Η προκήρυξη φοιτητικών εκλογών
Το φθινόπωρο του 1972, όταν μετά τις θερινές διακοπές άνοιξαν τα πανεπιστήμια, το δικτατορικό καθεστώς αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα τακτικής. Η ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος την άνοιξη του 1972 είχε δείξει ότι η κινητοποίηση για ελεύθερες φοιτητικές εκλογές θα εντεινόταν στο νέο ακαδημαϊκό έτος, εφόσον οι διορισμένοι στα Διοικητικά Συμβούλια δεν εφάρμοσαν τη δικαστική εντολή για διενέργεια εκλογών.
Έπρεπε, λοιπόν, να δώσουν ένα τέλος στη συνεχιζόμενη εκκρεμότητα, με την “εκλογή” νέων Διοικητικών Συμβουλίων, έτσι ώστε από τη μια να εκτονώσουν τη φοιτητική πίεση και από την άλλη να κάνουν το πρώτο βήμα στη θεμελίωση ενός ελεγχόμενου φοιτητικού συνδικαλισμού. Ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Βύρων Σταματόπουλος, σε ομιλία του στην Πάτρα, ήταν ξεκάθαρος: «Η διαδικασία των αρχαιρεσιών σας αυτή καθ’ εαυτή σημαίνει συμμετοχήν σας εις την συνταγματικήν καθόλου διαδικασία της Πολιτείας μας», προσθέτοντας ότι οι “εκλεγμένοι” εκπρόσωποι «θα είναι συνεργάτες των πανεπιστημιακών αρχών και της κυβερνήσεως, θα είναι ένας σπόνδυλος, εις την όλην λειτουργία του μηχανισμού της νέας Δημοκρατίας, η οποία βρίσκεται εν εξελίξει από της επαναστάσεως της 21 Απριλίου και εντεύθεν».
Ήταν σαφείς οι προθέσεις του Παπαδόπουλου να προωθήσει την “ομαλοποίηση” με όλα τα μέσα και στα πανεπιστήμια. Το φθινόπωρο του 1972, όμως, το καθεστώς δεν είχε να αντιμετωπίσει ένα υποτυπώδες φοιτητικό κίνημα όπως το 1971, όταν -με το στόμα του γενικού γραμματέα Παπαγγελή- δήλωνε την επιθυμία του δικτάτορα να γίνουν σύντομα φοιτητικές εκλογές. Έναν χρόνο μετά, οι συνθήκες είχαν διαφοροποιηθεί. Το φοιτητικό κίνημα ήταν πλέον μια πραγματική πολιτική δύναμη, η οποία είχε φτάσει να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στο καθεστώς και που, σε περίπτωση γνήσιων εκλογών, ήταν σίγουρο ότι θα εκλέγονταν σ’ όλους τους φοιτητικούς συλλόγους αντιδικτατορικά Διοικητικά Συμβούλια. Έτσι, ο μόνος δρόμος που έμενε στο καθεστώς ήταν η νοθεία. Στόχος του ήταν και να διατηρηθούν οι χουντικοί στα Διοικητικά Συμβούλια και να κλείσει οριστικά η εκκρεμότητα των εκλογών.
Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου, η καταστολή εντάθηκε, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι αντιδράσεις και να περάσει η εκλογική νοθεία που ετοίμαζε το καθεστώς. Έτσι, οι λοκατζήδες έκαναν γυμνάσια έξω από την πανεπιστημιούπολη της Θεσσαλονίκης, τα οποία περιλάμβαναν εκφοβιστικά πυρά και απειλές. Οι δε συλλήψεις στελεχών του φοιτητικού κινήματος και η κλήση στην Ασφάλεια για “συστάσεις” ήταν στην ημερήσια διάταξη. Για την ακρίβεια, οι ασφαλίτες, για να μην χάνουν χρόνο σε άμεσες συλλήψεις, έπαιρναν από φοιτητές τις ταυτότητές τους. Αυτοί στη συνέχεια έπρεπε να πάνε στην Ασφάλεια για να την πάρουν πίσω, αφού δεν μπορούσες να κυκλοφορείς χωρίς ταυτότητα. Στην Ασφάλεια τους φωτογράφιζαν, τους έπαιρναν αποτυπώματα, τους έδιναν κάποια χαστούκια και τους έκαναν το σχετικό κήρυγμα.
Τον Νοέμβριο του 1972 έγινε στα σκαλιά της Νομικής επί της Σόλωνος μία συγκέντρωση φοιτητών. Σ’ εκείνη τη συγκέντρωση είχα μαζί με τη Σοφία Χρονοπούλου πετάξει χειρόγραφες προκηρύξεις όσο βρισκόμουν μέσα στο πλήθος. Όταν αποχώρησα με άρπαξε ένας ασφαλίτης και μου πήρε την ταυτότητα, θεωρώντας με έναν φοιτητή που συμμετείχε, χωρίς, βεβαίως, να γνωρίζει τι είχα κάνει λίγη ώρα πριν. Έτσι την επόμενη μέρα βρέθηκα στην Ασφάλεια στη Μεσογείων για μία διαδικασία που είχε καταντήσει ρουτίνα.
