Εφιαλτικές ήταν τότε οι κατοχικές νύχτες που περνάγαμε οι Αθηναίοι με την απειλή των «μπλόκων».
Τι ήταν, όμως, τα «μπλόκα»; Οι παλιότεροι θα τα θυμούνται, ασφαλώς. Κάθε λίγο και λιγάκι οι Ναζί απομόνωναν μια συνοικία -έκαναν μπλόκο-, μάζευαν είκοσι, τριάντα, πενήντα ανύποπτους άνδρες, που τους μετέφεραν σαν όμηρους για τα θηριώδη αντίποινα που έκαναν σε περιπτώσεις σαμποτάζ.
Είχε κυκλοφορήσει, ακόμα, και η φήμη ότι πολλοί από αυτούς που μάζευαν στα «μπλόκα» τους έστελναν στη Γερμανία ή για να δουλέψουν σαν εργάτες ή για να τους κλείσουν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, όπου, μαζί με τους Εβραίους, τους έριχναν σε φούρνους και τους «έκαναν σαπούνια». Κι είναι μυστήριο πώς έφτασαν στην κατεχόμενη Αθήνα όλες αυτές οι φρικιαστικές πληροφορίες, οι περισσότερες από τις οποίες τόσο τραγικά επιβεβαιώθηκαν, όταν τέλειωσε ο πόλεμος.
Αλλά, για να κάνω μια κωμικοτραγική παρένθεση στην ιστορία του «μπλόκου» που θα σας διηγηθώ παρακάτω, επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ την ιστορία του Λευτεράκη με τον Γερμανό.
Ο Λευτεράκης, λοιπόν, μεθυσμένος-ξεμεθυσμένος, έτρεμε τους Γερμανούς. Έβλεπε Γερμανό και του κοβόταν το γόνατο. Από τη μέρα, μάλιστα, που έμαθε ότι οι Ναζί έπαιρναν τους Εβραίους και τους πετούσαν σε φούρνους, ο φόβος του δεκαπλασιάστηκε. Ένα βράδυ, λοιπόν, όπως καθόμαστε σ’ ένα τραπεζάκι της ταβέρνας του Οικονομόπουλου, μπαίνει μέσα ένας Γερμαναράς, ψηλός, χοντρός, τετράγωνος, σαν ντουλάπα τρίφυλλη και κάθισε ακριβώς στο διπλανό τραπέζι.
Ο Λευτεράκης παραλίγο να πάθει συγκοπή. Ήθελε, βέβαια, να φύγει, αλλά φοβόταν μην παρεξηγηθεί. Εμείς οι άλλοι, που καταλάβαμε τον φόβο και τον τρόμο του Λευτεράκη, αποφασίσαμε να τον «δουλέψουμε». Βγήκαμε, λοιπόν, με τρόπο όλοι από την ταβέρνα και μπήκαμε ένας-ένας να τον χαιρετήσουμε. Πρώτος μπήκε -βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου- ο Μακρής:
– Γεια σου… Αβραάμ…
Του Λευτεράκη τού κόπηκε η ανάσα.
– Εμένα λες Αβραάμ;
– Γιατί; Υπάρχει κανείς άλλος Αβραάμ εδώ;
Ο Λευτεράκης γύρισε και κοίταξε έντρομος τον Γερμαναρά, που ούτε άκουγε ούτε ενδιαφερόταν για τα συμβαίνοντα. Κι όταν έκατσε σ’ ένα τραπεζάκι ο Μακρής, να σου ο Κοκκίνης…
– Γεια σου, Αβραάμ… Τι κάνει η Σάρα;
– Τι Αβραάμ, βρε γουρλομάτη… Λευτεράκης λέγομαι, Λευτεράκης Κόκκινος… Να κι η ταυτότητά μου…
… Και στη φόρα η ταυτότητα, με τρόπο τέτοιο, για να τη δει κι ο Γερμανός… Ο Γερμανός, όμως, πέρα βρέχει. Σε λίγο μπήκε ο Δούκας:
– Γεια σου, Αβραάμ… Τι κάνει ο Ισαάκ, που έχω τόσον καιρό να τον δω;
… Και να μη σας τα πολυλογώ, όλοι όσοι μπήκαν, χαιρέτισαν εγκάρδια τον «Αβραάμ» και το φυλλοκάρδι του Λευτεράκη έτρεμε, μέχρι που κάποια ώρα, τέλος πάντων, έφυγε ο Γερμανός κι ήρθε η καρδιά στον τόπο της.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον Λευτεράκη και τις ατέλειωτες ιστορίες του κι ας ξαναγυρίσουμε στα «μπλόκα». Καθώς έβγαινα, λοιπόν, από το θέατρο «Μακέδο» εκείνο το βράδυ, με πλησίασε ένας ύποπτος τύπος και μου ψιθύρισε:
– Πού μένετε, κύριε Σακελλάριε;
– Στην οδό Σουμερλή… Γιατί;
– Απόψε, στην περιοχή της Βάθης, θα γίνει «μπλόκο».
Πήγα τρεχάλα σπίτι μου και ειδοποίησα όσους γείτονες πρόλαβα με το τηλέφωνο. Μεταξύ άλλων, ειδοποίησα και τον αξέχαστο πρωταγωνιστή της οπερέτας και της επιθεωρήσεως, τον μοναδικό Σπύρο Πατρίκιο -αδελφό της γνωστής ποιήτριας Λιλής Ιακωβίδη-, με τον οποίο, εκτός από γείτονες, ήμασταν και φίλοι.
– Ο Πατρίκιος μού επιβεβαίωσε την πληροφορία.
– Ναι, άκουσα κι εγώ ότι θα γίνει μπλόκο.
– Και τι θα κάνεις;
– Θα πάω σ’ έναν φίλο μου, στο Τέρμα Πατησίων…
Κι εγώ; Πού θα πήγαινα εγώ; Γιατί, βέβαια, δεν ήταν να μείνω σπίτι και να με πιάσουν οι Γερμανοί. Σε φίλο του θα πήγαινε ο Πατρίκιος, σε φίλο μου θα πήγαινα κι εγώ. Ξεκίνησα, λοιπόν, μέσα στην κατοχική νύχτα για το σπίτι τού πάντοτε αγαπητού μου φίλου, του Χαιρόπουλου.
Με την καρδιά στο στόμα, έφτασα στην οδό Κύμης και χτύπησα την πόρτα του. Μου άνοιξε η γυναίκα του έντρομη.
– Τι τρέχει;
– Πού είναι ο Λαλάκης;
– Δεν σε βρήκε;
– Πού να με βρει;
– Για το σπίτι σου ξεκίνησε…
– Και γιατί ξεκίνησε νυχτιάτικα για το σπίτι μου;
– Γιατί εδώ σήμερα θα γίνει μπλόκο.
Ήταν αργά πια και δεν υπήρχε τρόπος να πάει κανείς πουθενά αλλού και μάλιστα με τα πόδια. Έτσι, το θυμάμαι καλά, εκείνο το βράδυ έμεινα εγώ στο σπίτι του Χαιρόπουλου και ο Χαιρόπουλος στο σπίτι το δικό μου. «Μπλόκο», όμως, δεν έγινε…
Αλέκος Σακελλάριος, Λες και ήταν χθες, εκδ. Μένανδρος, 2018, σ. 332-334
❦