Οι κλέφτες και τα τραγούδια τους (τρεις επιφυλλίδες του Παντελή Μπουκάλα)

Ο Δημήτριος Μακρής (1772 – 1841) ήταν Έλληνας αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ένας από τους ισχυρότερους οπλαρχηγούς του αγώνα στην δυτική Στερεά Ελλάδα. [πηγή: Βικιπαίδεια]

 

Παντελής Μπουκάλας, Τα κλέφτικα τραγούδια σαν «στρατιωτικές εφημερίδες»

«Τα τραγούδια τα έκαμναν οι χωριάτες, οι στραβοί με τες λύρες» λέει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στη «Διήγησιν συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836», υπαγορευμένη στον Γεώργιο Τερτσέτη. Η πληροφορία αυτή εμπεριέχεται σε μια φράση του Κολοκοτρώνη που περιγράφει αδρά, σαν προφορικός λόγος περισσότερο παρά σαν γραπτός, τον βίο των αρματολών και των κλεφτών: «Οι πρώτοι αξιωματικοί εγίνοντο διά την ανδρείαν των ή διά την φρόνησίν των⋅ ο μισθός των όταν ήσαν αρματολοί, το μοίρασμα των λαφύρων όταν ήσαν κλέπται⋅ εδίδοντο και βραβεία εις τους αριστεύοντας. Όταν έσφαλλον ήτον το κόψιμον των μαλλιών, το ξαρμάτωμα⋅ σέβας προς τας γυναίκας⋅ εδίωχναν όποιον ήθελε βιάσει καμία γυναίκα⋅ παιγνίδια, ταμπουράδες, πηδήματα, χορούς, τραγούδια ηρωικά, τες αμάδες⋅ τα τραγούδια τα έκαμναν οι χωριάτες, οι στραβοί με τες λύρες⋅ τα τραγούδια ήσαν ύμνοι, εφημερίδες στρατιωτικές».

Έχει ιδιαίτερη σημασία το ότι ο Κολοκοτρώνης χαρακτηρίζει «στρατιωτικές εφημερίδες» τα τραγούδια που ακούγονταν στα βουνά, τα κλέφτικα και όσα σε κατοπινή εποχή αποκλήθηκαν ιστορικά. Χωρίς την αγωνία του φιλολόγου ή το άγχος του λαογράφου, υποδεικνύει το καίριο. Γιατί πράγματι μπορούμε να θεωρήσουμε «στρατιωτικές εφημερίδες» τα τραγούδια: εξιστορούν σπουδαία επεισόδια του πολέμου, διασώζοντας συχνά ακόμα και λεπτομέρειές τους, όπως συμβαίνει λ.χ. με τα τραγούδια της Πάργας (1819) ή του Διάκου (1821), και απαθανατίζουν ήρωες ή ηρωικές πράξεις. Κι όλα αυτά, λιτά και αυστηρά, με τη συγκίνηση μεταστοιχειωμένη σε ποίηση. Ο μουσικός στιχουργημένος λόγος θεμελιώνεται στα ρήματα και στα ουσιαστικά, είτε δοξαστικός είναι είτε πένθιμος, επί ηρωικού θανάτου, οπότε ο επιτάφιος λόγος δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τα αρχαία επιτύμβια, γραμμένα από επώνυμους για επώνυμους. Λιγοστά είναι στα κλέφτικα τα επίθετα και τα επιρρήματα. Το επιπλέον θα καταντούσε ρητορικός πληθωρισμός. Θα άμβλυνε τη σεμνότητα της διήγησης και θα την εξέθετε στον στόμφο.

