Η νεοελληνική ποίηση στον 20ο αιώνα: ομιλία του Ντ. Χριστιανόπουλου

Στο βίντεο που ακολουθεί ο θεσσαλονικιός ποιητής και κριτικός Ντίνος Χριστιανόπουλος κάνει μια σύντομη επισκόπηση της νεοελληνικής ποίησης του 20ου αιώνα. Αναφέρεται στα σημαντικότερα ποιητικά ρεύματα, στους κυριότερους εκπροσώπους καθώς και στα βασικότερα προβλήματα που αντιμετώπισαν. Η ομιλία δεν είναι πρόσφατη: πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2000 στην Πάτρα. Σε αυτήν τη διεύθυνση μπορείτε να δείτε το βίντεο στο YouTube.

Επειδή πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να έχει ο ενδιαφερόμενος υπόψη του την οπτική του Χριστιανόπουλου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θεωρώ πλήρη και απολύτως αντικειμενική την ανάλυσή του (τις απόψεις του εκφράζει ο άνθρωπος), απομαγνητοφώνησα τα βασικά σημεία της ομιλίας για τους βιαστικούς -αν και νομίζω ότι είναι καλύτερο να απολαύσει κανείς την ομιλία στο βίντεο. Υπογράμμισα τους κύριους άξονες, ενώ σε αγκύλες πρόσθεσα μερικά επεξηγηματικά σχόλια.

 

Ομιλία του Ντίνου Χριστιανόπουλου για τη νεοελληνική ποίηση

Η ποίηση του 20ου αι. αρχίζει ουσιαστικά το 1880 με την ανατροπή της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής από τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή (κυρίως Παλαμάς και Δροσίνης). Τομή και επανάσταση που άλλαξε ριζικά τον χαρακτήρα της νεοελληνικής ποίησης (ν.π.). Η ανατροπή αυτή εδραιώθηκε και έγινε κάτι σαν παράδοση. Ο Παλαμάς δημιούργησε μια σοβαρή δημοτικιστική παράδοση, δημιούργησε σχολή και η ποίησή του έγινε κατεστημένο.

7΄ 30΄΄ Ο Παλαμάς συνέλαβε πολλά προβλήματα των αναζητήσεων της ν.π. και με το ταλέντο του μπόρεσε και βοήθησε στη διαμόρφωσή τους. Τρία από τα καλύτερα έργα του, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Η Φλογέρα του Βασιλιά και η Ασάλευτη Ζωή, εκδόθηκαν την πρώτη δεκαετία του αιώνα. Τα επόμενα του Παλαμά είναι κατώτερα αυτών. Μετά το 1920 αρχίζει να πέφτει. Είναι όμως το ίνδαλμα της ποιητικής ζωής στην Ελλάδα. Τα μοντέρνα κινήματα που είχαν αρχίσει να φαίνονται σιγά σιγά τον οδήγησαν στο περιθώριο.

12΄ Ο Παλαμάς αμέσως απέρριψε τον Καβάφη. Ο Καβάφης δημιούργησε μόνος ένα έργο, υπέστη λοιδορίες από διάφορους –μερικές τις υπέθαλπε και ο Παλαμάς. Από το 1911 και μέχρι 1933 διαμορφώνει ένα εντελώς προσωπικό ύφος, είναι πρωτότυπος, δεν βασίζεται σε ξένα δάνεια, έχει εξαιρετική ιστορική και φιλοσοφική παιδεία. Βασίζεται στην παράδοση του ελληνιστικού επιγράμματος. Ο Καβάφης πιστεύει ότι όλη η ελληνική ποίηση είναι μία και ενιαία.

18΄ Γύρω στο 1935 το σκηνικό έχει αλλάξει. Ο Παλαμάς το καταλαβαίνει. Ο Καβάφης τότε γίνεται αποδεκτός στην Ελλάδα και αργότερα στον κόσμο.

20΄ 30΄΄ (παρένθεση: σ’ όλα αυτά τα χρόνια ο Καβάφης προχώρησε μόνος κι έρημος. Μόνο ο Παπατσώνης τον στήριξε. Αυτός άρχισε να γράφει τα μοντέρνα ποιήματά του από το 1912, όταν δημοσίευσε έναν ύμνο για τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Είναι μυστήριος, πρωτότυπος, sui generis.)

1925-1950 το βασικό χαρακτηριστικό: όχι τόσο η ανατίναξη της παλαμικής παράδοσης και η έναρξη της εμπέδωσης του καβαφικού έργου, αλλά η εμφάνιση των νέων ρευμάτων που έρχονται από την Ευρώπη και κατακλύζουν την ν.π.

23΄ 30΄΄ η εθνολογία διδάσκει ότι οι μικροί λαοί έχουν μικρές λογοτεχνίες, ενώ οι μεγάλοι μεγάλες. Οι μικροί λαοί μαϊμουδίζουν ευκολότερα τις μεγάλες. Η ελληνική λογοτεχνία είναι πολύ μικρή, άρα επιρρεπής στο να μαϊμουδίζει. Ήδη από την εποχή του Σούτσου (1835) η ελληνική ποίηση αντέγραφε τη γαλλική ρομαντική ποίηση, με μόνη διαφορά ότι την αντέγραφε μέσα από το πλέγμα της ελληνικής καθαρεύουσας. Κατά τα άλλα, το περιεχόμενο, ο χαρακτήρας, η υφή, όλα αυτά είναι παρμένα από την αντίστοιχη γαλλική λογοτεχνία.