Αφού περίμενα αρκετή ώρα μετά τη λήψη αποτυπωμάτων και φωτογραφιών, ένας αστυνομικός με οδήγησε σε ένα μικρό γραφείο με ένα μεταλλικό έπιπλο γραφείου, δύο καρέκλες και βεβαίως τις φωτογραφίες του Παπαδόπουλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος ήταν μεν εξόριστος, αλλά θεσμικά παρέμενε βασιλιάς. Πίσω από το μεταλλικό γραφείο, καθόταν ο υπαστυνόμος Κώστας Σμαΐλης, ένας ογκώδης τύπος με μικρό κεφάλι. Με αντιμετώπισε με τη συνήθη διαδικασία. Μου έκανε κήρυγμα, λέγοντας ότι αυτοί (οι αστυνομικοί) κάνουν τη χαμαλοδουλειά για να προφυλάξουν την περιουσία των οικογενειών μας, την οποία θα έπαιρναν οι κομμουνιστές, οι οποίοι εκμεταλλεύονται χαζούς φοιτητές, όπως εγώ. Λέγοντας αυτά, σηκώθηκε, ήρθε και κάθισε πάνω στο γραφείο μπροστά μου, σκεπάζοντάς με σχεδόν με τον όγκο του. Και ενώ μου μιλούσε, ρίχνοντάς μου κάθε τόσο σφαλιάρες, χτύπησε το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο. Σήκωσε το ακουστικό χωρίς να μετακινηθεί και άρχισε να συνομιλεί με μια γυναικεία φωνή (προφανώς με τη σύζυγό του), η οποία του είπε μεταξύ άλλων πως είχε μαγειρέψει φακές. Αυτός διαμαρτυρήθηκε ότι δεν του αρέσουν κι αυτή άρχισε να τον “ψέλνει” σε ρυθμό πολυβόλου, με αποτέλεσμα ο τρομερός Σμαΐλης να “παραδοθεί” και να προσπαθεί να την καλοπιάσει και να κλείσει το τηλέφωνο, λέγοντας πως είχε δουλειά, αλλά εκείνη ήταν ποταμός. Περιττό να πω ότι μετά δυσκολίας συγκρατούσα τα γέλια μου. Η όλη επιχείρηση τρομοκράτησης του φοιτητή είχε καταρρεύσει, είχε μετατραπεί σε φαρσοκωμωδία. Κλείνοντας το τηλέφωνο, γύρισε προς εμένα, συνειδητοποίησε τι ακριβώς είχε συμβεί, μου έριξε μια άγρια κατακεφαλιά και με πέταξε έξω απ’ το γραφείο…
Παραλλήλως με την καταστολή, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να κερδίσει τον φοιτητικό κόσμο, το καθεστώς εξήγγειλε με παράτες και πανηγυρισμούς νέα μέτρα οικονομικής ενίσχυσης των φοιτητών (δάνεια, βελτίωση συσσιτίου κλπ.), καθώς και την επαναφορά των καταργημένων στις αρχές του 1972 ρυθμίσεων, όπως την τρίτη εξεταστική περίοδο, τη μεταφορά μαθημάτων κλπ.
Από την πλευρά τους οι διορισμένοι έκαναν καθετί που περνούσε από το χέρι τους για να επιτύχει ο λαιμός της νοθείας όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα για το καθεστώς. Συμπίεσαν τις προθεσμίες εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, απέκλεισαν τους πρωτοετείς, αρνήθηκαν να μοιράσουν τα καταστατικά κ.ά. Στις γενικές συνελεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη Οκτωβρίου 1972, οι διορισμένοι προσπάθησαν να σπάσουν κάθε αντίδραση. Με τη νομική κάλυψη των χουντικών καταστατικών και εσωτερικών κανονισμών, εξαπέλυσαν σ’ όλες τις σχολές ένα όργιο πραξικοπημάτων και προκλήσεων. Εμπόδιζαν τους προοδευτικούς φοιτητές να μιλήσουν, αρνούνταν το δικαίωμα των γενικών συνελεύσεων να εκλέξουν πρόεδρο και εφορευτική επιτροπή και να ψηφίσουν τον εσωτερικό κανονισμό τους, όπως και να πάρουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν το αδιάβλητο της εκλογικής διαδικασίας. Τα διαδικαστικά πραξικοπήματα οι διορισμένοι τα επέβαλαν με κιμά τραμπουκισμών, επικουρούμενοι από ομάδες παρακρατικών που επιστρατεύτηκαν από τους πιο διαφορετικούς χώρους.
Σταύρος Λυγερός, Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, Μία ξεχασμένη κατάθεση, εκδόσεις Πατάκη, σελ.38-43
❦