Ποιοι και πόσοι ήταν οι τυφλοί τραγουδιστές, καθώς και ποια και πόσα τραγούδια έφτιαξαν, δεν είναι διαπιστωμένο. Ο Νικόλαος Πολίτης πάντως σε μελέτημα του 1918, με τον φαινομενικά παράδοξο ή αντιφατικό τίτλο «Γνωστοί ποιηταί δημοτικών ασμάτων», παρατηρεί τα εξής: «Αληθώς δε οι καπεταναίοι των κλεφτών και οι οπλαρχηγοί της επαναστάσεως είχον οι πλείστοι τους ραψωδούς των, οι οποίοι δ΄ όμως ούτε επαίται ήσαν ούτε τυφλοί ανίκανοι να τους παρακολουθούν εις τας εκστρατείας των». «Αλλ΄ όχι σπανίως όμως», προσθέτει ο Πολίτης, «συνέβαινε αντί των παλληκαριών, αυτοί οι καπεταναίοι, δοθείσης περιστάσεως, να συνθέτουν τραγούδια».

Ήδη το 1824, στα Προλεγόμενά του στην ιδρυτική παρισινή έκδοση των «Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών», καθοριστικής σημασίας για την απελευθέρωση του τόπου, αφού αναζωογόνησε τον φιλελληνισμό, ο Κλωντ Φωριέλ αναφερόταν στη δημιουργική συμβολή των τυφλών αοιδών (βλ. τώρα την έκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, με επιμέλεια του Αλέξη Πολίτη): «Πως μερικά από αυτά τα τραγούδια είναι έργο κλεφτών που έδρασαν ή βρέθηκαν στις περιπέτειες που αναφέρονται, είναι πολύ πιθανό, και το έχω ακούσει να προτείνεται από τους καλά πληροφορημένους Έλληνες. Αλλά τα περισσότερα θεωρούνται έργα τυφλών ζητιάνων που υπάρχουν σ’ όλη την Ελλάδα και θυμίζουν τους αρχαίους ραψωδούς με τόσο παρόμοιο τρόπο, που έχει κάτι το εκπληκτικό. […] Οι τυφλοί συνηθίζουν, τόσο στη στεριανή Ελλάδα όσο και στα νησιά, να μαθαίνουν απέξω όσα περισσότερα τραγούδια μπορούν, κάθε λογής και κάθε εποχής. Μερικοί μαθαίνουν στο τέλος μια τεράστια ποσότητα, και όλοι ξέρουν άφθονα. Με τον θησαυρό αυτόν στη μνήμη, περπατούν ολοένα, περιτρέχουν την Ελλάδα πάνω-κάτω από την άκρη του Μοριά ώς την Κωνσταντινούπολη, από τις παραλίες του Αιγαίου σ’ αυτές του Ιονίου. Πάνε από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, και τραγουδούν στον κοσμάκη που μαζεύεται αμέσως γύρω τους, όπου κι αν φανούν, εκείνα τα τραγούδια που θεωρούν πως ταιριάζουν πιο πολύ είτε στον τόπο είτε στην περίπτωση, και παίρνουν μια μικρή αμοιβή, που είναι όλο το εισόδημά τους».

Ποιοι ήταν λοιπόν οι καπεταναίοι, που, όπως έχει τεκμηριωθεί γραμματολογικά και ιστοριογραφικά, έφτιαξαν ένα ή περισσότερα τραγούδια, θεμελιωμένα συνήθως σε παλαιότερα, όντως ανώνυμων και άγνωστων δημιουργών; Ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταρχάς, και ο στρατηγός Μακρυγιάννης, οι οποίοι δεν παρέλειψαν να αφηγηθούν την ενασχόλησή τους αυτή, κρίνοντάς την αξιομνημόνευτη, αν όχι τιμητική. Αλλά και ο Θοδωράκης Γρίβας. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί το περίφημο προθανάτιο δίστιχο που αποδόθηκε στον Αθανάσιο Διάκο: «Για ιδές καιρό που διάλεξεν ο Χάρος να με πάρει, / τώρα π΄ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάνει η γη χορτάρι». Η έριδα λογοτεχνών, φιλολόγων, λαογράφων και ιστορικών για την πατρότητα των στίχων αυτών κρατάει από τον 19ο αιώνα, και δεν φαίνεται ότι θα υπάρξει κάποτε απάντηση που θα ικανοποιεί τους πάντες.