25΄ η γενιά του ’30 (ουσιαστικά μια ομάδα αυτής της γενιάς) ανακαλύπτει τα μοντέρνα ρεύματα. Ο υπερρεαλισμός είναι η μεγαλύτερη επανάσταση στον αιώνα μας. Πριν αυτοϋπονομευθεί, έδωσε ένα σωστό παράδειγμα να ξεπεραστεί η κυριαρχία της λογικής. Ο σουρεαλισμός υποσχέθηκε ότι ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε την δυναστεία του λογικού και του ορθολογισμού και την νοοτροπία του μικροαστού είναι να σκάψουμε στον πάτο της ψυχής μας βαθιά, ουσιαστικά και ειλικρινά και μπορεί να βρούμε πολλά και σπουδαία κοιτάσματα. Εκεί βρίσκονται όλα τα απωθημένα παράλογα. Η έννοια του παράλογου (ασυνείδητο, υποσυνείδητο): όλα αυτά υπάρχουν στον πάτο της ψυχής μας και όταν ο ποιητής είναι ποιητής, πρέπει να μην στηρίζεται μόνο στα μορφώματα του νου, αλλά στα σκαλίσματα της ψυχής. Αυτό είναι το μανιφέστο του σουρεαλισμού. Κανείς από τους οπαδούς του δεν μπόρεσε να το εφαρμόσει σωστά –ο Μπρετόν ήταν ένας μετριότατος ποιητής. Από αυτόν ξεκινά η σύγχυση: νόμιζαν ότι αν συνειδητοποιήσουν τις βασικές αρχές του σουρεαλισμού, θα γίνουν αυτομάτως ποιητές. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Πολλοί νόμιζαν ότι μπορούν να κάνουν σουρεαλισμό χωρίς το ανάλογο ψυχικό κοίτασμα.

29΄ Το δεύτερο στοιχείο που ανατίναξε τον σουρεαλισμό στον αέρα είναι ότι ενώ κατηγορήθηκε ο νους για συνέργεια υπέρ του ορθολογισμού και ότι έπρεπε όλα αυτά να τα παρακάμψουν για χατίρι των ψυχικών κοιτασμάτων, ξεχάστηκε ένας σοβαρός παράγοντας: ο νους δεν είναι μόνο λογική, αλλά και φαντασία. Είναι η δυνατότητα του μυαλού μας να βγάζει από τον νου ό,τι πιο απίθανο. Η φαντασία με τα υψηλά πετάγματα κάνει τον ποιητή να χάσει τον έλεγχο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αποτέλεσμα: μέσα σε 6 χρόνια ο σουρεαλισμός αυτοϋπονομεύθηκε από τα πρωτοπαλίκαρά του στο Παρίσι, ενώ τα ξεθυμάσματα μέσω των εντύπων πέρασαν στις διάφορες λογοτεχνίες και 10 χρόνια μετά το μανιφέστο του σουρεαλισμού έχουμε και στην Ελλάδα τα πρώτα κρούσματά του. Εξαιρείται ο Σεφέρης –καμία σχέση με τον σουρεαλισμό, απλώς βοήθησε να κυκλοφορήσουν τα νέα αισθητικά ρεύματα.

Ο Εμπειρίκος δεν είναι και πολύ καλός ποιητής, ο Εγγονόπουλος είναι αναμφισβήτητα καλύτερος· η καθαρεύουσά του τον ευνόησε. Ο Ελύτης δημιουργεί ξεθυμασμένο σουρεαλισμό, τον γνώρισε από πρώτο χέρι –ο Π. Ελυάρ είναι ξεθυμασμένος σουρεαλιστής, γι’ αυτό και είναι πιο υποφερτός. Κάτι τέτοιο θέλησε να κάνει και ο Ελύτης. Η πρώτη του συλλογή είναι καταπληκτική, αλλά μάλλον γράφτηκε από γάλλο ποιητή [σημ.: εννοεί ότι είναι εντονότατα επηρεασμένη από τους Γάλλους]. Έχω επιφυλάξεις για τον αν ο Γκάτσος είναι καλός ποιητής. Ο ίδιος το κατάλαβε, έβγαλε μια συλλογή και σώπασε. Ο Σαραντάρης δεν σχετίζεται με τον γαλλικό σουρεαλισμό αλλά με τον ιταλικό φουτουρισμό. Ο Δημ. Παπαδίτσας αρχικά είναι ωραίος σουρεαλιστής, μετά γνώρισε την αρχαία ελληνική ποίηση, επιχείρησε να την μιμηθεί, απέτυχε και κατέρρευσε. Ο συμπαθέστατος Σαχτούρης νοθεύει τον σουρεαλισμό του με στοιχεία παιδικής εκφραστικότητας, που του κάνουν κακό. Το δεύτερο κακό του είναι ότι επιμένει να είναι σουρεαλιστής στις μέρες μας που το άστρο παρήλθε.

