Μια μαρτυρία του Αλ. Σακελλάριου για τον Γρηγόριο Ξενόπουλο

Γρ. Ξενόπουλος (1867-1951)

 

Διάπλαση των παίδων

 

Μαθητάκος ήμουν, όταν μια θεία μου, έτσι για δώρο στα γενέθλιά μου, μ’ έγραψε συνδρομητή στη “Διάπλαση των παίδων” …

Θυμάμαι ακόμα και τώρα το χτυποκάρδι μου, όταν ξεκίνησε από τη γειτονιά μου για να πάω στα γραφεία της Διαπλάσεως και να γνωρίσω από κοντά τον Φαίδωνα, τον Ανανία, τη Μάρθα, την οικογένεια της Διαπλάσεως, όπως την ξέραμε και όπως τη σκιτσάριζε ο Αντώνης Βώττης, που στην ουσία ήταν ένας και μόνο, ο Γρηγόρης ο Ξενόπουλος. Η καρδιά μου φτερούγιζε περίεργα έτσι καθώς ανέβαινα τρία-τρία τα ξύλινα σκαλιά του παλιού μεγάρου της οδού Ευριπίδου, όπου ήταν τα γραφεία της Διαπλάσεως. Σκοτεινή ήταν, θεοσκότεινη η είσοδος, σκοτεινά ήταν και τα σκαλιά, που τα έκανε ακόμα πιο σκοτεινά το σκούρο γκρενά χρώμα των τοίχων. Σε αυτούς τους γκρενά τοίχους είχαν χαράξει με σουγιαδάκι τα διάφορα κακομαθημένα διαπλασόπουλα τα ψευδώνυμά τους.

Για να μην υστερήσω από τους άλλους κακομαθημένους, χάραξα κι εγώ το δικό μου ψευδώνυμο βιαστικά. Μαϊμού του Κωλέττη.

Τα γραφεία της Διαπλάσεως δεν ήταν όπως τα φανταζόμουν. Ήταν ένα δωμάτιο άβολο, γεμάτο περιοδικά στοιβαγμένα. Κι όπως μπαίναμε, στο βάθος δεξιά, ήταν το γραφείο του Ξενόπουλου. Μόλις που διακρινόταν ανάμεσα από τις στοίβες των χειρογράφων, των περιοδικών και των βιβλίων.

Είχα την εντύπωση ότι κυριολεκτικά πνιγόταν μέσα στα χειρόγραφα. Και πνιγόταν πραγματικά, μιας κι αυτός τα έκανε όλα: αυτός έγραφε, αυτός διόρθωνε, αυτός έκανε τη διαχείριση, αυτός διεκπεραίωνε, αυτός όλα.

Είχα έτοιμη στην τσέπη μου μία μικρή αγγελία, που για να τη δημοσιεύσω δεν έτρωγα κουλούρι στο σχολείο επί είκοσι ημέρες. Έλεγε η αγγελία: “Πρωτομπαίνοντας στο μυρωμένο σαλόνι της Διαπλάσεως σας χαιρετώ όλους και όλες και ζητάω αλληλογραφία και μικρά μυστικά. Μαϊμού του Κωλέττη”.

Όταν έφτασε η σειρά μου και έδωσα την αγγελία, ο Ξενόπουλος τη διάβασε, με κοίταξε και μου είπε:

– Μάλιστα…

Μάλιστα, ήταν η πρώτη λέξη που άκουσα από το στόμα του Ξενόπουλου, μάλιστα και η τελευταία, όταν λίγο πριν πεθάνει, στο σπίτι του, κάπου στην οδό Επτανήσου και Αγίου Μελετίου, φεύγοντας από την επίσκεψη που του είχα κάνει, του είπα:

Θα μου επιτρέψετε να μεταφέρω ένα θεατρικό σας έργο στον κινηματογράφο;
 – Ποιο θέλεις;
 – Τον “Πειρασμό”…
 – Μάλιστα! 

Ήταν απλός, ήταν ευγενικός, ήταν καλόκαρδος. Ήτανε η καλοσύνη προσωποποιημένη. Εκείνη την τελευταία φορά που τον είδα, φορούσε κάτι γυαλιά. Το ένα τους τζάμι, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ήταν θαμπό. Αδιαφανές. Αυτά τα γυαλιά με το στιλό του και άλλα αναμνηστικά του τα είχαμε χρόνια στα γραφεία της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και τα χάιδευα πάντα με τα μάτια μου, όταν πήγαινα. Τώρα είναι όλα στο θεατρικό μας Μουσείο.

Στο θέατρο “ΜΟΥΣΟΥΡΗ” παίχτηκε το τελευταίο έργο του Ξενόπουλου, μία διασκευή από τα γαλλικά, αν δεν γελιέμαι, με τον τίτλο “Τόπο στα νιάτα”. Και ο Μουσούρης  ήταν ο μόνος που βγήκε αντρίκεια να υπερασπίσει τον Ξενόπουλο, εναντίον του οποίου, μετά το θάνατό του, έγραψε έναν λίβελο ο μακαρίτης και αυτός πλέον Αιμίλιος Χουρμούζιος. Τον είχαν πληγώσει πολύ οι κριτικοί τον Ξενόπουλο.  Αλλά κι αυτός τους την είχε φτιάξει ωραία. Από τα πρώτα βήματά του δέχτηκε πυρά ομαδόν από τους τότε κριτικούς. Κι επειδή παράλληλα έκανε μεταφράσεις και διασκευές από ξένα έργα, του έγραφαν: “Δεν βλέπει ο κ. Ξενόπουλος πώς γράφουν οι ξένοι συγγραφείς που μεταφράζει, ώστε να τους μιμηθεί, τουλάχιστον, και να μη μας σερβίρει αυτά τα ανόητα και παιδαριώδη κατασκευάσματα που μας σερβίρει;”

Του το ’παν μια, του το ’παν δύο, ώσπου μια μέρα ανέβηκε μια νέα μετάφρασή του από τα γαλλικά. Ήταν μία κωμωδία κάποιου Ντιράν ή Ντιπόν ή κάπως έτσι, με τον τίτλο “Το πατρικό σπίτι”. Άρεσε η κωμωδία ακόμα και στους κριτικούς, οι οποίοι και στις καλές τους κριτικές δεν παρέλειπαν να χτυπήσουν τον Ξενόπουλο.

Αυτή η κωμωδία, μάλιστα. Δεν είναι σαν και αυτές που μας σερβίρει, συνήθως, ο προχειρογράφος Ξενόπουλος. Έχει εξυπνάδα και φινέτσα και σωστή σκηνική οικονομία. Και τότε, μετά από τις κριτικές, ο Ξενόπουλος αποκάλυψε ότι ήταν εντελώς δική του. Μια από τις πιο χαριτωμένος κωμωδίες του Ξενόπουλου, που την ξέρουμε και εμείς με το πραγματικό της τίτλο “Ο πειρασμός”.

Αλέκος Σακελλάριος, Λες και ήταν χθες, εκδ. Μένανδρος, 2018, σ. 118-119.