Είτε διαπιστωμένης πατρότητας πάντως είτε όχι, τα δημοτικά που έχουν άμεση σχέση με συγκεκριμένους καπεταναίους, αποτελούν ήδη τμήμα της βιογραφίας τους. Και έχουν να μας πουν αρκετά πράγματα για τους ίδιους, για την περίοδο που έδρασαν αλλά και για τα μετεπαναστατικά χρόνια.

Συνεπαρμένος από τη «Διήγησιν» του Κολοκοτρώνη ο Τερτσέτης, δεν διστάζει, στα Προλεγόμενά του στην έκδοση του 1846, να συσχετίσει (έστω προτάσσοντας ένα σχετικά μετριαστικό «μου φαίνεται») τον Γέρο του Μοριά με δύο πατέρες: τον πατέρα της ποίησης και τον πατέρα της ιστορίας. Γράφει: «Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ως ιστορικός καταγράφεται με τους πολλούς όσοι ιστόρησαν πολέμους Ασίας και Ευρώπης, αλλ΄ ως Ελληνας έρχεται μου φαίνεται τρίτος Ομήρου και Ηροδότου. Ομοιάζουν οι τρεις ως τρεις ακτίνες ενός κέντρου φωτεινού, έχουν οι τρεις πατρίδα την Ελλάδα, θέμα, πόλεμον Ευρώπης εναντίον Ασίας, ομιλούν την Ελληνικήν φωνήν, καθένας την φωνήν του αιώνος του, καίονται από το πνεύμα του, η φωνή τους είναι ψωμωμένη ως να ελέγαμε από την φωνήν προγενεστέρου καιρού, όχι είδωλον της φαντασίας τους. Ομοιάζει ο ένας του άλλου και εις την πλοκήν και εις την άλυσον της ιδέας και την παράστασιν των ιστορημένων πραγμάτων. Εις τον πεζόν λόγον του Ηροδότου σημαίνει η λύρα του Ομήρου, ακούς το “Μήνιν άειδε, θεά”, ως εις την διήγησιν του Κολοκοτρώνη, όταν επέτυχα γνήσια να την αρπάξω από τα χείλη του, ακούς το “Τρία πουλάκια κάθονται”. Κατώτερος ο Κολοκοτρώνης από τους δύο προγενεστέρους του εις την τέχνην, όσον το “Τρία πουλάκια κάθονται” από το “Μήνιν άειδε, θεά”, αλλ΄ ανώτερος πάλι, επειδή όσα έπραξε αυτός και οι συνόμοιοί του διηγείται – πριν τα γράψει με το κοντύλι, τα εχάραξε με το σπαθί του, καύχημα που δεν έχουν οι άλλοι δύο».

Η συνέχεια την επόμενη Κυριακή.

 

* Ομιλία στο συνέδριο «1821 και απομνημόνευμα: Ιστορική χρήση και ιστοριογραφική γνώση»,

που οργανώθηκε από το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία (20-21.3.2019).

 

 

Ο Μακρυγιάννης (λιθογραφία του Karl Krazeisen, πηγή: Βικιπαίδεια)

 

Παντελής Μπουκάλας, Ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης σαν ποιητές δημοτικών

Από τον Γεώργιο Τερτσέτη γνωρίζουμε ποιες συνθήκες ώθησαν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη να γίνει άπαξ ποιητής-τραγουδιστής: Στα προεπαναστατικά χρόνια συνέθεσε ένα τραγούδι που ο Ν.Γ. Πολίτης το παραθέτει στις «Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» σημειώνοντας ότι «το γεγονός διηγείτο ο ίδιος [ο Κολοκοτρώνης], και την διήγησιν αυτού κατέγραψεν ο Τερτσέτης, ακούσας παρά γραίας εκ της οικογενείας των Κολοκοτρωναίων». Κάποια Λαμπρή ο καπετάνιος βρισκόταν με ογδόντα παλικάρια «εις το μεγαλύτερο βουνό της Πελοποννήσου. Από ημέρες τους είχαν είδηση δοσμένη ότι θα πάνε αλυσοδεμένους εκατόν πενήντα ανθρώπους». Ο πρωτοπρόσωπος λόγος του Κολοκοτρώνη, με διπλή διαμεσολάβηση, της συγγένισσάς του και του Τερτσέτη:

«Εδιαμοίρασα τους μισούς συντρόφους εις το άλλο βουνό, έβαλα τα καραούλια με μεγάλη πρόβλεψη διά να κάμομε τη Λαμπρή μας ασφαλισμένοι. Εδιαμοιρασθήκαμε λοιπόν και τους είπα: Ε, αδελφοί χριστιανοί, να είμασθε συγκεντρωμένοι, όχι, όχι, που μας ονομάζουν οι άρχοντες και το γουναρικό κλέφτες, να ελευθερώσουμε τους ζωντανούς. Αν θέλετε να μ’ ακούσετε, να κρεμάσομε τα χαϊμαλιά μας εις τα έλατα αυτά είναι η εκκλησία μας, η Λαμπρή μας, και να ασπασθούμεν και να ελευθερώσουμε τους αδελφούς μας, που πάνε να τους φυλακίσουν διά παντός εις τα δεσμά. Απάνω που καθίσαμε να φάμε, είπα πάλε: Αν είμαστε αδελφοί, να χύσομε το αίμα μας διά τους αδελφούς μας. Πρώτα τους ορμήνευσα μιλητά, έπειτα το έκαμα και τραγούδι και τους το ετραγούδησα».

Ένα παλιό κλέφτικο, παραλλαγή και αυτό ενός ακόμα παλαιότερου τραγουδιού, χαροντικού, διασκεύασε ο Κολοκοτρώνης, για να εμψυχώσει τους συναγωνιστές του: «Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες / ολονυχτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμόνται. / Κοιμόνται στα δασιά κλαριά και στους παχιούς τούς ίσκιους. / Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα, / μα είχαν κι ένα γλυκό κρασί, που πίν’ν τα παλικάρια. / Κι ένας τον άλλον έλεγαν, κι ένας τον άλλον λέει: / “Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε, / δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχήν μας; / -ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια-, / να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι, / που θα περάσει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους / να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι, / να βγει της χήρας το παιδί, π’ άλλο παιδί δεν έχει, / κι αυτό το ‘χει μονάκριβο στον κόσμο ξακουσμένο”». Ίσως βοήθησε το τραγούδι, ίσως η Παναγία, όπως λέει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης, το αποτέλεσμα πάντως της μάχης ογδόντα Ελλήνων με 2.000 Τούρκους ήταν εντυπωσιακό. Σκοτώθηκαν 87 Τούρκοι και μόνο ένας κλέφτης, πρωτοξάδερφος του Κολοκοτρώνη.

Πυκνότερες σχέσεις με τη σύνθεση ή την ανασύνθεση τραγουδιών είχε ο Μακρυγιάννης, που διευκολυνόταν σ’ αυτό από την ικανότητά του στον ταμπουρά. Στα «Απομνημονεύματα» περιγράφει κάποιες στιγμές στην Ακρόπολη, που την πολιορκεί ο Κιουταχής, Σεπτέμβριο του 1826:

«Τότε έκατσε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί τραγουδήσαμεν κι εγλεντήσαμεν. Με περικάλεσε ο Γκούρας κι ο Παπακώστας να τραγουδήσω ότ’ είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήσει – τόσον καιρόν, οπού μας έβαλαν οι ‘διοτελείς και γγιχτήκαμεν διά να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέγω ένα τραγούδι: “Ο ήλιος εβασίλεψε, / -Ελληνά μου βασίλεψε- / και το Φεγγάρι εχάθη / κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια / τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν. / Γυρίζει ο Ηλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει: / Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα, / άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι αντρών τα μοιριολόγια / γι’ αυτά τα ‘ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα, / και μες στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα. / Για την πατρίδα πήγανε στον Αδη, τα καημένα”. Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει: “Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμει ο Θεός άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγει”». Δεν βγήκε όμως σε καλό. Στη μάχη της επομένης ο Γκούρας σκοτώθηκε.