Αυτοί είναι τα πρωτοπαλίκαρα του σουρεαλισμού. Κατάφεραν μια πλήρη ανατροπή της παραδοσιακής μας ποίησης και των υπολειμμάτων του Παλαμά –έχει κάτω από τις φτερούγες του 6 γενιές ποιητών! Λ. Πορφύρας: ο πιο μετριοπαθής· Γρυπάρης: συνδύασε κάποια μοντέρνα στοιχεία με την παρνασσιακή ποίηση· Μαλακάσης: ξεχωρίζουν τα μεσολογγίτικα ποιήματα· Σικελιανός: οι μεγαλοστομίες του δεν μπορούσαν να σταθούν· Βάρναλης: εσκεμμένοι αριστερισμοί· Λαπαθιώτης: θλιβερές αισθηματολογίες· Καρυωτάκης: εκπληκτικός, η σοβαρότερη περίπτωση αντιμετώπισης του μοντέρνου μέσα στο παραδοσιακό. Εδώ κάπου κλείνει η ιστορία του Παλαμά με τον Καββαδία. Καρυωτάκης και Καββαδίας είναι οι τελευταίοι επίγονοι μιας πλούσιας ελληνικής παράδοσης, που έπεσε μέσα στην αδυναμία και στις επαναλήψεις της.

38΄ Η γενιά του ’30 πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρότατα. Ο Καβάφης έθεσε ένα σοβαρό θεωρητικό πρόβλημα: πού θα πρέπει να στηριχτεί η ποίηση, αν θα ήθελε να αποφύγει τα μαϊμουδίσματα; Υπάρχουν δεδομένα από την ίδια την ελληνική ποίηση; Η απάντησή του: πρέπει να ανατρέξουμε στα διδάγματα της αρχαιοελληνικής ποίησης. Δεύτερη περίπτωση ανάλογου πειραματισμού ο Καρυωτάκης: επηρεάστηκε από επιγόνους του Μποντλέρ (όπως και ο Καββαδίας), αλλά αντιμετωπίζοντας την κοινωνική ζωή στην Ελλάδα (που τους επηρεάζει όλους), μπόρεσε να στηριχτεί στα δεδομένα της κοινωνικής ζωής και όχι σε ποιητικό φαινόμενο. [σημ.: μάλλον εννοεί ότι στο στυλ τον επηρέασαν οι γάλλοι, ενώ στη θεματολογία η ελληνική κοινωνική κατάσταση]. Αυτή ήταν η δεύτερη απάντηση στο αρχικό ερώτημα.

40΄ Η γενιά του ’30 αντέγραψε τους Γάλλους, του Ιταλούς και τους Ρώσους (αν και ο Μαγιακόφσκι επηρεάστηκε από ιταλούς φουτουριστές, οπότε τα κέντρα είναι το Παρίσι και η Ιταλία). Πολύ νωρίς (ήταν σοβαροί ποιητές και αντιμετώπιζαν προβλήματα: της ποιητικής, της σχέσης ποίησης και κοινωνίας) και χωρίς κοινή συνεννόηση οι σούπερ μοντέρνοι προσπάθησαν να θυμηθούν ότι είναι Έλληνες –οι Προσανατολισμοί του Ελύτη είναι καταπληκτικά ποιήματα, αλλά είναι σαν να γράφτηκαν από Γάλλο που ήξερε ελληνικά. Το πρόβλημα υπήρχε [σημ.: μάλλον εννοεί τις επιρροές από τους ξένους], αλλά οι ποιητές δεν ήθελαν να το αντιμετωπίσουν. Προς τιμή του, πρώτος ο Σεφέρης προσπαθεί να θυμηθεί την ελληνική παράδοση και η πρώτη του συλλογή, το Μυθιστόρημα, είναι εμπνευσμένη από την καταστροφή της Σμύρνης, της ιδιαίτερης πατρίδας του. Παρακάμπτοντας τα πρότυπά του (γάλλος Λαφόργκ και άγγλος Έλιοτ) φτιάχνει κάτι ουσιαστικότερο που τον συνδέει με την ελληνική παράδοση και από την πλευρά της ιστορίας και από την πλευρά της μορφολογίας της ποίησης –μεγάλο κατόρθωμα. Γλυκάθηκε και νόμισε ότι η ελληνικότητα είναι εύκολη και κερδίζεται ατιμώρητα. Το 1956 έβγαλε τη συλλογή Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν πάνω στον κυπριακό αγώνα, όταν ο Χάρντιγκ απαγχόνιζε, και προσπάθησε να εμφανιστεί ως πατριώτης ποιητής, απλώς και μόνο με ποιήματα τουριστικού περιεχομένου –μακριά από το Μυθιστόρημα που αναφέρεται στην καταστροφή της Σμύρνης. Υπάρχουν και αριστουργηματικά ποιήματα (Έγκωμη), αλλά απέτυχε. Επίσης, κατάργησε τον τίτλο Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν (το έκανε Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄) μόνο και μόνο για να πάρει το Νόμπελ. Το είπα και παλιότερα και πέσαν να με φάνε, όμως η ιστορία μάλλον είναι αληθινή.

