Ένας ψηλός, απόκρημνος λόφος, που θα τον έλεγες βράχο αν δεν ήταν τόσο πράσινος, και που μοιάζει φτιαγμένος για να στεφανώνεται από κάστρο, είναι η πρώτη εικόνα της, κι αυτή που χαράσσεται πιο βαθιά στη μνήμη. Όσο και αν προσπαθήσεις, δεν μπορείς να τον φανταστείς χωρίς τα πέτρινα κτίσματα που στολίζουν αμέτρητα σημεία του.
Ο χώρος, στον φυσικά οχυρό και στρατηγικής σημασίας λόφο του βυζαντινού Μυζηθρά, βόρεια του Ταϋγέτου, αποτελείται από το μεσαιωνικό κάστρο και τον οχυρωμένο οικισμό, που κλείνει μέσα από τα τείχη του μονές, εκκλησίες, παρεκκλήσια, οικίες και παλάτια, σε μια συνεχόμενη πορεία από τα μέσα του 13ου αιώνα έως και το 1953. Οι αναστηλωτικές εργασίες, που πραγματοποιούνται τις τελευταίες δεκαετίες από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, προσδίδουν σταδιακά στο χώρο την αίγλη του παρελθόντος.
Ψηλότερα στο λόφο υψώνεται το κάστρο, ίδρυμα του φράγκου πρίγκιπα Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου γύρω στο 1249, με δύο περιβόλους και την οικία του φράγκου φρούραρχου, ενώ στις πλαγιές κατηφορίζει η πολιτεία του Μυστρά αποτελούμενη από την Άνω Χώρα ή Χώρα, την Κάτω Χώρα ή Μεσόχωρα και την Έξω Χώρα. Η Πάνω Χώρα, που αρχίζει να διαμορφώνεται από νωρίς, ήδη από το β΄ μισό του 13ου αιώνα, με οικίες, παρεκκλήσια και ναούς, έχει ως κέντρο αναφοράς τα Παλάτια, ένα συγκρότημα κτιρίων με μεταγενέστερες προσθήκες, έως και του 15ου αιώνα, κτισμένο σε φυσικό πλάτωμα με ελεύθερο χώρο για την πλατεία, το ”φόρο” των Βυζαντινών και περιβάλλεται με τείχη για λόγους προστασίας. Η Κάτω Χώρα, οχυρωμένη επίσης με περίβολο, αποτελείται από οικίες και αρχοντικά σπίτια, όπως τις λεγόμενες ”οικίες του Λάσκαρη”και ”του Φραγκόπουλου”, μοναστήρια και ναούς, των οποίων η οικοδόμηση ξεκινά σχεδόν παράλληλα με την Πάνω Χώρα και συνεχίζεται σε ολόκληρη την υστεροβυζαντινή περίοδο. Τέλος, τη λεγόμενη Έξω Χώρα του Μυστρά αποτελούν σήμερα ελάχιστα αρχιτεκτονήματα στους πρόποδες του λόφου, που ανάγονται στο 15ο αιώνα και εξής.
Ο Μυστράς φημίζεται για τις υστεροβυζαντινές εκκλησίες, που βρίσκονται διάσπαρτες στον αρχαιολογικό χώρο: στην Πάνω Χώρα η Αγία Σοφία-η βυζαντινή Μονή του Ζωοδότου Χριστού και εκκλησία των παλατιών (μέσα 14ου αι.), στην Κάτω Χώρα η Μητρόπολη (Άγιος Δημήτριος, δ΄ τέταρτο 13ου αι.), οι Άγιοι Θεόδωροι (τέλη 13ου αι.) και η Οδηγήτρια (αρχές 14ου αι.), που αποτελούσαν τη Μονή Βροντοχίου, η Περίβλεπτος (γ΄ τέταρτο 14ου αι.), η Ευαγγελίστρια (τέλη 14ου-αρχές 15ου αι.) και η Μονή της Παντάνασσας (π. 1428), στην οποία συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας την παρουσία της οργανωμένη γυναικεία μοναστική κοινότητα. Οι περισσότερες εκκλησίες ανήκουν στον πρωτότυπο, τοπικού χαρακτήρα, ”μικτό” αρχιτεκτονικό τύπο, στον οποίο συνδυάζεται ο τύπος της βασιλικής στο ισόγειο και του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με πέντε τρούλους ναού στο ”υπερώο” τις εκκλησίες κοσμούν τοιχογραφίες σπουδαίας τέχνης των παλαιολόγειων χρόνων, άμεσα συνδεδεμένες με την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, τοιχογραφίες του 17ου-18ου αιώνα, καθώς και ενδιαφέρων, συχνά με δυτικές επιρροές, γλυπτός διάκοσμος.
Μουσείο με σημαντικά βυζαντινά εκθέματα έχει οργανωθεί και λειτουργεί βόρεια του Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Δημητρίου. Στη συλλογή περιλαμβάνονται γλυπτά, χειρόγραφα, κοσμήματα, εξαρτήματα καλλωπισμού, ένδυσης και υπόδυσης, καθώς και τα σημαντικότατα λόγω σπανιότητας κομμάτια μεταξωτού ενδύματος και η πλεξούδα πριγκίπισσας από τάφο της βόρειας στοάς της Αγίας Σοφίας.
Ο αρχαιολογικός χώρος του Μυστρά, λοιπόν, αποτελεί ένα από τα λίγα καλά διατηρημένα βυζαντινά οικιστικά σύνολα για τη μελέτη και την κατανόηση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής-κοσμικής και εκκλησιαστικής- και τέχνης. Στον τόπο αυτό, που αποτέλεσε κέντρο σπουδαίο σε ολόκληρη την υστεροβυζαντινή περίοδο, έζησαν σημαντικές προσωπικότητες του Μεσαίωνα, όπως ο Πλήθων Γεμιστός και ο Βησσαρίων, που έπαιξαν ρόλο καταλυτικό στην ανανέωση των ελληνικών σπουδών στη Δύση και στην εμβάθυνση σε αυτές, συμβάλλοντας έτσι ιδιαίτερα στη ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών, της φιλοσοφίας και της τέχνης στην Ευρώπη λίγο πριν από την πτώση της Αυτοκρατορίας το 1453.