«Του θαυμασίου τούτου άσματος», γράφει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, «υπάρχει παραλλαγή τις εν τη “Συλλογή δημοτικών ασμάτων της Ηπείρου” του Π. Αραβαντινού, Αθήνα 1880, σ. 83. Οι τρεις τελευταίοι στίχοι και το τσάκισμα “Ελληνά μου, βασίλεψε” εποιήθησαν αυτοσχεδίως υπό του Μακρυγιάννη αρμόδια προς την περίστασιν». Πάντως οι τρεις αυτοί στίχοι με την καμπανιστή ρίμα είναι και οι πιο αδύναμοι του τραγουδιού. Να προστεθεί ότι οι λέξεις ηρωικός, πατρίδα και Έλληνας δεν είναι συνηθισμένες στα κλέφτικα, και γενικότερα στα προεπαναστατικά δημοτικά, όπου χρησιμοποιούνται τα ονόματα Ρωμιός και Γραικός. Στα ιστορικά τραγούδια, που πλάστηκαν στην Επανάσταση, το εθνώνυμο Ελληνας διεκδικεί εντονότερα τη χρήση του. Εμφανίζεται λ.χ. στον τραγουδισμένο προθανάτιο λόγο και του Διάκου και του Καραϊσκάκη.

Για τον θάνατο του Καραϊσκάκη είχε συνθέσει και ο Μακρυγιάννης ένα τραγούδι. Στους στίχους του χρησιμοποιεί ξανά γνωστά μοτίβα (αυτός ήταν άλλωστε ο τρόπος της δημοτικής ποίησης), ενθέτει και πάλι λέξεις ασυνήθιστες στο προεπαναστατικό δημοτικό, αλλά απολύτως συμβατές με την επαναστατική εξέλιξη (λ.χ. «πατρίδα»), δίνει πληροφορίες ιστοριογραφικά εξακριβωμένες, για τον πυρετό του Καραϊσκάκη ή την αποκοτιά των Κρητικών, δεν υπαινίσσεται δε ελληνική εμπλοκή στον θάνατο του καπετάνιου. Λίγοι στίχοι:

«Τρεις περδικούλες κάθονταν στο κάστρο της Αθήνας, / είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα, / είχαν και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτημένα. / Μοιριολογούσαν κι έλεγαν, μοιριολογούν και λένε: / Τρίτη, Τετάρτη χλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη, / Παρασκευή ξημέρωσε, μην έχει ξημερώσει, / που πιάστηκε ο πόλεμος, το κρητικό ντουφέκι. / Καραϊσκάκης τ’ άκουσε, ήταν και θερμασμένος».

Τα τραγούδια που ιστορούσαν τα ανδραγαθήματα των κλεφτών δεν απευθύνονταν σε κάποιο απόμακρο, ξένο ακροατήριο. Ήταν στοιχείο της ίδιας της ζωής των αγωνιστών, που ή συμμετείχαν στη δημιουργία τους, όσοι είχαν το μεράκι και τη δεξιότητα, ή τα τραγουδούσαν και τα αναμετέδιδαν όχι μόνο προφορικά αλλά ενίοτε και γραπτά. Αυτό το επιμαρτυρεί η περίπτωση του καπετάνιου Θοδωράκη Γρίβα (1797-1862). Στον Γρίβα η δημοτική μούσα αφιέρωσε αρκετά τραγούδια, που παρακολουθούν τη μακρά δράση του: τους απελευθερωτικούς αγώνες του, τις συρράξεις του με άλλους καπετάνιους και τη σφοδρή εναντίωσή του στον Οθωνα (το 1843 τάχθηκε στο κίνημα υπέρ του συνταγματικού πολιτεύματος).