Η ίδια νοσταλγία έπιασε και τον Ελύτη, που δεν είχε τόσο μεγάλη παιδεία όπως ο Σεφέρης, και θέλησε να κάνει κάποια ελληνικότητα. Το υποστήριξε και θεωρητικά: ήθελε να δημιουργήσει το ευαγγέλιο του νέου ελληνισμού και έκανε το Άξιον Εστί (μέτριο ποίημα). Ο Θεοδωράκης μελοποιώντας το συνέβαλε στη διάδοσή του. Ο Ελύτης τις παραμονές του Νόμπελ έκανε αυτοανθολόγηση απ’ όπου εξαφάνισε το Άξιον Εστί, αφήνοντας ¾ μιας σελίδας. Το Άξιον Εστί ήταν τόσο τρομερή προσπάθεια, που οι αδύνατοι ώμοι του Ελύτη δεν έφταναν. Εγώ από μικρός έψελνα στην εκκλησία, αργότερα σπούδασα βυζαντινή υμνογραφία, ξέρω πολύ καλά ύμνους της εκκλησίας, αλλά δεν μιμήθηκα τροπάρια για να μοντερνίσω. Αυτό θέλησε να κάνει με το Άξιον Εστί. Παράδειγμα: ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος, το κάνει ο Ελύτης: θ’ ανοίξω το στόμα μου και θα πω λόγια όμορφα. Η απομίμηση είναι απαράδεκτη, ιδίως όταν προβάλλεται ως ευαγγέλιο των Ελλήνων! Πήρε και από τον Μακρυγιάννη. Φιλόδοξο σχέδιο, αλλά ο ίδιος αργότερα υπέστειλε τα ιστία!

Δεύτερο παράδειγμα, το Άσμα ηρωικό και πένθιμο. ασχέτως του ότι ο Ελύτης υπηρέτησε στο στρατηγείο του Παπάγου στα Γιάννενα και δεν είδε τι θα πει πόλεμος, θέλησε να γράψει ένα ποίημα για κάποιον σκοτωμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. [μικρό κενό] Βάζει μια λαϊκή θρακιώτισσα να παίρνει το πτώμα του νεκρού παιδιού της (είναι ο ανθυπολοχαγός), και εκεί που ετοιμάζονται να θάψουν τον νεκρό, αρχίζει το φτηνό μοιρολόι: «αύριο, αύριο, αύριο καμπάνες από κρύσταλλο χτυπούνε». Αυτά λέει μια χαροκαμένη μάνα στο παιδί της που έπεσε για την πατρίδα; Στη δημοτική ποίηση υπάρχουν πολύ τραγικότερα παραδείγματα. Οι αποτυχίες άρχισαν να πληθαίνουν, γιατί οι μοντέρνοι σουρεαλιστές θέλησαν να αποκτήσουν και ελληνική ταυτότητα.

Με το Άσμα τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Ο Γκάτσος το 1943 με την Αμοργό (το Άσμα είναι του 1945, παρόλο που ο Ελύτης ισχυρίζεται ότι το έγραψε το 1941-42) μυρίστηκε ένα καινούργιο μοτίβο: πάντρεμα σουρεαλισμού και δημοτικής ποίησης. Η Αμοργός είναι δημοτικοφανής σουρεαλισμός. Αυτό δεν είναι πρωτοτυπία του Γκάτσου (τότε θα ήταν πολύ μεγάλος), αλλά του Λόρκα. Αυτός ερωτοτροπούσε με τη δημοτική ισπανική ποίηση. Παράλληλα, ως μοντέρνος διανοούμενος είχε γλυκαθεί από τον σουρεαλισμό. Σκέφτηκε να κάνει ένα κουρκούτι με 50% δημοτική και 50% έξαλλο σουρεαλισμό. Ο Γκάτσος είναι μεταπράτης: η Αμοργός είναι αυτό ακριβώς: κατά το ήμισυ δημοτικό τραγούδι και κατά το ήμισυ υπερρεαλισμός. Ο Ελύτης γλυκαίνεται από τον Γκάτσο και βγάζει τον καταπληκτικό Χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Είναι πιο ποιητής από τον Γκάτσο, αλλά το παράδειγμα είναι δανεικό και ύποπτο: στην αυτοανθολόγηση ο Ελύτης το εξαφανίζει ολοσχερώς.

56΄ Διαδοχικές αποτυχίες από τους σουρεαλιστές, που αναρωτήθηκαν: «θα μαϊμουδίζουμε το Παρίσι ή έχουμε κάτι ουσιαστικότερο να προσφέρουμε;» ή «θα μαϊμουδίζουμε αντίστοιχα πρότυπα εντοπιότητος, όπως ο Λόρκα;». Το δίλημμα είναι γι’ αυτούς τους σπουδαίους ποιητές (Σεφέρης, Ελύτης), έπρεπε να το αντιμετωπίσουν. Περίπου απέτυχαν, αλλά τουλάχιστο το αντιμετώπισαν: ομολόγησαν την αποτυχία να μαϊμουδίζουμε ξένους τρόπους, ενώ από την άλλη αυτό το μαϊμούδισμα βοήθησε σε κάποια ανανέωση της ελληνικής ποίησης. Ο Παπαδίτσας έκανε το ίδιο με την αρχαία ελληνική ποίηση και βούλιαξε.

