα του Ναού είναι η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με την εκπληκτική υπογραφή «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ο δείξας» στη βάση του μεσαίου κηροπηγίου και βρίσκεται στο Ναό περίπου από το 1850. Η εικόνα, η οποία παραμένει ως αντικείμενο λατρείας στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκουστη Σύρο, πιθανώς μεταφέρθηκε στο νησί κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης , από Ψαριανούς εποίκους, πράγμα που δικαιολογεί και την ονομασία της Εκκλησίας. Ο εντοπισμός αυτής της αριστουργηματικής σύνθεσης οφείλεται στη μεθοδικότητα και στην ξεχωριστή ικανότητα ανάγνωσης δυσανάγνωστων υπογραφών του νεαρού τότε επιμελητού Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Γιώργου Μαστορόπουλου, ο οποίος την ανακάλυψε το 1983 στη Σύρο. Το έργο αποτελεί εξαιρετική δημιουργία της νεανικής ηλικίας του μεγάλου ζωγράφου, και αποδεικνύει πόσο ώριμος τεχνίτης της «βυζαντινής» τεχνικής και τεχνοτροπίας ήταν ο Θεοτοκόπουλος, όταν έφευγε από την Κρήτη (1567), αλλά και κοινωνός της ορθόδοξης πνευματικότητας.
Η εικόνα, αυγοτέμπερα σε ξύλο, που ο νεαρός Δομήνικος θα πρέπει να ζωγράφισε σε ηλικία κάτω των 25 ετών, ακολουθεί την παραδεδομένη, αποκαλυπτική, εικονογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αναμφισβήτητα, φέρει όλα τα στοιχεία του καθιερωμένου μοτίβου για το θέμα αυτό, το οποίο είναι πολύ κοινό στην Ορθόδοξη Εκκλησία και εικονογραφία, με την οποία ο Ελ Γκρέκο ανατράφηκε και επηρεάστηκε από αυτή. Παρ’ όλα αυτά, έχει χάσει κάποια στοιχεία της παραδοσιακής βυζαντινής λιτότητας, υιοθετώντας χαρακτηριστικά της Αναγέννησης , στο αγιογραφικό πλαίσιο της οποίας επιδιώκεται ο “εξανθρωπισμός” του Θεού . Ως εκ τούτου, παρατηρούνται κάποιες μικρές παραλλαγές : αντί π.χ. της αυστηρής σύνθεσης με τους δύο άξονες σε ορθή γωνία, παρουσιάζεται εδώ μια περισσότερο δυναμική σύνθεση με την ελαφρά διαγώνια τοποθέτηση της Παναγίας και τη σχεδόν ομόλογη του Χριστού, που σκύβει προς την Παναγία. Έχει επίσης επισημανθεί η ιταλική καταγωγή του κηροπηγίου και του περιστεριού. Οι λεπτομέρειες αυτές δίνουν το στίγμα της εποχής, του τόπου, αλλά και των αναζητήσεων του μεγαλοφυούς καλλιτέχνη.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα εάν ο Θεοτοκόπουλος είναι βυζαντινός αγιογράφος ή τεχνίτης της Αναγέννησης, κι αν όχι της Αναγέννησης, του Ισπανικού χρυσού αιώνα. Ιστορικά είναι βέβαια ζωγράφος του Ισπανικού χρυσού αιώνα. Αλλά αισθητικά, η απόκριση δεν μπορεί να είναι παρά μια απόκριση αμηχανίας: ο Θεοτοκόπουλος είναι αποκλειστικά ο εαυτός του. Αυτή είναι η αναφαίρετη περηφάνια της μεγαλοφυΐας. Αν όμως δεν είχε, όπως είπαμε, τη βυζαντινή του συγκρότηση, αν δεν τον λάβωνε με το γήινο πάθος της η Αναγέννηση, φλογίζοντας τα αυστηρά του χρώματα, κι αν τελικά δεν τον έσωζε, δεν τον έθαλπε, δεν τον βοηθούσε ν’ αποκαλύψει ακέραιο τον εαυτό του η Ισπανία, θα ήταν κάποιος άλλος, ίσως κάποιος μεγάλος της σειράς, όχι όμως ο μοναδικός.