Τραγούδια όμως έφτιαξε και ο ίδιος. Μια ιδιαίτερα εκτενής παραλλαγή του τραγουδιού που αφορούσε τον αποκλεισμό του, στις 24 Μαρτίου 1824, στην Κατοχή Μεσολογγίου από αντίπαλούς του οπλαρχηγούς, τον Καραϊσκάκη, τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Μακρή, γράφτηκε από τον Γρίβα και δόθηκε σε χειρόγραφο στον Χ.Ν. Ούλριχ, για να δημοσιευτεί το 1860 από τον Αρνολντ Πάσοβ, γαμπρό του Ούλριχ,  στα «Τραγούδια ρωμαιικά».

Την άλλη Κυριακή θα μιλήσουμε για τον Διάκο και το «Για δες καιρό».

πηγή: Η Καθημερινή

 

 

Ο Αθανάσιος Διάκος ( 1788 – 1821) ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες – οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο οποίος έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. [πίνακας του Δημήτριου Τσόκου, πηγή: Βικιπαίδεια]

 

Παντελής Μπουκάλας, Ο Διάκος και το «Για δες καιρό που διάλεξε…»

Στη μορφή του Διάκου η δημοτική ποίηση συνάπτεται με την προσωπική με ξεχωριστό τρόπο. Σύμφωνα με τον λογοτεχνικό-μεταφυσικό αφορισμό του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που κυριάρχησε ευρύτερα σαν αναμφισβήτητη αλήθεια, όπως συμβαίνει συχνά με όσα δογματίζουν οι ποιητές, το πασίγνωστο δίστιχο «Για ιδές καιρό που διάλεξεν ο Χάρος να με πάρει, / τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάνει η γη χορτάρι», δεν είναι δημοτικό δημιούργημα, αλλά του ίδιου του ήρωα. Γράφει πάντως ο Σπυρίδων Τρικούπης στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»:

«Την ακόλουθον δε ημέραν (24 Απριλίου) εξεδόθη απόφασις να σουβλισθή⋅ ο δε κοινοποιήσας αυτώ την σκληράν απόφασιν, τω έδωκεν εις χείρας και το άτιμον και οδυνηρόν εργαλείον του θανάτου και τω είπε να τον ακολουθήση βαστών αυτό. Ο Διάκος το έρριψε κατά γης αγανακτών και στραφείς προς τους παρεστώτας Αλβανούς, “δεν ευρίσκεταί τις”, είπε,“να με σκοτώση; διατί αφίνετε τους Ανατολίτας να με παιδεύσωσιν, εγώ κακούργος δεν είμαι”. Ακούων δε ότι αν ετούρκευεν, εσώζετο, “Χριστιανός”, απεκρίθη, “εγεννήθηκα, και Χριστιανός θ’ αποθάνω”. Οδεύων δε εις τον τόπον της ποινής εστάθη, και ρίψας το βλέμμα επί την γελώσαν φύσιν κατά την εαρινήν εκείνην ώραν, είπε το εξής δίστιχον: Για ιδές καιρό που διάλεξεν ο χάρος να με πάρη, / τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάν’ η γη χορτάρι». Το «είπε» δεν σημαίνει οπωσδήποτε «έφτιαξε και είπε».