57΄ 40΄΄ οι μοντέρνοι μας λοιπόν ανανέωσαν την ν.π., έδιωξαν τον Παλαμά, δεν τόλμησαν να αντιμετωπίσουν τον Καβάφη, γιατί αυτός ήταν εχθρός του υπερρεαλισμού, είναι μοντέρνος ανατρέποντας το μοντέρνο –αυτό ήταν το μεγαλείο του. Οι άλλοι ήταν πιο παρακατιανοί, γιατί νόμισαν ότι με μεσοβέζικα καμώματα θα αντιμετώπιζαν τα καίρια ερωτήματα της ελληνικής ποίησης. Βεβαίως απέτυχαν αλλά είναι προς τιμήν τους είτε ότι το παραδέχτηκαν είτε ότι έστω και με τη μίμηση μπόρεσαν να κάνουν μερικά καταπληκτικά ποιήματα –δεν πρέπει να τους φάμε το δίκιο τους! Η επισκόπησή μας βλέπει τα υπέρ και τα κατά αυτής της παλινωδίας ή τραγωδίας που λέγεται ν.π., η οποία πολλές φορές χάνει τον μπούσουλά της.

59΄ Ο Καβάφης ανέρχεται σιωπηλά, ενώ στη βιτρίνα φαίνονται οι Σεφέρηδες και οι Ελύτηδες. Όμως, το πρόβλημα δεν λύνεται με μπαλώματα. Η ομάδα της γενιάς του ’30 –γιατί υπήρχαν και άλλοι εκτός της ομάδας τότε, π.χ. ο Βαφόπουλος συνδυάζοντας λίγο Καβάφη και λίγη βυζαντινή υμνογραφία έδωσε προπολεμικά ένα πιο τίμιο παράδειγμα εντοπιότητας. Λοιπόν, η γενιά του ’30 δεν κατάφερε τόσο τον παραγκωνισμό του Παλαμά -αυτό το έκανε ο Καβάφης-, αλλά τη διάδοση του μοντέρνου. Από τότε οι νεότεροι έλληνες ποιητές είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με τα ξεθυμάσματα του υπερρεαλισμού.

62΄ Από το 1950 ως το 1975: οι ποιητές που κυριαρχούν ή που υποδεικνύουν μια λύση σε κάποια κοινωνικά θέματα είναι λίγο πιο σοβαροί από τη γενιά του ’30, η οποία νόμισε ότι έχοντας στο χέρι της το κλειδί του σουρεαλισμού, έλυσε όλα της τα προβλήματα. Οι νεότεροι είναι λίγο πιο υποψιασμένοι και τολμούν να βάλουν το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Στα χρόνια αυτά αναπτύσσονται παράλληλα μια σειρά φαινόμενα που δεν επηρεάζουν το ένα το άλλο. Προπολεμικά, είχε εμφανιστεί η υπαρξιακή ποίηση. Ο υπαρξισμός ως φιλοσοφικό κίνημα είχε αρχίσει να διαδίδεται στο Παρίσι με τον Σαρτρ. Καθετί καινούργιο κινδυνεύει να φανεί καρικατούρα του πρωτότυπου: π.χ. πόσο υπαρξίστρια μπορεί να είναι η Μελισσάνθη, η οποία δεν είναι καν ποιήτρια ή ο Δικταίος που είχε πιο πολλές φιλοδοξίες από το ταλέντο του;

Στη Θεσσαλονίκη είναι η Ζωή Καρέλλη και ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, αδέλφια, περίπου υπαρξιστές· η Καρέλλη πιο τυπικά, ο Πεντζίκης πιο ιδιόρρυθμα. Η Καρέλλη ήταν σπουδαία ποιήτρια, συνειδητή υπαρξίστρια –και αυτό είναι το κακό. Αν ένας ποιητής μιμείται συνειδητά ιδεολογικά ρεύματα και τα εφαρμόζει στην ποίηση, θα φάει τα μούτρα του· γιατί, όταν 10-15 χρόνια μετά ο υπαρξισμός διεθνώς βούλιαξε, βούλιαξαν και οι αντίστοιχοι Έλληνες. Οι νεότεροι αδιαφόρησαν για την Καρέλλη, παρόλο που ήταν μεγάλο ταλέντο. Η Καρέλλη μπόρεσε να εκφράσει τις υπαρξιακές της ανησυχίες ας πούμε με τον καλύτερο τρόπο· αλλά ποτέ δεν υπάρχει ο καλύτερος τρόπος, όταν μέσα από ένα αβέβαιο φίλτρο πρέπει να φιλτραριστούν ιδεολογίες και κινήματα. Η ποίηση ή είναι αυθόρμητο πράγμα που βγαίνει από μέσα μας ή καλύτερα να μην γίνονται αυτά τα καμώματα.

Η Καρέλλη, η σημαντικότερη υπαρξίστρια στην Ελλάδα, έπεσε. Ο αδελφός της όμως, ο Πεντζίκης, που για δεκαετίες θεωρούνταν τρελός, έγραψε τρεις ποιητικές συλλογές: μόνο η τρίτη αξίζει για μένα. Αντικαθιστά την φιλοσοφία της Καρέλλη με έναν χριστιανικό υπαρξισμό ή ουμανισμό –τα πρότυπα υπάρχουν και στο εξωτερικό, με ρώσους στοχαστές και γάλλους ποιητές κλπ. Ο Πεντζίκης χριστιανοφέρνει και έχει ένα ατού: μην όντας απόλυτα λογικά οργανωμένος καταφεύγει σε πρότυπα βυζαντινής χρονογραφίας. Αν συγκρίνεις τους βυζαντινούς χρονογράφους με τους αρχαίους ιστορικούς, λες «τι πράματα είναι αυτά»! Ο Πεντζίκης επιμένει ότι είναι πράματα, απλούστατα δεν έχουμε την ευαισθησία να κατανοήσουμε τον ιδιάζοντα βυζαντινό λόγο. Γράφει μια σειρά ποιήματα (γύρω στο 1952-3) και το 1988 τα βγάζει σε ποιητική συλλογή με τίτλο Τα παλαιοντολογικά. Βυζαντινοφέρνει και ως προς το θέμα και ως προς την τεχνική· κατόρθωμα ανώτερο από το κατόρθωμα του Παπατσώνη, που με θολούς καθολικισμούς κατέστρεψε το έργο του με τα ίδια του τα χέρια. Ο Πεντζίκης (φαινομενικά τρελός) ουσιαστικά ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Πέτυχε να γράψει ποιήματα με θέματα και εκφραστικές βυζαντινές, τα οποία αποτελούν θετικό στοιχείο στην εξέλιξη της ν.ε. ποίησης. Δεν ακούστηκε πολύ, γιατί θεωρείται (όπως και ο Ιωάννου) πεζογράφος, αλλά είναι και ποιητές –πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Το παράδειγμα λειτουργεί όχι με βάση τι ακούγεται, αλλά με βάση αν κάποιοι δέκτες μπορούν να λάβουν σωστά το μήνυμα.

Βέβαια, υπάρχει και η Βακαλό και ο Τάκης Σινόπουλος: τους βρίσκω λίγο αδύνατους. Η Βακαλό ερωτευόταν πολύ τα εικαστικά και το ‘ριξε περισσότερο στην τέχνη και λιγότερο στην ποίηση. Όμως, έχει ρωμαλέα εκφραστική και στοχασμό, που δυστυχώς δεν τον προώθησε. Ο Σινόπουλος έχει κι αυτός τρωτά: ξεκίνησε με σωστή υπαρξιακή ποίηση με πολλά ρεαλιστικά στοιχεία, αλλά μετά ανακάλυψε τον Έζρα Πάουντ και άρχισε να τον αντιγράφει. Αυτός ήταν ο θάνατός του. Όταν ο Σινόπουλος εξέδωσε τον α΄ τόμο των Απάντων του, έγινε ανάρπαστος. Τέσσερα χρόνια μετά βγήκε ο β΄ τόμος, που έμεινε στα αζήτητα. Δείτε τι γρήγορα εξανεμίζονται οι ποιητικές προσπάθειες. Ο Σινόπουλος ήταν αξιόλογος ποιητής, αλλά δεν πάλεψε λεβέντικα όσο θα έπρεπε. Έτσι, οι έλληνες υπαρξιστές ποιητές, με εξαίρεση τον αιρετικό Πεντζίκη που κάτι πρόσφερε ως πρόταση, μάλλον έπεσαν.

Το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτήν την 25ετία είναι η κοινωνική ποίηση. Οι αδέξιες προσπάθειες του Βάρναλη είναι καρπός μιας άλλης εποχής και πρέπει να ιδωθούν με άλλα μάτια. Έχουμε βέβαια τον κολοσσό Ρίτσο και δίπλα του τον μικρότερο Βρεττάκο. Ο Βρεττάκος παρέδωσε νωρίς τα όπλα, γιατί έκανε κάτι ύποπτα χαρμάνια. Δεν αντιμετώπισε το θέμα σωστά και σθεναρά. Ο Σεφέρης όμως [σημ.: μάλλον εννοεί τον Ρίτσο] που υπηρέτησε πολλούς αφεντάδες (Παλαμά, Καρυωτάκη, Μαγιακόφσκι) και έχει το προτέρημα ότι γράφει απλά αλλά είναι τρομερά φλύαρος και επιπόλαιος, βάστηξε το βάρος της κοινωνικής ποίησης για αρκετά χρόνια. Έχει δύο φοβερά ελαττώματα: η τρομερή προχειρογραφία του –σκεφτείτε ότι ντρεπόταν να περάσει μέρα χωρίς να γράψει τουλάχιστο 20 ποιήματα, και μάλιστα σημείωνε ημερομηνία και ώρα! Το δεύτερο είναι ότι ο Ρίτσος διάβαζε το κύριο άρθρο του Ριζοσπάστη και έγραφε καμιά 20σαριά ποιηματάκια! Το κυριότερο χαρακτηριστικό αυτή της ποίησης είναι η επιδερμικότητα των θεμάτων.