Από τους άλλους ιστορικούς του 19ου αιώνα που αναφέρονται στο συμβάν, ο Γερμανός Γκέοργκ Γκότφριντ Γκερβίνους το καταγράφει επίσης ουδέτερα, διά τού ρήματος «είπε»: «Πορευόμενος δε να θανατωθή προσέβλεπε με ήρεμον βλέμμα την γελώσαν του έαρος φύσιν, και ως να ήθελε ν’ απαντήση εις τους προφητικούς του Ρήγα λόγους, είπε το εξής δίστιχον: “Για ιδέ καιρό…”» (1864). Το ίδιο πράττει ο συμπατριώτης του Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντι: «Όταν δε εσύρθη εις τον τόπον της εκτελέσεως, έστρεψε το βλέμμα προς τους εν εαρινή περιβολή κατανθείς λειμώνας και είπε το δίστιχον: “Για δες καιρό…”». Αντίθετα, ο Μιχαήλ Οικονόμου διατυπώνει τις επιφυλάξεις του, όχι για την πατρότητα του διστίχου, που το θεωρεί δημώδες, αλλά για το αν πράγματι το είπε ο Διάκος: «Ότι δ’ ελυπήθη διά το πρόωρον εξάγεται και εκ του απαγγελθέντος υπ’ αυτού διστίχου δημώδους μοιρολογίου, του εξής, όπερ τότε ετραγώδησεν, ως λέγεται: Για ’δές καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρη, / τώρα π’ ανοίγουν τα κλαριά, και βγάν’ η γης χορτάρι, διότι τούτο (αν αληθώς το απήγγειλε) εμφαίνει ότι διενοείτο, όχι ότι απέθνησκεν απλώς νέος ούτε ότι το καταλληλότερον ήτο να πάθη ό,τι να πάθη επρόκειτο εις άλλην τινά του έτους εποχήν, ή ότι εθέλχθη από την περί αυτόν διαγελώσα φύσιν του έαρος (όπερ μικρολόγον) αλλ’ ότι αλληγορικώς εξέφραζε λύπην ότι εστερείτο της ζωής εν αυτή τη αφετηρία του σταδίου του, εν αυτή τη αρχή της επαναστάσεως προώρως, μήτε άνθος, μήτε καρπόν αυτής ιδών» (1873).

Στο επιφυλακτικό «λέγεται» προσφεύγει και ένας από τους σύγχρονους ιστορικούς, ο Διονύσιος Α. Κόκκινος, στο έργο του «Η Ελληνική Επανάστασις»: «Ολίγον προ του θανάτου του λέγεται ότι είπε το αυτοσχέδιον τετράστιχον: Για δες καιρό…».

Για την επίσημη ιστορία πάντως, αυτήν που διδασκόταν κάποτε στα σχολεία, ο Διάκος δεν λέει μονάχα το γνωστό δίστιχο αλλά και τρεις στίχους ακόμα, και μάλιστα αυτούς με τους οποίους ολοκληρώνεται το δημοτικό τραγούδι στην έκδοση του Φοριέλ. Εγραφε λ.χ. ο Επαμεινώνδας Φραγκίστας, στην «Ελληνική ιστορία από του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρις Όθωνος» (1886), η οποία, σύμφωνα με την ένδειξη του εξωφύλλου, αφενός προοριζόταν «προς χρήσιν των μαθητών της Γ΄ τάξεως των ελληνικών σχολείων του κράτους», αφετέρου ετύγχανε «επιδιορθωθείσα κατά την κρίσιν της επιτροπείας των κριτών», ήταν δηλαδή επισήμως εγκεκριμένη και κατά κάποιον τρόπο συμμορφωμένη: «Καταδικασθείς δ’ εις τον διά ανασκολοπισμού θάνατον, διετάχθη να φέρη αυτός μέχρι του τόπου της καταδίκης “Αλώνια Λαμίας” το απαίσιον όργανον του θανάτου του, ως ο Ιησούς τον σταυρόν αυτού⋅ προσβλέψας τότε την φύσιν διαγελώσαν ένεκα του έαρος και την επικρατούσαν καλλονήν, απήγγειλε το εξής δίστιχον: Για ‘δές καιρόν που ‘διάλεξεν ο Χάρος να με πάρη! / Τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάν’ η γη χορτάρι.

Κατόπιν δε, περιυβρίζων τους πολεμίους, εξηκολούθει λέγων: Εμένα κι’ αν σουβλήσητε, ένας Ρωμηός εχάθη⋅ / ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς και ο Καπετάν Νικήτας⋅ / αυτοί θα σβήσουν την Τουρκιά, και όλο σας το Δοβλέτι».