Μετά την Κατοχή και την Απελευθέρωση έρχεται ένα δεύτερο κύμα κοινωνικών ποιητών με επίκεντρο τους ποιητές του περιοδικού Κριτική. Πριν βγει η Κριτική το 1959 είναι βγει το περιοδικό Ξεκίνημα το 1944: οι βασικοί συνεργάτες του Ξεκινήματος και της Κριτικής, ο Αναγνωστάκης, ο Κλείτος Κύρου και ο Πάνος Θασίτης, είναι τα τρία πρωτοπαλίκαρα του new look της κοινωνικής ποίησης. Ο Αναγνωστάκης είναι ένα καθημαγμένο πρόσωπο: με φυλακίσεις, με εις θάνατον καταδίκη, έζησε τον διασυρμό της αριστερής παράταξης, την κονιορτοποίηση των ονείρων του, τον κατατρεγμό από τους ίδιους του τους συντρόφους –πολλά και φριχτά πράγματα, δεν υπήρχαν περιθώρια να μαϊμουδίζει τα άρθρα του Ριζοσπάστη. Είχε πληγές που μάτωναν και απ’ αυτές έβγαινε το ποίημα.

Νέοι λοιπόν ποιητές αντιμετωπίζουν πιο σοβαρά και υπεύθυνα το θέμα της κοινωνικής ποίησης. Ο Βύρων Λεοντάρης τους δυσφήμησε χαρακτηρίζοντάς τους «ποιητές της ήττας». Οι άνθρωποι επέμεναν να παλεύουν μέχρι τέλους· επειδή δεν ήταν από τους νικητές, πρέπει να τους κολλήσουμε τη ρετσινιά «ποιητές της ήττας»; Δεύτερο ερώτημα: η λεζάντα καλύπτει όλη την ευρύτητα του θέματος; Οι κοινωνικοί αυτοί ποιητές με όλα τα κουσούρια τους αντιμετωπίζουν όλο το φάσμα της κοινωνικής ποίησης σε όλους τους χώρους. Πώς συμβαίνει αυτοί οι καθημαγμένοι ποιητές αντί να κλαίνε τη μοίρα τους να έχουν το σθένος –πρώτοι αυτοί- να κάνουν κριτική του Στάλιν, όταν ο Ζαχαριάδης είχε αποδειχθεί ένας σιχαμερός τζουτζές του Στάλιν; Αυτά να μην τα ξεχνούμε, όταν οι «ποιητές της ήττας» είναι και οι πιο λεβέντες.

84΄ Το τρίτο ρεύμα που χαρακτηρίζει την 25ετία είναι οι ρεαλιστές ερωτικοί ποιητές του περιοδικού Διαγώνιος. Δεν θέλω να μιλήσω πολύ γύρω από αυτό το θέμα, γιατί είμαι ενεργός παράγων στη διαμόρφωση αυτών των ρευμάτων. Βασικό στοιχείο αυτών των ποιητών είναι ότι εισάγουν τον ρεαλισμό μέσα στο θέμα του έρωτα, που κατά κανόνα αυτό το θέμα ήταν άθυρμα της αισθηματολογίας. Μην ξεχνάτε τον Λαπαθιώτη: σημαντικότατος ποιητής, που φράκαρε σε αισθηματολογικά μαντζούνια. Υπάρχουν πολλά περιθώρια: στην ποίησή μου έχω αντιμετωπίσει το θέμα της ερωτικής εκμετάλλευσης. Το αναφέρω για να δείτε τις ατελεύτητες δυνατότητες ενός θέματος, στο οποίο μπορεί ο ποιητής, αν είναι καπάτσος, να μην φρακάρει στα γνωστά αισθηματολογικά δεδομένα.