Απολύτως βέβαιος, για ιδιότυπους πάντως λόγους, εμφανίζεται όπως είδαμε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο δράμα του «Αθανάσης Διάκος» (1867):

«Το εύοσμον, το αειθαλές τούτο άνθος ομολογουμένως εβλάστησεν εκ των σπλάγχνων του Αθανασίου Διάκου, ουχί διότι βεβαιούται παρά των ιστορικών, ούτε διότι η κοινή συνείδησις επεκύρωσε την παράδοσιν, αλλά διότι προς τους τα τοιαύτα μεμυημένους εν ταις ολίγαις εκείναις λέξεσι διασώζεται φωτογραφημένος ο ήρως, ο θεοσεβής αθλητής, το πρότυπον του ηθικού και φυσικού κάλλους, ο αληθής και γνήσιος γόνος του μεσαιωνικού αρματωλισμού, ο σεμνός μαχητής, ο απόστολος, ο αποδεχόμενος εν πλήρει πνεύματος ηρεμία τας βασάνους του μαρτυρίου, αλλά και ομολογών πάσαν την πικρίαν, ην παρήγεν εν αυτώ η συναίσθησις του θανάτου εν στιγμή, καθ’ ην μετά της ανθοστεφούς ανοίξεως ήρχοντο αναφυόμενοι και οι πρώτοι βλαστοί της εθνικής αναγεννήσεως. Η διάγνωσις αύτη είναι ακράδαντος, ίσταται δε υπεράνω της μαρτυρίας των χρονογράφων και του κύρους της κοινής γνώμης. […] Ουδεμία λοιπόν αμφιβολία περί της γνησιότητος του βραχυτάτου, αλλά απεράντου εκείνου θρήνου. Είναι βαρύτατον κληροδότημα, μεταβιβασθέν παρά του Διάκου εις τους ποιητάς της νέας Ελλάδος, είναι κελάδημα ικανόν να συγκινήση τους ανυδροτέρους οφθαλμούς και τας τραχυτέρας καρδίας».

Μολαταύτα, το δίστιχο αυτό έχει καταγραφεί σε ποικίλες μορφές στα μοιρολόγια πολλών περιοχών του τόπου. Στην «Κρητική Μέλισσα» (1883) η Ελπίς Μέλαινα δημοσιεύει το δίστιχο: «Για δε ίντα ώρα γύρευσε ο Χάρων να με πάρει, / τώρα που πρασινίζ’ η γη και βγαίνει το χορτάρι». Το 1888, στο «Επιδόρπιον» ο Μιχαήλ Λελέκος δημοσιεύει το εξής δίστιχο:

«Τήρα καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, / τώρα π’ αγάπησα κι εγώ μιας λεϊμονιάς κλωνάρι». Ο Πολίτης αποθησαυρίζει στις «Εκλογές» ένα «εις άγουρον» μοιρολόι, εποχικώς αντίστροφο, από τη Λάστα της Γορτυνίας που μοιάζει αρκετά με μοιρολόι της Τριφυλίας αλλά και της Λευκάδας: «Για ιδές καιρό που διάλεξες, Χάρε μου, να τον πάρεις, / στα έβγα του καλοκαιριού, στα έμπα του χειμώνα».

Ό,τι λοιπόν υπήρξε δημοτικό-συλλογικό και προφορικό, κυκλοφορεί και διαδίδεται ευρύτατα, και τυπωμένο από κάποια στιγμή κι έπειτα, μετά το 1824. Έτσι, από λογίους και λογοτέχνες πλέον, και για ρομαντικούς λόγους, αποδίδεται στον Διάκο σαν ατομικά ποιητικό. Δίχως πειστήρια αλλά και δίχως να υπάρχει πραγματική ανάγκη.

πηγή: Η Καθημερινή