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης λοιπόν εισάγουν ταυτόχρονα δύο νέα μοτίβα: τον ρεαλισμό –όπως οι κοινωνικοί ποιητές κατηγορήθηκαν ως «ποιητές της ήττας», εμείς οι ερωτικοί κατηγορηθήκαμε ως «ωμοί». Η πρότασή μας ήταν αρκετά σοβαρή και είχε αρκετή απήχηση. Εκείνο που θα ενδιέφερε δεν είναι ούτε το θέμα, ο έρωτας, ούτε η εκφραστική, ο ρεαλισμός, αλλά ένα νέο στοιχείο σε αντιπαραβολή με κάτι που εισήγαγε ο Αναγνωστάκης. Αυτός έχει καρυωτακικές καταβολές: παιδεύτηκε να βρει κάποιον καθοδηγητή, για να ρεγουλάρει τα βήματά του, έναν αρχηγό μέσα από την ελληνική παράδοση. Είχε αντιπάθεια για τον Καβάφη λόγω των ερωτικών του προτιμήσεων και τον απέκλεισε. Διάλεξε τον Καρυωτάκη, ο οποίος έδωσε κανόνα σοβαρής ελληνικής παράδοσης. Κι εγώ αντιμετώπισα το ίδιο θέμα: αν είναι δυνατόν ένας νέος ποιητής, παρακάμπτοντας τα παραδείγματα που έρχονται απ’ έξω, να βρει έναν αρχηγό μέσα στην τρέχουσα ελληνική παράδοση (τότε ο μεσοπόλεμος), ο οποίος να τον βοηθήσει να σταθεί στα πόδια του, όχι για το δόγμα της ελληνικότητας αλλά τουλάχιστο για να είναι εν τόπω και χώρω ελληνικώ. Έτσι λοιπόν, χρησιμοποίησα τον Καβάφη όχι μόνο ως δάσκαλο, αλλά και ως πυξίδα που μπορούσε σωστά να με καθοδηγήσει, γιατί μέσα στην ίδια την ελληνική μας παράδοση -και μάλιστα τη μοντέρνα- υπήρχαν ακόμη δυνατότητες να ξεφύγουμε τον υποχρεωτικό μαϊμουδισμό.

Τα δύο αυτά φαινόμενα, η ομάδα του Ξεκινήματος και της Διαγωνίου, έχουν μεγάλη σημασία όχι τόσο για την ποιότητα των ποιημάτων που έγραψαν, όσο γιατί οι θεωρητικές τους προτάσεις επί ενός θέματος καυτού υπήρξαν λίγο πιο σοβαρές και υπεύθυνες. Γενικότερα, κοιτώντας τα επιτεύγματα αυτής της τρίτης 25ετίας διαπιστώνουμε ότι και ο υπαρξισμός και η κοινωνική ποίηση και η ρεαλιστική-ερωτική ποίηση δεν υπήρξαν και τόσο ευκαταφρόνητα κινήματα –άλλωστε, αυτά χαρακτηρίζουν την εικοσιπενταετία.

Η τελευταία 25ετία: 1975-2000. Είναι ματαιοπονία να θέλουμε να εντάξουμε την τρέχουσα ζωή στην ιστορία και στη γραμματολογία. Αυτή όμως η 25ετία έχει ένα κύριο χαρακτηριστικό: την εμφάνιση της περίφημης γενιάς του ’70, που ήταν θορυβώδης και αυτοδιαφημιζόμενη και έπιασε αρκετά και έφερε σε δύσκολη θέση της επόμενες δεκαετίες· έχουμε την κακή συνήθεια κάθε δεκαετία να τη χαρακτηρίζουμε γενιά –αλλά η γενιά είναι 30 χρόνια, όχι κάθε 10 χρόνια. Όλες αυτές οι δεκαετίες έχουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό: δεν μιμούνται κάποιον συγκεκριμένο ποιητή (όπως ο Σινόπουλος τον Πάουντ), αλλά επηρεάζονται από κάθε είδους πρότυπα (ελληνικά, ξένα, γελοία, σοβαρά, υπαρξιακά, ερωτικά). Έτσι, ένα κίνημα που αναμηρύκασε ποικίλες φωνές και περιπτώσεις κατάφερε κάτι που κανείς δεν περίμενε: να εξοντώσει όλους τους προηγούμενους. Κυριολεκτικά, μια νέα περίοδος αρχίζει από το 1970, που βάζει στην άκρη όλες τις προηγούμενες φωνές. Υπάρχουνε βέβαια επιρροές, αλλά ένα βασικό χαρακτηριστικό της τελευταίας 25ετίας είναι: χαμηλές προσωπικότητες, επιμονή στην επιβίωση. Από αυτούς εκτιμώ την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, τον Λευτέρη Πούλιο, τον Μάρκο Μέσκο και την Κική Δημουλά, η οποία στάθηκε στα πόδια της κάνοντας ένα μυστηριώδες κουρκούτι Καβάφη με στοιχεία του παραλόγου, και μάλιστα στοιχεία λεκτικά του παραλόγου –είναι σημαντική περίπτωση η Δημουλά. Είναι πολλοί οι ποιητές αυτής της περιόδου και ο καθένας τους έχει και καλά ποιήματα.

Με αυτήν τη σύντομη επισκόπηση της τελευταίας 30ετίας δεν μπορώ να υπογραμμίζω πολλά πρόσωπα, αλλά βρίσκω μια πρόταση –την οποία δεν αποδέχομαι, γιατί έχω την δική μου ποιητική, αλλά δεν μπορούμε να περιμένουμε να γράφουν όλοι σαν κι εμάς. Θα έρθει ο κριτικός να κριτικάρει, να αξιοποιήσει, να ταξινομήσει. Μετά θα έρθει ο χρόνος να χωρίσει τα πρόβατα από τα ερίφια: αλλιώς μιλούσαμε για τον Σικελιανό το 1950 και αλλιώς μιλούμε σήμερα. Μας λείπει η προοπτική του χρόνου και αυτό είναι φοβερό μειονέκτημα.